Του Γιώργου Κέντα.
Προτού εξειδικεύσω στο θέμα για το οποίο θα μιλήσω, θα ήθελα να κάνω κάποια σύντομα σχόλια/παρατηρήσεις, τόσο από την ιδιότητα μου ως πολίτη όσο και υπό την ιδιότητά μου ως πολιτικού επιστήμονα, ο οποίος επιλέγει να έχει μία όσο το δυνατόν πιο οξεία παρατηρητικότητα επί των πολιτικών δρώμενων, σχετικά με την πόλη, οι αρχές της οποίας μας έχουν καλέσει να μιλήσουμε σήμερα, γραφει η ιστοσελίδα mignatiou.com. Για πάρα πολλά χρόνια η Κερύνεια ήταν ένα σύμβολο του αγώνα για απελευθέρωση και αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων, όλων των Κυπρίων, αλλά ιδιαιτέρως των κατοίκων οι οποίοι εκδιώχθηκαν βίαια, καθώς και των απογόνων τους οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να ζήσουν στον τόπο όπου οι πρόγονοι τους θεμελίωσαν ένα αξιοζήλευτο πολιτισμό. Είμαι αναγκασμένος, όπως θα έχετε ενδεχομένως παρατηρήσει, να χρησιμοποιήσω παρελθόντα χρόνο· «ήταν ένα σύμβολο», είπα.
Η Κερύνεια ήταν ένα σύμβολο, το οποίο το επίσημο κράτος, οι πολιτικές ηγεσίες, σκοπίμως, υποβάθμισαν διότι ενδεχομένως οι ενοχές της αποτυχίας της στοχοθεσίας που τέθηκε ή και οι τύψεις για τα συνθήματα που οι ίδιοι διέψευσαν, του τύπου «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια» ή «όλοι πρόσφυγες στα σπίτια τους» δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις λεγόμενες πραγματικότητες των συνομιλίων, τις παραδοχές περί του περιορισμού ή και της απεμπόλησης ουσιωδών δικαιωμάτων, των διαχωρισμό των προσφύγων στους προνομιούχους που θα επέστρεφαν υπό Ε/Κ διοίκηση και στους αδικημένους, οι οποίοι έπρεπε να υποστούν τη διαδικασία διαφορετικών περιουσιακών κριτηρίων και διαφοροποιημένων πολιτικών δικαιωμάτων, προσφύγων που θα μπορούσαν να επιστέψουν κάτω από ένα, έως και σήμερα, ασαφές και εν πολλοίς απροσδιόριστο Τ/Κ συνιστών κράτος.
Αυτή λοιπόν η έντονη αντίφαση μεταξύ των συνθημάτων, της ασάφειας και εν τέλει του μικρού ή μεγάλου ψέματος, από τη μια, και του κυνισμού των έτη πιο ασαφών «πραγματικοτήτων», από την άλλη, έχει θυματοποιήσει την πόλη και τους κατοίκους της Κερύνειας. Είναι ίσως η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα αυτά δεν είναι ζητήματα προσφύγων της μίας ή της άλλης πόλης αλλά ζητήματα όλων των πολιτών της Κύπρου. Αυτή φυσικά δεν είναι μία βολική κατάσταση.
Ο καθένας όμως αναλαμβάνεις την ευθύνη του έναντι της ιστορίας και πορεύεται αναλόγως. Περεταίρω σχόλια δεν χρειάζονται. Αφού λοιπόν έχω καταθέσει καθήκοντος σχόλια γύρω από το κεντρικό θέμα του Συμποσίου «Η Κερύνεια στις συνομιλίες για λύση του Κυπριακού», στρέφω αμέσως την προσοχή μου στο θέμα τις ομιλίας μου «Η αναδυόμενη κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή: Επιδράσεις για την Κύπρο».
Το ζήτημα αυτό, δηλαδή η κατάσταση ασφάλειας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και ο τρόπος με τον οποίο αυτή επηρεάζει άμεσα ή/και δυνητικά την Κύπρο, είναι, τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στα ζητήματα που απασχολούν την επικαιρότητα, αλλά και την ερευνητική και πανεπιστημιακή κοινότητα στην Κύπρο.
Θα ήθελα να αρχίσω με κάποιες παραδοχές για το ζήτημα αυτό, οι οποίες θα είναι χρήσιμες προκειμένου να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα σημεία της ανάλυσης, καθώς και τα συμπεράσματα που θα ακολουθήσουν:
1.Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είχε ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον στο πεδίο της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων, τολμώ να πω από την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου· αναμφίβολα έχουμε έγκυρες μαρτυρίες και για προγενέστερα χρόνια· υπάρχουν αναφορές, λόγου χάρι, τόσο στην Ιστορία του Ηρόδοτου, αλλά και στο επικό έργο του Ομήρου. Για το τελευταίο, ο ερευνητής μπορεί να αναζητήσει πληροφορίες από το πολύτιμο έργο του Ανδρέα Βοσκού. Κάθε εποχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, παρόλα αυτά, η κατανόηση της δυναμικής εκάστου περιόδου συνδέεται άμεσα με την κατανομή ισχύος, τις υλικές επιδιώξεις των κρατών της περιοχής, τη δράση μη-κρατικών δρώντων –οι οποίοι έχουν κι αυτοί έντονη την παρουσία και τη δράση τους ανά τους αιώνες, με διαφορετική μορφή και ένταση κάθε φορά–, αλλά ιδιαιτέρως τη κατάσταση ισορροπίας ή/και ανισορροπίας ισχύος που επικρατεί ανάμεσα στα κράτη της περιοχής.
2.Με όρους της σημερινής εποχής η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια θαλάσσια περιοχή η οποία βρέχει –για να αρχίσουμε από το νοτιοδυτικό της άκρο και να κινηθούμε με φορά αντίθετη από τους δείκτες του ρολογιού –ακτές της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Παλαιστινιακής Αρχής, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας, της Τουρκία, της Ελλάδας και φυσικά όλες τις ακτές της Κύπρου. Η δυναμική των σημερινών γεωπολιτικών, μα ιδιαιτέρων των γεωοικονομικών δεδομένων, ενδεχομένως να καθορίζει την Ανατολική Μεσόγειο και με τους όρους των θαλάσσιων ζωνών –και όχι μόνο των χωρικών υδάτων – όλων των κρατών που έχουν ήδη αναφερθεί, καθώς επίσης και ενδεχομένως (ίσως με όρους της επιστήμης της γεωγραφίας κάπως αφαιρετά, αλλά με όρους θαλάσσιων ζωνών, ή όπως είναι πιο γνωστές στις μέρες μας, με όρους οικονομικών ζωνών) έως και τις θαλάσσιες ζώνες της Ιταλίας. Μία εκτίμηση, η οποία βρίσκει σύμφωνους και άλλους συναδέλφους, καθώς και επαγγελματίες του χώρου.
3.Αναφορικά με τα ζητήματα της ασφάλειας, η μεγαλύτερη έμφαση που δίνεται σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν από τα συμβατικά ζητήματα κρατικής ασφάλειας, αφορά σε τέσσερα τουλάχιστον πεδία: την μη συμβατική μετανάστευση –τις μεγάλες δηλαδή ροές ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της θάλασσας της Μεσογείου–, τις εντεινόμενες ασύμμετρες απειλές, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, το παράνομο εμπόριο όλων των ειδών, και εσχάτως την ενέργεια. Στη δημόσια συζήτηση που γίνεται στην Κύπρο, η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στο τελευταίο, παρόλο που σε διακρατικό, περιφερειακό, ευρωπαϊκό, αλλά και διεθνές επίπεδο, όλα τα ζητήματα, καθώς και άλλα που δεν αναφέρθηκαν, είναι στο επίκεντρο.
4.Η υπόθεση εργασίας που προτείνω στην έρευνα μου, ή αν θέλετε καλύτερα η μεγαλύτερη, κατά την άποψή μου, πρόσκληση για την Ανατολική Μεσόγειο, είναι να καταστεί μία φυσική-θαλάσσια ζώνη ασφαλείας για ανακοπής προβλημάτων και απειλών ασφαλείας από την Αφρική και την Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη και αλλού.
5.Η πιο πάνω αναφορά μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μία εννοιολογική γέφυρα αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Από γεωπολιτικής άποψης, αλλά και από μία άποψη αναφορικά με τις στρατηγικές σπουδές ή/και τις στρατηγικές των κρατών, η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από την κατάσταση στην Μέση Ανατολή. Πλην, όμως, όπως θα υποστηρίξω και πιο κάτω, η Ανατολική Μεσόγειος έχει (υπό κάποιες προϋποθέσεις) ένα πιο ευοίωνο μέλλον σε σχέση με την Μέση Ανατολή. Για να το θέσω αλλιώς, καθώς η Μέση Ανατολή είναι «καταδικασμένη» να συνεχίζει να επιδεικνύει, για τα επόμενα 20-30 ίσως και 50 χρόνια, για το όποιο προβλεπτό μέλλον μπορεί να μιλήσει κάποιος είτε θεωρητικά είτε αναλυτικά, στοιχεία αστάθειας, σύγκρουσης και αβεβαιότητας, η Ανατολική Μεσόγειος αναπτύσσει δυνητικά στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με απλά λόγια, ενώ η Μέση Ανατολή θα είναι μία διαρκής πηγή προβλημάτων ασφάλειας, η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορέσει (υπό προϋποθέσεις) να δώσει λύσεις όσον αφορά μεμονωμένα πεδία ή/και πολιτικές ασφάλειας, οι οποίες θα είναι τόσο άμεσα όσο και έμμεσα επωφελής για τα κράτη της περιοχής, το περιφερειακό υποσύστημα σχέσεων, την Ευρώπη, καθώς και το ευρύτερο διεθνές διακρατικό σύστημα σχέσεων.
6.Παρόλο που έχει τεκμηριωθεί μία υπόθεση εργασίας, σύμφωνα με την οποία η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορέσει να λειτουργήσει ημι-αυτόνομα σε σχέση με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ως μία εν δυνάμει ζώνη συνεργασίας, ως μία περιοχή παραγωγής πλούτου, ευημερίας και ασφάλειας, εντούτοις είναι πολύ νωρίς να θεωρηθεί αυτό το θεωρητικό ή αυτό το υπό εξέλιξη υποσύστημα σχέσεων ως μία εγγυημένη βεβαιότητα, καθώς επίσης δεν πρέπει να θεωρεί κάποιος ότι το μέρισμα της οποιασδήποτε ευεργετικής δυναμικής αναπτυχθεί θα μοιραστεί ισομερώς και δικαίως σε όλους. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι οι υπό διαμόρφωση σχέσεις θα καθοριστούν στο πλαίσιο των συμφερόντων, της δημιουργικής διπλωματίας, αλλά και του ανταγωνισμού. Το κάθε κράτος, λοιπόν, οφείλει να ενδιαφερθεί πρώτιστα για τα δικά του συμφέροντα και να επιδιώξει να τα διασφαλίσει σύμφωνα με τα δεδομένα της περιοχής, τα οποία διέπονται από τις κλασσικές αρχές του πολιτικού ρεαλισμού· και σίγουρα όχι από τον οποιονδήποτε ιδεαλισμό.
7.Η Μέση Ανατολή λοιπόν, την οποία για λόγους οικονομίας χρόνου, επιλέγω να μην εξετάσω διεξοδικά, θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις και να βάζει προσκόμματα στις ευοίωνες προοπτικές της Ανατολικής Μεσογείους. Όπως επίσης, η κατανόηση της μη-ανεξάρτητης λειτουργίας του όποιου υπο-συστήματος αναδυθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Χωρίς καμία αμφιβολία, πιέσεις στον καθορισμό και εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη που θα επενδύσουν στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αναμένονται και από άλλες πηγές, πέραν της Μέσης Ανατολής. Αυτές οι πιέσεις προέρχονται κυρίως: πρώτον, από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις τους, δεύτερο από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των περιφερειακών δυνάμεων (κυρίως της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, χωρίς να υποτιμάτε καθόλου ο ρόλος που διαδραματίζει ή που μπορεί να διαδραματίσει το Ιράν), τρίτο, από τις δυνατότητες και τις πολιτικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, και τέταρτο, από τη γενικότερη ιδεολογικοπολιτική και θρησκευτική αστάθεια, η οποία είναι η αναδυόμενη πιο ασταθής μεταβλητή για το μέλλον και της Ανατολικής Μεσογείου.
8.Θα ήθελα να κάνω δύο τελευταίες παρατηρήσεις όσων αφορά τη θεμελίωση των κυριότερων παραδοχών για την αναδυόμενη κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Αρχικά, σημειώνω ότι, από πλευράς διεθνών σχέσεων και γεωπολιτικής, οι δύο περιοχές, δηλαδή η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή, θεωρούνται ως μέρος ενός περιφερειακού συστήματος σχέσεων, στο οποίο επικρατούν πια όροι και συνθήκες αυτού που αποκαλούμε στο γνωστικό πεδίο της διεθνούς πολιτικής πολυπολικότητας. Δηλαδή, εδώ και μερικά χρόνια η περιοχή έπαψε να επηρεάζεται καθοριστικά από τη βούληση των ΗΠΑ, αλλά επηρεάζεται πια από την αλληλοσυγκρουόμενη και ασύμβατη βούληση διαφόρων δυνάμεων, πέραν των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Τουρκίας, του Ιράν, του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες δυνάμεις έχουν διαφορετική πολιτική ατζέντα και συμφέροντα. Η δεύτερη και τελευταία για την ώρα παρατήρηση αφορά στην ανάδυση στην Ανατολική Μεσόγειο «νέων» δρώντων, οι οποίοι ενώ παρατηρούμαι ότι για περίοδο πέραν των 50-60 χρόνων διαδραματίζουν ουσιαστικό πολιτικό, οικονομικό και χρηματοπιστωτικό ρόλο σε κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, άρχισαν να έχουν σημαντικό ρόλο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναφερόμαστε φυσικά στις πολυεθνικές εταιρίες φυσικού αερίου και πετρελαίου, τις πετρελαϊκές όπως είναι γνωστότερες εταιρίες, οι οποίες θα διαδραματίσουν και αυτές ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του συστήματος σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη άρχισαν να το κάνουν.
Έχοντας υπόψη μας αυτές τις παραδοχές, μπορούμε να κάνουμε την εξής διαπίστωση: Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αντιμέτωπη με μία νέα, αναδυόμενη γεωπολιτική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, την οποία προσπαθεί να κατανοήσει, αλλά και να αντιμετωπίσει. Η Κύπρος είναι αναπόφευκτα εκτεθειμένη, με την καλή και την κακή έννοια, στην κατάσταση αυτή. Όπως έχω υποστηρίξει και σε ένα κείμενο μου που δημοσιεύθηκε πριν από μερικά χρόνια, ως κράτος, σε όλες του τις διαστάσεις, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές, η Κύπρος, έχει συνειδητοποιήσει, έχει συναντήσει ξανά τη μοίρα της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Συμπληρώνω σήμερα, με την εξής παρατήρηση: Ενώ η Κύπρος είχε για χρόνια ένα σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ο οποίος χαρακτηριζόταν από ένα συνδυασμό βάσιμων και φανταστικών προσδοκιών, τα τελευταία είκοσι τέσσερα χρόνια, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η συναισθηματική πολιτική της ουδετερότητας και των συμβολικών διπλωματικών σχέσεων στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο άνηκε στο ανώριμο της παρελθόν, το οποίο όφειλε να ξεπεράσει.
Συμβολικό ορόσημο για αυτήν την μακρά διαδικασία γεωπολιτικής συνειδητοποίησης μπορεί να θεωρηθεί η οικοδόμηση διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, καθώς επίσης ουσιαστικό ορόσημο μπορεί να θεωρηθεί η υπογραφή των συμφωνιών οριοθέτησης θαλάσσιων οικονομικών ζωνών με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ. Το ιστορικό παράδοξο, για το οποίο δεν έχω τον χρόνο να επεξηγήσω περισσότερο, είναι ότι η έναρξη της περιόδου που ορίζεται ως περίοδος «γεωπολιτικής συνειδητοποίησης και διπλωματικής ωρίμανσης στην εξωτερική πολιτική» ή ως περίοδος άσκησης εξωτερικής πολιτικής σε ένα παράλληλο επίπεδο με αυτό της διπλωματίας του Κυπριακού Προβλήματος συνέπεσε χρονικά με τις προσπάθειες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για λόγους, οι οποίοι μπορούν να αναχθούν σε «ιστορικά ατυχήματα» ή σε στοιχεία τυχαιότητας, τα δύο τελικά σχεδόν συνέπεσαν χρονικά: Με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζει και μία νέα εποχή αναμόρφωσης του επιπέδου σύνδεσης της Κύπρου με την Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από τα δεδομένα της τουρκικής εισβολής, της συνεχιζόμενης κατοχής και φυσικά της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο, καθώς επίσης και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας για επικυριαρχία και έλεγχο των εδαφικών, θαλάσσιων και εναέριων στοιχείων που προσδίδουν κυριαρχία, δικαιώματα και γεωπολιτική αξία στην νήσο Κύπρο, ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου και ως ένα κράτος-δρώντα στην περιοχή. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συζήτησης, οι λόγοι ιστορικού ατυχήματος ή τυχαιότητας που ανέφερα πιο πάνω και οι οποίοι έδωσαν τη νέα δυναμική δημιουργικής ενσωμάτωσης της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, δεν θα είχαν καμία ουσιαστική σημασία εάν το ένστικτο των πολιτών της Δημοκρατίας, το ένστικτο αυτών δηλαδή οι οποίοι έχουν την πλήρη ευθύνη για την κυριαρχία και την υπόσταση του κράτους, δεν εκτιμούσαν ορθά τις αναδυόμενες καταστάσεις, τα δεδομένα και τις προοπτικές αυτές κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή τη στιγμή της απόφασης του Απριλίου του 2004.
Είναι αλήθεια, ότι στην ιστορική ανάλυση δεν έχουν καθόλου σημασία τα «εάν» και τα «κατά πόσον». Σε ένα πλαίσιο πολιτικής ανάλυσης, η απόφαση των Ελληνοκυπρίων, που μαζί με την απόφαση των Τουρκοκυπρίων, συνάθροισε τη βούληση του 70% του λαού της Κύπρου, ήταν η καθοριστικότερη για να μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα εδώ συζητήσεις και υποθέσεις εργασίας για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει (και όχι τον τρόπο που θα μπορούσε) η Κυπριακή Δημοκρατία να διαδραματίσει ένα δημιουργικό ρόλο και να διεκδικήσει το λόγο που της αναλογεί στη διαμόρφωση μιας όντως περίπλοκης και άκρως απαιτητικής γεωπολιτικής δυναμικής.
Το καθοριστικό ερώτημα φυσικά είναι κατά πόσο και σε πιο βαθμό οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, το πλαίσιο της πολιτειακής διάρθρωσης και λειτουργίας του κυπριακού κράτους, καθώς και οι διευθετήσεις στα ζητήματα ασφάλειας, άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, θα είναι συμβατά με την υπό εξέλιξη γεωπολιτική δυναμική, την οποία συνδιαμορφώνει η Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και υπό το καθεστώς ισχυρής αμφισβήτησης των εδαφικών, θαλάσσιων και εναέριων κυριαρχικών της δικαιωμάτων από την Τουρκία. Η μόνη παρατήρηση η οποία θεωρώ χρήσιμο να κάνω είναι ότι, το πλαίσιο το οποίο έχω μελετήσει και αφορά στα έως τώρα συμφωνηθέντα για τα ζητήματα αυτά, δεν προσδίδει συμβατότητα με τα πιο πάνω, καθώς οι ουσιώδεις παράμετροι της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους, της δυνατότητα του να έχει μία ανεξάρτητη πολιτική ασφάλειας και άμυνας, καθώς και του δικαίωμα του, ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, να επιδιώκει το συμφέρον του στην εξωτερική πολιτική επισκιάζονται από ασάφειες, ενστάσεις και ισχυρές αμφισβητήσεις, ανάλογες με αυτές του σχεδίου Ανάν.
Δεν έχω δυστυχώς τον χρόνο να επεκταθώ και να εξειδικεύσω, πλην από του να καταθέσω κάποιες εισηγήσεις πολιτικής:
Η συζήτηση για τις παραμέτρους ασφάλειας του Κυπριακού δεν μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται στα δεδομένα και τις Συνθήκες του 1960. Μέχρι και σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου γύρου των συνομιλιών, τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας περιορίζονται, σύμφωνα και με το πλαίσιο Γκουτέρες το οποίο έχει κοινοποιηθεί με την Έκθεση του και το οποίο το θεωρεί δεσμευτικό, και αφορούν σε δύο μόνο άξονες: την διαδικασία επιτήρησης και εφαρμογής της συμφωνίας (με ρόλο και των εγγυητριών δυνάμεων) και το μέλλον της παρουσίας Ελληνικών και Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο.
Οι πλευρές έχουν καταθέσει και άλλες θέσεις (π.χ. η Εκ πλευρά θεωρεί ότι η Κύπρος πρέπει να έχει χερσαίες, εναέριες και ναυτικές δυνάμεις ασφαλείας που να αφορούν τις εξωτερικές ανάγκες), αλλά τόσο η διαδικασία όσο και η συζήτηση δεν έχει ενσωματώσει τα δεδομένα στα οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Επικρατεί η εντύπωση ότι τα ζητήματα αυτά θα αφεθούν είτε αποκλειστικά είτε μερικώς είτε σε αναγκαστική συνεργασία με τις λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις.
Πρέπει να επιδιωχθεί μια συστηματική συζήτηση ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους έτσι ώστε να δημιουργηθεί η απαραίτητη εμπιστοσύνη, η οποία θα πρέπει να βασιστεί στην ενιαία αντίληψη κρατικού συμφέροντος, ανεξάρτητα από τις όποιες διμερείς σχέσεις με άλλα κράτη. Στο πεδίο αυτό δεν έχει γίνει σχεδόν καθόλου δουλειά. Οι Τουρκοκύπριοι, δηλαδή η ηγεσία τους, θεωρεί ότι οι Ελληνοκύπριοι επιδιώκουν να έχουν προνόμια και να εκμεταλλευτούν τα οφέλη της αναδυόμενης γεωπολιτικής κατάστασης σε βάρος της άλλης κοινότητας, γι’ αυτό θεωρεί πως τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να τα διαχειριστεί εκ μέρους της η Τουρκία. Αυτό καταλαβαίνετε δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα. Απαιτείται λοιπόν μία καλά δομημένη πολιτική διαλόγου, ειδικότερα πέρα από τα στεγανά των λεγόμενων leader-led negotiations, η οποία να εμπλέκει την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών. Οι περιορισμοί είναι κατανοητοί, αλλά πρέπει να αρχίσει μια διαδικασία προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ενδεχομένως να μην μπορεί –και άποψη μου είναι ότι δεν μπορεί— να υπάρξει το όποιο αντίστοιχο ή ανάλογο αντιστάθμισμα για διαπραγμάτευση ενός καθεστώτος περιορισμένης κυριαρχίας για το κράτος της Κύπρου σε περίπτωση λύσης. Οι οποιεσδήποτε «ανησυχίες ασφαλείας» της Τουρκίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με περιορισμό των δικαιωμάτων των κυπρίων, ή στο πλαίσιο εξαναγκαστικής συμμαχίας με τη τους όρους της Άγκυρας. Και σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικοί όροι επικοινωνίας με τους Τουρκοκύπριους, στο πλαίσιο μια έννοιας αμοιβαίου συμφέροντος και εμπιστοσύνης.
*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης
*Ομιλία στο 9o συμπόσιο του Δήμου Κερύνειας με θέμα: Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Πηγή: mignatiou.com
Προτού εξειδικεύσω στο θέμα για το οποίο θα μιλήσω, θα ήθελα να κάνω κάποια σύντομα σχόλια/παρατηρήσεις, τόσο από την ιδιότητα μου ως πολίτη όσο και υπό την ιδιότητά μου ως πολιτικού επιστήμονα, ο οποίος επιλέγει να έχει μία όσο το δυνατόν πιο οξεία παρατηρητικότητα επί των πολιτικών δρώμενων, σχετικά με την πόλη, οι αρχές της οποίας μας έχουν καλέσει να μιλήσουμε σήμερα, γραφει η ιστοσελίδα mignatiou.com. Για πάρα πολλά χρόνια η Κερύνεια ήταν ένα σύμβολο του αγώνα για απελευθέρωση και αποκατάσταση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Κυπρίων, όλων των Κυπρίων, αλλά ιδιαιτέρως των κατοίκων οι οποίοι εκδιώχθηκαν βίαια, καθώς και των απογόνων τους οι οποίοι έχουν κάθε δικαίωμα να ζήσουν στον τόπο όπου οι πρόγονοι τους θεμελίωσαν ένα αξιοζήλευτο πολιτισμό. Είμαι αναγκασμένος, όπως θα έχετε ενδεχομένως παρατηρήσει, να χρησιμοποιήσω παρελθόντα χρόνο· «ήταν ένα σύμβολο», είπα.
Η Κερύνεια ήταν ένα σύμβολο, το οποίο το επίσημο κράτος, οι πολιτικές ηγεσίες, σκοπίμως, υποβάθμισαν διότι ενδεχομένως οι ενοχές της αποτυχίας της στοχοθεσίας που τέθηκε ή και οι τύψεις για τα συνθήματα που οι ίδιοι διέψευσαν, του τύπου «τα σύνορά μας είναι στην Κερύνεια» ή «όλοι πρόσφυγες στα σπίτια τους» δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις λεγόμενες πραγματικότητες των συνομιλίων, τις παραδοχές περί του περιορισμού ή και της απεμπόλησης ουσιωδών δικαιωμάτων, των διαχωρισμό των προσφύγων στους προνομιούχους που θα επέστρεφαν υπό Ε/Κ διοίκηση και στους αδικημένους, οι οποίοι έπρεπε να υποστούν τη διαδικασία διαφορετικών περιουσιακών κριτηρίων και διαφοροποιημένων πολιτικών δικαιωμάτων, προσφύγων που θα μπορούσαν να επιστέψουν κάτω από ένα, έως και σήμερα, ασαφές και εν πολλοίς απροσδιόριστο Τ/Κ συνιστών κράτος.
Αυτή λοιπόν η έντονη αντίφαση μεταξύ των συνθημάτων, της ασάφειας και εν τέλει του μικρού ή μεγάλου ψέματος, από τη μια, και του κυνισμού των έτη πιο ασαφών «πραγματικοτήτων», από την άλλη, έχει θυματοποιήσει την πόλη και τους κατοίκους της Κερύνειας. Είναι ίσως η ώρα να συνειδητοποιήσουμε ότι όλα αυτά δεν είναι ζητήματα προσφύγων της μίας ή της άλλης πόλης αλλά ζητήματα όλων των πολιτών της Κύπρου. Αυτή φυσικά δεν είναι μία βολική κατάσταση.
Ο καθένας όμως αναλαμβάνεις την ευθύνη του έναντι της ιστορίας και πορεύεται αναλόγως. Περεταίρω σχόλια δεν χρειάζονται. Αφού λοιπόν έχω καταθέσει καθήκοντος σχόλια γύρω από το κεντρικό θέμα του Συμποσίου «Η Κερύνεια στις συνομιλίες για λύση του Κυπριακού», στρέφω αμέσως την προσοχή μου στο θέμα τις ομιλίας μου «Η αναδυόμενη κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή: Επιδράσεις για την Κύπρο».
Το ζήτημα αυτό, δηλαδή η κατάσταση ασφάλειας στη Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο και ο τρόπος με τον οποίο αυτή επηρεάζει άμεσα ή/και δυνητικά την Κύπρο, είναι, τα τελευταία χρόνια, ανάμεσα στα ζητήματα που απασχολούν την επικαιρότητα, αλλά και την ερευνητική και πανεπιστημιακή κοινότητα στην Κύπρο.
Θα ήθελα να αρχίσω με κάποιες παραδοχές για το ζήτημα αυτό, οι οποίες θα είναι χρήσιμες προκειμένου να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα σημεία της ανάλυσης, καθώς και τα συμπεράσματα που θα ακολουθήσουν:
1.Η περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου είχε ανέκαθεν ένα ιδιαίτερο γεωπολιτικό ενδιαφέρον στο πεδίο της στρατηγικής των μεγάλων δυνάμεων, τολμώ να πω από την περίοδο του Πελοποννησιακού Πολέμου· αναμφίβολα έχουμε έγκυρες μαρτυρίες και για προγενέστερα χρόνια· υπάρχουν αναφορές, λόγου χάρι, τόσο στην Ιστορία του Ηρόδοτου, αλλά και στο επικό έργο του Ομήρου. Για το τελευταίο, ο ερευνητής μπορεί να αναζητήσει πληροφορίες από το πολύτιμο έργο του Ανδρέα Βοσκού. Κάθε εποχή έχει τις ιδιαιτερότητές της, παρόλα αυτά, η κατανόηση της δυναμικής εκάστου περιόδου συνδέεται άμεσα με την κατανομή ισχύος, τις υλικές επιδιώξεις των κρατών της περιοχής, τη δράση μη-κρατικών δρώντων –οι οποίοι έχουν κι αυτοί έντονη την παρουσία και τη δράση τους ανά τους αιώνες, με διαφορετική μορφή και ένταση κάθε φορά–, αλλά ιδιαιτέρως τη κατάσταση ισορροπίας ή/και ανισορροπίας ισχύος που επικρατεί ανάμεσα στα κράτη της περιοχής.
2.Με όρους της σημερινής εποχής η Ανατολική Μεσόγειος είναι μια θαλάσσια περιοχή η οποία βρέχει –για να αρχίσουμε από το νοτιοδυτικό της άκρο και να κινηθούμε με φορά αντίθετη από τους δείκτες του ρολογιού –ακτές της Λιβύης, της Αιγύπτου, της Παλαιστινιακής Αρχής, του Ισραήλ, του Λιβάνου, της Συρίας, της Τουρκία, της Ελλάδας και φυσικά όλες τις ακτές της Κύπρου. Η δυναμική των σημερινών γεωπολιτικών, μα ιδιαιτέρων των γεωοικονομικών δεδομένων, ενδεχομένως να καθορίζει την Ανατολική Μεσόγειο και με τους όρους των θαλάσσιων ζωνών –και όχι μόνο των χωρικών υδάτων – όλων των κρατών που έχουν ήδη αναφερθεί, καθώς επίσης και ενδεχομένως (ίσως με όρους της επιστήμης της γεωγραφίας κάπως αφαιρετά, αλλά με όρους θαλάσσιων ζωνών, ή όπως είναι πιο γνωστές στις μέρες μας, με όρους οικονομικών ζωνών) έως και τις θαλάσσιες ζώνες της Ιταλίας. Μία εκτίμηση, η οποία βρίσκει σύμφωνους και άλλους συναδέλφους, καθώς και επαγγελματίες του χώρου.
3.Αναφορικά με τα ζητήματα της ασφάλειας, η μεγαλύτερη έμφαση που δίνεται σήμερα στην Ανατολική Μεσόγειο, πέραν από τα συμβατικά ζητήματα κρατικής ασφάλειας, αφορά σε τέσσερα τουλάχιστον πεδία: την μη συμβατική μετανάστευση –τις μεγάλες δηλαδή ροές ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν να φτάσουν στην Ευρώπη μέσω της θάλασσας της Μεσογείου–, τις εντεινόμενες ασύμμετρες απειλές, συμπεριλαμβανομένου του οργανωμένου εγκλήματος, το παράνομο εμπόριο όλων των ειδών, και εσχάτως την ενέργεια. Στη δημόσια συζήτηση που γίνεται στην Κύπρο, η μεγαλύτερη έμφαση δίνεται στο τελευταίο, παρόλο που σε διακρατικό, περιφερειακό, ευρωπαϊκό, αλλά και διεθνές επίπεδο, όλα τα ζητήματα, καθώς και άλλα που δεν αναφέρθηκαν, είναι στο επίκεντρο.
4.Η υπόθεση εργασίας που προτείνω στην έρευνα μου, ή αν θέλετε καλύτερα η μεγαλύτερη, κατά την άποψή μου, πρόσκληση για την Ανατολική Μεσόγειο, είναι να καταστεί μία φυσική-θαλάσσια ζώνη ασφαλείας για ανακοπής προβλημάτων και απειλών ασφαλείας από την Αφρική και την Μέση Ανατολή προς την Ευρώπη και αλλού.
5.Η πιο πάνω αναφορά μας δίνει την ευκαιρία να κάνουμε μία εννοιολογική γέφυρα αναφορικά με τη σχέση ανάμεσα στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Από γεωπολιτικής άποψης, αλλά και από μία άποψη αναφορικά με τις στρατηγικές σπουδές ή/και τις στρατηγικές των κρατών, η κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο δεν μπορεί να εξεταστεί ανεξάρτητα από την κατάσταση στην Μέση Ανατολή. Πλην, όμως, όπως θα υποστηρίξω και πιο κάτω, η Ανατολική Μεσόγειος έχει (υπό κάποιες προϋποθέσεις) ένα πιο ευοίωνο μέλλον σε σχέση με την Μέση Ανατολή. Για να το θέσω αλλιώς, καθώς η Μέση Ανατολή είναι «καταδικασμένη» να συνεχίζει να επιδεικνύει, για τα επόμενα 20-30 ίσως και 50 χρόνια, για το όποιο προβλεπτό μέλλον μπορεί να μιλήσει κάποιος είτε θεωρητικά είτε αναλυτικά, στοιχεία αστάθειας, σύγκρουσης και αβεβαιότητας, η Ανατολική Μεσόγειος αναπτύσσει δυνητικά στοιχεία προς την αντίθετη κατεύθυνση. Με απλά λόγια, ενώ η Μέση Ανατολή θα είναι μία διαρκής πηγή προβλημάτων ασφάλειας, η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορέσει (υπό προϋποθέσεις) να δώσει λύσεις όσον αφορά μεμονωμένα πεδία ή/και πολιτικές ασφάλειας, οι οποίες θα είναι τόσο άμεσα όσο και έμμεσα επωφελής για τα κράτη της περιοχής, το περιφερειακό υποσύστημα σχέσεων, την Ευρώπη, καθώς και το ευρύτερο διεθνές διακρατικό σύστημα σχέσεων.
6.Παρόλο που έχει τεκμηριωθεί μία υπόθεση εργασίας, σύμφωνα με την οποία η Ανατολική Μεσόγειος θα μπορέσει να λειτουργήσει ημι-αυτόνομα σε σχέση με τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή, ως μία εν δυνάμει ζώνη συνεργασίας, ως μία περιοχή παραγωγής πλούτου, ευημερίας και ασφάλειας, εντούτοις είναι πολύ νωρίς να θεωρηθεί αυτό το θεωρητικό ή αυτό το υπό εξέλιξη υποσύστημα σχέσεων ως μία εγγυημένη βεβαιότητα, καθώς επίσης δεν πρέπει να θεωρεί κάποιος ότι το μέρισμα της οποιασδήποτε ευεργετικής δυναμικής αναπτυχθεί θα μοιραστεί ισομερώς και δικαίως σε όλους. Η μόνη βεβαιότητα είναι ότι οι υπό διαμόρφωση σχέσεις θα καθοριστούν στο πλαίσιο των συμφερόντων, της δημιουργικής διπλωματίας, αλλά και του ανταγωνισμού. Το κάθε κράτος, λοιπόν, οφείλει να ενδιαφερθεί πρώτιστα για τα δικά του συμφέροντα και να επιδιώξει να τα διασφαλίσει σύμφωνα με τα δεδομένα της περιοχής, τα οποία διέπονται από τις κλασσικές αρχές του πολιτικού ρεαλισμού· και σίγουρα όχι από τον οποιονδήποτε ιδεαλισμό.
7.Η Μέση Ανατολή λοιπόν, την οποία για λόγους οικονομίας χρόνου, επιλέγω να μην εξετάσω διεξοδικά, θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις και να βάζει προσκόμματα στις ευοίωνες προοπτικές της Ανατολικής Μεσογείους. Όπως επίσης, η κατανόηση της μη-ανεξάρτητης λειτουργίας του όποιου υπο-συστήματος αναδυθεί στην Ανατολική Μεσόγειο, πρέπει να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Χωρίς καμία αμφιβολία, πιέσεις στον καθορισμό και εξέλιξη των σχέσεων ανάμεσα στα κράτη που θα επενδύσουν στην Ανατολική Μεσόγειο θα πρέπει να αναμένονται και από άλλες πηγές, πέραν της Μέσης Ανατολής. Αυτές οι πιέσεις προέρχονται κυρίως: πρώτον, από τα συμφέροντα των μεγάλων δυνάμεων, τους ανταγωνισμούς και τις συγκρούσεις τους, δεύτερο από τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των περιφερειακών δυνάμεων (κυρίως της Τουρκίας, του Ισραήλ και της Αιγύπτου, χωρίς να υποτιμάτε καθόλου ο ρόλος που διαδραματίζει ή που μπορεί να διαδραματίσει το Ιράν), τρίτο, από τις δυνατότητες και τις πολιτικές προτεραιότητες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ιδιαίτερα της Γαλλίας και της Γερμανίας, και τέταρτο, από τη γενικότερη ιδεολογικοπολιτική και θρησκευτική αστάθεια, η οποία είναι η αναδυόμενη πιο ασταθής μεταβλητή για το μέλλον και της Ανατολικής Μεσογείου.
8.Θα ήθελα να κάνω δύο τελευταίες παρατηρήσεις όσων αφορά τη θεμελίωση των κυριότερων παραδοχών για την αναδυόμενη κατάσταση ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή. Αρχικά, σημειώνω ότι, από πλευράς διεθνών σχέσεων και γεωπολιτικής, οι δύο περιοχές, δηλαδή η Ανατολική Μεσόγειος και η Μέση Ανατολή, θεωρούνται ως μέρος ενός περιφερειακού συστήματος σχέσεων, στο οποίο επικρατούν πια όροι και συνθήκες αυτού που αποκαλούμε στο γνωστικό πεδίο της διεθνούς πολιτικής πολυπολικότητας. Δηλαδή, εδώ και μερικά χρόνια η περιοχή έπαψε να επηρεάζεται καθοριστικά από τη βούληση των ΗΠΑ, αλλά επηρεάζεται πια από την αλληλοσυγκρουόμενη και ασύμβατη βούληση διαφόρων δυνάμεων, πέραν των ΗΠΑ, της Ρωσίας, της Τουρκίας, του Ιράν, του Ισραήλ, της Αιγύπτου και της Σαουδικής Αραβίας, οι οποίες δυνάμεις έχουν διαφορετική πολιτική ατζέντα και συμφέροντα. Η δεύτερη και τελευταία για την ώρα παρατήρηση αφορά στην ανάδυση στην Ανατολική Μεσόγειο «νέων» δρώντων, οι οποίοι ενώ παρατηρούμαι ότι για περίοδο πέραν των 50-60 χρόνων διαδραματίζουν ουσιαστικό πολιτικό, οικονομικό και χρηματοπιστωτικό ρόλο σε κράτη της Μέσης Ανατολής και της Αφρικής, άρχισαν να έχουν σημαντικό ρόλο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Αναφερόμαστε φυσικά στις πολυεθνικές εταιρίες φυσικού αερίου και πετρελαίου, τις πετρελαϊκές όπως είναι γνωστότερες εταιρίες, οι οποίες θα διαδραματίσουν και αυτές ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του συστήματος σχέσεων στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη άρχισαν να το κάνουν.
Έχοντας υπόψη μας αυτές τις παραδοχές, μπορούμε να κάνουμε την εξής διαπίστωση: Η Κυπριακή Δημοκρατία είναι αντιμέτωπη με μία νέα, αναδυόμενη γεωπολιτική ασφάλειας στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, την οποία προσπαθεί να κατανοήσει, αλλά και να αντιμετωπίσει. Η Κύπρος είναι αναπόφευκτα εκτεθειμένη, με την καλή και την κακή έννοια, στην κατάσταση αυτή. Όπως έχω υποστηρίξει και σε ένα κείμενο μου που δημοσιεύθηκε πριν από μερικά χρόνια, ως κράτος, σε όλες του τις διαστάσεις, πολιτικές, οικονομικές, πολιτισμικές, η Κύπρος, έχει συνειδητοποιήσει, έχει συναντήσει ξανά τη μοίρα της στην Ανατολική Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Συμπληρώνω σήμερα, με την εξής παρατήρηση: Ενώ η Κύπρος είχε για χρόνια ένα σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ο οποίος χαρακτηριζόταν από ένα συνδυασμό βάσιμων και φανταστικών προσδοκιών, τα τελευταία είκοσι τέσσερα χρόνια, άρχισε να συνειδητοποιεί ότι η συναισθηματική πολιτική της ουδετερότητας και των συμβολικών διπλωματικών σχέσεων στην Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο άνηκε στο ανώριμο της παρελθόν, το οποίο όφειλε να ξεπεράσει.
Συμβολικό ορόσημο για αυτήν την μακρά διαδικασία γεωπολιτικής συνειδητοποίησης μπορεί να θεωρηθεί η οικοδόμηση διπλωματικών σχέσεων με το Ισραήλ, καθώς επίσης ουσιαστικό ορόσημο μπορεί να θεωρηθεί η υπογραφή των συμφωνιών οριοθέτησης θαλάσσιων οικονομικών ζωνών με την Αίγυπτο, τον Λίβανο και το Ισραήλ. Το ιστορικό παράδοξο, για το οποίο δεν έχω τον χρόνο να επεξηγήσω περισσότερο, είναι ότι η έναρξη της περιόδου που ορίζεται ως περίοδος «γεωπολιτικής συνειδητοποίησης και διπλωματικής ωρίμανσης στην εξωτερική πολιτική» ή ως περίοδος άσκησης εξωτερικής πολιτικής σε ένα παράλληλο επίπεδο με αυτό της διπλωματίας του Κυπριακού Προβλήματος συνέπεσε χρονικά με τις προσπάθειες για ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Για λόγους, οι οποίοι μπορούν να αναχθούν σε «ιστορικά ατυχήματα» ή σε στοιχεία τυχαιότητας, τα δύο τελικά σχεδόν συνέπεσαν χρονικά: Με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αρχίζει και μία νέα εποχή αναμόρφωσης του επιπέδου σύνδεσης της Κύπρου με την Μέση Ανατολή και την Ανατολική Μεσόγειο.
Όλα αυτά όμως δεν μπορούν να ιδωθούν ανεξάρτητα από τα δεδομένα της τουρκικής εισβολής, της συνεχιζόμενης κατοχής και φυσικά της στρατιωτικής παρουσίας της Τουρκίας στην Κύπρο, καθώς επίσης και τους σχεδιασμούς της Άγκυρας για επικυριαρχία και έλεγχο των εδαφικών, θαλάσσιων και εναέριων στοιχείων που προσδίδουν κυριαρχία, δικαιώματα και γεωπολιτική αξία στην νήσο Κύπρο, ως υποκείμενο διεθνούς δικαίου και ως ένα κράτος-δρώντα στην περιοχή. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συζήτησης, οι λόγοι ιστορικού ατυχήματος ή τυχαιότητας που ανέφερα πιο πάνω και οι οποίοι έδωσαν τη νέα δυναμική δημιουργικής ενσωμάτωσης της Κύπρου στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή, δεν θα είχαν καμία ουσιαστική σημασία εάν το ένστικτο των πολιτών της Δημοκρατίας, το ένστικτο αυτών δηλαδή οι οποίοι έχουν την πλήρη ευθύνη για την κυριαρχία και την υπόσταση του κράτους, δεν εκτιμούσαν ορθά τις αναδυόμενες καταστάσεις, τα δεδομένα και τις προοπτικές αυτές κατά τον κρίσιμο χρόνο, δηλαδή τη στιγμή της απόφασης του Απριλίου του 2004.
Είναι αλήθεια, ότι στην ιστορική ανάλυση δεν έχουν καθόλου σημασία τα «εάν» και τα «κατά πόσον». Σε ένα πλαίσιο πολιτικής ανάλυσης, η απόφαση των Ελληνοκυπρίων, που μαζί με την απόφαση των Τουρκοκυπρίων, συνάθροισε τη βούληση του 70% του λαού της Κύπρου, ήταν η καθοριστικότερη για να μπορούμε να κάνουμε εμείς σήμερα εδώ συζητήσεις και υποθέσεις εργασίας για τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσει (και όχι τον τρόπο που θα μπορούσε) η Κυπριακή Δημοκρατία να διαδραματίσει ένα δημιουργικό ρόλο και να διεκδικήσει το λόγο που της αναλογεί στη διαμόρφωση μιας όντως περίπλοκης και άκρως απαιτητικής γεωπολιτικής δυναμικής.
Το καθοριστικό ερώτημα φυσικά είναι κατά πόσο και σε πιο βαθμό οι προοπτικές επίλυσης του Κυπριακού, το πλαίσιο της πολιτειακής διάρθρωσης και λειτουργίας του κυπριακού κράτους, καθώς και οι διευθετήσεις στα ζητήματα ασφάλειας, άμυνας και εξωτερικής πολιτικής, θα είναι συμβατά με την υπό εξέλιξη γεωπολιτική δυναμική, την οποία συνδιαμορφώνει η Κυπριακή Δημοκρατία, έστω και υπό το καθεστώς ισχυρής αμφισβήτησης των εδαφικών, θαλάσσιων και εναέριων κυριαρχικών της δικαιωμάτων από την Τουρκία. Η μόνη παρατήρηση η οποία θεωρώ χρήσιμο να κάνω είναι ότι, το πλαίσιο το οποίο έχω μελετήσει και αφορά στα έως τώρα συμφωνηθέντα για τα ζητήματα αυτά, δεν προσδίδει συμβατότητα με τα πιο πάνω, καθώς οι ουσιώδεις παράμετροι της οργάνωσης και λειτουργίας του κράτους, της δυνατότητα του να έχει μία ανεξάρτητη πολιτική ασφάλειας και άμυνας, καθώς και του δικαίωμα του, ως ανεξάρτητου και κυρίαρχου κράτους, να επιδιώκει το συμφέρον του στην εξωτερική πολιτική επισκιάζονται από ασάφειες, ενστάσεις και ισχυρές αμφισβητήσεις, ανάλογες με αυτές του σχεδίου Ανάν.
Δεν έχω δυστυχώς τον χρόνο να επεκταθώ και να εξειδικεύσω, πλην από του να καταθέσω κάποιες εισηγήσεις πολιτικής:
Η συζήτηση για τις παραμέτρους ασφάλειας του Κυπριακού δεν μπορεί να συνεχίσει να βασίζεται στα δεδομένα και τις Συνθήκες του 1960. Μέχρι και σήμερα, συμπεριλαμβανομένου και του τελευταίου γύρου των συνομιλιών, τα ζητήματα άμυνας και ασφάλειας περιορίζονται, σύμφωνα και με το πλαίσιο Γκουτέρες το οποίο έχει κοινοποιηθεί με την Έκθεση του και το οποίο το θεωρεί δεσμευτικό, και αφορούν σε δύο μόνο άξονες: την διαδικασία επιτήρησης και εφαρμογής της συμφωνίας (με ρόλο και των εγγυητριών δυνάμεων) και το μέλλον της παρουσίας Ελληνικών και Τουρκικών στρατευμάτων στην Κύπρο.
Οι πλευρές έχουν καταθέσει και άλλες θέσεις (π.χ. η Εκ πλευρά θεωρεί ότι η Κύπρος πρέπει να έχει χερσαίες, εναέριες και ναυτικές δυνάμεις ασφαλείας που να αφορούν τις εξωτερικές ανάγκες), αλλά τόσο η διαδικασία όσο και η συζήτηση δεν έχει ενσωματώσει τα δεδομένα στα οποία έχουμε αναφερθεί πιο πάνω. Επικρατεί η εντύπωση ότι τα ζητήματα αυτά θα αφεθούν είτε αποκλειστικά είτε μερικώς είτε σε αναγκαστική συνεργασία με τις λεγόμενες εγγυήτριες δυνάμεις.
Πρέπει να επιδιωχθεί μια συστηματική συζήτηση ανάμεσα στους Ελληνοκύπριους και τους Τουρκοκύπριους έτσι ώστε να δημιουργηθεί η απαραίτητη εμπιστοσύνη, η οποία θα πρέπει να βασιστεί στην ενιαία αντίληψη κρατικού συμφέροντος, ανεξάρτητα από τις όποιες διμερείς σχέσεις με άλλα κράτη. Στο πεδίο αυτό δεν έχει γίνει σχεδόν καθόλου δουλειά. Οι Τουρκοκύπριοι, δηλαδή η ηγεσία τους, θεωρεί ότι οι Ελληνοκύπριοι επιδιώκουν να έχουν προνόμια και να εκμεταλλευτούν τα οφέλη της αναδυόμενης γεωπολιτικής κατάστασης σε βάρος της άλλης κοινότητας, γι’ αυτό θεωρεί πως τα ζητήματα αυτά θα πρέπει να τα διαχειριστεί εκ μέρους της η Τουρκία. Αυτό καταλαβαίνετε δεν μπορεί να οδηγήσει σε κάποιο αποτέλεσμα. Απαιτείται λοιπόν μία καλά δομημένη πολιτική διαλόγου, ειδικότερα πέρα από τα στεγανά των λεγόμενων leader-led negotiations, η οποία να εμπλέκει την ακαδημαϊκή κοινότητα και την κοινωνία των πολιτών. Οι περιορισμοί είναι κατανοητοί, αλλά πρέπει να αρχίσει μια διαδικασία προς αυτήν την κατεύθυνση.
Ενδεχομένως να μην μπορεί –και άποψη μου είναι ότι δεν μπορεί— να υπάρξει το όποιο αντίστοιχο ή ανάλογο αντιστάθμισμα για διαπραγμάτευση ενός καθεστώτος περιορισμένης κυριαρχίας για το κράτος της Κύπρου σε περίπτωση λύσης. Οι οποιεσδήποτε «ανησυχίες ασφαλείας» της Τουρκίας δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με περιορισμό των δικαιωμάτων των κυπρίων, ή στο πλαίσιο εξαναγκαστικής συμμαχίας με τη τους όρους της Άγκυρας. Και σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να αναζητηθούν πολιτικοί όροι επικοινωνίας με τους Τουρκοκύπριους, στο πλαίσιο μια έννοιας αμοιβαίου συμφέροντος και εμπιστοσύνης.
*Αναπληρωτής καθηγητής Διεθνούς Πολιτικής και Διακυβέρνησης
*Ομιλία στο 9o συμπόσιο του Δήμου Κερύνειας με θέμα: Η ΚΕΡΥΝΕΙΑ ΣΤΙΣ ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ
Πηγή: mignatiou.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου