
Σε λίγο δεν θα υπάρχει κανένας, που να ξέρει τα κρυφά μονοπάτια των βουνών, τα μυστικά σημάδια του καιρού, τη ροή των υδροφόρων οριζόντων.
Οι λέξεις, ‘βοσκός, τσοπάνης, βουκόλος, ποιμένας, τσέλιγκας’, δεν θα σηματοδοτούν κανένα, θα είναι μουσειακά απολιθώματα για γραφικές αναδρομές.
Τα παιδιά που θα λένε τα κάλαντα, δεν θα αναρωτιούνται καν ποιοι είναι αυτοί που ‘ο αστήρ το θαύμα δείχνει’ γιατί δεν θα υπάρχει ούτε θαύμα, ούτε οι αποδέκτες του.
Δεν θα υπάρχει κανένας να πάρει το νεογέννητο αρνί, που ακόμη τρεκλίζει, στους ώμους του, κανένας να αρμέξει στοργικά τα φουσκωμένα μαστάρια, χωρίς να τα πληγώσει, κανένας που να ξέρει να τυροκομήσει το παχύ γάλα, κανένας που να χτίζει ξερολιθιές για να προστατέψει το χώμα των βουνών από τις διαβρώσεις, κανένας που να ξεχωρίζει τα πικροράδικα από τις πικραλήθρες.
Η γκλίτσα, το σελάχι, η κάπα και η χλαίνη του τσοπάνη θα εκτίθενται ίσως σε μουσεία ή θα βγαίνουν, ως αντίκες, σε πλειστηριασμό, για να δώσουν μια νότα ρουστίκ σε μικροαστικούς διάκοσμους.
Οι αυθεντικές γκλίτσες από κρανιά, σφεντάμι ή πουρνάρι, με χειρολαβή που μιμείται τα κέρατα του κριαριού, θα είναι ακριβότερες, καθώς χαράχτηκαν, απ’ το χέρι, των εξαφανισμένων πια μερακλήδων βοσκών και θα διακοσμούν σαλόνια, με βελούδινα χαλιά.
‘
Οι κατσικόδρομοι θα σβήσουν, καθώς θα έχουν χαθεί τα ελεύθερα κατσίκια, που τους ιχνηλατούν, τα ρουμάνια δεν θα αντηχούν το κουδούνισμα των τσαμπαλιών και οι ρεματιές θα σιωπήσουν από τα δυνατά σφυρίγματα, που μαντρώνουν τα κοπάδια.
Θα ακούγεται μόνο το σφύριγμα των ανέμων και ο μεταλλικός συριγμός των ανεμοφτερούδων, που σχίζουν τα πετούμενα και αποψιλώνουν τις βουνοκορφές.
Τα μαντρόσκυλα που σαλαγούσαν το κοπάδι στο μαντρί, θα χαθούν κι αυτά, καθώς θα έχει χαθεί ο λόγος της ύπαρξης τους κι αυτός που τα χτυπούσε τρυφερά στην πλάτη, στο τέλος της εργώδους μέρας.
Μαζί θα χαθούν οι αετοί, οι γύπες, τα γεράκια κι όλα τα υψιπετούμενα, μεγαλόπρεπα πουλιά, που καραδοκούσαν, ισορροπώντας στον αέρα, για να εφορμήσουν στο μοναχικό κατσίκι και να χορτάσουν την πείνα τους.
Τα πρόβατα, τα κατσίκια, οι αγελάδες, τα γουρούνια, οι κότες, θα μεγαλώνουν σε μηχανικές εγκαταστάσεις, στριμωγμένα σε μεταλλικά κλουβιά και μεταλλαγμένα να μην έχουν πόδια, για να παράγουν περισσότερο κρέας, γεμάτο καρκινογόνες τοξίνες, από τη δυστυχία του ανυπόφορου εγκλεισμού.
Θα εκλείψουν τα τραγιά και τα κριάρια, καθώς και η αναπαραγωγή θα γίνεται μηχανικά, δίχως τη συνεύρεση των ζώων.
Η λέξη ‘κτηνοτρόφος’ θα παραμείνει, για να ορίζει τον βιομήχανο του κρέατος και τον εργοδότη των δουλοπάροικων που θα δουλεύουν στις μηχανικές εγκαταστάσεις.
Η Βουκολιά μου στην Κάλυμνο, θα είναι μια ονομασία δίχως νόημα, καθώς δεν θα φιλοξενεί πια στα απάνεμα χειμαδιά της τα ελεύθερα κατσίκια, που τρέχουν δίχως να πληγώνονται, μέσα στα αγκαθωτά αχινοπόδια κι έμαθαν να χορταίνουν τη δίψα τους, με αλμυρό νερό.
(Via Νίνα Αγγελική Γεωργιάδου)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου