Κυριακή 29 Ιουλίου 2018

Η υφαρπαγή του ευρώ από το 4ο Ράιχ.



Έχουμε φτάσει ήδη στο σημείο όπου η ΕΚΤ, η Γερμανία ουσιαστικά που την ελέγχει, είναι πια σε θέση να αποφασίσει ποιό κράτος θα παραμείνει στη γερμανική Ευρωζώνη και ποιο μπορεί να φύγει ή/και να εκδιωχθεί – χωρίς τον κίνδυνο κατάρρευσης του κοινού νομίσματος, του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών.
 .

Ανάλυση


Ανέκαθεν οι χώρες εγκατέλειπαν μία νομισματική ένωση, όταν ήταν αδύνατον πλέον να επιλύσουν τα προβλήματα τους εντός της – κάτι που σύντομα θα ανακαλύψει η Ελλάδα, μετά την εγκληματική διαχείριση της κρίσης που ξεκίνησε το 2009, από όλες τις κυβερνήσεις της (η Σλοβακία, η Σλοβενία, η Λιθουανία και η Φινλανδία, όπου σχεδόν το 20% του χρέους τους εάν όχι παραπάνω βρίσκεται στα χέρια της ΕΚΤ, είναι επίσης σε δύσκολη θέση – ενώ η Ιταλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Γαλλία, ίσως βρεθούν σύντομα στην ίδια κατάσταση).
Σε κάθε περίπτωση, η ΕΚΤ κατείχε ήδη το 6% του δημοσίου χρέους της Ευρωζώνης το 2016 (γράφημα, πηγή:gefira) – ενώ σήμερα είναι διπλάσιο ή ακόμη παραπάνω, με τη συνδρομή των προγραμμάτων αγοράς ομολόγων του δημοσίου τομέα (PSPP). Θεωρείται δε πως όσο περισσότερα κρατικά ομόλογα αγοράζει η ΕΚΤ, τόσο μικρότερο γίνεται το πρόβλημα της αφερεγγυότητας μίας χώρας για το τραπεζικό σύστημα – εύλογα, αφού πρόκειται για έναν οργανισμό που δεν μπορεί να χρεοκοπήσει, ενώ ευρίσκεται έξω από το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Είναι δεδομένο επί πλέον πως όσο πιο μεγάλο μέρος του χρέους μίας χώρας κατέχει η ΕΚΤ, τόσο λιγότερο προβληματική είναι τυχόν έξοδος της από το ευρώ, με τη μετατροπή των οφειλών της στο εθνικό της νόμισμα – κάτι που βέβαια δεν έχει τη δυνατότητα να δρομολογήσει η Ελλάδα, αφού είναι η μοναδική χώρα της Ευρωζώνης, στην οποία διενεργήθηκε το έγκλημα του PSI.
Περαιτέρω, η έξοδος ή ο αποκλεισμός καλύτερα της Ελλάδας από την Ευρωζώνη πριν το 2012, θα μπορούσε να δρομολογηθεί με το σταμάτημα της χρηματοδότησης των τραπεζών της από την ΕΚΤ – κάτι που θα ήταν μεν παράνομο, αλλά που μάλλον δεν θα δίσταζε να το επιβάλλει η κεντρική τράπεζα, κρίνοντας από τους συνεχείς εκβιασμούς της (ανάλυση). Εν τούτοις, ήταν αδύνατον να συμβεί αφού το μεγαλύτερο μέρος των χρεών της ήταν στην κατοχή του υπερδιογκωμένου τραπεζικού συστήματος της ΕΕ (το σύνολο των ισολογισμών τους ήταν τότε περί τα 33 τρις €) – οπότε η ζημία που θα προκαλούνταν στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα θα ήταν τεράστια, ενδεχομένως ανεπανόρθωτη.
Σήμερα όμως, αφού η Τρόικα έσωσε τις τράπεζες και τους πιστωτές της Ελλάδας με το PSI, μεταφέροντας ουσιαστικά τις απαιτήσεις τους στους ευρωπαίους φορολογουμένους, η κατάσταση έχει αλλάξει – υπενθυμίζοντας τη μελέτη της Ευρωπαϊκής Σχολής Διοίκησης και Τεχνολογίας το 2015, σύμφωνα με την οποία το 95% των δανείων που δόθηκαν στην Ελλάδα κατέληξε στις τράπεζες.
Κατά τους συντάκτες της μελέτης, ο μοναδικός σκοπός της Τρόικα δεν ήταν η διάσωση της Ελλάδας, αλλά των τραπεζών και των επενδυτών – αφού μόνο τα 9,7 δις € από τα δύο πρώτα πακέτα των 215,9 δις € που εκταμιεύθηκαν ή λιγότερο από το 5% κατέληξαν στον κρατικό προϋπολογισμό, όπου θα μπορούσαν να ωφεληθούν άμεσα οι Πολίτες, ενώ όλα τα υπόλοιπα χρησιμοποιήθηκαν για την εξυπηρέτηση των παλαιών χρεών και των τόκων.
Στο γράφημα που ακολουθεί (πηγή: Handelsblatt), επάνω αριστερά είναι η εξέλιξη του δημοσίου χρέους από το 2012 έως το 2015 σε απόλυτο μέγεθος και ως προς το ΑΕΠ, δεξιά τα ελλείμματα του προϋπολογισμού, στη μέση αριστερά το πρώτο και δεύτερο πακέτο στήριξης, καθώς επίσης τα χρήματα που τελικά εκταμιεύθηκαν, δεξιά το πού χρησιμοποιήθηκαν (9,7 δις € για τον προϋπολογισμό, 29,7 δις € για τις τράπεζες που τελικά αφελληνίσθηκαν κοστίζοντας μας περί τα 40 δις €, 37,3 δις € για καθυστερούμενα, 52,3 δις € για τόκους και 86,9 δις € για ομόλογα), κάτω αριστερά το τρίτο πακέτο και δεξιά πού χρησιμοποιήθηκε.
Συνεχίζοντας, μετά την υπογραφή του PSI και την εκταμίευση του δεύτερου πακέτου στήριξης, το GREXIT έπαψε πλέον να αποτελεί κίνδυνο κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος της Ευρωζώνης – αφού η Ελλάδα είχε πια δεθεί χειροπόδαρα, ενώ το χρέος της είχε μεταφερθεί στους Ευρωπαίους φορολογουμένους και στους διεθνείς οργανισμούς, όπως η ΕΚΤ και το ΔΝΤ, οι οποίοι μπορούν να αντέξουν οικονομικά την απώλεια του.
Μπορούν βέβαια να αντέξουν επειδή η φερεγγυότητα τους εξαρτάται από τις κυβερνήσεις των μελών τους, οπότε ξανά από τους φορολογουμένους Πολίτες τους – ενώ ουσιαστικά το ελληνικό χρέος εξαφανίσθηκε από τις χρηματαγορές, έχοντας κατανεμηθεί σε εκατομμύρια Πολίτες, προς όφελος των τραπεζικών και λοιπών ελίτ.
Ως εκ τούτου ο κ. Σόιμπλε και τα υπόλοιπα πιόνια του, ειδικά μετά την υπογραφή του τρίτου μνημονίου που κατοχύρωσε τα δύο προηγούμενα αφού ψηφίσθηκε από όλα σχεδόν τα κόμματα, ήταν πια σε θέση να εκβιάζουν τις ελληνικές κυβερνήσεις χωρίς να κινδυνεύουν – υπενθυμίζοντας τις δηλώσεις του Γερμανού, σύμφωνα με τις οποίες η Ελλάδα θα πρέπει να τηρήσει πιστά την πολιτική των μνημονίων (που την καταστρέφει) ή να εγκαταλείψει τη νομισματική ένωση (πηγή).
Η ύπουλη λογική του QE
Εν τούτοις, για ανθρώπους με τη γερμανική νοοτροπία, όπως η πρωσική κυβέρνηση, οι οποίοι δεν είναι ήσυχοι με καμία λύση εάν δεν είναι 100% ασφαλής, ο κίνδυνος συνέχιζε να υπάρχει – αφού τυχόν έξοδος της Ελλάδας θα μπορούσε να υποκινήσει άλλα κράτη που δεν θέλουν να υποδουλωθούν ανάλογα στη Γερμανία, γνωρίζοντας πως είναι αδύναμα οικονομικά, ειδικά τα μεγάλα όπως η Ιταλία και η Γαλλία, να εγκαταλείψουν το ευρώ προτού δεθούν χειροπόδαρα.
Επομένως, έπρεπε να εκμηδενισθεί το οικονομικό χάος που ενδεχομένως θα προέκυπτε, με τους εξής τρόπους: (α) με τη μείωση της διασυνοριακής έκθεσης των τραπεζών, (β) με τον περιορισμό του δημοσίου χρέους όλων των κρατών-μελών στις εθνικές τους τράπεζες και στα χρηματοπιστωτικά τους ιδρύματα (κεντρικές), καθώς επίσης (γ) με τη συγκέντρωση όσο των δυνατόν περισσοτέρου χρέους από το υπόλοιπο στην ΕΚΤ, η οποία δεν χρεοκοπεί ποτέ και είναι σε θέση να τα καταφέρει, χρησιμοποιώντας διάφορες τεχνικές – όπως η επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής που εφαρμόσθηκε στην Ελλάδα, το πάγωμα χρεών κοκ.
Ακριβώς για την επίτευξη του στόχου αυτού δρομολογήθηκε το πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ στις αρχές του 2015 – το οποίο, σε αντίθεση με το αντίστοιχο της Fed που υιοθετήθηκε για αναπτυξιακούς λόγους, βελτίωσε μεν ελάχιστα την οικονομία της Ευρωζώνης, αλλά εξασφάλιζε σταδιακά την οικονομική της σταθερότητα, με την προοπτική της διάλυσης της ή καλύτερα της διατήρησης του ευρώ από ορισμένες μόνο χώρες γύρω από το γερμανικό πυρήνα.
Προφανώς δεν υπήρχε λόγος συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτό το πρόγραμμα, αφού το δικό της πρόβλημα είχε ήδη εξουδετερωθεί, ενώ η Γερμανία ασφαλώς δεν ήθελε να αναπτυχθεί η χώρα μας – οπότε αυτή ήταν η αιτία που δεν έλαβε μέρος, αποτελώντας τη μοναδική χώρα που εξαιρέθηκε και θα συνεχίσει να εξαιρείται, κρίνοντας από της δηλώσεις του επικεφαλής της ΕΚΤ για την εποχή μετά τις 20 Αυγούστου (δεν θα εγκρίνει ούτε το waiver – δηλαδή την κατ’ εξαίρεση λήψη των ομολόγων του δημοσίου από τις ελληνικές τράπεζες ως εγγύηση, όπως συνέβαινε, πηγή).
Στα πλαίσια αυτά, όπως αναφέραμε στο ξεκίνημα του κειμένου, η ΕΚΤ κατέχει ήδη ένα σημαντικό μέρος του χρέους των αδύναμων χωρών της Ευρωζώνης, οι οποίες ενδεχομένως θα επέλεγαν την επιστροφή στο εθνικό τους νόμισμα προτού καταστραφούν – ενώ μέσω του Target 2, για το οποίο ευθύνονται οι εθνικές κεντρικές τράπεζες, είναι κυρίως δεμένες η Ιταλία και η Ισπανία, με ποσά που υπερβαίνουν τα 400 δις € για κάθε μία, με βασικό δανειστή τη Γερμανία (περί το 1 τρις €).
Την ίδια στιγμή δε που η ΕΚΤ κατέχει πάνω από το 12% του χρέους και σε ορισμένες χώρες άνω του 20%, το μερίδιο των τραπεζών μειώθηκε κάτω από το 25% – ενώ μία περαιτέρω μείωση θα ελαχιστοποιήσει τον κίνδυνο εξόδου από το ευρώ κάποιων χωρών για τις τράπεζες, οπότε την κατάρρευση του κοινού νομίσματος. Επί πλέον, το μερίδιο των εγχωρίων ιδιωτών στην κατοχή δημοσίων χρεών έχει αυξηθεί – γεγονός που σημαίνει ότι, τα περισσότερα κρατικά ομόλογα θα μπορούσαν εύκολα να μετατραπούν στο εκάστοτε εθνικό νόμισμα, χωρίς μεγάλες διαμαρτυρίες από εξωτερικές δυνάμεις.
Έτσι έχουμε φτάσει ήδη στο σημείο όπου η ΕΚΤ, η Γερμανία ουσιαστικά που την ελέγχει, είναι πια σε θέση να αποφασίσει ποιό κράτος θα παραμείνει στη γερμανική Ευρωζώνη και ποιο μπορεί να εκδιωχθεί – χωρίς τον κίνδυνο κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος και των αγορών. Ως εκ τούτου, οι καθυστερήσεις σχετικά με την τραπεζική ένωση, με την πανευρωπαϊκή εγγύηση καταθέσεων κοκ., φαίνεται πως είχαν σκοπό απλά και μόνο να κερδίσει χρόνο η Γερμανία – έτσι ώστε να είναι σε θέση να επιβιώσει τυχόν διάλυσης της Ευρωζώνης, αν και ο πιθανότερος στόχος της είναι η υφαρπαγή του ευρώ, για να εξασφαλίσει τη δημιουργία του 4ου Ράιχ της (αν και οι ισχυρές χώρες θα μπορούσαν να αμυνθούν, εφόσον ξυπνούσαν, χρησιμοποιώντας επίσης την ΕΚΤ – ανάλυση).
Εν προκειμένω, οι αντιδράσεις άλλων μεγάλων δυνάμεων, όπως οι Η.Π.Α., θα ήταν πολύ περιορισμένες – αφού η εναλλακτική «λύση» της κατάρρευσης του ευρώ, από την οποία θα επιβίωνε η Γερμανία έχοντας λάβει τα μέτρα της, θα ήταν καταστροφική για ολόκληρο τον πλανήτη, οπότε για το δυτικό σύστημα του χρέους και το δολάριο. Η αιτία είναι το ότι, πολλές μεγάλες κεντρικές τράπεζες, όπως η κινεζική, διατηρούν στα συναλλαγματικά τους αποθεματικά ευρώ, σε ποσοστά που υπερβαίνουν το 20% κατά μέσον όρο παγκοσμίως – οπότε οι ζημίες τους θα ήταν τεράστιες.
Επίλογος
Είτε ισχύει το παραπάνω σενάριο για το ευρώ είτε όχι (όπου ελπίζουμε φυσικά να μην τα καταφέρει η Γερμανία, εάν πράγματι έχει αυτό το σχέδιο – χωρίς να την παρεξηγούμε, αφού κοιτάζει το συμφέρον της, ενώ όλοι οι άλλοι κοιμούνται), εμείς οι Έλληνες οφείλουμε να συνειδητοποιήσουμε πως οδηγούμαστε κατ’ ευθείαν στην έξοδο από την Ευρωζώνη – την οποία πιθανότατα θα ζητήσουμε μόνοι μας, όταν πια θα είναι αδύνατον να διαχειριστούμε τα προβλήματα της οικονομίας, με το τεσσαρακονταετές μνημόνιο που μας έχουν επιβάλλει και στηρίζει τόσο η κυβέρνηση, όσο και η αξιωματική αντιπολίτευση.
Επίσης πως ουσιαστικά δεν είμαστε καν μέλος της νομισματικής ένωσης, αφού μας έχει τοποθετήσει οριστικά στην καραντίνα, αλλά απλά χρησιμοποιούμε το ευρώ στις συναλλαγές μας – όπως κάποιες αφρικανικές χώρες, πρώην αποικίες της Γαλλίας ή ο Ισημερινός το δολάριο. Φυσικά υπάρχουν ακόμη λύσεις, παρά τα τεράστια λάθη που έχουμε κάνει μετά το 2009 (ανάλυση) – είναι όμως πολύ λιγότερες, πιο δύσκολες και απαιτούν την ανάληψη ρίσκου από μία ικανή κυβέρνηση που θα στηρίζεται από όλους μας, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων (εκτός από την δημιουργία πλούτου που μπορούμε και πρέπει να δρομολογήσουμε άμεσα).
Βασίλης Βιλιάρδος

Οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακά στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου. viliardos@analyst.gr Facebook, Twitter

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου