Η συμφωνία ανάμεσα στη Ρωσία και τις ΗΠΑ για το θέμα της
Ρωσίας αποτελεί μια κεφαλαιώδους σημασίας εξέλιξη τη οποία αξίζει να
προσεχθεί, όχι μόνο αποκλειστικά και μόνο στο «θέατρο» της Συρίας, αλλά
και για τις δυνητικές επιπτώσεις της στον παγκόσμιο καταμερισμό ισχύος.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Είναι πολύ νωρίς βέβαια για πανηγυρισμούς. Και μόνο το γεγονός των παγκόσμιων επιπτώσεων εάν η συμφωνία αυτή αποδειχθεί βιώσιμη και οδηγήσει σε μια νέα ύφεση στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, αποκαλύπτει το πόσο ευάλωτη είναι απέναντι στους δυνητικά χαμένους. Οι προβοκάτσιες, μια μέθοδος άσκησης πολιτικής που ευημερεί σε όλη τη διάρκεια της μεσανατολικής Ιστορίας, είναι πιθανό να αξιοποιηθούν από διάφορες πλευρές, με στόχο να εκτροχιάσουν τη συμφωνία.
Καταρχάς, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις: Η απειλή χρήσης βίας από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών και παρά τη αρχική κλιμάκωση που παρατηρήθηκε και έφερε την ευρύτερη περιοχή στο κατώφλι μια στρατιωτικής σύγκρουσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη ανάφλεξη ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, αλλά και την υφήλιο (στα πιο απαισιόδοξα σενάρια), έφερε αποτέλεσμα.
Η Ρωσία, που δεν αποτελεί μυστικό ότι δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με τις ΗΠΑ τουλάχιστον στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μετρίασε τη συγκρουσιακή της στάση στο πρόβλημα και επιστράτευσε όλη τη διπλωματική μαεστρία του Κρεμλίνου ώστε να προκύψει συμφωνία με τις ΗΠΑ, μέσα από αναγκαίους συμβιβασμούς. Εάν όλα εξελιχθούν καλά, θα εξηγήσουμε στη συνέχεια ποια θα είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Ταυτόχρονα όμως, έστω και τώρα, είναι αναμφισβήτητο ότι η Μόσχα κατήγαγε μια μεγάλης σημασίας στρατηγική νίκη, τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο επικοινωνιακό επίπεδο. Η στρατηγική που ακολούθησε, την εμφάνισε και τη νομιμοποίησε στα μάτια του διεθνούς ακροατηρίου ως μια δύναμη ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διαχείριση των προβλημάτων της διεθνούς ασφάλειας, παρά το μειονέκτημα που έχει – προς το παρόν τουλάχιστον – σε όρους στρατιωτικής ισχύος.
Ο δρόμος βέβαια από δω και πέρα δεν θα είναι στρωμένος με… ροδοπέταλα. Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπιστούν θα είναι μεγάλες, καθώς το έργο που καλούνται να φέρουν σε πέρας Ρωσία και ΗΠΑ, με την εξουδετέρωση του χημικού οπλοστασίου της Συρίας είναι κολοσσιαίο. Η Ρωσία πρέπει μάλιστα να επαγρυπνεί, καθώς η αναμφισβήτητη σοβαρή ζημιά στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τους αντικαθεστωτικούς ίσως οδηγήσει σε βεβιασμένες κινήσεις για τη μερική τους αποκατάσταση, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στη στρατηγική συνεννόηση Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Οι αντικαθεστωτικοί, λίγη μόνο ώρα μετά τη συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας, έσπευσαν να την αποκηρύξουν με συνέντευξη Τύπου στην Κωνσταντινούπολη… Ταυτόχρονα, στα διεθνή μέσα ενημέρωσης άρχισαν οι διαρροές, ότι το καθεστώς του Άσαντ μετακινεί κάποια χημικά όπλα στο Ιράκ και τον Λίβανο. Βέβαια, η θέση των αντικαθεστωτικών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, αφού οι νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα σε δυνάμεις τους και την επίσης κατά του Άσαντ ένοπλη ομάδα μαχητών «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ» στα σύνορα Συρίας-Ιρακ, έδειξαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση στρατιωτικά, άρα πως θα ήταν δυνατόν να κυβερνήσουν μια χώρα σαν τη Συρία…
Επίσης, η αμερικανική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σημαντική κριτική και στο εσωτερικό, από αυτούς που θεωρούσαν ζήτημα αξιοπιστίας απέναντι σε άλλες χώρες, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, έστω ένα περιορισμένο και συμβολικό στρατιωτικό πλήγμα κατά των δυνάμεων του Άσαντ. Με την εφαρμογή ακριβώς της ίδιας λογικής, το επιχείρημα μπορεί να προσαρμοστεί με τον ακόλουθο τρόπο:
Επιπλοκές θα παρουσιαστούν και στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Τουρκία, καθώς η πίεση για στρατιωτικό πλήγμα πολύ ισχυρότερο αυτού που προετοιμαζόταν, κατέληξε σε μια συμφωνία κορυφής, η οποία στα μάτια της Άγκυρας αποτελεί και απόδειξη ότι η σημασία της Ρωσίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι απείρως μεγαλύτερη από αυτή της Τουρκίας, όταν κανείς ασχοληθεί με τη «μεγάλη εικόνα», την παγκόσμια, κι όχι απλώς την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων.
Βέβαια, η Άγκυρα πάντα φροντίζει να δημιουργεί τα κατάλληλα επιχειρήματα ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά, ανεξαρτήτως της εξέλιξης. Τούρκοι δικαστές άσκησαν διώξεις σε ισλαμιστικές ομάδες που πολεμούν να ανατρέψουν τον Άσαντ, κατηγορώντας τις ότι προσπάθησαν να προμηθευτούν χημικό αέριο σαρίν. Πρόκειται για το μέτωπο Αλ Νούσρα (ναι, αυτό με το οποίο συνεργαζόταν για να περιορίσει τις ορέξεις των Κούρδων για αυτονομία ή ακόμα και απόσχιση…) και την ισλαμιστική ένοπλη ομάδα, Αχράρ Αλ Σαλάμ.
Δηλαδή, η Τουρκία δημιουργεί επιχείρημα έναντι της κατηγορίας ότι παρείχε στην πρώτη λογιστική υποστήριξη κάθε είδους για να αντιμετωπίσει τους Κούρδους, αφήνοντας και ανοικτό το ενδεχόμενο, εάν οι εξελίξεις δεν πάνε και πολύ καλά (ήδη δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερες) να δημιουργήσει προβλήματα στις ΗΠΑ και το επιχείρημά τους ότι ο Άσαντ ευθύνεται αποκλειστικά για τη χρήση χημικών… Ο υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογου, έδωσε ήδη στίγμα των προθέσεων της Άγκυρας, υποστηρίζοντας σε δηλώσεις του ότι το πρόβλημα στη Συρία δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την παράδοση του χημικού της οπλοστασίου…
Για την Ελλάδα και την Κύπρο η εξέλιξη είναι αναμφισβήτητα θετική. Αρχικά, όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις, το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξυπηρετείται όταν ΗΠΑ και Ρωσία συνεργάζονται στη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων. Ταυτόχρονα όμως, ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, επιβάλλει την κινητοποίηση της ελλαδικής και της κυπριακής διπλωματίας στην κατεύθυνση της ενεργητικής ενθάρρυνσης με κάθε τρόπο της συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών.
Επίσης, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει με κάθε τρόπο να αυξήσουν τη συνεισφορά στο επίπεδο των πληροφοριών που – θα έπρεπε τουλάχιστον να – συλλέγουν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, παράλληλα με τις διευκολύνσεις που παρέχονται όποτε ζητούνται για τις ναυτικές κυρίως δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Του Μιχαήλ Βασιλείου
Είναι πολύ νωρίς βέβαια για πανηγυρισμούς. Και μόνο το γεγονός των παγκόσμιων επιπτώσεων εάν η συμφωνία αυτή αποδειχθεί βιώσιμη και οδηγήσει σε μια νέα ύφεση στις σχέσεις ανάμεσα στις δυο χώρες, αποκαλύπτει το πόσο ευάλωτη είναι απέναντι στους δυνητικά χαμένους. Οι προβοκάτσιες, μια μέθοδος άσκησης πολιτικής που ευημερεί σε όλη τη διάρκεια της μεσανατολικής Ιστορίας, είναι πιθανό να αξιοποιηθούν από διάφορες πλευρές, με στόχο να εκτροχιάσουν τη συμφωνία.
Καταρχάς, θα πρέπει να γίνουν ορισμένες γενικές παρατηρήσεις: Η απειλή χρήσης βίας από την πλευρά των Ηνωμένων Πολιτειών και παρά τη αρχική κλιμάκωση που παρατηρήθηκε και έφερε την ευρύτερη περιοχή στο κατώφλι μια στρατιωτικής σύγκρουσης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικευμένη ανάφλεξη ολόκληρη τη Μέση Ανατολή, αλλά και την υφήλιο (στα πιο απαισιόδοξα σενάρια), έφερε αποτέλεσμα.
Η Ρωσία, που δεν αποτελεί μυστικό ότι δεν μπορεί να αντιπαρατεθεί στρατιωτικά με τις ΗΠΑ τουλάχιστον στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, μετρίασε τη συγκρουσιακή της στάση στο πρόβλημα και επιστράτευσε όλη τη διπλωματική μαεστρία του Κρεμλίνου ώστε να προκύψει συμφωνία με τις ΗΠΑ, μέσα από αναγκαίους συμβιβασμούς. Εάν όλα εξελιχθούν καλά, θα εξηγήσουμε στη συνέχεια ποια θα είναι η πιθανότερη εξέλιξη.
Ταυτόχρονα όμως, έστω και τώρα, είναι αναμφισβήτητο ότι η Μόσχα κατήγαγε μια μεγάλης σημασίας στρατηγική νίκη, τόσο στο ουσιαστικό όσο και στο επικοινωνιακό επίπεδο. Η στρατηγική που ακολούθησε, την εμφάνισε και τη νομιμοποίησε στα μάτια του διεθνούς ακροατηρίου ως μια δύναμη ισότιμη με τις Ηνωμένες Πολιτείες στη διαχείριση των προβλημάτων της διεθνούς ασφάλειας, παρά το μειονέκτημα που έχει – προς το παρόν τουλάχιστον – σε όρους στρατιωτικής ισχύος.
Ο δρόμος βέβαια από δω και πέρα δεν θα είναι στρωμένος με… ροδοπέταλα. Οι δυσκολίες που θα αντιμετωπιστούν θα είναι μεγάλες, καθώς το έργο που καλούνται να φέρουν σε πέρας Ρωσία και ΗΠΑ, με την εξουδετέρωση του χημικού οπλοστασίου της Συρίας είναι κολοσσιαίο. Η Ρωσία πρέπει μάλιστα να επαγρυπνεί, καθώς η αναμφισβήτητη σοβαρή ζημιά στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με τους αντικαθεστωτικούς ίσως οδηγήσει σε βεβιασμένες κινήσεις για τη μερική τους αποκατάσταση, οι οποίες θα μπορούσαν να δημιουργήσουν προβλήματα στη στρατηγική συνεννόηση Ουάσιγκτον-Μόσχας.
Οι αντικαθεστωτικοί, λίγη μόνο ώρα μετά τη συμφωνία ΗΠΑ-Ρωσίας, έσπευσαν να την αποκηρύξουν με συνέντευξη Τύπου στην Κωνσταντινούπολη… Ταυτόχρονα, στα διεθνή μέσα ενημέρωσης άρχισαν οι διαρροές, ότι το καθεστώς του Άσαντ μετακινεί κάποια χημικά όπλα στο Ιράκ και τον Λίβανο. Βέβαια, η θέση των αντικαθεστωτικών γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη, αφού οι νέες συγκρούσεις που ξέσπασαν ανάμεσα σε δυνάμεις τους και την επίσης κατά του Άσαντ ένοπλη ομάδα μαχητών «Ισλαμικό Κράτος του Ιράκ» στα σύνορα Συρίας-Ιρακ, έδειξαν ότι δεν μπορούν να ελέγξουν την κατάσταση στρατιωτικά, άρα πως θα ήταν δυνατόν να κυβερνήσουν μια χώρα σαν τη Συρία…
Επίσης, η αμερικανική κυβέρνηση θα αντιμετωπίσει σημαντική κριτική και στο εσωτερικό, από αυτούς που θεωρούσαν ζήτημα αξιοπιστίας απέναντι σε άλλες χώρες, όπως το Ιράν και η Βόρεια Κορέα, έστω ένα περιορισμένο και συμβολικό στρατιωτικό πλήγμα κατά των δυνάμεων του Άσαντ. Με την εφαρμογή ακριβώς της ίδιας λογικής, το επιχείρημα μπορεί να προσαρμοστεί με τον ακόλουθο τρόπο:
Το
μήνυμα που έστειλε η συμφωνία με τη Ρωσία προς κάθε αντίπαλο όπως οι δυο
προαναφερόμενες χώρες, είναι ότι μόνο με την κατοχή μη συμβατικού
οπλοστασίου διαθέτεις επιρροή και διαπραγματευτική ισχύ. Άρα, η
κυβέρνηση του Μπάρακ Ομπάμα θα κατηγορηθεί πιθανότατα, ότι με την
πολιτική της τροφοδοτεί αντί να αποτρέπει τη διασπορά των όπλων μαζικής
καταστροφής (proliferation of weapons of mass destruction). Δεδομένου
μάλιστα ότι ο Μπάρακ Ομπάμα ανέφερε πως η στρατιωτική επιλογή παραμένει
στο τραπέζι, περιθώρια για λάθη δεν υπάρχουν…
Επιπλοκές θα παρουσιαστούν και στις σχέσεις της Ουάσιγκτον με την Τουρκία, καθώς η πίεση για στρατιωτικό πλήγμα πολύ ισχυρότερο αυτού που προετοιμαζόταν, κατέληξε σε μια συμφωνία κορυφής, η οποία στα μάτια της Άγκυρας αποτελεί και απόδειξη ότι η σημασία της Ρωσίας στην αμερικανική εξωτερική πολιτική είναι απείρως μεγαλύτερη από αυτή της Τουρκίας, όταν κανείς ασχοληθεί με τη «μεγάλη εικόνα», την παγκόσμια, κι όχι απλώς την περιφερειακή ισορροπία δυνάμεων.
Βέβαια, η Άγκυρα πάντα φροντίζει να δημιουργεί τα κατάλληλα επιχειρήματα ώστε να είναι σε θέση να αντεπεξέρχεται ικανοποιητικά, ανεξαρτήτως της εξέλιξης. Τούρκοι δικαστές άσκησαν διώξεις σε ισλαμιστικές ομάδες που πολεμούν να ανατρέψουν τον Άσαντ, κατηγορώντας τις ότι προσπάθησαν να προμηθευτούν χημικό αέριο σαρίν. Πρόκειται για το μέτωπο Αλ Νούσρα (ναι, αυτό με το οποίο συνεργαζόταν για να περιορίσει τις ορέξεις των Κούρδων για αυτονομία ή ακόμα και απόσχιση…) και την ισλαμιστική ένοπλη ομάδα, Αχράρ Αλ Σαλάμ.
Δηλαδή, η Τουρκία δημιουργεί επιχείρημα έναντι της κατηγορίας ότι παρείχε στην πρώτη λογιστική υποστήριξη κάθε είδους για να αντιμετωπίσει τους Κούρδους, αφήνοντας και ανοικτό το ενδεχόμενο, εάν οι εξελίξεις δεν πάνε και πολύ καλά (ήδη δεν θα μπορούσαν να είναι χειρότερες) να δημιουργήσει προβλήματα στις ΗΠΑ και το επιχείρημά τους ότι ο Άσαντ ευθύνεται αποκλειστικά για τη χρήση χημικών… Ο υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογου, έδωσε ήδη στίγμα των προθέσεων της Άγκυρας, υποστηρίζοντας σε δηλώσεις του ότι το πρόβλημα στη Συρία δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την παράδοση του χημικού της οπλοστασίου…
Για την Ελλάδα και την Κύπρο η εξέλιξη είναι αναμφισβήτητα θετική. Αρχικά, όπως έχουμε αναφέρει πολλάκις, το ελληνικό εθνικό συμφέρον εξυπηρετείται όταν ΗΠΑ και Ρωσία συνεργάζονται στη διαχείριση των διεθνών υποθέσεων. Ταυτόχρονα όμως, ο υψηλός βαθμός αβεβαιότητας για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων, επιβάλλει την κινητοποίηση της ελλαδικής και της κυπριακής διπλωματίας στην κατεύθυνση της ενεργητικής ενθάρρυνσης με κάθε τρόπο της συνεννόησης μεταξύ των δύο χωρών.
Επίσης, Ελλάδα και Κύπρος πρέπει με κάθε τρόπο να αυξήσουν τη συνεισφορά στο επίπεδο των πληροφοριών που – θα έπρεπε τουλάχιστον να – συλλέγουν οι ελληνικές μυστικές υπηρεσίες, παράλληλα με τις διευκολύνσεις που παρέχονται όποτε ζητούνται για τις ναυτικές κυρίως δυνάμεις που είναι ανεπτυγμένες στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου.
Εάν
το στοίχημα της Συρίας πετύχει, τότε Ουάσιγκτον και Μόσχα θα μπορούσαν
να μπουν στον «πειρασμό» να δοκιμάσουν και σε άλλα μέτωπα που παραμένουν
ανοικτά, εκμεταλλευόμενες τη δυναμική που θα έχει δημιουργηθεί. Η Μόσχα
τουλάχιστον, φαίνεται πως έχει κάθε λόγο να το επιδιώξει, αφού η
ενεργητική εξωτερική πολιτική και τα κίνητρα στις ΗΠΑ να αναζητήσουν
συμβιβασμούς ώστε να αποφύγουν και τα τεράστια κόστη που συνεπάγονται οι
πολεμικές περιπέτειες εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Κυρίως όμως, διότι αυτό αποκαθιστά τη Μόσχα στη θέση του ισότιμου συνομιλητή και συνδιαχειριστή των μεγάλων προβλημάτων της διεθνούς ασφάλειας μαζί με την Ουάσιγκτον. http://www.defence-point.gr/news/?p=84365
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου