Λένε πολλές φορές ότι οι δημοσκοπήσεις προσφέρουν απλώς ένα στιγμιότυπο, μία τάση και πως η κάλπη, αυτή που ανεβάζει και κατεβάζει κυβερνήσεις, είναι τελικά διαφορετική.
Μόνο που όταν ένα στιγμιότυπο επαναλαμβάνεται πολλές φορές και μία τάση καταγράφεται σταθερά τότε μιλάμε για αποτύπωση μιας πραγματικότητας και όχι για «φωτογραφία της στιγμής».
Και οι δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος καθιστούν σαφές ότι δεν ισχύει πλέον το αφήγημα που ήθελε τη Νέα Δημοκρατία και τον Κυριάκο Μητσοτάκη να μην είναι μόνο κοινοβουλευτικά ισχυροί, αλλά και πολιτικά ηγεμονικοί, δηλαδή να είναι η δύναμη εκείνη που θέτει την πολιτική ατζέντα και ορίζει το περίγραμμα πολιτικής πάνω στο οποίο κινούνται και όλοι οι υπόλοιποι.
Αυτό ίσχυε σίγουρα το 2019 όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης μπόρεσε να εκπροσωπήσει ένα αίτημα «επιστροφής στην κανονικότητα» ύστερα από μια δεκαετία κοινωνικής κρίσης, οικονομικής δυσπραγίας και πολιτικής αναταραχής. Και φάνηκε να ισχύει το 2023, στις εκλογές, κυρίως γιατί ήταν εντυπωσιακά απροετοίμαστη η αντιπολίτευση να προτείνει εναλλακτική στρατηγική. Όμως, τώρα τα πράγματα φαίνεται πως είναι διαφορετικά. Η φορά του ανέμου έχει πια αλλάξει.
Και αυτό το δείχνουν οι δημοσκοπήσεις.
Μικρή σημασία έχει να σταθούμε στο ότι η Νέα Δημοκρατία διατηρεί σαφές προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ (και του ΠΑΣΟΚ), είναι σχεδόν παραπλανητικό στοιχείο εάν δεν σταθμιστεί σωστά. Πολύ πιο σημαντικά είναι άλλα ευρήματα.
Και δεν αναφέρομαι μόνο στο ότι η απόσταση ανάμεσα στο πρώτο και το δεύτερο κόμμα μειώνεται, στοιχείο που σαφώς αποτυπώνει υποχώρηση δημοσκοπική της Νέας Δημοκρατίας, ακόμη και εάν δεν υπάρχει κάποιος να την αμφισβητήσει (τουλάχιστον προς το παρόν).
Κυρίως αναφέρομαι στο ότι οι πολίτες πλέον με σαφήνεια δηλώνουν έντονη δυσαρέσκεια και αποδοκιμασία για την κυβερνητική πολιτική, της χρεώνουν σημαντικές πολιτικές ευθύνες, την υποχρεώνουν να επωμιστεί το πολιτικό κόστος για τις επιλογές της.
Δηλαδή, δεν ισχύει πλέον η «μαγική εικόνα» των περασμένων εκλογών, οπότε δημιουργήθηκε η ψευδαίσθηση (και η κυβέρνηση το πίστεψε), ότι το αποτέλεσμα ισοδυναμούσε με νομιμοποίηση όλων των μελλοντικών επιλογών και με συγχωροχάρτι για τα κακώς πεπραγμένα.
Αυτό φαίνεται πρωτίστως στο θέμα των Τεμπών. Σήμερα η κυβέρνηση βρίσκεται στο στόχαστρο και βγήκε λαβωμένη από μια διαδικασία πρότασης μομφής που σε μεγάλο βαθμό αφορούσε τους χειρισμούς της και την προσπάθειά της να αρνηθεί κάθε πολιτική ευθύνη (και άρα και κάθε δυνάμει ποινική ευθύνη υπουργού) για το δυστύχημα, παρότι ήταν εμφανές ότι οφειλόταν και σε δικά της σφάλματα και παραλείψεις το γεγονός ότι τα όποια λάθη απέβησαν τελικά μοιραία.
Ακόμη χειρότερα, οι πολίτες κάθε άλλο παρά συγχώρησαν την προσπάθεια συγκάλυψης μέσω ακόμη και χειραγώγησης της κοινής γνώμης με πρακτικές όπως το «μοντάρισμα» συνομιλιών για να επαληθευθεί η θεωρία του «ανθρώπινου λάθους».
Φαίνεται, όμως, και σε άλλα θέματα, όπως αυτά που αφορούν το κράτος δικαίου, που επίσης λανθασμένα εκτίμησε κάποια στιγμή η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ότι δεν απασχολούν την κοινή γνώμη. Μόνο που οι άνθρωποι δεν ξεχνούν. Και κάποια στιγμή θυμούνται για παράδειγμα ότι μέσα στο ίδιο το μέγαρο Μαξίμου είχε στηθεί μηχανισμός παρακολούθησης με παράνομο κατασκοπευτικό λογισμικό.
Ομολογουμένως δε, οι αντιδράσεις και η κοινωνική οργή δυναμώνουν, όταν επιδεινώνεται και η καθημερινότητα του πολίτη, που πλέον νιώθει μεγαλύτερη οικονομική ανασφάλεια. Η αισιοδοξία που φάνηκε να διαμορφώνεται μετά την πανδημία υποχωρεί. Η έκρηξη της ακρίβειας και φαινόμενα που δεν τα είχαμε στο παρελθόν, όπως είναι τα πρώτα σημάδια μιας στεγαστικής κρίσης, πιέζουν τα λαϊκά στρώματα και εξανεμίζουν τα όποια θετικά αποτελέσματα σε επίπεδο συνολικής ανάπτυξης της οικονομίας. Ή αλλιώς αποδεικνύεται ότι το «οικονομικό θαύμα» για το οποίο επαίρεται η κυβέρνηση αφορά λίγους.
Επιπλέον, η κυβέρνηση τροφοδοτεί τη δυσαρέσκεια και με συγκεκριμένες επιλογές της που επιβάλλει με αυταρχισμό και χωρίς διάλογο με την κοινωνία. «Παρακάμπτοντας» τη συνταγματική αναθεώρηση και φέρνοντας ένα νομοσχέδιο που ήταν στην πραγματικότητα «παραδοτέο» για συγκεκριμένα funds που θέλουν να ιδρύσουν κερδοσκοπικά σουπερμάρκετ πτυχίων, κατάφερε να έχει απέναντί της ακόμη και αυτούς που από θέση αρχής δεν θα ήταν αντίθετοι στην ίδρυση σοβαρών μη κρατικών πανεπιστημίων.
Αντίστοιχα, περιστατικά όπως η γυναικοκτονία έξω από αστυνομικό τμήμα κατά βάση επειδή η αστυνομία δεν αντιμετώπισε το περιστατικό με τη σοβαρότητα που του αναλογούσε, πλέον δεν θεωρούνται «μεμονωμένα», αλλά συμπτώματα μια αδυναμίας του κράτους να σταθεί στοιχειωδώς στο ύψος των υποχρεώσεών του.
Όλα αυτά έχουν ως αποτέλεσμα πλέον η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός να μην έχουν τον «έλεγχο του αφηγήματος». Γι’ αυτόν τον λόγο και επιλογές όπως π.χ. η «τελετουργική θυσία» δύο υπουργών που ενήργησαν κατ’ εντολή του πρωθυπουργού δεν «περνούν» στην κοινή γνώμη, αλλά αντιθέτως αυξάνουν το πολιτικό κόστος.
Βεβαίως την ίδια στιγμή, εξακολουθούμε να έχουμε το φαινομενικά παράδοξο μιας κυβέρνησης που πληρώνει σημαντικό πολιτικό κόστος το οποίο όμως δεν φαίνεται να «εισπράττει» κάποιος.
Γιατί πολύ απλά τουλάχιστον ακόμη δεν υπάρχει κάποιος που να πείθει ότι … έχει λαμβάνειν. Επιμένω ότι η αντιπολίτευση -παρά το ότι επιτέλους αρχίζει να υψώνει ανάστημα- διέρχεται κρίση και κυρίως αδυνατεί να αρθρώσει εναλλακτική πρόταση, να πείσει ότι μπορεί να κυβερνήσει με διαφορετικό τρόπο, καθώς περιορίζεται απλώς στο να λειτουργεί ως αντηχείο της λαϊκής δυσαρέσκειας. Δεν έχει καταφέρει να ανατρέψει την επικίνδυνη και ισοπεδωτική άποψη «και εσείς τα ίδια θα κάνατε», «τα πράγματα δεν μπορούν να αλλάξουν σε αυτή τη χώρα».
Γι’ αυτό και η δυσαρέσκεια κινείται κατακερματισμένα και με αποκλίνουσες διαδρομές.
Και γι’ αυτό ανερχόμενη και σύντομα κυρίαρχη πολιτική δύναμη στη χώρα θα είναι ο «Κανένας», με τους υπαρκτούς κινδύνους που ελλοχεύουν για την κοινωνία, την πολιτική, την ίδια τη Δημοκρατία, σε αυτή την προοπτική.
Μια ποιοτική ανάλυση των δημοσκοπικών ευρημάτων δείχνει ότι οι πολίτες είναι απογοητευμένοι από το σύνολο του πολιτικού σκηνικού. Ούτε στην αντιπολίτευση έχουν εμπιστοσύνη ώστε να ψάξουν εκεί διέξοδο.
Ωστόσο μία δεύτερη προσεκτική ανάγνωση, αποκαλύπτει και μια άλλη διάσταση: αναζητούν μια νέα πολιτική δύναμη. Που να μπορεί να εκπροσωπήσει τη δική τους αγωνία για μια διακυβέρνηση που να στέκεται στις κοινωνικές ανάγκες, να μην αντιμετωπίζει με κυνισμό τα αιτήματα, να λύνει όντως κρίσιμα προβλήματα, να προσφέρει αίσθημα ασφάλειας σε καιρούς με μεγάλες προκλήσεις και κυρίως να μην αποπνέει αλαζονεία της εξουσίας.
Και αυτό ορίζει και μια πρόκληση και μια ευθύνη για όσους θέλουν να υπηρετήσουν όντως ένα τέτοιο όραμα πολιτικής.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου