Σε κάθε γωνιά των πανεπιστημιουπόλεων, στις τάσεις των social media και στις καθημερινές συζητήσεις των νέων, μια νέα θεώρηση κερδίζει διαρκώς έδαφος: η πεποίθηση ότι ο καπιταλισμός ως σύστημα έχει αποτύχει.
Η αύξηση του κόστους στέγασης σε συνδυασμό με τη στασιμότητα στους μισθούς έχει ενισχύσει την εντύπωση, ιδιαίτερα μεταξύ της νεότερης γενιάς, ότι το μοντέλο της ελεύθερης αγοράς δεν εξυπηρετεί πια τις ανάγκες της κοινωνίας. Σε έρευνα του 2024 από το Ινστιτούτο Οικονομικών Υποθέσεων, περισσότερο από το 60% των νέων στο Ηνωμένο Βασίλειο δήλωσαν πως βλέπουν τον σοσιαλισμό θετικά. Στις Ηνωμένες Πολιτείες παρατηρείται αντίστοιχη τάση, καθώς η Γενιά Ζ εκφράζει αμφιβολίες για την αξιοπιστία και τις υποσχέσεις του καπιταλισμού.
Η οργή της γενιάς Ζ θα έπρεπε να στρέφεται κατά της διαφθοράς των πολιτικών, των πολυεθνικών, όχι ενάντια στον καπιταλισμό
Ωστόσο, οι ρομαντικές προσεγγίσεις προς εναλλακτικά οικονομικά μοντέλα φαίνεται να ενισχύονται από την απόσταση που έχουν πολλοί νέοι από την ιστορική εμπειρία του σοσιαλισμού. Όσοι έζησαν τις ελλείψεις της Σοβιετικής Ένωσης, την οικονομική κατάρρευση της Βενεζουέλας ή τον κρατικό έλεγχο στην πρώην Ανατολική Γερμανία, συνδέουν τον σοσιαλισμό όχι με ισότητα ή ευημερία, αλλά με καταπίεση, ανασφάλεια και ανελευθερία. Για χιλιάδες ανθρώπους που μετανάστευσαν από τέτοια καθεστώτα προς πιο φιλελεύθερα κράτη, η αναβίωση του σοσιαλιστικού λόγου ξυπνά αναμνήσεις από ένα σύστημα που δεν λειτούργησε στην πράξη.
Παρόλα αυτά, η αυξανόμενη δυσαρέσκεια δεν στρέφεται μόνο προς τις βασικές αρχές του καπιταλισμού. Στο επίκεντρο της κριτικής βρίσκεται ένας διαφορετικός ένοχος: η στενή διαπλοκή ανάμεσα σε πολιτική εξουσία και οικονομικά συμφέροντα. Μεγάλες εταιρείες, σύμφωνα με επικριτές του σύγχρονου μοντέλου, δεν ευημερούν λόγω της παροχής καλύτερων προϊόντων ή υπηρεσιών, αλλά μέσω της επιρροής που ασκούν σε πολιτικούς και θεσμούς. Η αγορά, αντί να λειτουργεί με βάση τον υγιή ανταγωνισμό, αλλοιώνεται από επιδοτήσεις, παρεμβάσεις και ρυθμίσεις που περιορίζουν την ελευθερία των μικρότερων παικτών.
Οι υποστηρικτές του φιλελεύθερου οικονομικού μοντέλου υπενθυμίζουν ότι ο καπιταλισμός, στην αρχική του μορφή, στηρίζεται στην ελεύθερη και εθελοντική ανταλλαγή. Σε αυτό το πλαίσιο, η επιτυχία προκύπτει από την ικανότητα των επιχειρήσεων να ικανοποιούν τις ανάγκες των καταναλωτών, με την επιλογή να βρίσκεται στα χέρια του πολίτη. Ο ανταγωνισμός ενισχύει την ποιότητα, μειώνει τις τιμές και ενθαρρύνει την καινοτομία. Κανείς δεν υποχρεώνεται να συμμετάσχει σε μια συναλλαγή, και η οικονομική δραστηριότητα καθορίζεται από την ελεύθερη βούληση.
Αντίθετα, όπως τονίζουν οι επικριτές της σημερινής κατάστασης, το σύγχρονο οικονομικό περιβάλλον διαμορφώνεται από ένα μείγμα κρατικού πατερναλισμού και εταιρικής επιρροής. Σε αυτό το πλαίσιο, τα οικονομικά οφέλη δεν είναι το αποτέλεσμα της παραγωγικότητας ή της καινοτομίας, αλλά της πολιτικής διασύνδεσης και της θεσμικής προστασίας. Η διαστρέβλωση αυτή γεννά απογοήτευση, ιδίως στους νέους που αναζητούν απαντήσεις σε ένα σύστημα που δείχνει, στα μάτια τους, να μην ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής.
Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, συχνά επικαλούμενη ως σύμβολο των δυσλειτουργιών του καπιταλιστικού συστήματος, ανέδειξε, σύμφωνα με ορισμένες προσεγγίσεις, τις επιπτώσεις ενός μηχανισμού όπου οι αγορές λειτουργούν υπό καθεστώς στρέβλωσης. Τράπεζες που έλαβαν υπερβολικά ρίσκα δεν αφέθηκαν να καταρρεύσουν, αλλά διασώθηκαν με κρατικά κεφάλαια, προερχόμενα από τους φορολογούμενους. Την ίδια στιγμή, χιλιάδες πολίτες έχασαν την εργασία και τις κατοικίες τους, ενώ εκείνοι με πολιτικές διασυνδέσεις διατηρήθηκαν ακλόνητοι και, σε ορισμένες περιπτώσεις, ενισχύθηκαν.
Το φαινόμενο αυτό, που απέκλινε από την αρχή της ελεύθερης επιχειρηματικότητας, χαρακτηρίστηκε από αρκετούς ως παράδειγμα ευνοιοκρατίας — μιας πρακτικής όπου η επιτυχία εξαρτάται λιγότερο από την αγορά και περισσότερο από τις πολιτικές προσβάσεις.
Η πανδημία της COVID-19 ήρθε να επιβεβαιώσει τη διατήρηση αυτής της τάσης. Εκατοντάδες χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις αναγκάστηκαν να σταματήσουν τη λειτουργία τους, σύμφωνα με τις κρατικές αποφάσεις για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης. Την ίδια ώρα, πολυεθνικές όπως η Amazon είδαν τις επιδόσεις τους να ενισχύονται, καθώς μπορούσαν να προσαρμοστούν ευκολότερα στα νέα δεδομένα. Οι σχετικές πολιτικές, αν και είχαν ως στόχο τη δημόσια υγεία, φαίνεται πως τελικά λειτούργησαν υπέρ των οικονομικά ισχυρότερων.
Ευνοιοκρατία παντού.
Το φαινόμενο της ευνοιοκρατίας καταγράφεται και στις δύο πλευρές του Ατλαντικού. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, τον Καναδά και το Ηνωμένο Βασίλειο, η πρόσβαση στη στέγαση καθίσταται ολοένα και πιο δύσκολη για τους νέους, καθώς η τιμή των ακινήτων διατηρείται σε υψηλά επίπεδα. Οι αιτίες αυτής της εξέλιξης αποδίδονται όχι μόνο στη ζήτηση, αλλά και σε ένα πλέγμα κρατικών ρυθμίσεων: αυστηροί οικοδομικοί κανόνες, απαιτήσεις για άδειες, γραφειοκρατία. Οι μεγάλες κατασκευαστικές εταιρείες έχουν τους πόρους να διαχειριστούν το σύστημα· οι μικρότεροι παίκτες αποκλείονται.
Αντίστοιχα, στην Ευρώπη, και συγκεκριμένα στη Γαλλία, η εργατική νομοθεσία που αποσκοπεί στην προστασία των εργαζομένων φαίνεται να δημιουργεί εμπόδια στην ανάπτυξη των μικρών επιχειρήσεων και στη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Οι μεγάλες επιχειρήσεις είναι σε θέση να ανταποκριθούν στο κόστος συμμόρφωσης. Οι μικρότερες, συχνά, δεν τα καταφέρνουν.
Παράλληλα, διαπιστώνεται πως πολλές μεγάλες εταιρείες όχι μόνο δεν αντιτίθενται στην κρατική παρέμβαση, αλλά τη βλέπουν ως ευκαιρία. Επιχειρηματικοί κολοσσοί της τεχνολογίας, όπως το Facebook και η Google, έχουν υποστηρίξει νέες ρυθμίσεις, οι οποίες είναι δύσκολο να εφαρμοστούν από τους μικρότερους ανταγωνιστές. Ανάλογες συνθήκες επικρατούν και στον τομέα της πράσινης ενέργειας, όπου οι κρατικές επιδοτήσεις κατευθύνονται σε εταιρείες με υπάρχουσες διασυνδέσεις και εδραιωμένη παρουσία, αφήνοντας εκτός τους νεοεισερχόμενους του κλάδου.
Η ευνοιοκρατία, κατά τις ίδιες αναλύσεις, δεν ενισχύει τις πιο καινοτόμες ή αποτελεσματικές ιδέες, αλλά ανταμείβει την ικανότητα άσκησης πολιτικής πίεσης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η δυσαρέσκεια της Γενιάς Ζ γίνεται ολοένα και πιο εμφανής. Οι νέοι εκφράζουν προσήλωση σε αξίες όπως η δικαιοσύνη, η δημιουργικότητα και η ελευθερία — ακριβώς εκείνα τα χαρακτηριστικά που θεωρούν ότι υπονομεύονται από το σημερινό μοντέλο. Η επικράτηση των πολιτικών διασυνδέσεων έναντι της επιχειρηματικής αξίας και η περιορισμένη πρόσβαση σε ευκαιρίες ενισχύουν το αίσθημα αποκλεισμού.
Ωστόσο, ορισμένοι παρατηρητές σημειώνουν ότι η στροφή προς τον σοσιαλισμό δεν αποτελεί απαραίτητα τη βέλτιστη εναλλακτική. Υπενθυμίζουν ότι η Σοβιετική Ένωση, η οποία ξεκίνησε με το όραμα της ισότητας, οδήγησε σε καταπίεση και ένδεια. Η Βενεζουέλα, με το σύνθημα του «σοσιαλισμού του 21ου αιώνα», αντιμετώπισε έντονα προβλήματα λιμού, οικονομικής κατάρρευσης και πολιτικής αποσταθεροποίησης. Αντίθετα, κράτη που ενίσχυσαν έστω και ατελώς την οικονομική ελευθερία, κατέγραψαν εντυπωσιακή πρόοδο στον περιορισμό της φτώχειας και στην προώθηση της καινοτομίας.
Οι αγορές, σημειώνεται, δεν λειτουργούν άψογα, ωστόσο δημιουργούν περιβάλλον όπου, θεωρητικά, ο καθένας έχει την ευκαιρία να επιτύχει — ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τις διασυνδέσεις του.
Για πολλούς αναλυτές, η λύση δεν βρίσκεται στην κατάργηση του καπιταλισμού, αλλά στην αποσύνδεση των οικονομικών δομών από την πολιτική επιρροή. Ένα πιο δίκαιο οικονομικό πλαίσιο απαιτεί διαφάνεια, εξάλειψη των προνομίων και άρση των εμποδίων που περιορίζουν τον ανταγωνισμό. Το μέλλον, υποστηρίζεται, μπορεί να είναι πιο ελεύθερο και ισότιμο μόνο εφόσον ο μηχανισμός της αγοράς λειτουργήσει με όρους ανοιχτού παιγνίου και όχι με βάση τη σχέση των επιχειρήσεων με την εξουσία.
Στροφή του θυμού στον σωστό στόχο.
Η απογοήτευση της Γενιάς Ζ είναι πραγματική και χρειάζεται διέξοδο. Αλλά η απάντηση δεν είναι να γκρεμιστεί ο καπιταλισμός – είναι να γκρεμιστεί η ευνοιοκρατία. Ένα πιο ελεύθερο, πιο δίκαιο μέλλον εξαρτάται από τον διαχωρισμό των επιχειρήσεων από την πολιτική εξουσία, όχι από το να τις συνδέσουμε πιο στενά. Σημαίνει τον τερματισμό της εταιρικής ευημερίας, την απλοποίηση των κανόνων του παιχνιδιού και τη διασφάλιση ότι ο ανταγωνισμός, όχι οι διασυνδέσεις, αποφασίζει ποιος κερδίζει.
Ο αγώνας για δικαιοσύνη αξίζει να δοθεί. Αλλά πρέπει να στοχεύει προς τη σωστή κατεύθυνση. Αν οργιστούμε ενάντια στην ευνοιοκρατία, όχι στον καπιταλισμό, μπορούμε να χτίσουμε ένα μέλλον όπου η καινοτομία ευδοκιμεί, οι ευκαιρίες είναι πραγματικές και κάθε μέλος της Γενιάς Ζ θα έχει μια πραγματική ευκαιρία να ανέλθει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου