Μόλις έφτασα στην διεύθυνση, πάτησα την κόρνα του αυτοκινήτου μου. Περίμενα μερικά λεπτά και κόρναρα ξανά. Ήταν η τελευταία κούρσα της βάρδιάς μου, οπότε σκέφτηκα να συνεχίσω να οδηγώ. Αντί να συνεχίσω όμως, σταμάτησα, περπάτησα έως την πόρτα και χτύπησα.
«Μισό λεπτό», απάντησε μια αδύναμη, ηλικιωμένη φωνή. Ακουγόταν σαν να σέρνει κάτι στο πάτωμα. Μετά από μια μικρή παύση, η πόρτα άνοιξε και μπροστά μου στάθηκε μια γυναίκα γύρω στα 90. Φορούσε ένα φόρεμα και ένα καπέλο με πέπλο, έμοιαζε με χαρακτήρα από ταινία του 1940. Είχε δίπλα της μια μικρή τσάντα από νάιλον. Το σπίτι έμοιαζε εγκαταλειμμένο. Όλα τα έπιπλα ήταν καλυμμένα με σεντόνια. Δεν υπήρχαν πουθενά ρολόγια, διακοσμητικά και γενικώς αντικείμενα. Σε μια γωνία υπήρχε ένα χαρτονένιο κουτί γεμάτο παλιές φωτογραφίες και γυαλικά.
«Θα
μπορούσες να πας την τσάντα μου στο αυτοκίνητο;» είπε. Πήρα την τσάντα
και την πήγα μέχρι το ταξί, έπειτα γύρισα για να τη βοηθήσω. Πιάστηκε
από το χέρι μου και πήγαμε σιγά σιγά προς το ταξί. Με ευχαριστούσε
διαρκώς για την καλοσύνη μου. «Δεν κάνει τίποτα» της είπα. «Προσπαθώ
απλώς να συμπεριφέρομαι στους επιβάτες μου, όπως θα ήθελα να
συμπεριφέρονται στην μητέρα μου» συνέχισα, «Είσαι τόσο καλό παιδί» είπε.
Όταν
μπήκαμε στο ταξί, μου έδωσε μια διεύθυνση και με ρώτησε αν θα
μπορούσαμε να πάμε μέσω του κέντρου της πόλης. Της είπα πως δεν ήταν η
γρηγορότερη διαδρομή αλλά μου απάντησε πως δεν έχει πρόβλημα. «Δεν
βιάζομαι, η διεύθυνση που σας έδωσα, είναι η διεύθυνση ενός ασύλου»,
κοίταξα στον καθρέφτη και είδα πως τα μάτια της άστραφταν και πως ήταν
έτοιμη να κλάψει, «έχω χάσει όλη μου την οικογένεια», συνέχισε με μια
γλυκιά και κουρασμένη φωνή. «Ο γιατρός μου, μου είπε πως δεν μου έχει
μείνει πολύς χρόνος». Ακούγοντάς την έκλεισα διακριτικά το ταξίμετρο.
«Ποια
διαδρομή θα θέλατε να ακολουθήσω;» την ρώτησα. Για τις επόμενες δύο
ώρες οδηγούσαμε μέσα στην πόλη. Μου έδειξε το κτήριο που εργαζόταν
κάποτε, μου έδειξε το σπίτι που εκείνη και ο σύζυγός της έμεναν όσο ήταν
νιόπαντροι, σταματήσαμε μπροστά από ένα κατάστημα επίπλων που παλιότερα
ήταν αίθουσα χορού και πήγαινε όσο ήταν νέα. Πολλές φορές μου ζήτησε να
επιβραδύνω μπροστά από κάποιο κτήριο ή κάποια γωνία ενώ εκείνη κοιτούσε
μέσα από το σκοτάδι, χωρίς να λέει κουβέντα.
Καθώς η πρώτη
αχτίδα του ήλιου γεννιόταν από τον ορίζοντα, μου είπε απότομα
«Κουράστηκα, ας πάμε τώρα». Οδηγούσαμε στη σιωπή. Όταν φτάσαμε είδαμε
μπροστά μας ένα χαμηλό κτήριο, σαν μικρό αναρρωτήριο, με ένα δρομάκι που
περνούσε από μια στοά. Δύο νοσηλευτές βγήκαν έξω, και ήρθαν προς το
μέρος μας. Ήταν σχολαστικοί και παρακολουθούσαν την κάθε τους κίνηση.
Υπέθεσα πως την περίμεναν.
Άνοιξα το πορτμπαγκάζ και πήγα την
τσάντα της μέχρι την πόρτα. Όταν έφτασα, η γυναίκα είχε ήδη καθίσει σε
ένα αναπηρικό καροτσάκι. «Πόσο σας οφείλω;» με ρώτησε. «Τίποτα» της
απάντησα. Μου είπε πως δουλεύω για να βγάλω λεφτά, και της απάντησα πως
υπάρχουν και άλλοι πελάτες. Σχεδόν χωρίς να το σκεφτώ, έσκυψα και την
αγκάλιασα. Με κράτησε σφιχτά και μου είπε πως της έδωσα μια μεγάλη χαρά,
«Σε ευχαριστώ» μου είπε. Έσφιξα το χέρι της και έφυγα μέσα στο αμυδρό
πρωινό φως.
Πίσω μου έκλεισε μια πόρτα, η πόρτα μιας ζωής. Δεν
πήρα άλλους επιβάτες εκείνη την μέρα, οδηγούσα χωρίς προορισμό
βυθισμένος στις σκέψεις μου. Για το υπόλοιπο της μέρα δεν μπορούσα καν
να μιλήσω.
Σκεφτόμουν πόσο εύκολα θα μπορούσε να έχει πετύχει έναν νευρικό οδηγό, ή κάποιον που θα βιαζόταν να τελειώσει την βάρδιά του. Τι θα συνέβαινε αν είχα αρνηθεί την κούρσα ή αν είχα κορνάρει άλλη μια φορά και είχα φύγει. Κάνοντας μια φευγαλέα αναδρομή, συνειδητοποίησα πως αυτή η κούρσα ήταν ότι πιο σημαντικό είχα κάνει στη ζωή μου.
Είμαστε προγραμματισμένοι να πιστεύουμε πως οι ζωές μας περιστρέφονται γύρω από τις μεγάλες μας στιγμές. Οι μεγαλύτερες στιγμές μας όμως, συνήθως έρχονται όταν δεν τις περιμένουμε..
Οδηγός ταξί, Νέα Υόρκη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου