Του Αντιαμυντικού.
Μπορεί η Ελλάδα να εμπιστεύεται τις ΗΠΑ; Αναμφισβήτητα, αλλά μόνο στο βαθμό που συμπίπτουν τα τακτικά και στρατηγικά συμφέροντα των δυο χωρών, και για όσο διάστημα, βεβαίως, θα διαρκεί αυτός ο μήνας του μέλιτος. Εξάλλου, το πάγιο Δόγμα στην εξωτερική πολιτική είναι: «Δεν υπάρχουν φίλοι, αλλά μόνο συμφέροντα».
Ωστόσο, οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, εμφανίζονται υπεραισιόδοξες. Και φαίνεται πως επενδύουν πέραν του δέοντος στην κόντρα της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα διασφαλίσει επαρκή «προστασία» από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.
Ως όλα δείχνουν, όμως, πλανάται πλάνη οικτρά όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο. Η πρόσφατη άρνηση του Αμερικανού προέδρου να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία για την παραλαβή του πρώτου συστήματος των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, S-400, δείχνει πως το αμερικανικό κατεστημένο - εντός του οποίου διατυπώνονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για τις τακτικές μαστιγίου και καρότου έναντι της Τουρκίας – ναι μεν ασκεί πιέσεις, συχνά αφόρητες, στη γειτονική χώρα, αλλά επουδενί επιθυμεί να την χάσει από στρατηγικό εταίρο. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν πάση θυσία την αμερικανική «Κούβα της Μεσογείου», όπως ονομάστηκε η Τουρκία στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και σίγουρα να μην υποστούν μια νέα, σοβαρού γεωπολιτικού κόστους, ήττα, αντίστοιχη της απώλειας του Ιράν του Σάχη.
Οι Αμερικανοί στέλνουν μηνύματα
Στην Ελλάδα, αντίθετα, καλλιεργείται επικοινωνιακά η εντύπωση ότι όλα βαίνουν καλώς. Από την άλλη, όμως, οι Αμερικανοί εσχάτως άρχισαν να στέλνουν ξεκάθαρα μηνύματα ότι κάνει λάθος η Αθήνα να «επενδύει» μονομερώς στην κόντρα Ουάσιγκτον – Άγκυρας. Πολύ περισσότερο, ότι επιθυμία των ΗΠΑ, και πιθανότατα της Τουρκίας, είναι να έχει ημερομηνία λήξης αυτή η κόντρα.
-Μόλις δυο εβδομάδες μετά τις ελληνικές εκλογές, ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τζέφρυ Πάγιατ, έλεγε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή: «Eίναι μεγάλο λάθος να βλέπουμε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα μέσα από το φακό της Τουρκίας».
-Την ίδια περίοδο, «υψηλόβαθμες αμερικανικές πηγές», κατά το Αθηναϊκό Πρακτορείο, που εμμέσως φωτογράφιζε τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Φίλιπ Ρίκερ, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα, ανέφεραν: «Ως προς την Τουρκία – ανέφερε - είναι ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ και, όπως συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, υπάρχουν διαφορές και προκλήσεις, και μια απ΄ αυτές είναι η αποδοχή των S - 400 από τη Ρωσία». Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, επιχείρησε να υποβαθμίσει την κόντρα ΗΠΑ – Τουρκίας, ως… οικογενειακό καυγαδάκι.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη (;) φάση της παράδοσης των ρωσικών S-400 στην Τουρκία ολοκληρώθηκε με την πρόδηλη απροθυμία του Αμερικανού προέδρου, Ν.Τραμπ, να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχό του. Ακόμα και η απειλή του αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα της παραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών, F-35, μπήκε προς το παρόν στο συρτάρι. Αρχικά, η Ουάσιγκτον απειλούσε ότι, με το που θα παραλάβει η Τουρκία τους S – 400 θα αποκλειστεί, ενώ τώρα απειλείται ότι θα αποκλειστεί εάν τους αναπτύξει (!).
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι, την ίδια περίοδο, όλως «τυχαίως», οι ΗΠΑ επέστρεψαν «πεσκέσι» στον Ταγίπ Ερντογάν τον Τούρκο πρώην μεγαλοτραπεζίτη, Μεχμέτ Χακάν Ατίλα. Τον αποκαλούμενο τραπεζίτη της οικογένειας Ερντογάν. Ως γνωστόν, τον Μάιο του 2018 καταδικάστηκε από δικαστήριο της Νέας Υόρκης σε φυλάκιση 32 μηνών για παραβίαση του προηγούμενου γύρου αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν μέσω της τουρκικής κρατικής Halkbank την περίοδο που ο ίδιος ήταν αναπληρωτής διευθυντής της.
Ακόμα περισσότερο εξέπληξε η φράση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, όταν πρόσφατα βρέθηκε στις ΗΠΑ και συναντήθηκε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάϊκ Πομπέο. Όταν ο ίδιος είπε ότι ζήτησε από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών την στήριξη των ΗΠΑ σε όποια πρόκληση εκδηλωθεί από μεριάς της Τουρκίας, ερωτήθη αμέσως μετά τι του απάντησε ο ομόλογός του. Και απάντησε: «Το σημείωσε. Το σημείωσαν και θα μας απαντήσουν σχετικά». Απορίας άξιον: Δηλαδή, τι περιμένουν να δουν στην Ουάσιγκτον για να μας απαντήσουν; Αγνοούν, άραγε, την ποιοτική κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων τα τελευταία χρόνια; Παραβιάσεις, επεισόδια στα Ίμια, Καστελόριζο, «συλλήψεις» Ελλήνων στρατιωτικών, εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ, κ.ο.κ.
Η Ελλάδα δεν είναι «δεδομένη»
Ενώ οι ΗΠΑ κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν τον εναγκαλισμό της Τουρκίας με τη Ρωσία, και να επιστρέψει στις αγκάλες της Δύσης, ζητούν κατεπειγόντως από την Ελλάδα την αύξηση των στρατιωτικών διευκολύνσεων προς τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις.
-Ο Τ.Πάγιατ δήλωσε χαρακτηριστικά: «(...) Η Σούδα είναι γεμάτη. Δεν υπάρχει χώρος για περαιτέρω ανάπτυξη. Αλλά έχετε από τη γεωγραφία σας πολλές στρατιωτικές εγκαταστάσεις που δεν χρησιμοποιούνται. Και αυτή είναι μία από τις προτεραιότητές μας όσο οι ειδικοί μας εργάζονται πάνω στη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας MDCA. Η τρέχουσα συμφωνία κατονομάζει τρεις εγκαταστάσεις. Μία από αυτές είναι το Ελληνικό που προφανώς είναι ανεπίκαιρη. Η μόνη που παραμένει επίκαιρη είναι η βάση της Σούδας. Οπότε συμφωνήσαμε στον στρατηγικό διάλογο ότι χρειάζεται να εκσυγχρονίσουμε σε πολιτικό επίπεδο τη συμφωνία. Τώρα οι ειδικοί εργάζονται για τις διατυπώσεις».
-Ο «ανώνυμος υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος», δηλαδή ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, απάντησε στο ερώτημα αν οι ΗΠΑ θα προσέθεταν νέες αμερικανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ότι «σύμφωνα με τη στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, η έμφαση δίνεται στην ευελιξία, τη μαχητική ικανότητα και την κινητικότητα και όχι σε περισσότερη μόνιμη παρουσία και συμπλήρωσε ότι μιλάμε για πρόσκαιρη παραμονή, για εκπαίδευση και προσβασιμότητα- για παράδειγμα σε λιμένες όπως η Αλεξανδρούπολη, η οποία προσφέρει ευκαιρίες εκπαίδευσης».
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε μισή αλήθεια και μισά ψέματα. Ο κ.Πάγιατ προσπαθεί να πείσει ότι η Σούδα έχει κορεστεί και, ως εκ τούτου, καλό είναι, αντί αυτής, να δοθούν άλλες βάσεις. Η αλήθεια είναι ότι και την Σούδα θέλουν να επεκτείνουν, και τις υπόλοιπες ελληνικές βάσεις (πιθανώς στην Δυτική Ελλάδα) θέλουν. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, τόσο ο ίδιος, όσο και μερίδα «αρθρογράφων» που πρόσκεινται ευθέως στην αμερικανική πρεσβεία, ζητούν την επέκταση της αμυντικής συμφωνίας (και για την Σούδα) για πενταετία, και όχι για ένα έτος όπως είναι μέχρι τώρα. Κάτι που φέρεται να είχε αρνηθεί ο τέως υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, αντιλαμβανόμενος προφανώς το ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί που είχε η Ελλάδα έναντι των ΗΠΑ. Πόσο μάλλον, όταν είναι γνωστό ότι η μεγάλη αναταραχή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις επηρεάζει άμεσα την αμερικανική βάση του Ινσιρλίκ, και οι ΗΠΑ επείγονται για διευκολύνσεις, όπως, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα.
Για όλα αυτά που ζητάνε οι ΗΠΑ, μόλις μερικές εβδομάδες μετά τις εκλογές από τη νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να δώσουν ισχυρά ανταλλάγματα και όχι παχυλές υποσχέσεις. Οι όποιες διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ αποτελούν ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά, που, εάν δοθούν, θα πρέπει να αντισταθμίζονται από βαρύτιμες γεωπολιτικές και οικονομικές εγγυήσεις. Ήδη, τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει σοβαρότατες διευκολύνσεις, μέσω των οποίων έχουν αναμφισβήτητα «στριμώξει» την εμφάνιση του ρωσικού παράγοντα στην περιοχή.
Το μήνυμα, λοιπόν, που πρέπει να σταλεί στην Ουάσιγκτον είναι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να θεωρείται «δεδομένη». Εξάλλου, έχει αποδειχτεί ιστορικά, ότι όποτε η Ελλάδα εμφανίστηκε «δεδομένη» ακόμα και απέναντι στους συμμάχους της, το πλήρωσε ακριβά. Από την άλλη, ουδόλως πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία της οικοδόμησης μιας στενής σχέσης με τις ΗΠΑ, και ούτε πολύ περισσότερο να μηδενίζεται η έως τώρα συμβολή της Ουάσιγκτον στα ελληνοτουρκικά. Ωστόσο, για να πείσουν οι ΗΠΑ εάν πράγματι έχουν «ειλικρινείς» προθέσεις, επιβάλλεται να παράσχουν έμπρακτες εγγυήσεις στη χώρα μας. Πόσο μάλλον, όχι, από τη μια να την χρησιμοποιούν ως «εργαλείο» πίεσης προς την Τουρκία, και από την άλλη να κλείνουν το μάτι στην Άγκυρα.
Η Σούδα
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εάν θέλει να μην θεωρηθεί «δεδομένη» από τις ΗΠΑ, θα πρέπει να κάνει «επανεκκίνηση» στις θέσεις της για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Κι’ ας έχει την αρνητική παρακαταθήκη των ανακοινώσεών της, το 2017, κατά την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ. Τότε, ως γνωστόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέδωσε ανακοίνωση (άγνωστο ποιος «σύμβουλός» του τον έπεισε να το κάνει!) που καλούσε τον Α.Τσίπρα «να διασφαλίσει μια επωφελή συμφωνία μακράς πνοής για τη βάση της Σούδας. Όχι μια οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά μια συμφωνία εθνικά ωφέλιμη».
Ακόμα πιο ανοικτά τα είπε ο τότε τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, Γ.Κουμουτσάκος: «Είναι η στιγμή να διεκδικηθεί μια θετική για την Ελλάδα μακράς πνοής συμφωνία για τη Σούδα, όχι του ενός έτους -σε έναν χρόνο δεν ξέρουμε πού θα βρίσκεται η δική μας διαπραγματευτική ισχύς- αλλά σήμερα που είναι αυξημένη να διασφαλίσουμε μία μακρά συμφωνία θετική για την Ελλάδα».
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δηλαδή, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ευθυγραμμίστηκε τότε δημόσια με τις αμερικανικές επιθυμίες. Ελπίζουμε να ήταν μόνον στο πλαίσιο της αντιπολιτευτικής φρασεολογίας της. Τώρα, όμως, είναι κυβέρνηση. Ήδη, έχει κάνει αρκετά «δωράκια» στις ΗΠΑ (και στη Βρετανία), όπως την αναγνώριση του Γκουαϊδό και την καταδίκη του Ιράν για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στον Κόλπο.
Καλοκαιρινή ραστώνη;
Τα εθνικά συμφέροντα, λοιπόν, δεν διασφαλίζονται με ευχολόγια και «όρκους αιώνιας πίστης», αλλά με σκληρή διαπραγμάτευση και από ισχυρή θέση στο παιχνίδι του δούναι και λαβείν. Αντίθετα, κύκλοι και πρόσωπα τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης, όσο και της τωρινής, παρουσιάζουν μια εξιδανικευμένη εικόνα των αμερικανικών σχέσεων. Κοντολογίς, πως όλα τα «αγκάθια» στα ελληνοτουρκικά θα λυθούν με το μαγικό ραβδάκι της Ουάσιγκτον.
Πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, εμφανίστηκε επαναπαυμένος, διότι, όπως άφησε να εννοηθεί, θα τραβήξουν το αυτί της Τουρκίας οι σύμμαχοί μας. «Νομίζω – είπε - ότι θα αντιμετωπιστεί και σε επίπεδο υψηλότερο από εμάς, όχι βέβαια με τα σενάρια πολέμου (!), αλλά με όλες τις ενέργειες που προβλέπονται, συστάσεις προς αυτή τη χώρα (σ.σ. Τουρκία). Όλοι συμφωνούν τώρα, ότι αυτοί που επιδεικνύουν τη λάθος και προκλητική συμπεριφορά, αυτοί που γίνονται καλοί αγωγοί παραγωγής έντασης και αστάθειας στην περιοχή, δεν είμαστε εμείς. Είναι οι άλλοι».
Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, προχώρησε ακόμα παραπέρα, και εμφανιζόμενος, όπως πολύ συχνά έκαναν οι ελληνικές ηγεσίες, ως Πόντιος Πιλάτος, αναμάσησε το κλασσικό: «Η ελληνική κυβέρνηση κινείται διαχρονικά και σταθερά στη βάση η Λευκωσία αποφασίζει, η Ελλάδα ακολουθεί». Άραγε, δεν έχει ακούσει ποτέ του για το « Ενιαίο αμυντικό Δόγμα, από τη Θράκη, έως το Καστελόριζο και την Κύπρο»; Αλλά και αυτός αναπαρήγαγε την εικόνα του εφησυχασμού. «Οι εξορυκτικές κινήσεις της Τουρκίας αποτελούν έκφραση της έντασης και του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο ανατολικός μας γείτονας με τις επιλογές του», είπε. Και πρόσθεσε: «Η τουρκική προκλητικότητα στα «νερά» της Κύπρου την έχει οδηγήσει σε απομόνωση στον διεθνή περίγυρο». Σωστά είναι όλα αυτά, αλλά, όπως όλα δείχνουν, μέχρι τώρα δεν έχουν σταματήσει την Τουρκία από τις προσπάθειές της να δημιουργήσει τετελεσμένα μεταξύ Κύπρου και Καστελόριζου. Πόσο μάλλον, αποθρασύνεται όταν βλέπει την απροθυμία των σημαντικότερων Δυτικών (και όχι μόνον) δυνάμεων για να λάβουν ουσιαστικά μέτρα σε βάρος της.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Ν.Δένδιας, επίσης δεν απέφυγε να παρουσιάσει μια εξωραϊσμένη εικόνα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Αναφερόμενος χαρακτηριστικά στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Μ.Πομπέο και τον επικεφαλής του αμερικανικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, στο περιθώριο της - προγραμματισμένης εδώ και μήνες - υπουργικής Διάσκεψης για την προώθηση της Θρησκευτικής Ελευθερίας, είπε: «Το γεγονός ότι δεν είχα προλάβει καν να ορκιστώ και είδα τον υπουργό Εξωτερικών και την ίδια μέρα είδα και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, και το ότι κλείστηκε το ραντεβού με τους δυο κορυφαίους παράγοντες μέσα στην ίδια μέρα, με προειδοποίηση δύο ημερών, αυτό κάτι λέει για την αμερικανική διάθεση». Προφανώς λέει, όπως επίσης δείχνει ότι η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε. Όμως, τόσο στο πρόσφατο παρελθόν, όσο και γενικότερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. του Π.Καμμένου), οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν αρνούνταν να συναντήσουν Έλληνες υπουργούς, ειδικά στο περιθώριο Διασκέψεων. Το θέμα είναι αν έγινε επί της ουσίας συζήτηση ή απλά επρόκειτο για μια απλή συνάντηση γνωριμίας. Άρα, ούτε να υποβαθμίζεται η σημασία των επαφών πρέπει, αλλά ούτε και να μεγαλοποιείται.
Τα ΜΟΕ
Στο μεταξύ, παρ’ ότι άρχισαν οι ελληνοτουρκικές επαφές για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) από την προηγούμενη κυβέρνηση, και συνεχίζονται, οι τουρκικές προκλήσεις (π.χ. παραβιάσεις) εξακολουθούν, εν μέσω μάλιστα της μεγάλης τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας, Ν.Παναγιωτόπουλος, είπε: «Τα ΜΟΕ είναι ένα ανοικτό κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες, που ακόμα και σε περιπτώσεις κλιμάκωσης της έντασης, καλό είναι να είναι ανοικτό. Όμως, σαφώς και θα εκτιμήσουμε από εδώ και πέρα, ανάλογα και με τη συνολική συμπεριφορά της γείτονος, πόσο ενεργό θα είναι αυτό το κανάλι. Διότι προφανώς το ότι μένει ανοικτό το κανάλι επικοινωνίας, δε σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ενδοτική ή υποχωρητική. Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η υπόθεση, θα εξαρτηθεί σαφώς και από τη συνολική συμπεριφορά της γείτονος. Επιφυλασσόμαστε, λοιπόν, δια παν δικαίωμά μας, αν θα πρέπει να το αναβαθμίσουμε ή να το υποβαθμίσουμε».
Δεν βγήκαμε σοφότεροι από τα λεχθέντα του υπουργού. Σκοπεύει, άραγε, η Ελλάδα μονομερώς να αποχωρήσει από τη συζήτηση για τα ΜΟΕ; Εάν ναι, τότε κάποιος πρέπει να ψιθυρίσει στον υπουργό Άμυνας ότι τέτοιες κινήσεις δεν προαναγγέλλονται. Πόσο μάλλον, όταν αυτό μετά βεβαιότητος θα χρησιμοποιηθεί από την απέναντι όχθη ως «επιχείρημα» στο παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών (blame game). Επουδενί πρέπει να χρεωθεί η Ελλάδα, έναντι της διεθνούς κοινότητος, την ευθύνη ενός ενδεχόμενου ναυαγίου στις διαπραγματεύσεις. Πόσο μάλλον, όταν αυτή είναι που υφίσταται την προκλητικότητα της γείτονός της. Κάθε υπουργός πρέπει να βουτάει τη γλώσσα του στο μυαλό του προτού μιλήσει. Διότι δεν απευθύνεται μόνον προς την κοινή γνώμη της χώρας μας. Οι δηλώσεις του καταγράφονται και απέναντι.
antinews.gr
Μπορεί η Ελλάδα να εμπιστεύεται τις ΗΠΑ; Αναμφισβήτητα, αλλά μόνο στο βαθμό που συμπίπτουν τα τακτικά και στρατηγικά συμφέροντα των δυο χωρών, και για όσο διάστημα, βεβαίως, θα διαρκεί αυτός ο μήνας του μέλιτος. Εξάλλου, το πάγιο Δόγμα στην εξωτερική πολιτική είναι: «Δεν υπάρχουν φίλοι, αλλά μόνο συμφέροντα».
Ωστόσο, οι πολιτικές ηγεσίες των υπουργείων Εξωτερικών και Άμυνας, εμφανίζονται υπεραισιόδοξες. Και φαίνεται πως επενδύουν πέραν του δέοντος στην κόντρα της Ουάσιγκτον με την Άγκυρα, θεωρώντας ότι κάτι τέτοιο θα διασφαλίσει επαρκή «προστασία» από τις ΗΠΑ στην Ελλάδα.
Ως όλα δείχνουν, όμως, πλανάται πλάνη οικτρά όποιος πιστεύει κάτι τέτοιο. Η πρόσφατη άρνηση του Αμερικανού προέδρου να επιβάλλει κυρώσεις στην Τουρκία για την παραλαβή του πρώτου συστήματος των ρωσικών αντιαεροπορικών συστημάτων, S-400, δείχνει πως το αμερικανικό κατεστημένο - εντός του οποίου διατυπώνονται αλληλοσυγκρουόμενες απόψεις για τις τακτικές μαστιγίου και καρότου έναντι της Τουρκίας – ναι μεν ασκεί πιέσεις, συχνά αφόρητες, στη γειτονική χώρα, αλλά επουδενί επιθυμεί να την χάσει από στρατηγικό εταίρο. Είναι ηλίου φαεινότερο ότι οι ΗΠΑ θέλουν να διατηρήσουν πάση θυσία την αμερικανική «Κούβα της Μεσογείου», όπως ονομάστηκε η Τουρκία στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου, και σίγουρα να μην υποστούν μια νέα, σοβαρού γεωπολιτικού κόστους, ήττα, αντίστοιχη της απώλειας του Ιράν του Σάχη.
Οι Αμερικανοί στέλνουν μηνύματα
Στην Ελλάδα, αντίθετα, καλλιεργείται επικοινωνιακά η εντύπωση ότι όλα βαίνουν καλώς. Από την άλλη, όμως, οι Αμερικανοί εσχάτως άρχισαν να στέλνουν ξεκάθαρα μηνύματα ότι κάνει λάθος η Αθήνα να «επενδύει» μονομερώς στην κόντρα Ουάσιγκτον – Άγκυρας. Πολύ περισσότερο, ότι επιθυμία των ΗΠΑ, και πιθανότατα της Τουρκίας, είναι να έχει ημερομηνία λήξης αυτή η κόντρα.
-Μόλις δυο εβδομάδες μετά τις ελληνικές εκλογές, ο Αμερικανός πρέσβης στην Ελλάδα, Τζέφρυ Πάγιατ, έλεγε σε συνέντευξή του στην Καθημερινή: «Eίναι μεγάλο λάθος να βλέπουμε τις σχέσεις των ΗΠΑ με την Ελλάδα μέσα από το φακό της Τουρκίας».
-Την ίδια περίοδο, «υψηλόβαθμες αμερικανικές πηγές», κατά το Αθηναϊκό Πρακτορείο, που εμμέσως φωτογράφιζε τον υφυπουργό Εξωτερικών των ΗΠΑ, Φίλιπ Ρίκερ, ο οποίος επισκέφθηκε την Ελλάδα, ανέφεραν: «Ως προς την Τουρκία – ανέφερε - είναι ένας σημαντικός σύμμαχος των ΗΠΑ και, όπως συμβαίνει σε κάθε οικογένεια, υπάρχουν διαφορές και προκλήσεις, και μια απ΄ αυτές είναι η αποδοχή των S - 400 από τη Ρωσία». Ούτε λίγο ούτε πολύ, δηλαδή, επιχείρησε να υποβαθμίσει την κόντρα ΗΠΑ – Τουρκίας, ως… οικογενειακό καυγαδάκι.
Να σημειωθεί ότι η πρώτη (;) φάση της παράδοσης των ρωσικών S-400 στην Τουρκία ολοκληρώθηκε με την πρόδηλη απροθυμία του Αμερικανού προέδρου, Ν.Τραμπ, να επιβάλει οικονομικές κυρώσεις στη ΝΑΤΟϊκή σύμμαχό του. Ακόμα και η απειλή του αποκλεισμού της Τουρκίας από το πρόγραμμα της παραγωγής των μαχητικών αεροσκαφών, F-35, μπήκε προς το παρόν στο συρτάρι. Αρχικά, η Ουάσιγκτον απειλούσε ότι, με το που θα παραλάβει η Τουρκία τους S – 400 θα αποκλειστεί, ενώ τώρα απειλείται ότι θα αποκλειστεί εάν τους αναπτύξει (!).
Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι, την ίδια περίοδο, όλως «τυχαίως», οι ΗΠΑ επέστρεψαν «πεσκέσι» στον Ταγίπ Ερντογάν τον Τούρκο πρώην μεγαλοτραπεζίτη, Μεχμέτ Χακάν Ατίλα. Τον αποκαλούμενο τραπεζίτη της οικογένειας Ερντογάν. Ως γνωστόν, τον Μάιο του 2018 καταδικάστηκε από δικαστήριο της Νέας Υόρκης σε φυλάκιση 32 μηνών για παραβίαση του προηγούμενου γύρου αμερικανικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν μέσω της τουρκικής κρατικής Halkbank την περίοδο που ο ίδιος ήταν αναπληρωτής διευθυντής της.
Ακόμα περισσότερο εξέπληξε η φράση του υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Δένδια, όταν πρόσφατα βρέθηκε στις ΗΠΑ και συναντήθηκε με τον Αμερικανό ομόλογό του, Μάϊκ Πομπέο. Όταν ο ίδιος είπε ότι ζήτησε από τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών την στήριξη των ΗΠΑ σε όποια πρόκληση εκδηλωθεί από μεριάς της Τουρκίας, ερωτήθη αμέσως μετά τι του απάντησε ο ομόλογός του. Και απάντησε: «Το σημείωσε. Το σημείωσαν και θα μας απαντήσουν σχετικά». Απορίας άξιον: Δηλαδή, τι περιμένουν να δουν στην Ουάσιγκτον για να μας απαντήσουν; Αγνοούν, άραγε, την ποιοτική κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων τα τελευταία χρόνια; Παραβιάσεις, επεισόδια στα Ίμια, Καστελόριζο, «συλλήψεις» Ελλήνων στρατιωτικών, εισβολή στην κυπριακή ΑΟΖ, κ.ο.κ.
Η Ελλάδα δεν είναι «δεδομένη»
Ενώ οι ΗΠΑ κάνουν τα πάντα για να αποτρέψουν τον εναγκαλισμό της Τουρκίας με τη Ρωσία, και να επιστρέψει στις αγκάλες της Δύσης, ζητούν κατεπειγόντως από την Ελλάδα την αύξηση των στρατιωτικών διευκολύνσεων προς τις αμερικανικές Ένοπλες Δυνάμεις.
-Ο Τ.Πάγιατ δήλωσε χαρακτηριστικά: «(...) Η Σούδα είναι γεμάτη. Δεν υπάρχει χώρος για περαιτέρω ανάπτυξη. Αλλά έχετε από τη γεωγραφία σας πολλές στρατιωτικές εγκαταστάσεις που δεν χρησιμοποιούνται. Και αυτή είναι μία από τις προτεραιότητές μας όσο οι ειδικοί μας εργάζονται πάνω στη Συμφωνία Αμοιβαίας Αμυντικής Συνεργασίας MDCA. Η τρέχουσα συμφωνία κατονομάζει τρεις εγκαταστάσεις. Μία από αυτές είναι το Ελληνικό που προφανώς είναι ανεπίκαιρη. Η μόνη που παραμένει επίκαιρη είναι η βάση της Σούδας. Οπότε συμφωνήσαμε στον στρατηγικό διάλογο ότι χρειάζεται να εκσυγχρονίσουμε σε πολιτικό επίπεδο τη συμφωνία. Τώρα οι ειδικοί εργάζονται για τις διατυπώσεις».
-Ο «ανώνυμος υψηλόβαθμος Αμερικανός αξιωματούχος», δηλαδή ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, απάντησε στο ερώτημα αν οι ΗΠΑ θα προσέθεταν νέες αμερικανικές δυνάμεις στην Ελλάδα, ότι «σύμφωνα με τη στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ, η έμφαση δίνεται στην ευελιξία, τη μαχητική ικανότητα και την κινητικότητα και όχι σε περισσότερη μόνιμη παρουσία και συμπλήρωσε ότι μιλάμε για πρόσκαιρη παραμονή, για εκπαίδευση και προσβασιμότητα- για παράδειγμα σε λιμένες όπως η Αλεξανδρούπολη, η οποία προσφέρει ευκαιρίες εκπαίδευσης».
Οι Αμερικανοί αξιωματούχοι λένε μισή αλήθεια και μισά ψέματα. Ο κ.Πάγιατ προσπαθεί να πείσει ότι η Σούδα έχει κορεστεί και, ως εκ τούτου, καλό είναι, αντί αυτής, να δοθούν άλλες βάσεις. Η αλήθεια είναι ότι και την Σούδα θέλουν να επεκτείνουν, και τις υπόλοιπες ελληνικές βάσεις (πιθανώς στην Δυτική Ελλάδα) θέλουν. Γι’ αυτό τα τελευταία χρόνια, τόσο ο ίδιος, όσο και μερίδα «αρθρογράφων» που πρόσκεινται ευθέως στην αμερικανική πρεσβεία, ζητούν την επέκταση της αμυντικής συμφωνίας (και για την Σούδα) για πενταετία, και όχι για ένα έτος όπως είναι μέχρι τώρα. Κάτι που φέρεται να είχε αρνηθεί ο τέως υπουργός Εξωτερικών, Νίκος Κοτζιάς, αντιλαμβανόμενος προφανώς το ισχυρό διαπραγματευτικό χαρτί που είχε η Ελλάδα έναντι των ΗΠΑ. Πόσο μάλλον, όταν είναι γνωστό ότι η μεγάλη αναταραχή στις αμερικανοτουρκικές σχέσεις επηρεάζει άμεσα την αμερικανική βάση του Ινσιρλίκ, και οι ΗΠΑ επείγονται για διευκολύνσεις, όπως, μεταξύ άλλων, στην Ελλάδα.
Για όλα αυτά που ζητάνε οι ΗΠΑ, μόλις μερικές εβδομάδες μετά τις εκλογές από τη νέα κυβέρνηση, θα πρέπει να δώσουν ισχυρά ανταλλάγματα και όχι παχυλές υποσχέσεις. Οι όποιες διευκολύνσεις προς τις ΗΠΑ αποτελούν ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά, που, εάν δοθούν, θα πρέπει να αντισταθμίζονται από βαρύτιμες γεωπολιτικές και οικονομικές εγγυήσεις. Ήδη, τα τελευταία χρόνια έχουν λάβει σοβαρότατες διευκολύνσεις, μέσω των οποίων έχουν αναμφισβήτητα «στριμώξει» την εμφάνιση του ρωσικού παράγοντα στην περιοχή.
Το μήνυμα, λοιπόν, που πρέπει να σταλεί στην Ουάσιγκτον είναι ότι η Ελλάδα δεν πρέπει να θεωρείται «δεδομένη». Εξάλλου, έχει αποδειχτεί ιστορικά, ότι όποτε η Ελλάδα εμφανίστηκε «δεδομένη» ακόμα και απέναντι στους συμμάχους της, το πλήρωσε ακριβά. Από την άλλη, ουδόλως πρέπει να υποβαθμίζεται η σημασία της οικοδόμησης μιας στενής σχέσης με τις ΗΠΑ, και ούτε πολύ περισσότερο να μηδενίζεται η έως τώρα συμβολή της Ουάσιγκτον στα ελληνοτουρκικά. Ωστόσο, για να πείσουν οι ΗΠΑ εάν πράγματι έχουν «ειλικρινείς» προθέσεις, επιβάλλεται να παράσχουν έμπρακτες εγγυήσεις στη χώρα μας. Πόσο μάλλον, όχι, από τη μια να την χρησιμοποιούν ως «εργαλείο» πίεσης προς την Τουρκία, και από την άλλη να κλείνουν το μάτι στην Άγκυρα.
Η Σούδα
Η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, εάν θέλει να μην θεωρηθεί «δεδομένη» από τις ΗΠΑ, θα πρέπει να κάνει «επανεκκίνηση» στις θέσεις της για τις ελληνοαμερικανικές σχέσεις. Κι’ ας έχει την αρνητική παρακαταθήκη των ανακοινώσεών της, το 2017, κατά την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ. Τότε, ως γνωστόν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξέδωσε ανακοίνωση (άγνωστο ποιος «σύμβουλός» του τον έπεισε να το κάνει!) που καλούσε τον Α.Τσίπρα «να διασφαλίσει μια επωφελή συμφωνία μακράς πνοής για τη βάση της Σούδας. Όχι μια οποιαδήποτε συμφωνία, αλλά μια συμφωνία εθνικά ωφέλιμη».
Ακόμα πιο ανοικτά τα είπε ο τότε τομεάρχης Εξωτερικών της ΝΔ, Γ.Κουμουτσάκος: «Είναι η στιγμή να διεκδικηθεί μια θετική για την Ελλάδα μακράς πνοής συμφωνία για τη Σούδα, όχι του ενός έτους -σε έναν χρόνο δεν ξέρουμε πού θα βρίσκεται η δική μας διαπραγματευτική ισχύς- αλλά σήμερα που είναι αυξημένη να διασφαλίσουμε μία μακρά συμφωνία θετική για την Ελλάδα».
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, δηλαδή, η ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης ευθυγραμμίστηκε τότε δημόσια με τις αμερικανικές επιθυμίες. Ελπίζουμε να ήταν μόνον στο πλαίσιο της αντιπολιτευτικής φρασεολογίας της. Τώρα, όμως, είναι κυβέρνηση. Ήδη, έχει κάνει αρκετά «δωράκια» στις ΗΠΑ (και στη Βρετανία), όπως την αναγνώριση του Γκουαϊδό και την καταδίκη του Ιράν για την ελευθερία της ναυσιπλοΐας στον Κόλπο.
Καλοκαιρινή ραστώνη;
Τα εθνικά συμφέροντα, λοιπόν, δεν διασφαλίζονται με ευχολόγια και «όρκους αιώνιας πίστης», αλλά με σκληρή διαπραγμάτευση και από ισχυρή θέση στο παιχνίδι του δούναι και λαβείν. Αντίθετα, κύκλοι και πρόσωπα τόσο της προηγούμενης κυβέρνησης, όσο και της τωρινής, παρουσιάζουν μια εξιδανικευμένη εικόνα των αμερικανικών σχέσεων. Κοντολογίς, πως όλα τα «αγκάθια» στα ελληνοτουρκικά θα λυθούν με το μαγικό ραβδάκι της Ουάσιγκτον.
Πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας, Νίκος Παναγιωτόπουλος, εμφανίστηκε επαναπαυμένος, διότι, όπως άφησε να εννοηθεί, θα τραβήξουν το αυτί της Τουρκίας οι σύμμαχοί μας. «Νομίζω – είπε - ότι θα αντιμετωπιστεί και σε επίπεδο υψηλότερο από εμάς, όχι βέβαια με τα σενάρια πολέμου (!), αλλά με όλες τις ενέργειες που προβλέπονται, συστάσεις προς αυτή τη χώρα (σ.σ. Τουρκία). Όλοι συμφωνούν τώρα, ότι αυτοί που επιδεικνύουν τη λάθος και προκλητική συμπεριφορά, αυτοί που γίνονται καλοί αγωγοί παραγωγής έντασης και αστάθειας στην περιοχή, δεν είμαστε εμείς. Είναι οι άλλοι».
Ο υφυπουργός Εξωτερικών, Μιλτιάδης Βαρβιτσιώτης, προχώρησε ακόμα παραπέρα, και εμφανιζόμενος, όπως πολύ συχνά έκαναν οι ελληνικές ηγεσίες, ως Πόντιος Πιλάτος, αναμάσησε το κλασσικό: «Η ελληνική κυβέρνηση κινείται διαχρονικά και σταθερά στη βάση η Λευκωσία αποφασίζει, η Ελλάδα ακολουθεί». Άραγε, δεν έχει ακούσει ποτέ του για το « Ενιαίο αμυντικό Δόγμα, από τη Θράκη, έως το Καστελόριζο και την Κύπρο»; Αλλά και αυτός αναπαρήγαγε την εικόνα του εφησυχασμού. «Οι εξορυκτικές κινήσεις της Τουρκίας αποτελούν έκφραση της έντασης και του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται ο ανατολικός μας γείτονας με τις επιλογές του», είπε. Και πρόσθεσε: «Η τουρκική προκλητικότητα στα «νερά» της Κύπρου την έχει οδηγήσει σε απομόνωση στον διεθνή περίγυρο». Σωστά είναι όλα αυτά, αλλά, όπως όλα δείχνουν, μέχρι τώρα δεν έχουν σταματήσει την Τουρκία από τις προσπάθειές της να δημιουργήσει τετελεσμένα μεταξύ Κύπρου και Καστελόριζου. Πόσο μάλλον, αποθρασύνεται όταν βλέπει την απροθυμία των σημαντικότερων Δυτικών (και όχι μόνον) δυνάμεων για να λάβουν ουσιαστικά μέτρα σε βάρος της.
Ο υπουργός Εξωτερικών, Ν.Δένδιας, επίσης δεν απέφυγε να παρουσιάσει μια εξωραϊσμένη εικόνα των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Αναφερόμενος χαρακτηριστικά στην πρόσφατη συνάντησή του με τον Μ.Πομπέο και τον επικεφαλής του αμερικανικού Συμβουλίου Ασφαλείας, Τζον Μπόλτον, στο περιθώριο της - προγραμματισμένης εδώ και μήνες - υπουργικής Διάσκεψης για την προώθηση της Θρησκευτικής Ελευθερίας, είπε: «Το γεγονός ότι δεν είχα προλάβει καν να ορκιστώ και είδα τον υπουργό Εξωτερικών και την ίδια μέρα είδα και τον σύμβουλο Εθνικής Ασφαλείας, και το ότι κλείστηκε το ραντεβού με τους δυο κορυφαίους παράγοντες μέσα στην ίδια μέρα, με προειδοποίηση δύο ημερών, αυτό κάτι λέει για την αμερικανική διάθεση». Προφανώς λέει, όπως επίσης δείχνει ότι η ελληνική διπλωματία κινητοποιήθηκε. Όμως, τόσο στο πρόσφατο παρελθόν, όσο και γενικότερα, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων (π.χ. του Π.Καμμένου), οι Αμερικανοί αξιωματούχοι δεν αρνούνταν να συναντήσουν Έλληνες υπουργούς, ειδικά στο περιθώριο Διασκέψεων. Το θέμα είναι αν έγινε επί της ουσίας συζήτηση ή απλά επρόκειτο για μια απλή συνάντηση γνωριμίας. Άρα, ούτε να υποβαθμίζεται η σημασία των επαφών πρέπει, αλλά ούτε και να μεγαλοποιείται.
Τα ΜΟΕ
Στο μεταξύ, παρ’ ότι άρχισαν οι ελληνοτουρκικές επαφές για τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) από την προηγούμενη κυβέρνηση, και συνεχίζονται, οι τουρκικές προκλήσεις (π.χ. παραβιάσεις) εξακολουθούν, εν μέσω μάλιστα της μεγάλης τουριστικής κίνησης στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Πρόσφατα, ο υπουργός Άμυνας, Ν.Παναγιωτόπουλος, είπε: «Τα ΜΟΕ είναι ένα ανοικτό κανάλι επικοινωνίας ανάμεσα στις δύο χώρες, που ακόμα και σε περιπτώσεις κλιμάκωσης της έντασης, καλό είναι να είναι ανοικτό. Όμως, σαφώς και θα εκτιμήσουμε από εδώ και πέρα, ανάλογα και με τη συνολική συμπεριφορά της γείτονος, πόσο ενεργό θα είναι αυτό το κανάλι. Διότι προφανώς το ότι μένει ανοικτό το κανάλι επικοινωνίας, δε σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ενδοτική ή υποχωρητική. Το πώς θα εξελιχθεί αυτή η υπόθεση, θα εξαρτηθεί σαφώς και από τη συνολική συμπεριφορά της γείτονος. Επιφυλασσόμαστε, λοιπόν, δια παν δικαίωμά μας, αν θα πρέπει να το αναβαθμίσουμε ή να το υποβαθμίσουμε».
Δεν βγήκαμε σοφότεροι από τα λεχθέντα του υπουργού. Σκοπεύει, άραγε, η Ελλάδα μονομερώς να αποχωρήσει από τη συζήτηση για τα ΜΟΕ; Εάν ναι, τότε κάποιος πρέπει να ψιθυρίσει στον υπουργό Άμυνας ότι τέτοιες κινήσεις δεν προαναγγέλλονται. Πόσο μάλλον, όταν αυτό μετά βεβαιότητος θα χρησιμοποιηθεί από την απέναντι όχθη ως «επιχείρημα» στο παιχνίδι της επίρριψης των ευθυνών (blame game). Επουδενί πρέπει να χρεωθεί η Ελλάδα, έναντι της διεθνούς κοινότητος, την ευθύνη ενός ενδεχόμενου ναυαγίου στις διαπραγματεύσεις. Πόσο μάλλον, όταν αυτή είναι που υφίσταται την προκλητικότητα της γείτονός της. Κάθε υπουργός πρέπει να βουτάει τη γλώσσα του στο μυαλό του προτού μιλήσει. Διότι δεν απευθύνεται μόνον προς την κοινή γνώμη της χώρας μας. Οι δηλώσεις του καταγράφονται και απέναντι.
antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου