Εάν δεν καταφέρουν οι κεντρικές τράπεζες να μειώσουν την ποσότητα χρήματος «Μ0» σε ένα φυσιολογικό επίπεδο έγκαιρα, δεν θα αποφευχθεί ένα ανάλογο κραχ και μία μεγάλη ύφεση, όπως το 1929 – ενώ θα ακολουθήσει ένας υψηλός πληθωρισμός. Ως εκ τούτου εάν θέλει η Ελλάδα να έχει κάποιες ελπίδες να ανταπεξέλθει, θα πρέπει να αλλάξει αμέσως οικονομικό μοντέλο – προωθώντας κλάδους όπως η πρωτογενής παραγωγή με τη μεταποίηση της και η βιομηχανία.
.
Ανάλυση
Εισαγωγικά, με τη φράση «ποσότητα
χρήματος» εννοεί κανείς το συνολικό απόθεμα των χρημάτων μίας Οικονομίας
που ευρίσκεται στα χέρια των μη τραπεζών (=επιχειρήσεων, νοικοκυριών
κλπ.). Η ποσότητα χρήματος ή «ρευστότητα» στην καθομιλουμένη, μπορεί να
αυξηθεί με τη δημιουργία χρημάτων από το πουθενά (το 90% των συνολικών που κυκλοφορούν) εκ μέρους των εμπορικών τραπεζών μέσω της παροχής δανείων – καθώς επίσης να μειωθεί όταν αποπληρώνονται τα δάνεια. Ως εκ τούτου, η ποσότητα χρήματος αντισταθμίζεται πάντοτε από αντίστοιχες υποχρεώσεις – από δάνεια δηλαδή στο ίδιο ύψος.
Περαιτέρω, τόσο η οικονομική επιστήμη,
όσο και οι κεντρικές τράπεζες, μετρούν την ποσότητα χρήματος με τα
νομισματικά μεγέθη – τα οποία χαρακτηρίζονται από το «Μ» (προέρχεται από το αγγλικό Money), συν έναν αριθμό. Εν προκειμένω το «Μ0», το οποίο ονομάζεται «μονεταριστική βάση», κατέχει μία ειδική θέση, αφού
είναι το σύνολο των μετρητών χρημάτων που ευρίσκονται σε κυκλοφορία και
εκδίδει μόνο η κεντρική τράπεζα, συν τα αποθέματα των εμπορικών
τραπεζών στην κεντρική – ενώ το «Μ1» αποτελεί μέρος του «Μ2» και το «Μ2» μέρος του «Μ3». Έχουμε λοιπόν όσον αφορά την ΕΕ τα εξής:
(α) Μ0: Πρόκειται για όλα τα χαρτονομίσματα και τα κέρματα που κυκλοφορούν εκτός του τραπεζικού συστήματος, δηλαδή σε μη τράπεζες (αλλά χωρίς τα χρήματα που ευρίσκονται τα ταμεία των εμπορικών τραπεζών, μαζί όμως με αυτά που κυκλοφορούν στο εξωτερικό – για παράδειγμα μαζί με τα μετρητά δολάρια που υπάρχουν στις Η.Π.Α. και στον υπόλοιπο πλανήτη), συν τα αποθέματα κεντρικού χρήματος των εμπορικών τραπεζών.
(β) M1: Τα χρήματα που κυκλοφορούν συν οι καταθέσεις όψεως των μη τραπεζών – άρα των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που δεν είναι προθεσμιακές.
(γ) Μ2: Το σύνολο του Μ1, συν οι προθεσμιακές καταθέσεις συμφωνηθέντος χρόνου καταγγελίας (έως δύο έτη), συν οι καταθέσεις με νόμιμη προθεσμία προειδοποίησης καταγγελίας έως τρεις μήνες.
(δ) Μ3:
Συμπεριλαμβάνει το Μ2 (οπότε και το Μ1), μαζί με τα μερίδια σε αμοιβαία
χρηματικά κεφάλαια (=money market funds), με τα repos (=υποχρεώσεις
επαναγοράς), με τους τίτλους χρηματαγοράς και με τα τραπεζικά ομόλογα
λήξεως έως δύο έτη.
Η νομισματική διαστρέβλωση
Στο θέμα μας τώρα, χωρίς να γίνει
αντιληπτό από τις κοινωνίες έχει δημιουργηθεί διεθνώς μία νομισματική
κατάσταση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει μετά από μερικά χρόνια σε
έναν πολύ μεγάλο πληθωρισμό – κάτι που δεν έχουμε βιώσει για αρκετές
δεκαετίες, θεωρώντας ως εκ τούτου πως έχει πάψει να ισχύει ο κανόνας του υπερπληθωρισμού (ανάλυση).
Το γεγονός αυτό οφείλεται κυρίως στην πολιτική των κεντρικών τραπεζών
μετά το 2007, με στόχο την καταπολέμηση της χρηματοπιστωτικής κρίσης –
όπου δεν δημιουργήθηκε μεν πληθωρισμός στις τιμές των αγαθών, αλλά στα
πάγια περιουσιακά στοιχεία (μετοχές, ακίνητα κλπ.).
Ουσιαστικά η πολιτική αυτή οδήγησε στον πολλαπλασιασμό της ποσότητας χρήματος «Μ0» – ο οποίος για τις σημαντικότερες χώρες του πλανήτη δεν έχει ιστορικό προηγούμενο, όπως φαίνεται στο γράφημα (με
την κόκκινη καμπύλη η «Μ0» στις Η.Π.Α., με την μπλε στη Μ. Βρετανία, με
τη μαύρη στην Ελβετία και με την πράσινη στην Ευρωζώνη). Εν
προκειμένω, μία τέτοια αύξηση της «Μ0» κατά έξι ή περισσότερες φορές
βιώθηκε ιστορικά μόνο σε περιόδους υψηλού ή υπερπληθωρισμού – κάτι που
όμως δεν έχει συμβεί μέχρι σήμερα, οπότε εύλογα αναρωτιέται κανείς
γιατί.
Η αιτία είναι προφανώς το ότι, η
ποσότητα χρήματος που χρησιμοποιείται από το κοινό, από τις επιχειρήσεις
και τα νοικοκυριά, η «Μ2» και η «Μ3» κυρίως, έχει αυξηθεί κατά πολύ λιγότερο σε σχέση με την «Μ0»
– όπως φαίνεται από το δεύτερο γράφημα που αφορά την «Μ2» και στο οποίο
έχει προστεθεί η Ιαπωνία με ανοιχτό καφέ. Επομένως τα επόμενα ερωτήματα
που τίθενται είναι τα εξής: (α) Πόσον καιρό θα διαρκέσει, έως ότου η
αύξηση της «Μ0» μεταφερθεί στην «Μ2»; (β) Θα μπορούσαν ενδεχομένως οι
κεντρικές τράπεζες να μειώσουν επαρκώς και έγκαιρα, σε περίπτωση
ανάγκης, την «Μ0», χωρίς να αυξηθεί η «Μ2»;
Όσον αφορά το δεύτερο ερώτημα, η
απάντηση από τεχνικής πλευράς είναι πολύ εύκολη – αφού οι κεντρικές
τράπεζες έχουν άνετα τη δυνατότητα να μειώσουν την «Μ0», μέσω της
πώλησης των απαιτήσεων τους (η αύξηση της ποσότητας «Μ0», η
δημιουργία χρημάτων δηλαδή από τις κεντρικές τράπεζες, επιτυγχάνεται με
την αγορά παγίων εκ μέρους τους όπως είναι τα ομόλογα, τα δάνεια, οι
μετοχές κλπ., ενώ η μείωση με την πώληση τους). Εν τούτοις, είναι αμφίβολο εάν μία τέτοια πολιτική μπορεί πραγματικά να δρομολογηθεί σε επαρκή βαθμό
– ακόμη και αν η αμερικανική κεντρική τράπεζα, η Fed, έχει προβεί ήδη
σε μία προσεκτική αύξηση των επιτοκίων που δεν συνεχίσθηκε.
Το πρώτο ερώτημα όμως που αφορά τόσο την «Μ0», όσο και την «Μ2», είναι πολύ πιο δύσκολο να απαντηθεί – λόγω του για τη σημερινή νομισματική κατάσταση δεν υπάρχει καμία προηγούμενη ιστορική εμπειρία.
Εκτός αυτού, επειδή το ευρώ είναι ένα καινούργιο νόμισμα και η στερλίνα
έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της αξίας της, μπορεί να χρησιμοποιηθεί
μόνο η ιστορική εμπειρία των Η.Π.Α. και της Ελβετίας. Αυτά που όμως
είναι ξεκάθαρα έχουν σχέση με τα παρακάτω:
(α) Μία παρόμοια σχέση με τη σημερινή, όσον αφορά τις ποσότητες χρήματος «Μ2» και «Μ3» συγκριτικά με την «Μ0», υπήρξε μόνο κατά την περίοδο του κραχ του 1929 και της Μεγάλης Ύφεσης – ενώ σήμερα είναι μάλλον κάπως λιγότερο ευνοϊκή, ελαφρά χειρότερη.
(β) Διήρκεσε τότε ένα μεγάλο χρονικό διάστημα έως ότι η σχέση ομαλοποιηθεί – ενώ, παρ’ όλα αυτά, η συγκεκριμένη εξέλιξη οδήγησε τελικά σε έναν αρκετά μεγάλο πληθωρισμό.
Ως εκ τούτου δεν μπορεί παρά να
συμπεράνει κανείς πως εάν δεν καταφέρουν οι κεντρικές τράπεζες να
μειώσουν την ποσότητα «Μ0» σε ένα φυσιολογικό επίπεδο έγκαιρα, δεν θα αποφευχθεί ένα ανάλογο κραχ και μία μεγάλη ύφεση, όπως το 1929 – ενώ θα ακολουθήσει ένας υψηλός πληθωρισμός.
Με δεδομένο όμως το ότι, οι περισσότερες χώρες είναι σε μεγάλο βαθμό υπερχρεωμένες (με εξαιρέσεις βέβαια, όπως η Ελβετία), είναι αμφίβολο το εάν οι κεντρικές τράπεζες είναι σε θέση να υιοθετήσουν μία τέτοια πολιτική περιορισμού της «Μ0»
– οπότε δεν προκαλεί απορία η αντίδραση του προέδρου Trump σχετικά με
την αύξηση των επιτοκίων που ήθελε η Fed, ούτε ο δισταγμός της ΕΚΤ και
της Τράπεζας της Αγγλίας, όσον αφορά την αλλαγή της νομισματικής τους
πολιτικής.
Η κεντρική τράπεζα πάντως της Κίνας
ακολουθεί μία ανάλογη πολιτική – ενώ η Τράπεζα της Ιαπωνίας έχει ξεφύγει
προ πολλού, διεξάγοντας το μεγαλύτερο νομισματικό πείραμα όλων των
εποχών. Ειδικά όσον αφορά τις Η.Π.Α., μετά τη φούσκα του διαδικτύου,
καθώς επίσης των ενυπόθηκων δανείων χαμηλής εξασφάλισης, βιώνουν τη φούσκα των κεντρικών τραπεζών – όπως φαίνεται στο γράφημα, όπου η κάθε επόμενη φούσκα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προηγούμενη.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, κανένας δεν μπορεί να
προβλέψει πού θα οδηγήσει η ανορθόδοξη αυτή εξέλιξη, όσον αφορά το
χρηματοπιστωτικό σύστημα του πλανήτη – πόσο μάλλον πότε και τι ακριβώς
θα συμβεί. Προφανώς βέβαια οι κίνδυνοι για το ευρώ είναι πολύ μεγαλύτεροι, αφού στηρίζεται σε διαφορετικές οικονομίες που συνεχώς αποκλίνουν μεταξύ τους – με εντελώς διαφορετικά οικονομικά προβλήματα.
Εκτός αυτού δεν διαθέτουν κανένα
νομισματικό ή άλλο όπλο αντιμετώπισης κρίσεων – όπως αποδείχθηκε από την
κρίση χρέους του 2010 που όχι μόνο δεν έχει ακόμη καταπολεμηθεί, αλλά
συνεχίζει να επιδεινώνεται. Στην περίπτωση δε της Ελλάδας, η εξέλιξη και η απόκλιση της ποσότητας χρήματος «Μ0» από την «Μ2» είναι κάτι περισσότερο από προβληματική
(γράφημα) – τεκμηριώνοντας πως τα κεντρικά χρήματα που συνεχώς
αυξάνονται, δεν οδηγούνται καθόλου στην πραγματική της οικονομία.
Αντίθετα, στην Πορτογαλία η κατάσταση έχει ομαλοποιηθεί, όπως φαίνεται από το γράφημα – κυρίως μετά το 2015, όπου η αριστερή νέα κυβέρνηση της κατάργησε εντελώς την πολιτική λιτότητας, επιτυγχάνοντας θαύματα (ανάλυση).
Εάν βέβαια ο πλανήτης βυθιστεί ξανά σε ύφεση μετά από ένα ενδεχόμενο
κραχ, με τελική κατάληξη έναν μεγάλο πληθωρισμό, όλες οι χώρες θα
αντιμετωπίσουν μεγάλα προβλήματα – κυρίως όμως αυτές που στηρίζονται σε
προ-κυκλικούς κλάδους σαν την Ελλάδα, όπως είναι ο τουρισμός και η
ναυτιλία. Ως εκ τούτου εάν θέλει η Ελλάδα να έχει κάποιες ελπίδες να
ανταπεξέλθει, θα πρέπει μεταξύ άλλων να αλλάξει αμέσως οικονομικό
μοντέλο, προωθώντας κλάδους όπως η πρωτογενής παραγωγή με τη μεταποίηση της ή η βιομηχανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου