Δευτέρα 24 Ιουλίου 2023

Μια αληθινή ιστορία που αξίζει να διαβάσεις…

Στιγμιότυπο από την πυρκαγιά στη Χασιά Αττικής (ΝΔ Πάρνηθα) το 1989

Υπάρχουν κι εκείνοι οι αφανείς ήρωες στην κατάσβεση των πυρκαγιών που τα ΜΜΕ κι ο κόσμος αγνοούν

γράφει ο Καταχανάς (Γ. Μεταξάς)


Το τελευταίο διάστημα, ίσως έχετε προσέξει ότι συνηθίζω να γράφω αποσπάσματα από τα προσωπικά μου βιώματα. Δεν ξέρω αν η ηλικία συμβάλλει σε αυτό ή ίσως η ανάγκη μου να μοιραστώ πράγματα μαζί σας ώστε να νοιώσουμε μία οικειότητα, αφού – εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων – είμαστε άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Για εσάς, οι αρθρογράφοι είμαστε ένα μάτσο αράδες σε μία οθόνη και για εμάς είστε ένα ζευγάρι μάτια που μας διαβάζουν. Και κάπου αυτό το απρόσωπο, δε «μου κάθεται» καλά.

Έτσι, σήμερα θα σας πω μια ακόμη προσωπική μου ιστορία, που βίωσα το 1989, ως νεοσύλλεκτος Εθελοντής Πενταετούς Υποχρέωσης (Τειωρακισμένα – ΚΕΤΘ – Αυλώνα Αττικής) στις μεγάλες πυρκαγιές της Νοτιοδυτικής Πάρνηθας. Πιο συγκεκριμένα, στην περιοχή της Χασιάς (Φυλή).

Ήταν 23/07/1989, ημέρα Κυριακή, όταν ξέσπασε πυρκαγιά στη Χασιά. Από το ΚΕΤΘ βλέπαμε τους καπνούς και παρακαλούσαμε να σβήσει γρήγορα η πυρκαγιά. Μάταια όμως. Κατά το μεσημέρι, έφυγε η πρώτη ομάδα πυρασφαλείας. Εγώ ήμουν στη δεύτερη. Ήρθε η σειρά μου, μαζί με τους συναδέλφους να ξεκινήσουμε για Πάρνηθα. Φτάσαμε βράδυ στη Χασιά και μας «άπλωσαν» στην πλατεία να κοιμηθούμε το βράδυ για να ριχτούμε με το πρώτο φως της ημέρας στη μάχη με τις φλόγες.

Advertisement
Ρυθμίσεις απορρήτου

Εμείς, κοιτούσαμε τους κατοίκους και νευριάζαμε. Πώς ήταν δυνατόν να καίγεται το δάσος τους κι αυτοί να πίνουν ουζάκια στον καφενέ και να καλαμπουρίζουν;

Το πρωί, αξημέρωτα, παραταχθήκαμε, χωριστήκαμε σε ομάδες, μπήκαμε στα Steyer και μετά από λίγο φτάσαμε σε ένα πλάτωμα όπου μας περίμεναν άνθρωποι της πυροσβεστικής, του ΚΕΤΘ και του ΓΕΣ. Εκεί μας εξήγησαν τα καθήκοντά μας: να περνάμε στα σβησμένα, να σβήνουμε τα γνωστά «καντηλάκια» για να μην υπάρξει αναζωπύρωση κι αν εντοπίσουμε αναζωπύρωση, να καταβάλλουμε άμεση προσπάθεια κατάσβεσης.

Τα… όπλα μας: ένα πλαστικό παγούρι νερό, μία πετσέτα για το πρόσωπο και το σακίδιο με τις καραβάνες στην πλάτη. Ε, κι ένα φτυάρι για 10 άτομα…

Μας είπαν ότι η υδροφόρα θα έρχεται δύο φορές την ημέρα για να μας δίνει νερό και πως θα συγκεντρωνόμασταν σ’ εκείνο το σημείο για φαγητό και ξεκούραση. Μας έδωσαν και ξηρά τροφή κι ύστερα μας αμόλησαν στο βουνό με αρχηγό ένα άτομο της δασοφυλακής. Ναι! Τότε υπήρχε δασοφυλακή…

Να πω την αλήθεια, τον λυπήθηκε η ψυχή μου τον έρμο. Ένας άνθρωπος με αρκετή εμπειρία, «φορτώθηκε» ένα τσούρμο νεοσύλλεκτους μαντραχαλάδες που από δασοπυρόσβεση ήξεραν όσα κι από αστρονομία, να τους οδηγήσει και να τους καθοδηγήσει ώστε να προστατευτεί αποτελεσματικά ένα πευκοδάσος… Χαρά στο κουράγιο του και καλή του ώρα όπου είναι…

Εμείς… «αφιονισμένα κομάντα» μέσα στην άγνοιά μας, πηγαίναμε ξοπίσω του, έτοιμοι να… πολεμήσουμε το δράκο με την καυτή ανάσα… Τόσο βλαμμένα. Η άγνοια κινδύνου, σε όλο της το μεγαλείο.

Κάθε τόσο, βλέπαμε κάποια επικίνδυνη μικροεστία και τρέχαμε με το ένα και μοναδικό φτυάρι και με κάμποσα κλαδιά να τη σβήσουμε. Κι όταν τη σβήναμε, φουσκώναμε από υπερηφάνεια. Κουφάλα Superman σε σκίσαμε πάλι! Γατάκι…

Τρία 24ωρα δίναμε τη δική μας μάχη, πότε στα αποκαΐδια, πότε στις φλόγες. Λιγοστός ύπνος, βρώμα, κούραση και κυρίως… πείνα και δίψα… Εκείνο το τριήμερο η υδροφόρα ήταν άφαντη, παρά τις υποσχέσεις. Φαγητό; Τι είναι αυτό; Εξαφανισμένο! Μόνο κάτι σακουλάκια ξηράς τροφής έρχονταν πού και πού. Ο ταλαίπωρος δασοφύλακας φώναζε από τον ασύρματο για τροφή και νερό. Η απάντηση που έπαιρνε ήταν ότι δεν μπορούσαν να πλησιάσουν οχήματα. Για έναν παράξενο λόγο όμως, τα οχήματα έβρισκαν τρόπο να πλησιάσουν για να δώσουν φορτισμένες μπαταρίες για τον ασύρματο ή νέο ασύρματο. Και το βρισίδι πήγαινε σύννεφο.

Ξαπλώναμε το βράδυ πια να ξεκουραστούμε, αλλά πού να ξεκουραστείς. Μύριζες το καμμένο δάσος, αλλά όχι από τον αέρα. Από τα ρούχα σου και το δέρμα σου. Η στάχτη κι η οσμή, είχαν ποτίσει τους πόρους του σώματος. Είχαν γίνει ένα σώμα με το σώμα μας. Μία ουσία με τον ιδρώτα μας. Κι έτσι, όταν το βράδυ ξαπλώναμε κατά γης να ξαποστάσουμε, σκεφτόμασταν πότε θα ερχόταν η επόμενη βάρδια να μας αλλάξει να πάμε για μπάνιο, να φάμε και να απλώσουμε το ταλαιπωρημένο μας κορμί σ’ ένα… ανθρώπινο κρεββάτι. Εκείνο το διάστημα, ο θάλαμος του στρατοπέδου έμοιαζε με τα ανάκτορα των Βερσαλλιών στη φαντασία μας.

Το πρωί, ένα τσούρμο από ζόμπι ντυμένα στα χακί, ήταν πάλι έτοιμα να ξεκινήσουν… Και να σου πάλι ν’ ανεβαίνουμε τις πλαγιές βρίζοντας και βλαστημώντας από την πείνα και τη δίψα. Και βγάζαμε το άχτι μας χτυπώντας αλύπητα όποια φλόγα έκανε το λάθος να βρεθεί στο δρόμο μας… Τέτοιο ξύλο, ούτε σε αγώνα επαγγελματικής πάλης δε βλέπεις.

Κάποια στιγμή, ακούστηκε από τον ασύρματο ότι το ελικόπτερο είχε εντοπίσει εστία αναζωπύρωσης κοντά μας. Ο δασάρχης ενημέρωσε ότι ξεκινούσαμε για το σημείο. Ύστερα από λίγο, είδαμε τις φλόγες. Ο ασύρματος τσίριξε και μία φωνή έδωσε διαταγή να μην πλησιάσουμε γιατί το μέρος ήταν δυσπρόσιτο. Θα έστελναν αργότερα αεροπλάνο. Ο δασάρχης μουρμούρισε ένα «άντε γαμ…ου μαλάκα» και δεν απάντησε. Μάταια από την άλλη πλευρά φώναζαν και ζητούσαν επιβεβαίωση ότι είχε ακουστεί η διαταγή. Ο δασάρχης γύρισε προς το μέρος μας «αυτήν τη διαταγή δεν την ακούσατε ποτέ», είπε νευριασμένος και συνεχίσαμε το δρόμο μας. Πρέπει να ήταν η πρώτη φορά που γελάσαμε μετά από ένα τριήμερο κατήφειας.

Φτάσαμε στις φλόγες. Νοιώθαμε τη ζέστη από μακρυά. Κοιταχτήκαμε αμήχανα μεταξύ μας. Το ίδιο αμήχανα, αλλά κι ασυναίσθητα, ρίξαμε λίγο νερό από το παγούρι μας στην πετσέτα που είχε γίνει πλέον μαύρη από τις στάχτες. Την περάσαμε στο πρόσωπό μας να καλύψουμε τη μύτη μας, πήραμε μια βαθειά ανάσα κι ορμήξαμε μπροστά. Το αλύπητο ξύλο ξεκίνησε πάλι. Αυτήν τη φορά με περισσότερη μανία. Ξέραμε ότι οι φλόγες δεν έπρεπε να ξεφύγουν.

Και δωσ’ του οι φτυαριές να πέφτουν με μανία. Και δωσ’ του τα κλαδιά να κοπανάνε την εστία. Και πού και πού ορμούσαμε και πατούσαμε τις φλόγες με τις αρβύλες. Κι η μυρωδιά του καμμένου πεύκου, ενώθηκε με τη μυρωδιά του καμμένου λάστιχου από τις σόλες των αρβυλών.

Αυτή μας η μανία, έδειξε να έχει αποτέλεσμα. Οι φλόγες άρχισαν να υποχωρούν. Κι όσο οι φλόγες υποχωρούσαν, τόσο ο δασάρχης πάλευε να μας εμψυχώσει φωνάζοντας «Μπράβο λεβέντες μου! Λίγο ακόμα και τη σβήσαμε! Πω πω τι κομάντος έχω εγώ..» και κάτι τέτοια, που τότε μας έκαναν να ξεχνάμε την κούραση και να παλεύουμε πιο δυνατά. Σήμερα όμως, είμαι σίγουρος ότι θ’ άκουγε εν χορώ το «άει γαμ…ου κι εσύ» με την απαραίτητη συνοδεία φασκέλων και σχετικών μπινελικίων…

Και τότε ακούσαμε έναν ήχο… Έναν ήχο που μας έκανε να στρέψουμε το βλέμμα μας έντρομοι στον ουρανό. Ήταν ο ήχος ενός Καναντέρ που είχε κάνει μανούβρα κι ερχόταν προς το μέρος μας ν’ αδειάσει τις δεξαμενές του. Ο δασάρχης έντρομος, άφησε μια βλαστήμια να του ξεφύγει, άρπαξε τον ασύρματο κι άρχισε να ουρλιάζει: «Πες του μη ρίξει! Είναι άνθρωποι από κάτω! Μη ρίξει…»

Ένα «Ελήφθη!» ακούστηκε από την άλλη πλευρά του ασυρμάτου. Μείναμε να κοιτάμε το Καναντέρ που εξακολουθούσε την πορεία του. Είχε κάνει βουτιά και είχε κεντράρει το στόχο του. Η καρδιά μας χτυπούσε σαν τρελή. Κοιταχτήκαμε για λίγο με αγωνία. Τώρα βρισκόταν λίγα μέτρα από πάνω μας. Δεν υπήρχε διαφυγή. Μπορούσαμε να διακρίνουμε σχεδόν καθαρά τα χαρακτηριστικά του πιλότου και του συγκυβερνήτη.

Ξαφνικά, στα 20 περίπου μέτρα από εμάς, το αεροπλάνο άρχισε να παίρνει ύψος. Κοιτούσαμε με κομμένη την ανάσα. Μερικές σταγόνες νερού, έπεσαν στα πρόσωπά μας. Το Καναντέρ πήρε κι άλλο ύψος κι έφυγε μακρυά μας. Είχαμε μείνει εκεί. Αποσβολωμένοι. Αν πετούσε μύγα στα 100 μέτρα, σίγουρα θα την ακούγαμε ξεκάθαρα.

Ο ήχος του ασυρμάτου μας επανέφερε στην πραγματικότητα: «Σας δώσαμε εντολή να μην εμπλακείτε! Τι στο διάολο κάνετε εκεί;». Ο δασάρχης απάντησε ένα ξερό «δεν ακούστηκε τίποτα» και μας έκανε νεύμα να συνεχίσουμε την κατάσβεση της εστίας.

Δεν ξέρω αν ποτέ σας έχετε νοιώσει αυτήν την ευφορία που χαρίζει η αίσθηση ότι μόλις έχεις αποφύγει σίγουρο θάνατο. Αν το έχετε νοιώσει, τότε καταλαβαίνετε το πώς νιώσαμε εμείς. Δε νοιώθαμε ζέστη. Ούτε πόνο. Ούτε κόπο. Ριχτήκαμε ξανά στη μάχη κι όσο έδαφος κέρδισαν οι φλόγες την ώρα που εμείς κοιτάζαμε με τρόμο το Καναντέρ, γρήγορα το κερδίσαμε. Κάμποση ώρα μετά, η εστία δεν υπήρχε πλέον. Μόνο ένας καπνός είχε απομείνει.

Ο δασάρχης ενημέρωσε ότι η εστία ήταν υπό έλεγχο. Το Κέντρο Επιχειρήσεων μας έδωσε συγχαρητήρια κι ο δασάρχης απάντησε: «Έχω κομάντος εγώ ρε…» και μας έκλεισε το μάτι χαμογελώντας.

Ποιος Superman; Ποιος Spiderman; Ποιος Batman; Φέρτε τους εδώ να τους πλακώσουμε στις φάπες έτσι για πλάκα… Το στήθος μας είχε φουσκώσει τόσο πολύ από υπερηφάνεια που έλεγες ότι θα σκάσει σαν μπαλόνι.

Το ίδιο σούρουπο, φτάνοντας σε ένα άλλο πλάτωμα, βρήκαμε 2 υδροφόρες κι ένα Steyer να μας περιμένουν. Επί τέλους! Είχε έρθει φαγητό και νερό. Κοιτούσαμε χωρίς να πιστεύουμε στα μάτια μας. Τρέξαμε σα να μας κυνηγούσε ο διάολος να γεμίσουμε παγούρια και καραβάνες. Μόνο ερωτική εξομολόγηση δεν κάναμε στην υδροφόρα. Μα την πίστη μου, δε θυμάμαι τι γεύση είχε εκείνο το φαγητό. Δε θυμάμαι καν τι φαγητό ήταν. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ήταν το πιο νόστιμο φαγητό της ζωής μου! Τι κι αν είχα στο στόμα ακόμη στάχτες; Δεν έφαγα ποτέ στη ζωή μου πιο νόστιμο φαγητό.

Είχε περάσει μια εβδομάδα από την ημέρα που πήγαμε στο μέτωπο της Χασιάς και πλέον είχε έρθει ώρα να γυρίσουμε. Άλλη ομάδα θα συνέχιζε τη δουλειά. Ανεβήκαμε σιωπηλοί στα Steyer. Κανείς μας δε μιλούσε. Κανείς δεν είχε διάθεση να πει το παραμικρό. Ήταν ήδη μεσημέρι και στο μυαλό όλων μας βρισκόταν η σκέψη του μπάνιου.

Φτάσαμε στο ΚΕΤΘ κατάκοποι. Μετά βίας σέρναμε τα πόδια μας. Πετάξαμε κάπου στο πάτωμα πετσέτες και σακίδια. Βγάλαμε τα ρούχα μας που κάποτε ήταν χακί και τώρα ήταν μαύρα, πήραμε καθαρές πετσέτες, σαμπουάν, σφουγγάρια, αφρόλουτρα, καθαρά ρούχα κι εσώρουχα και τραβήξαμε σέρνοντας τα πόδια μας για το μπάνιο. Κάθε μας βήμα κι ένα αγκομαχητό. Οι συνάδελφοι που είχαν την τύχη να μην έρθουν, μας κοιτούσαν σα χαζοί. Κάτι πήγαν να ρωτήσουν αλλά το βλέμμα μας ήταν αρκετό για να τους κάνει να σωπάσουν.

Κοιταχτήκαμε στους καθρέφτες. Είχαμε πάρει όλοι μας το χρώμα του κάρβουνου. Δεν ξεχώριζες ποιος είναι ποιος. Μπήκα κάτω από την ντουζιέρα. Το χλιαρό νερό μου έδωσε μία πρωτόγνωρη ανακούφιση. Έβαλα αφρόλουτρο στο σφουγγάρι κι άρχισα να τρίβω σαν τρελός. Έτριβα με δύναμη να βγάλω την πέτσα μου. Έλουσα τα μαλλιά μου κάπου 6 ή 7 φορές. Κάποτε τελείωσα και πήγα να ξαπλώσω. Η μυρωδιά του καμμένου πεύκου δεν έλεγε να φύγει με τίποτα.

Το επόμενο πρωί, πήρα τον καφέ μου από το μηχάνημα της Ίλης (ίλη = λόχος για τα Τειωρακισμένα) και κάθισα σ’ ένα παγκάκι. Όσοι ήμασταν στη δασοπυρόσβεση, είχαμε απαλλαγή από τα καθήκοντά μας, αλλά είχα ξυπνήσει νωρίς. Κοίταξα την Πάρνηθα που ακόμα κάπνιζε και μόνο ένα πράγμα υπήρχε στο μυαλό μου: ο ήχος κι η θέα του Καναντέρ να έρχεται κατά πάνω μας…

Και τώρα, γιατί σας είπα αυτήν την προσωπική μου ιστορία;

Σε μία πυρκαγιά υπάρχουν οι εκπαιδευμένοι πυροσβέστες που αποτελούν τους ήρωες της κατάσβεσης. Κι είναι απολύτως λογικό.

Από πίσω όμως, υπάρχουν κι οι αφανείς ήρωες, που ο κόπος τους δεν αναγνωρίζεται. Είναι οι Έλληνες φαντάροι, οι Έλληνες υπαξιωματικοί κι οι Έλληνες αξιωματικοί, που δίνουν τις δικές τους μάχες στα μέτωπα της φωτιάς. Μάχες που δε διαφημίζονται στα ΜΜΕ. Δεν αναφέρονται πουθενά. Κι όμως! Η συμβολή τους στην έγκαιρη καταστολή της αναζωπύρωσης, είναι τεράστια και καθοριστική!

Έχοντας ζήσει την πύρινη κόλαση, νοιώθω απόλυτα τους κόπους του έμψυχου δυναμικού του Ελληνικού Στρατού στη μάχη με τις φλόγες.

Μέσα από αυτές τις γραμμές, υποκλίνομαι μπροστά σας Έλληνες στρατευμένοι!

Σας ευχαριστώ πολύ για όσα κάνετε για την Πατρίδα! Σας ευχαριστώ πολύ που δίνετε μάχη με αυταπάρνηση για να σώσετε τα δάση μας, χωρίς εκπαίδευση και χωρίς εφόδια…

ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ!!!         kanenazori.com

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου