Στην καθημαγμένη και ξέπνοη
Ελλάδα έχει εμφανιστεί εσχάτως, με μεγάλη ένταση, η άποψη ότι αν κι η
χώρα έχει βυθιστεί σε μια παρατεταμένη δομική κρίση, εντούτοις, δύναται
να αναβαθμιστεί άμεσα και ουσιαστικά στο γεωπολιτικό πεδίο. Ως εκ
τούτου, υποστηρίζουν οι οπαδοί αυτής της θεωρίας, η ενίσχυση της
διεθνούς θέσης μας θα συμπαρασύρει μοιραία προς τα πάνω και τους
υπόλοιπους δείκτες της μίζερης εσωτερικής πραγματικότητας.
Γράφει ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ / ΡΗΞΗ
Πρόκειται, προφανώς, για μια αθεμελίωτη αντίληψη. Καθ’ όσον η ιστορία
μάς διδάσκει πως η ενίσχυση μιας οντότητας – κράτους, έθνους- στο
διεθνές περιβάλλον προϋποθέτει την εσωτερική του ενδυνάμωση, που,
συνήθως, χρειάζεται ένα εύλογο χρονικό διάστημα.
Η γεωπολιτική αναβάθμιση ενός κράτους, η προβολή ισχύος του, που συνεπάγεται την επιβολή δικών του συμφερόντων σε ένα νέο, υψηλότερο, επίπεδο, είναι άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών και ιδεολογικών διαδικασιών, καθώς και στοχευμένων μεταρρυθμίσεων στις στρατιωτικές του δομές, που βρίσκουν εν τέλει τη συνισταμένη τους σε μια δεδομένη διεθνή συγκυρία.
Οπωσδήποτε, η καθ’ αυτό γεωστρατηγική σημασία ενός κράτους
είναι δυνατό να αποκτά υψηλότερη αξία από ποικίλους παράγοντες, όπως η
ανακάλυψη ενεργειακών πηγών στην επικράτειά του ή η νευραλγική θέση του
στη φάση μιας αντιπαράθεσης, με ευρύτερες περιφερειακές ή και παγκόσμιες
διαστάσεις.
Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, δεν οδηγούμαστε αυτομάτως στην επιζητούμενη άνοδο της κρατικής ισχύος. Αντιθέτως, οι εσωτερικές αδυναμίες του κράτους αυτού είναι πιθανότερο να το οδηγήσουν σε βαθύτερη εξωτερική εξάρτηση και συρρίκνωση της κυριαρχίας του, έως τα όρια μιας αποικίας ή ενός προτεκτοράτου. Αντικρίζονταν με ρεαλισμό τα τεκταινόμενα, χωρίς το μοιραίο φόβο της παραλυτικής απαισιοδοξίας που προκαλεί, ανακαλύπτουμε ότι αυτό, δυστυχώς, φαίνεται να συμβαίνει με την Ελλάδα.
Η χώρα διαθέτει μια εντελώς σαθρή παραγωγική βάση, παρασιτική, εξαρτημένη σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ότι πριν από την κρίση∙ οι κεντρικές αποφάσεις παίρνονται από τρίτους, και επιβάλλονται δίκην αναντίρρητης εντολής∙ το πολιτικό δυναμικό κινείται μεταξύ ανεπαρκών διαχειριστών και φαιδρών καιροσκόπων∙ οι δημογραφικοί δείκτες καταρρέουν ραγδαία από πρωτοφανή υπογεννητικότητα και ένα κύμα εξωτερικής μετανάστευσης, ανθρώπων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας.
Επιπλέον, τα κυρίαρχα ιδεολογικά πρότυπα παραμένουν σχεδόν ίδια με αυτά της μεταπολιτευτικής περιόδου. Στα σχολειά, στα πανεπιστήμια, στο βιβλίο, στα ΜΜΕ, συναντάμε, πλην εξαιρέσεων, τις ίδιες γνωστές αδιέξοδες τάσεις, που αποτρέπουν την αποκόλληση από το τέλμα. Οι υποφώσκουσες δυνάμεις του έθνους (οι ύστατες;) δεν έχουν διαμορφωθεί σε στιβαρό ρεύμα, αλλά εκδηλώνονται μόνον σε ξαφνικές στιγμές αγανακτισμένης αναλαμπής.
Το ζοφερό αυτό τοπίο της Ελλάδας της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν προοιωνίζεται μια γοργή άνθιση. Ο μύθος του αναβαθμισμένου γεωστρατηγικού βάρους της χώρας, τουλάχιστον ως δόγμα της πολιτικής Κοτζιά-Τσίπρα-Καμμένου, δεν είναι παρά μια «κάλπικη λίρα».
Επί της ουσίας, επιδιώκει να καλλωπίσει την εξωφρενική υποταγή στις ατλαντικές πολιτικές, οι οποίες, ωστόσο, προϋποθέτουν ιδιαίτερα οδυνηρές ελληνικές υποχωρήσεις. Επιπλέον, προσδοκά να συγκαλύψει την παντελή ανυπαρξία σοβαρού προγράμματος εσωτερικής ανασυγκρότησης, που θα έπρεπε να συνιστούσε την αυτονόητη προτεραιότητα μιας διακυβέρνησης στον καιρό του ναυαγίου. Εντούτοις, εμείς παρακολουθούμε την επανάληψη του παλιού «καλώς ήλθε το δολάριο!» – χωρίς, αυτή τη φορά, τα «δολάρια»…
Αναμφίβολα, η ελληνική περιπέτεια των τελευταίων 10 περίπου ετών εντάσσεται στις παγκόσμιες δραματικές εναλλαγές, οι οποίες επισυμβαίνουν το ίδιο διάστημα. Έχουμε να κάνουμε με την κρίση της παγκοσμιοποίησης, ή ορθότερα πλευρών της παγκοσμιοποίησης, καθόσον η ίδια ως μια οικονομική ολοκλήρωση συνεχίζεται ακάθεκτη, παρά τις όποιες αναταράξεις.
Στόχος, όμως, για τους ηγήτορες της νέας εποχής ήταν τα ηνία της παγκόσμιας ηγεμονίας να παραμείνουν στα χέρια τους, κάτι, όμως, που αποδείχθηκε ότι ήταν μια φενάκη. Η belle epoque της παγκοσμιοποίησης τελείωσε στα αποκαΐδια της Lehman Brothers, και προκάλεσε την άμεση εξαγωγή της κρίσης στη σημαντικότερη, αλλά και ευάλωτη λόγω του πολιτικού της κατακερματισμού, αγορά, αυτή της Ευρώπης.
Ο κλήρος έπεσε στον πλέον αδύναμο και εξαρτημένο, οικονομικά και πολιτικά, κρίκο της Ε.Ε., στην Ελλάδα. Η ελληνική κρίση, πέρα από τα δομικά εσωτερικά προβλήματα που επέτρεψαν την εκδήλωσή της, αποτέλεσε εξ αρχής ένα βασικό πιόνι παρασκηνιακών αντιπαραθέσεων, πλανητικής διάστασης.
Ο ατλαντικός παράγων, μέσω και του ΔΝΤ, χρησιμοποίησε την Ελλάδα για να υπονομεύσει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης της Ένωσης, που όδευε όχι βεβαίως στο ντεγκωλικό ευρωπαϊκό όραμα, αλλά σε μια γερμανοκρατούμενη ήπειρο. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο αυτές εκδοχές μιας ενωμένης Ευρώπης συνιστούσαν μόνιμη απειλή για τις ΗΠΑ.
Εκτός από τον καθ’ αυτό οικονομικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα της σχέσης τους, που αμβλύνεται από τους δεσμούς εξάρτησης ευρωπαϊκών χωρών από τις ΗΠΑ, ενυπάρχει πάντοτε η πιθανότητα της προσέγγισης με τη Ρωσία. Η προοπτική αυτή δύναται να οδηγήσει στην ευρωπαϊκή πολιτική χειραφέτηση από τους Αμερικανούς, αλλά και σε μια σφιχτή εξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές.
Έτσι, σε συνδυασμό με την κολοσσιαία και άριστα σχεδιασμένη κινεζική οικονομική διείσδυση, τα αμερικανικά συμφέροντα βρέθηκαν ενόψει κρίσιμων προκλήσεων, που απαιτούσαν σκληρές και αστραπιαίες απαντήσεις. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα κατέστη αποδομητικός παράγων στο οικοδόμημα που δημιουργούσε το Βερολίνο.
Το τελευταίο προσπάθησε απεγνωσμένα, όπως φάνηκε από τις κινήσεις Σόιμπλε, να απαλλαχθεί από τον Έλληνα παρία, για να συνεχίσει την προγραμματισμένη πορεία του. Δεν τα κατάφερε. Σ’ αυτό το παιχνίδι οι Αμερικανοί κέρδισαν κατά κράτος.
Η Αθήνα παρέμεινε εντός, ως ένα ακόμη πρόβλημα σε μια Ευρώπη που δείχνει να οδεύει ακόμη και στη διάσπασή της – αν όχι de jure σίγουρα de facto. Γιατί, ήδη, εκκολάπτονται διάφοροι περιφερειακοί σχηματισμοί, για τη διάδοχη κατάσταση.
Γύρω από αυτό το σημείο επικεντρώνεται το δεύτερο διακύβευμα της ελληνικής κρίσης: ο γεωστρατηγικός έλεγχος της χώρας και η θέση της στους νέους σχεδιασμούς. Το δόγμα «ανήκομεν στη δύσιν» είναι γνωστό και σεβαστό ακόμη και από τους αντιπάλους του, κι όποτε έγινε απόπειρα αλλαγής προσανατολισμού υπήρξε βιαιότατη αντίδραση, ήδη από την εποχή του Καποδίστρια και του Όθωνος.
Το ζήτημα είναι, ωστόσο, ότι αυτή η περίφημη «δύσις» δεν είναι ενιαία – κι όχι μόνον από τότε που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Τούτο δεν είναι δευτερεύον στοιχείο, αν επιθυμεί κάποιος να αναγνώσει ορθά τη σύγχρονη ιστορία μας.
Τις τελευταίες δεκαετίες πριν την κρίση, η Γερμανία, έχοντας αλώσει ολοκληρωτικά την οικονομική ζωή της Ελλάδας, βοηθούμενη από τις ελληνικές ελίτ που το έπραξαν αυτό ασμένως και με το αζημίωτο, είχε τη φιλοδοξία να αποκτήσει και τον απόλυτο γεωστρατηγικό έλεγχο.
Η περίοδος Σημίτη ήταν μια πρώτη σοβαρή απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση, αν και εξ αρχής σημαδεύτηκε με το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς», δείχνοντας εν τέλει και τα όριά της. Η Ελλάδα των «τρελών χρόνων» της ευμάρειας, παρ’ όλα αυτά, είχε ακόμη κάποιες δυνατότητες να κινηθεί με όρους ανεξαρτησίας, τουλάχιστον στο εγγύς εξωτερικό της.
Οι περισσότερες ήταν, όμως, ή άτολμες ή, συχνότερα, ταυτισμένες με αλλότρια συμφέροντα. Άλλωστε, η όποια διάθεση για εθνική χειραφέτηση υπονομευόταν βίαια από εσωτερικά κέντρα που προωθούσαν εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, με απώτερο, και απολύτως προφανή σήμερα, στόχο την αντίστοιχη χειραγώγηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το είδαμε στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, στην ελληνο-τουρκική προσέγγιση, στο σχέδιο Ανάν για την Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, οι εθνικές αντιστάσεις, παρά τις προσπάθειες των κυρίαρχων κύκλων, ήταν σε όλες τις περιπτώσεις αρκετά ισχυρές που δεν επέτρεπαν την απόλυτη κατίσχυση των όποιων αρχικών σχεδιασμών.
Η συνθήκη αυτή ήταν που ώθησε και την κυβέρνηση Καραμανλή τόσο στην απόρριψη μιας ζημιογόνας για την Ελλάδα συμφωνίας με τα Σκόπια, όσο και στα, μοιραία όπως αποδείχθηκε, ανοίγματα προς τη Ρωσία.
Υπό το πρίσμα των ευρύτερων ατλαντικών ενεργειακών και γεωστρατηγικών σχεδιασμών, που συμπεριλάμβαναν την κατά μέτωπο σύγκρουση με την Μόσχα, με ύστατο στόχο την ανατροπή του Πούτιν, τη σάρωση των κοσμικών αραβικών καθεστώτων, που αποτελούσαν απειλή για το Ισραήλ, και μάλλον μια τελική επίθεση στο Ιράν, η ελληνική περίπτωση έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης.
Το πλέον επιθετικό κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου ανέλαβε δράση, και στα έτη της κρίσης η Ελλάδα κατέστη καθοριστικό εξάρτημα της νέας αμερικανικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Το αμερικανικό καλάθι περιείχε τρία «δώρα»:
Το πρώτο ήταν η καταλυτική αρωγή προς την Αθήνα στην αντιπαράθεσή της με το Βερολίνο. Χωρίς οικονομικό κόστος, αλλά με τεράστιο πολιτικό βάρος οι ΗΠΑ ανάγκασαν τους Γερμανούς να «περιοριστούν» στην οικονομική απομύζηση της ελληνικής οικονομίας. Οι πολιτικές παρεμβάσεις των Γερμανών γίνονται μόνον στο επίπεδο που ταυτίζονται τα συμφέροντά τους με αυτά των Αμερικανών, όπως στο θέμα των Σκοπίων.
Το δεύτερο και το τρίτο είναι άμεσα συνδεδεμένα. Το ένα αφορά στην ενίσχυση της ασφάλειας της Ελλάδας έναντι της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Η αντιδυτική και αντι-ισραηλινή στροφή της Άγκυρας επέβαλε μια αναγκαία αναπροσαρμογή στην αμερικανική πολιτική.
Η Ελλάδα εμφανίζεται ως το νέο σύνορο της Δύσης, ως ένα κομβικό γεωγραφικό σημείο, στη ζεύξη της Ευρώπης με την Ασία, των Βαλκανίων με την ανατολική Μεσόγειο. Είναι η χώρα που, μαζί με την Κύπρο, γίνεται ξάφνου το «στρατηγικό βάθος» του Ισραήλ, που χωρίς αυτό κινδυνεύει από την ασφυξία που του προκαλούν η σιιτική ανάδυση, μετά την επικράτηση του Άσαντ στη Συρία, η τουρκική αντιεβραϊκή ρητορεία και η σουνιτική αμφιθυμία μεταξύ εξτρεμισμού και τρομοκρατίας.
Καθίσταται, επίσης, η Ελλάδα ο κρίσιμος κόμβος για την προώθηση ενός νέου δικτύου οικονομικής και στρατηγικής συνεργασίας στο μεσογειακό χώρο, που επιχειρεί να τον αποκόψει τόσο από τον γερμανικό εναγκαλισμό όσο και από την όποια ρωσική επιρροή. Ένα σχήμα στο οποίο τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο το ελληνικό έδαφος να γεμίσει με αμερικανικές βάσεις από την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα μέχρι τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη, που θα εμπεδώσουν την νέα πραγματικότητα και θα λειτουργήσουν ως τείχος απέναντι στην ελεύθερη διέλευση του ρωσικού στόλου προς τη Συρία.
Το τρίτο στοιχείο της αμερικανικής προσφοράς προς την Ελλάδα – όπως και την Κύπρο είναι η εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, όπου βασικό ρόλο παίζει η EXXON MOBIL, η συμμετοχή σε κρίσιμα ενεργειακά δίκτυα, ανταγωνιστικά της Ρωσίας, όπως του ΤΑΡ και κυρίως του σχεδιαζόμενου EastMed, αλλά και της μεταφοράς αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου (LNG), μέσω της Αλεξανδρούπολης, στην Ευρώπη.
Όλα τα παραπάνω θα ενσωματωθούν διαδοχικά στην ελληνική πολιτική ατζέντα από την περίοδο του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος θα κάνει την μεγάλη εισαγωγή, για την οποία προφανώς ήταν έτοιμος από καιρό.
Θα ακολουθήσει η διακυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, η οποία παρά την πρόσδεσή της στο νέο αμερικανο-ισραηλινό άρμα, ίσως δεν επιθυμούσε αλλά, κυρίως, δεν μπορούσε να περάσει ολόκληρο το νέο πακέτο.
Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί το κατάλληλο σχήμα, το οποίο, έχοντας την εύνοια του «πεζοδρομίου» αλλά και απουσία πατριωτικών αναστολών, ανέλαβε την ταχύρρυθμη ολοκλήρωση του προγράμματος.
Έκτοτε, η ταύτιση με τις ατλαντικές επιλογές δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες. Η Ελλάδα έχει αναλάβει ρόλο ατζέντη των αμερικανικών συμφερόντων στον βαλκανικό χώρο με σειρά υποβολιμαίων κινήσεων, που όλες στοχεύουν πρωτίστως στον εξοβελισμό της ρωσικής παρουσίας.
• Προχωρά σε διαπραγματεύσεις για συμφωνία με τα Σκόπια, εις βάρος των εθνικών δικαίων και παρά την αντίδραση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
• Διεξάγει εντατικές διαπραγματεύσεις με την Αλβανία για τον καθορισμό ΑΟΖ, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Β. Ηπείρου.
• Ξεκινά πτήσεις πολεμικών αεροσκαφών της στον εναέριο χώρο του Μαυροβουνίου(!), προασπίζοντας την ασφάλεια της χώρας αυτής – μήπως από τη Σερβία;
• «Ερωτοτροπεί» με το Κόσσοβο, την ώρα που η σερβική μειονότητα συντρίβεται από τον αλβανικό εξτρεμισμό.
• Συμμετέχει ενεργά σ’ έναν φιλοαμερικανικό άξονα με τη Ρουμανία και, εν μέρει, τη Βουλγαρία, που κύριο σκοπό έχει τη στροφή της Σερβίας προς τον ατλαντισμό και τη συνεργασία με την Ουκρανία.
Στα παραπάνω μπορούμε να προσθέσουμε τις ανάλογες κινήσεις του
Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως που προσπαθεί να εισέλθει στην Ουκρανία,
δίνοντας αυτοκέφαλο στην αποσχισθείσα από τη Μόσχα εκκλησία, αλλά και
στα Σκόπια, που κάνει το ίδιο για την εκκλησία που αποσχίσθηκε από το
Σερβικό Πατριαρχείο.
Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος να ισχυρισθεί ότι το σχήμα που διαμορφώνεται μπορεί και να είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, η οποία εξάλλου έχει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Και όταν μάλιστα η τουρκική παρουσία είναι ιδιαίτερα έντονη στον βαλκανικό χώρο, όχι με το ελεγχόμενο από τη CIA δίκτυο του Γκιουλέν αλλά από τους ανθρώπους του ίδιου του Ερντογάν.
Εντούτοις, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι όποιες συμφωνίες προωθηθούν δημιουργούν οπωσδήποτε ευνοϊκό έδαφος για την ισχυροποίηση του ΝΑΤΟ και των ατλαντικών ενεργειακών σχεδιασμών, αλλά επί της ουσίας δεν αποτρέπουν ούτε τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, ούτε το σκοπιανό αλυτρωτισμό, ούτε ακόμη και έναν πολύ πιθανό βουλγαρικό εθνικισμό κατά της Ελλάδος.
Όπως δεν απέτρεψαν την τουρκική επιθετικότητα από το 1952. Το πιθανότερο είναι η ελληνική κατρακύλα στην βαλκανική ενδοχώρα να συνεχιστεί αμείωτη, από την στιγμή, μάλιστα, που έχει χαθεί και το κάποτε ισχυρό ελληνικό τραπεζικό δίκτυο. Αντιθέτως, οι φιλοαμερικανικές βαλκανικές πιρουέτες είναι πιθανό να μας αποξενώσουν και από λαούς που ακόμη διατηρούμε μια σοβαρή σχέση αλληλοσεβασμού.
Απέναντι στη Τουρκία, η κατάσταση είναι αντίστροφη. Άνθρωποι που, πριν λίγα χρόνια, υποστήριζαν με πάθος μια ευρεία ελληνοτουρκική συμμαχία που έφθανε μέχρι τη παράδοση της Κύπρου και την συγκυριαρχία στο Αιγαίο και στη Θράκη – μερικοί το τερμάτισαν συζητώντας ακόμη και την ελληνική προσχώρησή στο νέο-οθωμανικό όραμα- εξυμνούν τώρα τον άξονα με Ισραήλ και ΗΠΑ που θα μας γλυτώσει από την τουρκική απειλή.
Οι ίδιοι, βεβαίως, δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να αλλάξουν πάλι τροπάρι, αν αλλάξει ο προσανατολισμός της Άγκυρας. Κι εδώ έγκειται η μέγιστη απειλή για τον ελληνισμό. Γιατί η Τουρκία, πέρα από τις συγκυρίες, απέναντι στην Ελλάδα είχε πάντοτε μια στρατηγική ολοκληρωτικής καθυπόταξης.
Σήμερα, που νοιώθει περισσότερο ισχυρή, και λογικά αν δούμε τους δημογραφικούς και παραγωγικούς της δείκτες, προβάλει τις διεκδικήσεις της ακόμη εντονότερα και σε όλο το εύρος τους. Η επιλογή της να παίξει μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας τής προσδίδει ευρύτερα περιθώρια κερδών στην γεωπολιτική ζυγαριά.
Η γεωγραφική και η πολιτική της αξία είναι τεράστια και το γνωρίζει. Ήδη κατέχει την βορειοδυτική Συρία, ήδη κατέχει τμήμα του βορείου Ιράκ, ήδη αλωνίζει τις κυπριακές θάλασσες χωρίς, έως τώρα, σοβαρή αντίδραση. Διεκδικεί το Αιγαίο, διεκδικεί την Θράκη, προωθεί την ενίσχυση του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ελλάδα. Απέναντι σε όλα αυτά, η Αθήνα απαντά με τον άξονα που διαμορφώνεται με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Και, ας πούμε, καλώς. Το ερώτημα είναι, όμως, αν αύριο, που μπορεί να μην είναι μακρινό, ο Ερντογάν, ή ο διάδοχός του, τα βρει με τους συμμάχους μας, ποια θα είναι η θέση μας; Μήπως, η υποχώρηση με εθνικές απώλειες, με συγκυριαρχία στο Αιγαίο για παράδειγμα ή συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, χάριν των δυτικών συμφερόντων;
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Κύπρο, όπου ο πρόσφατος γύρος των διαπραγματεύσεων, που έληξε άδοξα στα ελβετικά θέρετρα, στην ουσία προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία, που στοχεύει στον έλεγχο ολόκληρου του νησιού, και στις αντιρρήσεις επ’ αυτού του Ισραήλ, που βρήκαν έκφραση στη στάση του Έλληνα Υπέξ.
Ποια θα είναι, όμως, η στάση της Αθήνας και της Λευκωσίας στην περίπτωση της αλλαγής των δεδομένων και ενόψει της επείγουσας ανάγκης να ξεκαθαρισθεί νομικά το τοπίο, ώστε να ξεκινήσουν οι γεωτρήσεις και οι μεταφορές του φυσικού αερίου;
Επαναλαμβάνουμε ότι για να υπάρχει ελπίδα επιβίωσης -και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου- του ελληνισμού, απαιτείται πρωτίστως η εσωτερική του ανασυγκρότηση. Η οιονεί παράδοση της κρατικής κυριαρχίας σε έξωθεν προστάτες, εις βάρος μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει Ευρωπαίους, Ρώσους και Άραβες, ίσως ωφελεί παροδικά τους ιθαγενείς τοποτηρητές, αλλά οδηγεί αργά ή γρήγορα σε ήττες.
Η Ελλάδα δεν είναι Ελβετία ή Λουξεμβούργο. Είναι καταδικασμένη από τη γεωγραφική της θέση να πολεμήσει για να ζήσει. Γι’ αυτό και οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες των εύκολων λύσεων και των μεγάλων λόγων, και να αντιληφθούν ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», δουλειά που πρέπει να κάνουν οι ίδιοι.
*Μπορεί το DP να έχει αρκετές επιμέρους διαφωνίες με σημεία όσων υποστηρίζονται στο κείμενο. Ωστόσο, αφενός διαθέτει ισχυρό και επαρκέστατα δομημένο και τεκμηριωμένο επιχείρημα και αφετέρου, στη χώρα μας θα πρέπει να μάθουμε, αργά ή γρήγορα, να συζητάμε σοβαρά για θέματα που θα κρίνουν το ίδιο μας το μέλλον… Εμείς, σταθεροί σε αυτή τη θέση, θα παραμένουμε ανοικτοί στη φιλοξενία όλων των -κατά την υποκειμενική μας κρίση- σοβαρών απόψεων και θέσεων.
defence-point.gr
Γράφει ΕΙΔΙΚΟΣ ΣΥΝΕΡΓΑΤΗΣ
ΠΗΓΗ: ΑΡΔΗΝ / ΡΗΞΗ
Η γεωπολιτική αναβάθμιση ενός κράτους, η προβολή ισχύος του, που συνεπάγεται την επιβολή δικών του συμφερόντων σε ένα νέο, υψηλότερο, επίπεδο, είναι άμεσο ή έμμεσο αποτέλεσμα των εσωτερικών οικονομικών, κοινωνικών, δημογραφικών και ιδεολογικών διαδικασιών, καθώς και στοχευμένων μεταρρυθμίσεων στις στρατιωτικές του δομές, που βρίσκουν εν τέλει τη συνισταμένη τους σε μια δεδομένη διεθνή συγκυρία.
Ωστόσο, ακόμη και στις περιπτώσεις αυτές, δεν οδηγούμαστε αυτομάτως στην επιζητούμενη άνοδο της κρατικής ισχύος. Αντιθέτως, οι εσωτερικές αδυναμίες του κράτους αυτού είναι πιθανότερο να το οδηγήσουν σε βαθύτερη εξωτερική εξάρτηση και συρρίκνωση της κυριαρχίας του, έως τα όρια μιας αποικίας ή ενός προτεκτοράτου. Αντικρίζονταν με ρεαλισμό τα τεκταινόμενα, χωρίς το μοιραίο φόβο της παραλυτικής απαισιοδοξίας που προκαλεί, ανακαλύπτουμε ότι αυτό, δυστυχώς, φαίνεται να συμβαίνει με την Ελλάδα.
Η χώρα διαθέτει μια εντελώς σαθρή παραγωγική βάση, παρασιτική, εξαρτημένη σε μεγαλύτερο ποσοστό απ’ ότι πριν από την κρίση∙ οι κεντρικές αποφάσεις παίρνονται από τρίτους, και επιβάλλονται δίκην αναντίρρητης εντολής∙ το πολιτικό δυναμικό κινείται μεταξύ ανεπαρκών διαχειριστών και φαιδρών καιροσκόπων∙ οι δημογραφικοί δείκτες καταρρέουν ραγδαία από πρωτοφανή υπογεννητικότητα και ένα κύμα εξωτερικής μετανάστευσης, ανθρώπων παραγωγικής και αναπαραγωγικής ηλικίας.
Επιπλέον, τα κυρίαρχα ιδεολογικά πρότυπα παραμένουν σχεδόν ίδια με αυτά της μεταπολιτευτικής περιόδου. Στα σχολειά, στα πανεπιστήμια, στο βιβλίο, στα ΜΜΕ, συναντάμε, πλην εξαιρέσεων, τις ίδιες γνωστές αδιέξοδες τάσεις, που αποτρέπουν την αποκόλληση από το τέλμα. Οι υποφώσκουσες δυνάμεις του έθνους (οι ύστατες;) δεν έχουν διαμορφωθεί σε στιβαρό ρεύμα, αλλά εκδηλώνονται μόνον σε ξαφνικές στιγμές αγανακτισμένης αναλαμπής.
Το ζοφερό αυτό τοπίο της Ελλάδας της δεύτερης δεκαετίας του 21ου αιώνα δεν προοιωνίζεται μια γοργή άνθιση. Ο μύθος του αναβαθμισμένου γεωστρατηγικού βάρους της χώρας, τουλάχιστον ως δόγμα της πολιτικής Κοτζιά-Τσίπρα-Καμμένου, δεν είναι παρά μια «κάλπικη λίρα».
Επί της ουσίας, επιδιώκει να καλλωπίσει την εξωφρενική υποταγή στις ατλαντικές πολιτικές, οι οποίες, ωστόσο, προϋποθέτουν ιδιαίτερα οδυνηρές ελληνικές υποχωρήσεις. Επιπλέον, προσδοκά να συγκαλύψει την παντελή ανυπαρξία σοβαρού προγράμματος εσωτερικής ανασυγκρότησης, που θα έπρεπε να συνιστούσε την αυτονόητη προτεραιότητα μιας διακυβέρνησης στον καιρό του ναυαγίου. Εντούτοις, εμείς παρακολουθούμε την επανάληψη του παλιού «καλώς ήλθε το δολάριο!» – χωρίς, αυτή τη φορά, τα «δολάρια»…
Αναμφίβολα, η ελληνική περιπέτεια των τελευταίων 10 περίπου ετών εντάσσεται στις παγκόσμιες δραματικές εναλλαγές, οι οποίες επισυμβαίνουν το ίδιο διάστημα. Έχουμε να κάνουμε με την κρίση της παγκοσμιοποίησης, ή ορθότερα πλευρών της παγκοσμιοποίησης, καθόσον η ίδια ως μια οικονομική ολοκλήρωση συνεχίζεται ακάθεκτη, παρά τις όποιες αναταράξεις.
Στόχος, όμως, για τους ηγήτορες της νέας εποχής ήταν τα ηνία της παγκόσμιας ηγεμονίας να παραμείνουν στα χέρια τους, κάτι, όμως, που αποδείχθηκε ότι ήταν μια φενάκη. Η belle epoque της παγκοσμιοποίησης τελείωσε στα αποκαΐδια της Lehman Brothers, και προκάλεσε την άμεση εξαγωγή της κρίσης στη σημαντικότερη, αλλά και ευάλωτη λόγω του πολιτικού της κατακερματισμού, αγορά, αυτή της Ευρώπης.
Ο κλήρος έπεσε στον πλέον αδύναμο και εξαρτημένο, οικονομικά και πολιτικά, κρίκο της Ε.Ε., στην Ελλάδα. Η ελληνική κρίση, πέρα από τα δομικά εσωτερικά προβλήματα που επέτρεψαν την εκδήλωσή της, αποτέλεσε εξ αρχής ένα βασικό πιόνι παρασκηνιακών αντιπαραθέσεων, πλανητικής διάστασης.
Ο ατλαντικός παράγων, μέσω και του ΔΝΤ, χρησιμοποίησε την Ελλάδα για να υπονομεύσει τις διαδικασίες ολοκλήρωσης της Ένωσης, που όδευε όχι βεβαίως στο ντεγκωλικό ευρωπαϊκό όραμα, αλλά σε μια γερμανοκρατούμενη ήπειρο. Παρ’ όλα αυτά, και οι δύο αυτές εκδοχές μιας ενωμένης Ευρώπης συνιστούσαν μόνιμη απειλή για τις ΗΠΑ.
Εκτός από τον καθ’ αυτό οικονομικό ανταγωνιστικό χαρακτήρα της σχέσης τους, που αμβλύνεται από τους δεσμούς εξάρτησης ευρωπαϊκών χωρών από τις ΗΠΑ, ενυπάρχει πάντοτε η πιθανότητα της προσέγγισης με τη Ρωσία. Η προοπτική αυτή δύναται να οδηγήσει στην ευρωπαϊκή πολιτική χειραφέτηση από τους Αμερικανούς, αλλά και σε μια σφιχτή εξάρτηση από τις ρωσικές ενεργειακές πηγές.
Έτσι, σε συνδυασμό με την κολοσσιαία και άριστα σχεδιασμένη κινεζική οικονομική διείσδυση, τα αμερικανικά συμφέροντα βρέθηκαν ενόψει κρίσιμων προκλήσεων, που απαιτούσαν σκληρές και αστραπιαίες απαντήσεις. Σ’ αυτό το περιβάλλον, η Ελλάδα κατέστη αποδομητικός παράγων στο οικοδόμημα που δημιουργούσε το Βερολίνο.
Το τελευταίο προσπάθησε απεγνωσμένα, όπως φάνηκε από τις κινήσεις Σόιμπλε, να απαλλαχθεί από τον Έλληνα παρία, για να συνεχίσει την προγραμματισμένη πορεία του. Δεν τα κατάφερε. Σ’ αυτό το παιχνίδι οι Αμερικανοί κέρδισαν κατά κράτος.
Η Αθήνα παρέμεινε εντός, ως ένα ακόμη πρόβλημα σε μια Ευρώπη που δείχνει να οδεύει ακόμη και στη διάσπασή της – αν όχι de jure σίγουρα de facto. Γιατί, ήδη, εκκολάπτονται διάφοροι περιφερειακοί σχηματισμοί, για τη διάδοχη κατάσταση.
Γύρω από αυτό το σημείο επικεντρώνεται το δεύτερο διακύβευμα της ελληνικής κρίσης: ο γεωστρατηγικός έλεγχος της χώρας και η θέση της στους νέους σχεδιασμούς. Το δόγμα «ανήκομεν στη δύσιν» είναι γνωστό και σεβαστό ακόμη και από τους αντιπάλους του, κι όποτε έγινε απόπειρα αλλαγής προσανατολισμού υπήρξε βιαιότατη αντίδραση, ήδη από την εποχή του Καποδίστρια και του Όθωνος.
Το ζήτημα είναι, ωστόσο, ότι αυτή η περίφημη «δύσις» δεν είναι ενιαία – κι όχι μόνον από τότε που κατέρρευσε η Σοβιετική Ένωση. Τούτο δεν είναι δευτερεύον στοιχείο, αν επιθυμεί κάποιος να αναγνώσει ορθά τη σύγχρονη ιστορία μας.
Τις τελευταίες δεκαετίες πριν την κρίση, η Γερμανία, έχοντας αλώσει ολοκληρωτικά την οικονομική ζωή της Ελλάδας, βοηθούμενη από τις ελληνικές ελίτ που το έπραξαν αυτό ασμένως και με το αζημίωτο, είχε τη φιλοδοξία να αποκτήσει και τον απόλυτο γεωστρατηγικό έλεγχο.
Η περίοδος Σημίτη ήταν μια πρώτη σοβαρή απόπειρα προς αυτήν την κατεύθυνση, αν και εξ αρχής σημαδεύτηκε με το «ευχαριστώ» στους Αμερικανούς», δείχνοντας εν τέλει και τα όριά της. Η Ελλάδα των «τρελών χρόνων» της ευμάρειας, παρ’ όλα αυτά, είχε ακόμη κάποιες δυνατότητες να κινηθεί με όρους ανεξαρτησίας, τουλάχιστον στο εγγύς εξωτερικό της.
Οι περισσότερες ήταν, όμως, ή άτολμες ή, συχνότερα, ταυτισμένες με αλλότρια συμφέροντα. Άλλωστε, η όποια διάθεση για εθνική χειραφέτηση υπονομευόταν βίαια από εσωτερικά κέντρα που προωθούσαν εθνομηδενιστικά ιδεολογήματα, με απώτερο, και απολύτως προφανή σήμερα, στόχο την αντίστοιχη χειραγώγηση της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής.
Το είδαμε στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, στην ελληνο-τουρκική προσέγγιση, στο σχέδιο Ανάν για την Κύπρο. Παρ’ όλα αυτά, οι εθνικές αντιστάσεις, παρά τις προσπάθειες των κυρίαρχων κύκλων, ήταν σε όλες τις περιπτώσεις αρκετά ισχυρές που δεν επέτρεπαν την απόλυτη κατίσχυση των όποιων αρχικών σχεδιασμών.
Η συνθήκη αυτή ήταν που ώθησε και την κυβέρνηση Καραμανλή τόσο στην απόρριψη μιας ζημιογόνας για την Ελλάδα συμφωνίας με τα Σκόπια, όσο και στα, μοιραία όπως αποδείχθηκε, ανοίγματα προς τη Ρωσία.
Υπό το πρίσμα των ευρύτερων ατλαντικών ενεργειακών και γεωστρατηγικών σχεδιασμών, που συμπεριλάμβαναν την κατά μέτωπο σύγκρουση με την Μόσχα, με ύστατο στόχο την ανατροπή του Πούτιν, τη σάρωση των κοσμικών αραβικών καθεστώτων, που αποτελούσαν απειλή για το Ισραήλ, και μάλλον μια τελική επίθεση στο Ιράν, η ελληνική περίπτωση έχρηζε άμεσης αντιμετώπισης.
Το πλέον επιθετικό κομμάτι του αμερικανικού κατεστημένου ανέλαβε δράση, και στα έτη της κρίσης η Ελλάδα κατέστη καθοριστικό εξάρτημα της νέας αμερικανικής πολιτικής στην ανατολική Μεσόγειο και στα Βαλκάνια.
Το αμερικανικό καλάθι περιείχε τρία «δώρα»:
Το πρώτο ήταν η καταλυτική αρωγή προς την Αθήνα στην αντιπαράθεσή της με το Βερολίνο. Χωρίς οικονομικό κόστος, αλλά με τεράστιο πολιτικό βάρος οι ΗΠΑ ανάγκασαν τους Γερμανούς να «περιοριστούν» στην οικονομική απομύζηση της ελληνικής οικονομίας. Οι πολιτικές παρεμβάσεις των Γερμανών γίνονται μόνον στο επίπεδο που ταυτίζονται τα συμφέροντά τους με αυτά των Αμερικανών, όπως στο θέμα των Σκοπίων.
Το δεύτερο και το τρίτο είναι άμεσα συνδεδεμένα. Το ένα αφορά στην ενίσχυση της ασφάλειας της Ελλάδας έναντι της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας. Η αντιδυτική και αντι-ισραηλινή στροφή της Άγκυρας επέβαλε μια αναγκαία αναπροσαρμογή στην αμερικανική πολιτική.
Η Ελλάδα εμφανίζεται ως το νέο σύνορο της Δύσης, ως ένα κομβικό γεωγραφικό σημείο, στη ζεύξη της Ευρώπης με την Ασία, των Βαλκανίων με την ανατολική Μεσόγειο. Είναι η χώρα που, μαζί με την Κύπρο, γίνεται ξάφνου το «στρατηγικό βάθος» του Ισραήλ, που χωρίς αυτό κινδυνεύει από την ασφυξία που του προκαλούν η σιιτική ανάδυση, μετά την επικράτηση του Άσαντ στη Συρία, η τουρκική αντιεβραϊκή ρητορεία και η σουνιτική αμφιθυμία μεταξύ εξτρεμισμού και τρομοκρατίας.
Καθίσταται, επίσης, η Ελλάδα ο κρίσιμος κόμβος για την προώθηση ενός νέου δικτύου οικονομικής και στρατηγικής συνεργασίας στο μεσογειακό χώρο, που επιχειρεί να τον αποκόψει τόσο από τον γερμανικό εναγκαλισμό όσο και από την όποια ρωσική επιρροή. Ένα σχήμα στο οποίο τον πρωταγωνιστικό ρόλο θα έχουν οι ΗΠΑ και το Ισραήλ.
Ως εκ τούτου, είναι αναγκαίο το ελληνικό έδαφος να γεμίσει με αμερικανικές βάσεις από την Αλεξανδρούπολη και την Καβάλα μέχρι τα Δωδεκάνησα και την Κρήτη, που θα εμπεδώσουν την νέα πραγματικότητα και θα λειτουργήσουν ως τείχος απέναντι στην ελεύθερη διέλευση του ρωσικού στόλου προς τη Συρία.
Το τρίτο στοιχείο της αμερικανικής προσφοράς προς την Ελλάδα – όπως και την Κύπρο είναι η εκμετάλλευση των ενεργειακών πηγών, όπου βασικό ρόλο παίζει η EXXON MOBIL, η συμμετοχή σε κρίσιμα ενεργειακά δίκτυα, ανταγωνιστικά της Ρωσίας, όπως του ΤΑΡ και κυρίως του σχεδιαζόμενου EastMed, αλλά και της μεταφοράς αμερικανικού σχιστολιθικού αερίου (LNG), μέσω της Αλεξανδρούπολης, στην Ευρώπη.
Όλα τα παραπάνω θα ενσωματωθούν διαδοχικά στην ελληνική πολιτική ατζέντα από την περίοδο του Γιώργου Παπανδρέου, ο οποίος θα κάνει την μεγάλη εισαγωγή, για την οποία προφανώς ήταν έτοιμος από καιρό.
Θα ακολουθήσει η διακυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου, η οποία παρά την πρόσδεσή της στο νέο αμερικανο-ισραηλινό άρμα, ίσως δεν επιθυμούσε αλλά, κυρίως, δεν μπορούσε να περάσει ολόκληρο το νέο πακέτο.
Το αποτέλεσμα ήταν να βρεθεί το κατάλληλο σχήμα, το οποίο, έχοντας την εύνοια του «πεζοδρομίου» αλλά και απουσία πατριωτικών αναστολών, ανέλαβε την ταχύρρυθμη ολοκλήρωση του προγράμματος.
Έκτοτε, η ταύτιση με τις ατλαντικές επιλογές δεν έχει προηγούμενο, τουλάχιστον τις τελευταίες δεκαετίες. Η Ελλάδα έχει αναλάβει ρόλο ατζέντη των αμερικανικών συμφερόντων στον βαλκανικό χώρο με σειρά υποβολιμαίων κινήσεων, που όλες στοχεύουν πρωτίστως στον εξοβελισμό της ρωσικής παρουσίας.
• Προχωρά σε διαπραγματεύσεις για συμφωνία με τα Σκόπια, εις βάρος των εθνικών δικαίων και παρά την αντίδραση της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού.
• Διεξάγει εντατικές διαπραγματεύσεις με την Αλβανία για τον καθορισμό ΑΟΖ, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ελλήνων της Β. Ηπείρου.
• Ξεκινά πτήσεις πολεμικών αεροσκαφών της στον εναέριο χώρο του Μαυροβουνίου(!), προασπίζοντας την ασφάλεια της χώρας αυτής – μήπως από τη Σερβία;
• «Ερωτοτροπεί» με το Κόσσοβο, την ώρα που η σερβική μειονότητα συντρίβεται από τον αλβανικό εξτρεμισμό.
• Συμμετέχει ενεργά σ’ έναν φιλοαμερικανικό άξονα με τη Ρουμανία και, εν μέρει, τη Βουλγαρία, που κύριο σκοπό έχει τη στροφή της Σερβίας προς τον ατλαντισμό και τη συνεργασία με την Ουκρανία.
Θα μπορούσε κάποιος καλοπροαίρετος να ισχυρισθεί ότι το σχήμα που διαμορφώνεται μπορεί και να είναι προς το συμφέρον της Ελλάδας, η οποία εξάλλου έχει να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή. Και όταν μάλιστα η τουρκική παρουσία είναι ιδιαίτερα έντονη στον βαλκανικό χώρο, όχι με το ελεγχόμενο από τη CIA δίκτυο του Γκιουλέν αλλά από τους ανθρώπους του ίδιου του Ερντογάν.
Εντούτοις, η πικρή αλήθεια είναι ότι οι όποιες συμφωνίες προωθηθούν δημιουργούν οπωσδήποτε ευνοϊκό έδαφος για την ισχυροποίηση του ΝΑΤΟ και των ατλαντικών ενεργειακών σχεδιασμών, αλλά επί της ουσίας δεν αποτρέπουν ούτε τον αλβανικό μεγαλοϊδεατισμό, ούτε το σκοπιανό αλυτρωτισμό, ούτε ακόμη και έναν πολύ πιθανό βουλγαρικό εθνικισμό κατά της Ελλάδος.
Όπως δεν απέτρεψαν την τουρκική επιθετικότητα από το 1952. Το πιθανότερο είναι η ελληνική κατρακύλα στην βαλκανική ενδοχώρα να συνεχιστεί αμείωτη, από την στιγμή, μάλιστα, που έχει χαθεί και το κάποτε ισχυρό ελληνικό τραπεζικό δίκτυο. Αντιθέτως, οι φιλοαμερικανικές βαλκανικές πιρουέτες είναι πιθανό να μας αποξενώσουν και από λαούς που ακόμη διατηρούμε μια σοβαρή σχέση αλληλοσεβασμού.
Απέναντι στη Τουρκία, η κατάσταση είναι αντίστροφη. Άνθρωποι που, πριν λίγα χρόνια, υποστήριζαν με πάθος μια ευρεία ελληνοτουρκική συμμαχία που έφθανε μέχρι τη παράδοση της Κύπρου και την συγκυριαρχία στο Αιγαίο και στη Θράκη – μερικοί το τερμάτισαν συζητώντας ακόμη και την ελληνική προσχώρησή στο νέο-οθωμανικό όραμα- εξυμνούν τώρα τον άξονα με Ισραήλ και ΗΠΑ που θα μας γλυτώσει από την τουρκική απειλή.
Οι ίδιοι, βεβαίως, δεν θα έχουν κανένα πρόβλημα να αλλάξουν πάλι τροπάρι, αν αλλάξει ο προσανατολισμός της Άγκυρας. Κι εδώ έγκειται η μέγιστη απειλή για τον ελληνισμό. Γιατί η Τουρκία, πέρα από τις συγκυρίες, απέναντι στην Ελλάδα είχε πάντοτε μια στρατηγική ολοκληρωτικής καθυπόταξης.
Σήμερα, που νοιώθει περισσότερο ισχυρή, και λογικά αν δούμε τους δημογραφικούς και παραγωγικούς της δείκτες, προβάλει τις διεκδικήσεις της ακόμη εντονότερα και σε όλο το εύρος τους. Η επιλογή της να παίξει μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας τής προσδίδει ευρύτερα περιθώρια κερδών στην γεωπολιτική ζυγαριά.
Η γεωγραφική και η πολιτική της αξία είναι τεράστια και το γνωρίζει. Ήδη κατέχει την βορειοδυτική Συρία, ήδη κατέχει τμήμα του βορείου Ιράκ, ήδη αλωνίζει τις κυπριακές θάλασσες χωρίς, έως τώρα, σοβαρή αντίδραση. Διεκδικεί το Αιγαίο, διεκδικεί την Θράκη, προωθεί την ενίσχυση του μουσουλμανικού στοιχείου στην Ελλάδα. Απέναντι σε όλα αυτά, η Αθήνα απαντά με τον άξονα που διαμορφώνεται με το Ισραήλ και τις ΗΠΑ.
Και, ας πούμε, καλώς. Το ερώτημα είναι, όμως, αν αύριο, που μπορεί να μην είναι μακρινό, ο Ερντογάν, ή ο διάδοχός του, τα βρει με τους συμμάχους μας, ποια θα είναι η θέση μας; Μήπως, η υποχώρηση με εθνικές απώλειες, με συγκυριαρχία στο Αιγαίο για παράδειγμα ή συνεκμετάλλευση των ενεργειακών πόρων, χάριν των δυτικών συμφερόντων;
Το ίδιο μπορεί να ειπωθεί και για την Κύπρο, όπου ο πρόσφατος γύρος των διαπραγματεύσεων, που έληξε άδοξα στα ελβετικά θέρετρα, στην ουσία προσέκρουσε στην τουρκική αδιαλλαξία, που στοχεύει στον έλεγχο ολόκληρου του νησιού, και στις αντιρρήσεις επ’ αυτού του Ισραήλ, που βρήκαν έκφραση στη στάση του Έλληνα Υπέξ.
Ποια θα είναι, όμως, η στάση της Αθήνας και της Λευκωσίας στην περίπτωση της αλλαγής των δεδομένων και ενόψει της επείγουσας ανάγκης να ξεκαθαρισθεί νομικά το τοπίο, ώστε να ξεκινήσουν οι γεωτρήσεις και οι μεταφορές του φυσικού αερίου;
Επαναλαμβάνουμε ότι για να υπάρχει ελπίδα επιβίωσης -και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου- του ελληνισμού, απαιτείται πρωτίστως η εσωτερική του ανασυγκρότηση. Η οιονεί παράδοση της κρατικής κυριαρχίας σε έξωθεν προστάτες, εις βάρος μιας πραγματικά πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής που θα περιλαμβάνει Ευρωπαίους, Ρώσους και Άραβες, ίσως ωφελεί παροδικά τους ιθαγενείς τοποτηρητές, αλλά οδηγεί αργά ή γρήγορα σε ήττες.
Η Ελλάδα δεν είναι Ελβετία ή Λουξεμβούργο. Είναι καταδικασμένη από τη γεωγραφική της θέση να πολεμήσει για να ζήσει. Γι’ αυτό και οι Έλληνες πολίτες οφείλουν να κλείσουν τα αυτιά τους στις σειρήνες των εύκολων λύσεων και των μεγάλων λόγων, και να αντιληφθούν ότι «για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή», δουλειά που πρέπει να κάνουν οι ίδιοι.
*Μπορεί το DP να έχει αρκετές επιμέρους διαφωνίες με σημεία όσων υποστηρίζονται στο κείμενο. Ωστόσο, αφενός διαθέτει ισχυρό και επαρκέστατα δομημένο και τεκμηριωμένο επιχείρημα και αφετέρου, στη χώρα μας θα πρέπει να μάθουμε, αργά ή γρήγορα, να συζητάμε σοβαρά για θέματα που θα κρίνουν το ίδιο μας το μέλλον… Εμείς, σταθεροί σε αυτή τη θέση, θα παραμένουμε ανοικτοί στη φιλοξενία όλων των -κατά την υποκειμενική μας κρίση- σοβαρών απόψεων και θέσεων.
defence-point.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου