Παρασκευή 26 Δεκεμβρίου 2025

Το κρίσιμο σήμερα δεν είναι «τι θέλει ο λαός», αλλά ποιες επιλογές του προσφέρονται.

Το μεγάλο πρόβλημα του ελληνικού πολιτικού συστήματος αυτή τη στιγμή είναι ότι δεν προσφέρει στους πολίτες εναλλακτικές επιλογές.


Γράφει ο Λευτέρης Θ. Χαραλαμπόπουλος

«Αυτό θέλει ο λαός». Αυτή είναι η συνηθέστερη δικαιολογία -μαζί με την υπενθύμιση ότι η κυβέρνηση προέκυψε από τη δημοκρατική διαδικασία των εκλογών- όσων θέλουν να υποστηρίξουν ότι δεν μπορεί να υπάρξει διαφορετική πορεία μιας χώρας, ακόμη και όταν γίνεται καταφανές ότι ο λαός στην πλειονότητά του απορρίπτει πλέον τις κυβερνητικές επιλογές. Συνήθως, συνοδεύεται από την υπόδειξη του αποτελέσματος των τελευταίων εκλογών και της επισήμανσης ότι αυτές αναγκαστικά νομιμοποιούν την κυβέρνηση που τις κέρδισε και έτσι βρίσκεται στην εξουσία. Κάποιες φορές δε αυτή η επιχειρηματολογία συμπληρώνεται από την υπόμνηση ότι ακόμη και εάν στις δημοσκοπήσεις καταγράφεται αποδοκιμασία αυτής της κυβέρνησης, δεν παύει να είναι «αυτή που ήθελε ο λαός». Βεβαίως, κανείς από αυτούς δεν τολμά να παραθέσει τα «αποδεικτικά» που νομιμοποιούν την κυβέρνηση με το πρόγραμμα και τις δεσμεύσεις με τις οποίες κέρδισε η κυβέρνηση την εμπιστοσύνη του λαού, έστω όσων πήγαν να ψηφίσουν.

Στην πραγματικότητα το «τι θέλει ο λαός» είναι δύσκολο να το προσδιορίσουμε. Οι κοινωνίες είναι σύνθετα και δυναμικά σύνολα. Οι προσδοκίες και οι επιθυμίες καθορίζονται από τους όρους κάθε συγκυρίας και κυρίως το τι φαντάζει εφικτό και τι όχι. Και βέβαια δεν θέλει όλη η κοινωνία τα ίδια, γιατί δεν είναι ενιαία, αλλά διαπερνιέται από αντιθέσεις.

Ωστόσο, μπορούμε να πούμε – αναλαμβάνοντας το ρίσκο μιας αναγκαστικής απλούστευσης – ότι σε γενικές γραμμές αυτά που ζητούν οι άνθρωποι είναι λίγο πολύ δεδομένα. Θέλουν να έχουν μια δουλειά με αξιοπρεπείς συνθήκες και από την οποία να ζουν με αξιοπρέπεια, να έχουν μια κατοικία της προκοπής, να μπορούν να καλύψουν βασικές ανάγκες, να σχεδιάσουν με σχετική ασφάλεια το μέλλον. Θέλουν να έχουν καθολική δημόσια κάλυψη υγείας και ένα ποιοτικό δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα, χωρίς να χρειάζεται να βάλουν το χέρι βαθιά στην τσέπη για να σπουδάσουν. Θέλουν να βρεθεί ένας τρόπος να ανακοπεί η κλιματική καταστροφή και να μην αγωνιούν εάν τα παιδιά τους θα μπορέσουν να ζήσουν καλύτερα από τους ίδιους. Θέλουν ένα κράτος που να λειτουργεί, να λύνει και όχι να δημιουργεί προβλήματα, να είναι εκεί όταν το χρειάζονται σε δύσκολες καταστάσεις. Θέλουν να μην νιώθουν ανασφάλεια και να αισθάνονται ότι η χώρα τους δεν απειλείται. Και θέλουν πολιτικούς που να τους λένε την αλήθεια ώστε να ξέρουν πώς ακριβώς έχουν τα πράγματα.

Μόνο που το πρόβλημα στη χώρα μας δεν είναι να συμφωνήσουμε τι θέλει ο λαός – άλλωστε, καμία από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις δεν θα διαφωνούσε ότι αυτά θέλει – αλλά το εάν υπάρχουν αυτή τη στιγμή πολιτικές επιλογές που να αναλογούν στις ανάγκες του και που να τον κάνουν να πιστέψει ότι όντως μπορεί να υπάρξει ένα καλύτερο αύριο.

Και αυτό το πρόβλημα έχει πάρει πια την ακόλουθη μορφή: έχουμε μόνο ένα κόμμα διακυβέρνησης, τη Νέα Δημοκρατία. Δηλαδή, μόνο το κόμμα που σήμερα είναι στην εξουσία μπορεί να απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία και να της πει: «θα κυβερνήσουμε με αυτόν τον τρόπο και αυτό το πρόγραμμα». Όλα τα άλλα κόμματα επί της ουσίας δεν μπορούν να το κάνουν. Το ΠΑΣΟΚ έχει κυβερνητικές προτάσεις, ο αρχηγός του και η ηγετική ομάδα δουλεύουν σκληρά, ωστόσο στο εσωτερικό του υπάρχουν πάντα οι «πρόθυμοι και χρήσιμοι» και στο χώρο των Μέσων οι «ειδικοί» που επιδιώκουν να είναι και να αντιμετωπίζεται ως κόμμα που θα συμπλήρωνε μια κυβερνητική πλειοψηφία και δεν θα αποτελούσε τον πυρήνα της. Ο ΣΥΡΙΖΑ κάποτε κυβέρνησε, αλλά σήμερα είναι ένα μικρό αντιπολιτευτικό κόμμα, όπως και η Νέα Αριστερά, το δε ΚΚΕ έχει ξεκαθαρίσει τις προϋποθέσεις που θέτει. Άλλοι σχηματισμοί ούτως ή άλλως δεν μπαίνουν καν στον κόπο να εξηγήσουν ποιο είναι το κυβερνητικό τους πρόγραμμα και τους αρκεί να διεκδικούν να είναι κόμματα και προσωπικότητες που εκπροσωπούν την οργή και τη διαμαρτυρία.

Βεβαίως, την ίδια στιγμή που η Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα διακυβέρνησης, είναι και εξαιρετικά αντιδημοφιλής. Και όχι αδικαιολόγητα: χρεώνεται την έκρηξη του κόστους ζωής, μια ανάπτυξη που συμβαδίζει με την ανισότητα και έχει ημερομηνία λήξης (μια που βασίζεται σε κοινοτικές ενισχύσεις που δεν θα υπάρχουν εσαεί), την υπονόμευση της δημόσιας υγείας και παιδείας, τις ευθύνες για την τραγωδία στα Τέμπη, τα σκάνδαλα των υποκλοπών και του ΟΠΕΚΕΠΕ και μια συνολική περιφρόνηση των θεσμών. Οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι η μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας την αποδοκιμάζει και ότι οι πολίτες θέλουν πολιτική αλλαγή (και ολοένα περισσότερο και πρόωρες εκλογές). Υπό κανονικές συνθήκες θα ήταν μια κυβέρνηση που θα κατέρρεε. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι όλα δείχνουν ότι εάν γίνονταν εκλογές θα έπαιρνε λιγότερο από 30%, πιο κάτω, δηλαδή, και από όσο πήρε ο ΣΥΡΙΖΑ όταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης εξελέγη για πρώτη φορά πρωθυπουργός, με τις «κρυφές» δημοσκοπήσεις (που περιλαμβάνουν κόμμα Τσίπρα, κόμμα Καρυστιανού και ενδεχομένως κόμμα Σαμαρά), να ρίχνουν το ποσοστό κοντά στο 18%.

Κάποιοι καλοθελητές ήδη διατυπώνουν το επιχείρημα – και το βλέπει κανείς σε αρκετά φιλοκυβερνητικά ΜΜΕ – ότι ακόμη και έτσι το γεγονός ότι η Νέα Δημοκρατία προηγείται στις δημοσκοπήσεις (καθώς οι πολίτες αποδοκιμάζουν και την αντιπολίτευση) και είναι το μόνο κόμμα διακυβέρνησης, σημαίνει ότι άλλη επιλογή δεν υπάρχει και οποιοδήποτε άλλο ενδεχόμενο «θα έριχνε τη χώρα ξανά στα βράχια».

Οι τοποθετήσεις αυτές, ας μην γελιόμαστε, δεν αποτυπώνουν μόνο – ούτε και κυρίως – το γεγονός ότι ορισμένοι «διαμορφωτές κοινής γνώμης, παρασυρμένοι από τον νεοφιλελεύθερο και φιλοκυβερνητικό τους οίστρο, είναι έτοιμοι να ξεχάσουν ότι λαϊκή κυριαρχία σημαίνει ότι μια κυβέρνηση όντως ψηφίζεται από την κοινωνία. Κυρίως επιδιώκουν να διαμορφώσουν ένα κλίμα ότι δεν υπάρχει καμία άλλη επιλογή, με σκοπό είτε να αποθαρρύνουν ψηφοφόρους από το να ψηφίσουν γενικά (άλλωστε η αποχή πάντα ευνοεί το κόμμα που προηγείται στις εκλογές), είτε να τους κάνουν να ψηφίσουν ξανά Νέα Δημοκρατία από φόβο για την αβεβαιότητα.

Ο σκοπός απλός. Να περάσει το μήνυμα ότι από τη μια είναι το «κόμμα της σταθερότητας και της τάξης», αντιδημοφιλές ίσως αλλά ταυτόχρονα το μόνο ικανό να διατηρήσει τα πράγματα όπως έχουν τώρα, και από την άλλη «τα κόμματα του χάους».

Και αυτό ακριβώς ορίζει το πραγματικό επίδικο σήμερα στην ελληνική πολιτική σκηνή. Που δεν είναι να εκφραστεί η οργή και ο θυμός – σε τελική ανάλυση αυτά εκφράστηκαν με τον πιο υποδειγματικά παλλαϊκό τρόπο στα μεγάλα συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Αλλά να υπάρξουν ξανά επιλογές.

Ουσιαστικά, η πρόκληση είναι να «εφευρεθεί» εκ νέου η δημοκρατία. Δηλαδή να αποκτήσουμε ξανά ένα πολιτικό σύστημα όπου όταν έρθει η ώρα της κάλπης ο πολίτης θα έχει να επιλέξει ανάμεσα σε διαφορετικές προτάσεις διακυβέρνησης και άρα η αντίθεση στη σημερινή κυβέρνηση να εκφραστεί με την υπερψήφιση ενός εναλλακτικού κυβερνητικού προγράμματος πιο κοντινού στις βασικές κοινωνικές ανάγκες, αλλά και ενός πολιτικού σχηματισμού που θα είναι αξιόπιστος ως προς τις δεξιότητες, την εντιμότητα και την αποτελεσματικότητα των στελεχών του (και αυριανών υπουργών) και της ικανότητάς τους να εκπροσωπούν τη σωρευμένη γνώση και εμπειρία που υπάρχει στην κοινωνία.

Γνωρίζω ότι αρκετές φωνές από το χώρο της αντιπολίτευσης θα πουν: «μα αυτό ακριβώς κάνουμε». Με όλη την εκτίμηση που τρέφω για αρκετούς ανθρώπους που ανήκουν στην αντιπολίτευση, η απάντηση είναι ότι δεν το κάνουν. Κάνουν αντιπολίτευση, αρκετές φορές εύστοχη, βοηθούν όντως την κοινωνία να καταλάβει γιατί κάποια μέτρα είναι αντιλαϊκά, μετατρέπουν ενίοτε τον θυμό σε άμεση διεκδίκηση. Όμως, δεν προσπαθούν πραγματικά να επεξεργαστούν την εναλλακτική. Δεν σκέφτονται με όρους διακυβερνησιμότητας. Ούτε πολιτεύονται με το κριτήριο μιας πλειοψηφικής δυναμικής. Μπορεί να παρασύρονται από την καθημερινή τριβή με την αντιπολιτευτική δουλειά. Μπορεί να βολεύονται στο πώς έχουν μάθει να κάνουν πολιτική. Όμως, το αποτέλεσμα παραμένει το ίδιο: δεν προσφέρουν εναλλακτικές επιλογές στην κοινωνία.

Η ελληνική κοινωνία αυτή τη στιγμή δεν έχει ανάγκη μια ακόμη φωνή με την οποία να ταυτιστεί. Ούτε απλώς ένα ακόμη ψηφοδέλτιο να επιλέξει. Ούτε καν μια ενότητα – ως άθροισμα – όσων σήμερα είναι αντιπολιτευόμενοι.

Έχει ανάγκη μια πολιτική διαδικασία που να διαμορφώνει ένα νέο ηγεμονικό πρόταγμα, όχι απλώς ως σύνθημα ή αίτημα, αλλά ως επεξεργασμένο πρόγραμμα διακυβέρνησης για μια διαφορετική πορεία της χώρας που να συνδυάζεται με πρόσωπα που να εγγυώνται την αξιόπιστη εφαρμογή ενός τέτοιου προγράμματος. Μόνο έτσι θα σπάσει η σημερινή δυσπιστία απέναντι στην ίδια την πολιτική και θα μπορέσει η κοινωνία να κινητοποιηθεί, αλλά και να κατανοήσει τι πραγματικά είναι εφικτό και τι όχι, σε μια νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους.

Με αυτό πρέπει να αναμετρηθούν όσοι πιστεύουν ότι εκπροσωπούν την εναλλακτική και σε αυτή τη βάση να κάνουν την δική τους πορεία προς τον λαό, ώστε να ξανασυναντηθούν με μια κοινωνία που εάν ζητάει τελικά κάτι, αυτό είναι να αποκτήσει ξανά υψηλές προσδοκίες, να νιώσει δηλαδή ότι έχει δικαίωμα στο όνειρο και την ελπίδα.

in.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου