Το δεύτερο μέρος αφιερώνεται στον Αζτέκο αστρονόμο,
που «κέρδισε» τον διαγωνισμό του Endgame.
Λοιπόν, μάγκα μου, τους αποκάλυψες τα μυστικά,
που κρύβονται στα κλεμμένα χειρόγραφα των προγόνων σου;
Κι αν ναί, ζής ακόμη;
Απεύχομαι το πρώτο, σου εύχομαι ολόψυχα το δεύτερο.
Αζτέκε, η εξυπνάδα ενός ανθρώπου δεν φαίνεται στα βιβλία.
Αλλά στο κατά πόσο μπορεί να νικήσει το Θηρίο.
Έξυπνος είσαι, με καταλαβαίνεις.
. . . . . . . .
. . . . . . . .
Στις 13 Αυγούστου 2021 συμπληρώθηκαν ακριβώς 500 χρόνια από την κατάκτηση του Μεξικού από τους Ισπανούς κονκισταδόρες (κατακτητές).
Ένας τρόπος, βέβαια, είναι να προσπεράσεις αυτή την τρομερή επέτειο, υποβιβάζοντάς την σε βαρετό σχολικό μάθημα. “- Πότε έγινε, παιδί μου, η κατάκτηση του Μεξικού;’ “Στις 13 Αυγούστου 1521, μέσα στις …διακοπές, κυρία!” “- Μπράβο, παιδί μου, είκοσι!”
Λες καί ρωτάει κάποιος, πότε πήρε το χάπι του ο παππούς.
Αλλά της Μεγάλης Κυρίας, της Ιστορίας, δεν της αξίζει τέτοια τύχη!
. . . . . . . .
Τον Νοέμβριο του 1519, κι ύστερα από αρκετούς μήνες διπλωματικών επαφών, ο αυτοκράτορας των Αζτέκων Μοντεζούμα (σωστότερα, Μοκτεζούμα ο Β’) ήρε τους δισταγμούς του (που να μην έσωνε! lol!!!) κι αποφάσισε να δεχθεί τους θρασείς ξένους που τον ζάλιζαν τόσον καιρό, με επικεφαλής τον Φερδινάνδο Κορτέζ.
Οι Ισπανοί είχαν ήδη κατσικωθεί στην Κούβα εδώ κι εικοσιπέντε χρόνια -από τον καιρό του Κολόμβου-, καί με βάση αυτή, άρχισαν να εξερευνούν (καί να κατακτούν) την ηπειρωτική χώρα, πλέον. Οπότε, ήταν θέμα χρόνου να φτάσουν καί μέχρι τη χώρα των Αζτέκων, γιά τους οποίους οι φήμες έλεγαν ότι κολυμπούσαν στο χρυσάφι.
Το χρυσάφι…
…ένας τρομερός μαγνήτης, όχι γιά μέταλλα, αλλά γιά τυχοδιώκτες – σαν τους κονκισταδόρες.
Όταν αποβιβάστηκε ο Κορτέζ στην ακτή της Κεντρικής Αμερικής, έπεσε επάνω όχι σε Αζτέκους, αλλά σε άλλους αυτόχθονες, τους Τολτέκους· συγγενείς φυλετικώς των Αζτέκων, αλλά φόρου υποτελείς σ’ αυτούς – καί, φυσικά, με τη μόνιμη ελπίδα κάποτε ν’ απελευθερωθούν. Έτσι, οι Τολτέκοι βρήκαν στους Ισπανούς έναν φυσικό σύμμαχο, κι οι Ισπανοί στους Τολτέκους.
(Ακριβώς εκεί γίνονται στις μέρες μας οι εξεγέρσεις των Ζαπατίστας εναντίον της κεντρικής κυβέρνησης του Μεξικού. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν…)
Ξεκινάει, λοιπόν, ένα μεικτό εκστρατευτικό σώμα υπό τον Κορτέζ, να πάει στο παλάτι του Μοντεζούμα. Στο μεταξύ, ο Κορτέζ είχε κι άλλο βάσανο στο κεφάλι του: τους καθολικούς παπάδες της αποστολής, οι οποίοι ήθελαν να σπάσουν τα αγάλματα των θεών των Τολτέκων καί να κάψουν τα ιερά βιβλία τους, ως “έργα του Σατανά”. Καί πράγματι, είχαν ήδη αρχίσει το καταστροφικό τους έργο, αλλά ευτυχώς που ο Κορτέζ τους πήρε εγκαίρως χαμπάρι καί τους έβαλε άγριο χέρι, των φλάρων· αν μή τί άλλο, θα χάνανε τους φρέσκους συμμάχους τους, καί θ’ αποκτούσαν εχθρούς… ακόμη δεν ξεκίνησαν! Καί δή, μέσα σε ξένο έδαφος. Στρατιωτικώς, δηλαδή, σκέτη αυτοκτονία.
. . . . . . . .
Τέλος πάντων, φτάνουν κάποτε στην πρωτεύουσα των Αζτέκων, την Τενοχτιτλάν. Μιά πανέμορφη πόλη, τελείως διαφορετική από τις Ευρωπαϊκές, καί χτισμένη απάνω σε μιά λίμνη, την Τεξκόκο. Πυραμίδες, γέφυρες, κανάλια, γλυπτά… πανέμορφη. Οι Ισπανοί δικαίως τη χαρακτήρισαν “Βενετία της Δύσης”.
(Τα άσχημα που κάνανε οι Αζτέκοι απάνω σ’ αυτές τις εντυπωσιακές πυραμίδες, τις ανθρωποθυσίες, δηλαδή, δεν τα είδαν τότε· τα μάθανε αργότερα.)
Φτάσανε καί στο παλάτι, καλωσορίσατε, καλώς σας βρήκαμε, κι άρχισαν τις συνομιλίες.
Πρέπει να σημειωθεί ότι όλο αυτό το διάστημα ο Κορτέζ ήταν τυχερός, χωρίς να το ξέρει. Γιατί; διότι, ο στρατός των Αζτέκων, ο οποίος αν ήθελε μπορούσε να τον σταματήσει εξ αρχής, έλειπε απ’ την πρωτεύουσα. Βρισκόταν κάπου στα βορειοανατολικά, καί τρωγόταν μεταξύ του σε εμφύλια διαμάχη, γιά το θέμα της δυναστικής διαδοχής. Επικεφαλής των δύο παρατάξεων, τ’ αδέρφια του αυτοκράτορα καί κάτι ξαδέρφια του. Ο Κορτέζ ανέβηκε στην Τενοχτιτλάν από νότια, οπότε δεν είχε κακά συναπαντήματα στον δρόμο του.
Όμως, εκεί που τα λέγανε ωραία καί καλά ο Μοντεζούμα με τον Κορτέζ, τού ‘ρχεται μαντάτο του Κορτέζ ότι πρέπει να επιστρέψει στην Κούβα καί να δώσει αναφορά στας Αρχάς γι’ απειθαρχία. (Πράγμα που στα σίγουρα σήμαινε μπουζούριασμα· συν ό,τι άλλο παρόμοιο – ξήλωμα του βαθμού του, κτλ.)
“Απειθαρχία” καί σαχλαμάρες! Το θέμα ήταν ότι οι λοιποί υψηλόβαθμοι ευγενείς δεν γούσταραν τις συνομιλίες του με κοτζάμ αυτοκράτορα (επομένως καί τα όποια υλικά οφέλη – εκεί ήταν το ζουμί!), διότι ήθελαν να τις αναλάβουν οι ίδιοι. Όχι ένας βρωμοπόδαρος καραβανάς του Πεζικού! (Άντε, καί του Ιππικού!) Σιγά, τώρα! Κι έτσι, έστειλαν από την Κούβα έναν στολίσκο με στρατιώτες, υπό τη διοίκηση καποιανού Πάμφιλου Ναρβάεζ, να τον μπουζουριάσουν.
. . . . . . . .
Εδώ, βέβαια, γεννάται το ερώτημα πώς τό ‘μαθε ο Κορτέζ αυτό, πρίν κάν ξεκινήσει ο στολίσκος γιά την ακτή των Τολτέκων. Την εποχή εκείνη, μιλάμε, τέτοια ταξίδια θέλανε μήνες ολόκληρους να ολοκληρωθούν. Η απάντηση είναι ότι προφανώς δούλεψαν δικοί του άνθρωποι μέσα στα πράγματα, ταχυδρομικές σκούνες (που ήταν γρήγορες, ως πλοία, συγκριτικά με τις καραβέλλες), καί ταχυδρομικά περιστέρια – ή ενδεχομένως καί σήματα καπνού απο τους φίλους του, τους Τολτέκους.
Η αλήθεια είναι πως, από τον καιρό του Κολόμβου, τα καράβια κι η Διοίκηση των νέων χωρών ήταν γεμάτα ρουφιάνους καί χαφιέδες. Άλλοι χαφιεδίζανε γιά τον βασιλιά, άλλοι γιά διαφόρους ευγενείς, άλλοι γιά τους φλάρους, άλλοι γι’ άλλους φιλόδοξους στρατιωτικούς… γενικώς, μιά ωραία ατμόσφαιρα ήταν όλοι τους! Εν πάσει περιπτώσει, ο Κορτέζ δεν ήταν από εκείνα τα παιδάκια, που τα πιάνεις κορόϊδο. Είχε λάβει τα μέτρα του – εξ ού καί το ότι είχε ειδοποιηθεί γρήγορα γιά το τί τον περίμενε.
Μιά καί δυό, λοιπόν, λέει “γειά κι ωρεβουάρ!” στον Μοντεζούμα, αφήνει στο πόδι του τον υπαρχηγό του, τον Πέντρο (ντέ) Αλβαράντο (ύ Κοντρέρας), καί φεύγει σφαίρα γιά την ακτή με μερικούς πιστούς του στρατιώτες καί καμπόσους Τολτέκους. Εκεί, περίμενε με την ησυχία του τις καραβέλλες του Ναρβάεζ· κι όταν έδεσαν, τους επιτέθηκε νύχτα. Τον διέλυσε τον Ναρβάεζ, ο οποίος έχασε το ένα μάτι του, συνελήφθη αιχμάλωτος, καί φυλακίστηκε αυτός! – κι όχι μόνον· ο Κορτέζ έπεισε τους στρατιώτες του Ναρβάεζ να τον ακολουθήσουν, τάζοντάς τους (τί άλλο;!) αμέτρητο χρυσάφι!!!
. . . . . . .
Ξανά πίσω στην Τενοχτιτλάν ο Κορτέζ, στην οποία έφτασε στις 30 Ιουνίου 1520, με πρόσθετες ενισχύσεις… μόνο που τώρα τα πράγματα ήταν τελείως διαφορετικά. Βρήκε μιά κατάσταση τελείως ώπα! Οι Αζτέκοι της πρωτεύουσας κρατούσαν άσχημα μούτρα – όχι μόνο σ’ αυτόν, αλλά σ’ όλους τους Ισπανούς.
Τί είχε προηγηθεί στην απουσία του; τί είχε συμβεί;
Ο Αλβαράντο είχε δώσει εντολή οι στρατιώτες να επιτεθούν στον κόσμο, καί να ρίξουν στο ψαχνό. Γιατί; διότι –όπως είπε-, με αφορμή κάποια θρησκευτική γιορτή (μάλλον το θερινό ηλιοστάσιο, λίγες μέρες πρίν), ο συγκεντρωμένος λαός των Αζτέκων ετοιμαζόταν να τους σφάξει, κι έπρεπε να προλάβει.
[Σημαντική παρένθεση: καταλάβατε, τώρα, γιατί εδώ απαγορεύονται πλέον οι λιτανείες;
Δεν είναι μονάχα ότι το γκουβέρνο μισεί θανάσιμα τα έθιμα των Ελλήνων (καί τους Έλληνες τους ίδιους), αλλά το ότι οι κρυφοί του εντολοδότες γνωρίζουν άριστα Ιστορία· πολύ καλύτερα από μένα κι από σένα, αναγνώστη μου.
Σιγά, τώρα, μην έχουν τέτοιες ιδέες από μόνα τους, τα αγράμματα καί ανιστόρητα βλήματα του γκουβέρνου!]
Ευτυχώς που οι εξεγερμένοι Αζτέκοι της πρωτεύουσας δεν ήταν ο στρατός, αλλά μεγαλύτερες ηλικίες· πολίτες. Οι νοικοκυραίοι! Οπλισμένοι όπως-όπως. Αλλοιώς, δεν θα ήταν καθόλου ευοίωνα τα πράγματα γιά τους Ισπανούς.
. . . . . . .
Αφορμή γιά την όντως εξέγερση αυτή, φαίνεται πως ήταν ένα άλλο, κωμικοτραγικό περιστατικό, που αναφέρεται στα χρονικά.
Εκεί που γλεντούσε ο λαός (με αφορμή τη θρησκευτική γιορτή), στο παλάτι κερνούσαν τους Ισπανούς κρασί κάτι κοριτσάκια ντόπια. Ενός Ισπανού, λοιπόν, απ’ το ψιλομεθύσι σταμάτησε να λειτουργεί το πάνω κέντρο αποφάσεων (ο εγκέφαλος), κι άρχισε να παίρνει μπρος το κάτω. Είδε μιά πιτσιρίκα απ’ αυτές, κάπως πιό ανεπτυγμένη, καί πήγε να την αρπάξει διά τα περαιτέρω. “- Έλα ‘δώ, ψιψίνα, να σου ξηγήσω τ’ όνειρο!”
“- Άχ, μή, κχί κχί κχί!!!”, έκανε νάζια το ανήλικο, καί πήγε να φύγει. Αλλά ο λεβέντης θύμωσε! “- Έλα ‘δώ, πουτανάκι, που θα μου πείς εμένα ‘όχι’!” Την αρπάζει, λοιπόν, την βάζει να καθήσει απάνω του, τη γραπώνει γερά με τό ‘να χέρι, καί με το άλλο άρχισε το χούφτωμα. Φαίνεται, όμως, πως το παράσφιξε το μικρό, ο μαλάκας, κι αυτό πόνεσε· σκύβει καί του πατάει μιά τρομερή δαγκωνιά στο χέρι που την έσφιγγε, που τού ‘κοψε κρέας. Χώρια το αίμα, που έκανε ρυάκια.
Το μικρό του ξέφυγε τελικά. Ο Ισπανός απ’ την πλευρά του κατέβασε αρκετά καντήλια, αλλά η ζημιά είχε γίνει: διαδόθηκε σαν αστραπή σ’ όλη την Τενοχτιτλάν ότι οι ξένοι “με τα μαλλιά στο πηγούνι” (οι ίδιοι οι αυτόχθονες δεν βγάζουν γένεια καί μουστάκια) βγάζουν αίμα, άρα δεν είναι θεοί, όπως πιστεύτηκε αρχικά! Άρα, σφάχ’ τε τους, να τελειώνουμε!
Το τί μαχαίρωμα έπεσε μετά σε ξέμπαρκους Ισπανούς, που τριγυρνούσανε στα σοκάκια καί θαυμάζανε το τοπίο, δε λέγεται!…
Τώρα, θα με ρωτήσεις, τί κόλλημα είχαν κι οι Αζτέκοι με το αίμα! Δεν βλέπανε τόσον καιρό ότι οι γιαλαντζή “θεοί” πάνε γιά χέσιμο; δεν μπορούσαν να κρίνουν απ’ αυτό το γεγονός, ότι δεν πρόκειται γιά θεούς;
Τί να σου πω, αναγνώστη μου! Πώς εμείς έχουμε κόλλημα με τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά, τον Εξαδάχτυλο, τις προφητείες; έτσι κι οι Αζτέκοι είχαν κόλλημα με τους θεούς, που θα ‘ρχόντουσαν πάλι κάποια μέρα απ’ την ανατολή.
Στο κάτω-κάτω, το έξυπνο πουλί απ’ τη μύτη πιάνεται. Έξυπνοι εμείς, έξυπνοι κι οι Αζτέκοι, αλλά αμφότεροι τα σκατώσαμε.
Τέλος πάντων, ο Αλβαράντο είτε δεν έμαθε γιά το περιστατικό, είτε δεν του έδωσε σημασία, είτε δεν κατάλαβε πώς το ερμήνευσαν οι Αζτέκοι. Ενήργησε καθαρά ως στρατιωτικός – καί πολύ σωστά.
Επί εννιά μέρες έβραζε ο λαός της Τενοχτιτλάν εναντίον των Ισπανών, οι οποίοι είχαν ταμπουρωθεί στο παλάτι, καί τους οποίους ήθελε να τους κάψει ζωντανούς. Όμως, γιατί άφησαν ανενόχλητον τον Κορτέζ να μπεί; Προφανώς γιά να τον έχουν κι αυτόν στο χέρι, εγκλωβισμένον στο παλάτι.
. . . . . . .
Σουρούπωνε στην Τενοχτιτλάν, όταν ο (σχεδόν έξαλλος) Κορτέζ είχε μιά ιδέα: να βάλει τον αυτοκράτορα να μιλήσει στον λαό απ’ το μπαλκόνι, μπας κι ησυχάσουν. Πράγματι, ο Μοντεζούμα βγήκε, δοκίμασε να μιλήσει… αλλά, εκτός από αποδοκιμασίες καί βρισιές, έφαγε κι ένα ακόντιο κατάστηθα από κάποιον μέσα στον όχλο, καί σχόλασε.
Τα Αζτέκικα χειρόγραφα λένε ότι τον σκότωσαν οι Ισπανοί, αλλά αυτό δεν στέκει· ο Κορτέζ εκείνη την ώρα θα τον ήθελε σίγουρα ζωντανό, ως ανταλλάξιμο όμηρο. Δεν θα τον σκότωνε.
Ο Μοντεζούμα όντως δεν ήταν καθόλου λαοφιλής. Οι ιθαγενείς τον θεωρούσαν μαλακό κι ενδοτικό πέραν του δέοντος, πράγμα παραδοσιακώς απαράδεκτο γι’ Αζτέκο αυτοκράτορα. Απόδειξη; το ότι δεν ήλεγχε τον στρατό, ο οποίος υπάκουε στους συγγενείς του, όχι σ’ αυτόν. Καί το ότι ο εμφύλιος πόλεμος έγινε ακριβώς γιά το ζήτημα της διαδοχής του. Έτσι, ήρθε -κερασάκι στην τούρτα- καί το θέμα με τους ξένους γιαλαντζή “θεούς”, στους οποίους αυτός επέτρεψε την είσοδο στη χώρα, καί το πράγμα έφτασε στο απροχώρητο.
Αφού απέτυχε καί η επί του μπαλκονιού ομιλία του Μοντεζούμα, ο Κορτέζ κατά τις εννέα το βράδυ συγκάλεσε στρατιωτικό συμβούλιο, στο οποίο μετείχαν καί ο καθολικός ιερέας της αποστολής, αλλά καί …ο αστρολόγος της αποστολής!!! Πράγματι, ο τελευταίος έβγαλε πόρισμα απόλυτα σύμφωνο με τη στρατιωτική εκτίμηση του Κορτέζ, ότι δηλαδή έπρεπε να την κοπανήσουν πρίν τις 12 τα μεσάνυχτα, αλλοιώς η τύχη τους μαύρη!
Σα να μην έφταναν αυτά, ξεκινάει καί μιά βρόχα καλοκαιριάτικη, σκέτα καρεκλοπόδαρα!
Ετοιμάζονται, λοιπόν, όσοι ήταν εκεί, γιά βιαστικό φευγιό προς τ’ ανατολικά, προς την ασφάλεια της ακτής καί των συμμάχων Τολτέκων. Αναγκαστικά άφησαν πίσω τα κανόνια τους, κάμποσα άλογα, μερικά κασόνια με πυρομαχικά· κι όσοι δικοί τους δεν ήταν μαζί τους, αλλ’ ακόμη θαύμαζαν το τοπίο στα σοκάκια, καλή αντάμωση στην Κόλαση! Δεν θα καθόντουσαν να τους ψάξουν.
Η 30η Ιουνίου 1520 είναι η – όπως καταγράφηκε στην Ιστορία – περίφημη Θλιμμένη Νύχτα, η Νότσε Τρίστε.
. . . . . . .
Ξεκινάνε κατά τις δέκα καί μισή υπό καταρρακτώδη βροχή γιά νυχτερινή πορεία, να φύγουν όσο πιό μακριά μπορούν. Όχι εύκολο εγχείρημα!… Οι Ισπανοί στρατιώτες τότε φορούσανε μεταλλικό θώρακα, μεταλλικό κράνος, κι απ’ τη βροχή στάζανε ολόκληροι ποτάμια. Άσε που, όταν πήγαν να διασχίσουν την πλησιέστερη γέφυρα προς τη στεριά, διαπίστωσαν πως τους περίμεναν οι Αζτέκοι με άγριες διαθέσεις!
Πάνε προς άλλη γέφυρα, κι εκεί τα ίδια! Έπρεπε, όμως, να βρούν διέξοδο οπωσδήποτε· διότι, αν έμεναν, θα δίνανε μάχη σώμα με σώμα. Με τέτοια βροχή, είναι αμφίβολο αν οι τσακμακόπετρες απ’ τα αρκεβούζια θα παίρναν φωτιά. Ή αν θ’ άναβε το μπαρούτι τους.
Τελικά, βρήκαν μιά γέφυρα αφύλαχτη. Αυτή ήταν η πιό μακρυνή απ‘ όλες, σε σχέση με το παλάτι. Οι Αζτέκοι, είτε σκέφτηκαν ότι δεν θα πήγαιναν οι Ισπανοί προς τα εκεί, είτε δεν είχαν αρκετό κόσμο να φυλάει όλες τις γέφυρες, είτε ήξεραν πως το έδαφος μετά τη συγκεκριμένη γέφυρα ήταν χάλια, άρα η διέλευση πεζών μέσα στη λασπουριά ήταν σχεδόν απαγορευτική.
Να μην τα πολυλογούμε, οι Ισπανοί είχαν περάσει οι μισοί τη γέφυρα, όταν οι Αζτέκοι τους πήραν χαμπάρι, κι έτρεξαν να τους κυκλώσουν. Αλλά ήταν πλέον αργά. Οι Ισπανοί με τους Τολτέκους συμμάχους τους πέρασαν, διέφυγαν, κι άρχισαν ολονύκτια πορεία προς τ’ ανατολικά.
Κατάφεραν τα θηρία κι έκαναν (μ’ όλο το βάρος που κουβαλούσαν, νηστικοί, διψασμένοι, καί σταζοντας νερό) καμιά ογδονταριά χιλιόμετρα (Αθήνα-Θήβα στο περίπου) μέχρι να ξημερώσει… κάτι, που καί σημερινά κομμάντο θα δίσταζαν να το κάνουν. Οκτώ ώρες με δέκα χιλιόμετρα την ώρα… που, υπόψη, δεν βγαίνουν με περπάτημα, αλλά με τροχαδάκι. Άσε κι οι έμπειροι ιππείς, που ρίχναν ύπνο απάνω στη σέλα, όπως καί τ’ άλογά τους περπατάγανε καί κοιμόντουσαν ταυτόχρονα!
Άλλες εποχές εκείνες, τρομερής σκληραγωγίας κι επαφής με τη φύση.
. . . . . . .
Ξημερώνει ο θεός την χαρμόσυνον ημέραν (χωρίς βροχή, πιά), φτάνουν σε μιά μικρή πεδιάδα, η οποία ανατολικά φραζόταν από μιά λοφοσειρά…
…καί τί βλέπουν;
Στους πρόποδες της λοφοσειράς, σ’ όλο το μήκος τους, κάτι γυάλιζε. Κι απάνω στον λόφο γυάλιζε κάτι άλλο· χρυσό, σαν τον ανατέλλοντα Ήλιο, που τον είχαν κόντρα στα μάτια τους.
Το κάτω, τώρα, φίδι δεν ήταν. Τόσο μεγάλο φίδι, δεν γίνεται!
Όταν έδιωξαν τις τσίμπλες απ’ τα μάτια τους, είδαν πως αυτός ο όφις δεν ήταν τίποτε άλλο, παρά ολόκληρος ο στρατός των Αζτέκων!!!… ο οποίος –χωρίς να το ξέρουν οι Ισπανοί- είχε πλέον μονοιάσει, είχε μάθει τα μαντάτα, κι έτρεξε να τους προϋπαντήσει! Εμπειροπόλεμοι κι ετοιμοπόλεμοι Αζτέκοι, εφοδιασμένοι με τόξα, ακόντια, κοντόσπαθα… καί το τρομερότερο όπλο όλων, ρόπαλα με μπηγμένα ξυραφάκια από οψιδιανό απάνω τους. Διακόσιες πενήντα χιλιάδες νοματαίοι, που χαμογελούσαν κι έλεγαν: “- Έλα στον θείο, να σε κάνει νταχτιρντί!”
Νύστα τέλος, απότομα. Αδρεναλίνη τέρμα ψηλά. Άλλο τόσο απότομα.
Το απάνω που γυάλιζε, ήταν το χρυσό αντίσκηνο του Αζτέκου αρχιστράτηγου, που ήταν ο ξάδερφος του αυτοκράτορα. Συν το επίσης χρυσό λάβαρό του, μπηγμένο δίπλα στη σκηνή, που ανέμιζε.
Κάποιες ιστορικές αναφορές γράψαν ότι αυτός ο αρχιστράτηγος ήταν γυναίκα· λάθος, όμως, διότι οι Αζτέκοι απλούστατα είχαν έθιμο ν’ αφήνουν μακριά μαλλιά.
. . . . . . .
Οι τρομεροί αυτοί πολεμιστές των Αζτέκων, όμως, ενώι μπορούσαν (με το πλήθος τους) να ισοφαρίσουν την υστερήσή τους έναντι των Ισπανών σε οπλική τεχνολογία (δεν είχαν ούτε κάν άλογα), κάναν ένα τρομερό στρατηγικό λάθος: παρατάσσανε τον στρατό τους σε μεγάλο πλάτος, αλλά σε πολύ μικρό βάθος – πέντε, έως δέκα ανδρών. Καί τούτο, διότι πολεμούσαν με τελετουργία, όπως όλοι οι αρχαίοι στρατοί που ήταν κολλημένοι στο εθιμικό παρελθόν.
Εμείς, ας πούμε, δεν κάναμε επίθεση νύχτα. Οι Πέρσες είχαν τέσσερα στρατιωτικά σώματα, τους ψιλούς, τους κυρίως στρατιώτες με τους “δυνατούς” (δηλαδή, τη βασιλική φρουρά), το ιππικό, καί τα δρεπανηφόρα άρματα, που τα ρίχνανε στη μάχη μ’ αυτή τη σειρά ακριβώς. Παναπεί: σε φτύνω, σε πολεμώ, σε νικώ, καί σε πατάω αποκάτου.
Οι Αζτέκοι, τώρα, πολεμούσαν σώμα με σώμα (“μάν του μάν”, που λένε στο ποδόσφαιρο), εξ ού καί το τρομερό πλάτος της παράταξής τους, διότι αυτό το θεωρούσαν ανδρεία. Κι ο σκοπός τους ήταν όχι τόσο να σκοτώσουν εχθρούς, αλλά να τους συλλάβουν αιχμαλώτους. Γιατί; διότι μετά αναλαμβάνανε οι ιερείς τους να τους ανοίξουν το στήθος καί να τους ξερριζώσουν την καρδιά, ενόσωι οι αιχμάλωτοι ήσαν ακόμη ζωντανοί. (Χωρίς αναισθησίες καί λοιπά περιττά.) Την οποία καρδιά την αφιερώνανε στον θεό Ήλιο, ο οποίος έτσι θα ευχαριστιόταν καί θα συνέχιζε την πορεία του στον ουρανό.
Ανδρείο μπορεί να ήτανε όλο αυτό, αλλά στρατηγικώς ήταν μιά μαλακία καί μισή. Ευτυχώς γιά τους Αζτέκους, κι οι άλλες φυλές της περιοχής είχαν τα ίδια μυαλά.
Ο Κορτέζ, τώρα, μπορεί να ήταν κάθαρμα, αλλά περί τα στρατιωτικά ήταν γάτα με πέταλα. Τό ‘δε αυτό με την παράταξη των Αζτέκων, καί…
. . . . . . .
Η τρομερή σπάθα του ιππικού έξω απ’ τη θήκη.
Ψηλά.
Χειροφυλακτήρας στο μέτωπο, κατέβασμα στο στόμα, φιλί.
Πόρ Ονόρ ύ Σάγκρε. Γιά την Τιμή καί το Αίμα.
Ιππότες, ανέκαθεν.
. . . . . . .
Στρέφει το άλογό του προς τους δικούς του, καί τους κοιτάζει όλους κατάματα, έναν προς έναν.
“– Άντρες! Θα πεθάνουμε!”
Σιγή.
“- Όμως, ποιός θέλει να πεθάνει μαζί μου;”
Μέσα στη δύσθυμη σιγή, βγήκαν απ’ την παράταξη τρείς ιππείς καί τον πλησίασαν.
. . . . . . .
Η απόσταση απ’ τους Αζτέκους ήταν ένα τριάρι χιλιόμετρα.
Οι τέσσερεις καβαλλάρηδες πλησίασαν με τροχασμό. Μόνοι τους.
Οι Αζτέκοι νόμισαν πως, εφ’ όσον δεν κινείται ο εχθρός τους, έχουν να κάνουν απλά με τέσσερεις παλαβούς, καί δεν κινήθηκαν ούτ’ αυτοί.
Στα τελευταία τριακόσια μέτρα, ο Κορτέζ έδωσε σπάθες έξω κι επέλαση κατευθείαν στο κέντρο της παράταξης των Αζτέκων.
Όταν οι Αζτέκοι του κέντρου κινήθηκαν να περικυκλώσουν τους τέσσερεις ιππείς, ήταν μάλλον αργά. Τα άλογα έπεσαν με φόρα απάνω τους, καί, παρά τις ξυραφιές με τα ρόπαλα καί το αίμα (ανθρώπινο κι αλογίσιο) πού ‘τρεχε άφθονο, αρκετοί από δαύτους κονόμησαν σπαθιές καί σχόλασαν. Στο μισό, κάν ένα λεπτό της ώρας, ο κλοιός έσπασε.
Τ’ άλογα, σπηρουνισμένα άγρια καί χρεμετίζοντας, ανέβηκαν τον ανήφορο καλπάζοντας, οι Αζτέκοι στο κατόπι τους. Αλλά δεν τα φτάνανε.
Ο αρχιστράτηγος δεν κινήθηκε.
Ο Κορτέζ τον φτάνει, με μιά καλοζυγισμένη σπαθιά του κόβει το κεφάλι, το αρπάζει απ’ τα μαλλιά, φρενάρει τ’ άλογο δίπλα στο λάβαρο, στρίβει προς την πεδιάδα, ξερριζώνει το λάβαρο απ’ το έδαφος, το σηκώνει ψηλά με τό ‘να χέρι, καί με τ’ άλλο κρατάει σπάθα, κεφάλι, καί χαλινάρια μαζί.
Πλαισιωμένος απ’ τους άλλους τρείς, που ήθελαν να πεθάνουν μαζί του.
Καί τότε…
Καί τότε…
Αυτό δεν ξανάγινε ποτέ καί πουθενά, κι ούτε πρόκειται να ξαναγίνει.
Διακόσιες πενήντα χιλιάδες φοβερές πολεμικές μηχανές παρατάνε ταυτόχρονα τα όπλα, πέφτουν μπρούμυτα καταγής, καί προσκυνάνε τους “θεούς”!!!
. . . . . . .
Τί συγγραφιλίκια, κι αηδίες! Πρέπει νά ‘ναι κανείς πολύ αναίσθητος, σχεδόν αρχιγάϊδαρος, γιά να έχει την ψυχραιμία να γεμίζει ακαδημαϊκά χαρτιά με την περιγραφή της σκηνής αυτής.
Εγώ, κάθε φορά που τη φέρνω στο μυαλό μου, μένω κάγκελο.
. . . . . . .
Σχεδόν εννέα το πρωΐ, πρώτη Ιουλίου 1520. Η Κατάκτηση είχε τελειώσει.
. . . . . . .
Η Κατάκτηση του Μεξικού είχε τελειώσει μέν εκείνο το πρωϊνό, αλλ’ απέμενε το τυπικό μέρος.
Ο Κορτέζ με τους δικούς του ξαναπήγαν στη θάλασσα, στους Τολτέκους, καί ξαναγύρισαν στην Τενοχτιτλάν ως κατακτητές πιά. Οι σποραδικές εστίες αντίστασης κάποιων Αζτέκων κατανικήθηκαν.
Σύμμαχος των Ισπανών στην τελική φάση της “Κονκέστας”, ήταν καί μιά επιδημία ευλογιάς, που θέρισε τους Αζτέκους. Μάλλον Ευρωπαιοφερμένη.
Ο Φερδινάνδος Κορτέζ κάθησε στον θρόνο του πάλαι Μοντεζούμα στις 13 Αυγούστου του 1521, κι όλα πιά είχαν τελειώσει καί τυπικά γιά την αυτοκρατορία των Αζτέκων.
. . . . . . .
Επιλογικώς
Η ιστορία, όμως, έχει καί μιά ενδιαφέρουσα συνέχεια, με έμμεσο Ελληνικό ενδιαφέρον.
Οι Αζτέκοι χώριζαν τον στρατό τους σε τέσσερα σώματα: ήταν οι Πάνθηρες, οι Ιαγουάροι (τα λιοντάρια της περιοχής), οι Ιέρακες, καί η αυτοκρατορική φρουρά, οι καλύτεροι πολεμιστές, οι Αετοί.
Ο αρχηγός των Αετών σ’ εκείνη τη φάση ήταν ο Κουαχτεμόκ.
Ο Κουαχτεμόκ είναι -δίχως υπερβολή– ο Αθανάσιος Διάκος των Αζτέκων.
Οι Ισπανοί τον συνέλαβαν, καί τον βάλανε ξυπόλητον απάνω στα κάρβουνα, να τους πεί πού είναι το χρυσάφι. (Το οποίο, σημειωτέον, δεν είχε ανταλλακτική αξία στους Αζτέκους· ήταν απλώς ένα όμορφο διακοσμητικό, που το βρίσκαν άφθονο στη φύση.)
Το παλληκάρι δεν έβγαλε άχνα.
Τελικά, τον κάψανε ζωντανόν.
Αλλά δεν τους έδωσε ούτε κάν τη χαρά να φωνάξει απ’ τους πόνους.
Ο αδριάντας του σήμερα κοσμεί την κεντρική πλατεία της Πόλης του Μεξικού, η οποία χτίστηκε στη θέση της κατεδαφισμένης Τενοχτιτλάν.
Θέλω μιά μέρα να μπορέσω να πάω εκεί, γιά ν’ αποδώσω τις δέουσες τιμές σ’ έναν ήρωα. Διότι ο ηρωϊσμός δεν έχει ειδική προέλευση… κι εμείς οι Έλληνες πάντα τον αναγνωρίζουμε, όποτε εκδηλώνεται.
. . . . . . .
Όλα τα παραπάνω περιγράφονται στο βιβλίο του τυφλού Βοστωνέζου δικηγόρου καί ιστορικού (καί διευθυντή βιβλιοθήκης), του Γουΐλλιαμ Χίκλινγκ Πρέσκοττ. (Εδώ το pdf γιά κατέβασμα, αν καί τό ‘χουν κι αλλού.)
Γιατί τυφλού;
Διότι, στο ακριβό ιδιωτικό σχολείο που πήγαινε, καί στο οποίο οι μαθητές ήσαν εσώκλειστοι καί τρώγαν σε κοινά γεύματα, την ώρα του γεύματος κάποιο μαλακισμένο του πέταξε με δύναμη κόρες ψωμιού στα μάτια, καί του τ’ αχρήστευσε γιά μιά ζωή.
Ειλικρινά, δεν γνωρίζω πόση βιβλιογραφία πρόλαβε να διαβάσει ο ίδιος, καί πόση του διάβαζε κάποιος υπηρέτης του. Η συγγραφή του βιβλίου του, πάντως, έγινε καθ’ υπαγόρευσιν, διότι παρουσιάζει ασυνέχειες. (“- Πού είχαμε μείνει;” “- Εδώ, κύριε Πρέσκοττ!” “- Ά, ναί! Γράφε, λοιπόν:…”) Παρά ταύτα, παραμένει ασύγκριτα γοητευτικό το κείμενο.
Τώρα, τα τέσσερα ονόματα των ταγμάτων των Αζτέκων σας θυμίζουν κάτι; Πολύ σωστά, είναι τα πλοία του Πολεμικού μας Ναυτικού, τα λεγόμενα “θηρία”! Πάνθηρ, Λέων (ναί, το πείραμα της Φιλαδέλφειας!), Ιέραξ, Αετός.
Στο
ΠΝ, κάθε πλοίο που αντικαθιστά ένα ίδιας αποστολής προηγούμενο (πχ
φρεγάτα με φρεγάτα), συνήθως παίρνει το ίδιο όνομα. Ψάχνοντας, λοιπόν,
πόθεν τα τάγματα των Αζτέκων ως ονόματα των πλοίων μας, έφτασα μέχρι
κάπου το 1895, όπου έχουμε τέσσερεις τορπιλλακάτους ως τις πρώτες, που
ονομάστηκαν έτσι. Ποιός, όμως, ήταν ο “νονός”;
Πιθανώτατα οι τότε βασιλόπαιδες του Γεωργίου του Α’, οι οποίοι –επίσης πιθανώτατα– είχαν διαβάσει το βιβλίο του Πρέσκοττ κι εντυπωσιάστηκαν.
. . . . . . .
Όλβιος, όστις Ιστορίης έσχεν μάθησιν!
Πιστεύω ότι, αν μή τί άλλο, πρόσφερα κάμποση ολβιότητα στους αναγνώστες μου.
ΤΕΛΟΣ
. . . . . . .
Υγ: Συγχωρήστε μου την όποια ακαταστασία της αφήγησης, διότι ακόμη καί οι επαγγελματίες ιστορικοί αναγνωρίζουν πως τα γεγονότα στα χρονικά δεν αναγράφονται πάντα με τη σωστή λογική / χρονική σειρά (είτε από τους Αζτέκους, είτε από τους Ισπανούς), οπότε αποκαθίστανται αφηγηματικώς μόνον διά της λογικής.
Βασικό διάβασμα, πάντως, εδώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου