Τρίτη 20 Μαΐου 2025

Χωρίς Βέτο: Η Άγκυρα μπαίνει στα άδυτα της ευρωπαϊκής άμυνας με τη σιωπηρή συναίνεση της Αθήνας.

 

    Σε μια εξέλιξη που προκαλεί πολιτικό σεισμό, η ελληνική κυβέρνηση δεν άσκησε βέτο στην απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάξει την Τουρκία στο ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο, ανοίγοντας την πόρτα για συμμετοχή της σε κρίσιμες δομές της κοινής ευρωπαϊκής άμυνας. Η είδηση αποκαλύπτεται μέσα από ρεπορτάζ της εφημερίδας «Καθημερινή» και ήδη προκαλεί έντονες αντιδράσεις, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, καθώς η απόφαση αυτή συνιστά ριζική μεταβολή σε θέματα στρατηγικής ασφάλειας στην περιοχή.

    Η Τουρκία, η οποία εδώ και χρόνια κρατά ανοιχτά μέτωπα τόσο με την Ελλάδα όσο και με την Κύπρο, αποκτά πλέον θέση στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα άμυνας συνολικού ύψους 150 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η συμμετοχή της περιλαμβάνει πρόσβαση σε κεφάλαια για αγορά και ανάπτυξη οπλικών συστημάτων, τεχνογνωσία αιχμής και συνεργασία με κράτη-μέλη της Ε.Ε. σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις και επιχειρησιακό σχεδιασμό.

    Η νέα αυτή πραγματικότητα δημιουργεί πολλαπλά ερωτήματα και ανησυχίες, καθώς η Άγκυρα εξασφαλίζει πρόσβαση σε ευρωπαϊκές τεχνολογίες και πληροφορίες, την ώρα που εξακολουθεί να απειλεί ανοιχτά την ελληνική κυριαρχία με υπερπτήσεις και αναθεωρητικές δηλώσεις, ενώ διατηρεί στρατεύματα κατοχής και εποίκους στο κατεχόμενο βόρειο τμήμα της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η Κύπρος, το μοναδικό κράτος-μέλος της Ε.Ε. και της Ευρωζώνης με ξένο στρατό στο έδαφός του, παραμένει εγκλωβισμένο σε μια ευρωπαϊκή αντίφαση, καθώς οι αποφάσεις για την αμυντική πολιτική φαίνεται να αγνοούν τα βασικά δεδομένα της πραγματικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο.

    Η απουσία ελληνικής αντίδρασης, με τη μη άσκηση βέτο, θέτει ζήτημα πολιτικής και εθνικής στρατηγικής. Ενώ το ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα υποτίθεται ότι αποσκοπεί στη θωράκιση της ηπείρου απέναντι σε εξωτερικές απειλές, εν τέλει προσφέρει προνομιακή πρόσβαση σε μια χώρα που συστηματικά αμφισβητεί τα κυριαρχικά δικαιώματα κράτους-μέλους. Το ζήτημα λαμβάνει διαστάσεις μεγαλύτερες από το αμυντικό πλαίσιο και αγγίζει τον πυρήνα της συνοχής και αξιοπιστίας της Ε.Ε., αλλά και της ευθύνης της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι σε μείζονα εθνικά συμφέροντα.

    Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να εντάξει την Τουρκία στο ευρωπαϊκό αμυντικό πρόγραμμα, χωρίς κανένα ελληνικό βέτο ή ένσταση, αποδεικνύεται πολύ πιο βαθιά και επικίνδυνη απ’ όσο αρχικά φάνηκε. Δεν πρόκειται μόνο για πρόσβαση της Άγκυρας σε κονδύλια 150 δισ. ευρώ, τεχνογνωσία και ασκήσεις. Η πραγματική ανατροπή αφορά τη δυνατότητα που αποκτά πλέον η Τουρκία να επηρεάζει την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική εκ των έσω, συμμετέχοντας σε όργανα λήψης αποφάσεων και διαμόρφωσης στρατηγικών που επηρεάζουν άμεσα τα ελληνικά συμφέροντα.

    Η είσοδος της Τουρκίας στο αμυντικό ταμείο, παρότι τυπικά περιορισμένη σε ποσοστό συμμετοχής 35% στη συμπαραγωγή οπλικών συστημάτων, αποκτά νέο βάθος λόγω μιας ευρωπαϊκής «παραθυράκης» που ήδη αξιοποιείται. Η σχετική πρόβλεψη ορίζει ότι το 65% των εξαρτημάτων κάθε αμυντικού προϊόντος πρέπει να κατασκευάζεται σε χώρες-μέλη της Ε.Ε.—ωστόσο, στην ίδια κατηγορία εντάσσεται και η Ουκρανία, η οποία αποτελεί αυτή τη στιγμή εταίρο ειδικού καθεστώτος.

    Εκεί ακριβώς επενδύει η τουρκική πλευρά. Ο γαμπρός του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, μέσω της εταιρείας του, έχει ήδη δημιουργήσει εργοστάσιο παραγωγής drones στην Ουκρανία. Έτσι, η Τουρκία αποκτά τη δυνατότητα να διοχετεύει εξοπλισμό και τεχνολογία στο ευρωπαϊκό αμυντικό σύστημα μέσω ουκρανικών συμπράξεων, παρακάμπτοντας τους φαινομενικούς περιορισμούς και ενισχύοντας τον δικό της γεωπολιτικό ρόλο.

    Η προοπτική αυτή προκαλεί σοκ στην Αθήνα, καθώς όχι μόνο αδυνατεί να μπλοκάρει αυτές τις εξελίξεις, αλλά φαίνεται να τις ανέχεται αδιαμαρτύρητα. Ενώ η Τουρκία παραμένει σε καθεστώς έντασης με την Ελλάδα και εξακολουθεί να διατηρεί στρατεύματα σε ευρωπαϊκό έδαφος —στην κατεχόμενη Κύπρο— αποκτά μεθοδικά ρόλο συν-διαμορφωτή των ευρωπαϊκών αμυντικών ισορροπιών. Οι επιπτώσεις αυτής της μεθόδευσης θα είναι μακροπρόθεσμες και πιθανότατα μη αναστρέψιμες, εάν δεν υπάρξει άμεση στρατηγική απάντηση.

    Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο της απόφασης για την ένταξη της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο δεν είναι μόνο η ίδια η συμμετοχή της Άγκυρας, αλλά η παθητική στάση της ελληνικής κυβέρνησης. Παρά την κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, την παρατεταμένη κατοχή της μισής Κύπρου και τις καταγγελίες για συνεχιζόμενη εθνοκάθαρση σε ευρωπαϊκό έδαφος, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επέλεξε να μην αξιοποιήσει το δικαίωμα βέτο. Έτσι, η Ελλάδα ουσιαστικά συναίνεσε σιωπηλά σε μια απόφαση που ενισχύει τη στρατηγική θέση μιας χώρας που τη στοχοποιεί διαρκώς.

    Η χρονική συγκυρία δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών. Την ώρα που τουρκικά μαχητικά παραβιάζουν τον ελληνικό εναέριο χώρο και αξιωματούχοι της Άγκυρας προβάλλουν ρητά αμφισβητήσεις ελληνικής και κυπριακής κυριαρχίας, η Ε.Ε. της προσφέρει ένα κανάλι αναβάθμισης της στρατιωτικής της ισχύος μέσω κοινών εξοπλιστικών προγραμμάτων με κράτη όπως η Γερμανία και η Γαλλία. Η τουρκική συμμετοχή συνεπάγεται πρόσβαση σε ευρωπαϊκή τεχνογνωσία, χρηματοδότηση και δυνατότητα συνεργασιών που θα ενισχύσουν σημαντικά την αμυντική βιομηχανία της χώρας.

    Αυτό το πλαίσιο όχι μόνο επιτρέπει στην Τουρκία να αναβαθμίζει τη στρατιωτική της υποδομή, αλλά την καθιστά συμμέτοχο και εν δυνάμει διαμορφωτή της ευρωπαϊκής αμυντικής πολιτικής. Η Άγκυρα δεν περιορίζεται πλέον στον ρόλο του παρατηρητή, αλλά συμμετέχει ενεργά στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση στρατιωτικών πρωτοβουλιών σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και όλα αυτά με τη συναίνεση μιας ελληνικής κυβέρνησης που εμφανίζεται αμήχανη, χωρίς αντανακλαστικά ή εθνική στρατηγική.

    Μέσα σε αυτό το σκηνικό, η Τουρκία διατηρεί ανοιχτά μέτωπα όχι μόνο με την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και με την ίδια την Ε.Ε., ειδικά σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, όπου χρησιμοποιεί ροές ως διαπραγματευτικό εργαλείο. Παρ’ όλα αυτά, αντί να υπάρξει αποκλεισμός ή έστω φραγμός, της προσφέρεται στρατηγική αναβάθμιση. Η ένταξή της στο ταμείο δεν είναι τεχνική ή γραφειοκρατική λεπτομέρεια – είναι πολιτική πράξη με γεωπολιτικές συνέπειες, που διαμορφώνει μια νέα ισορροπία δυνάμεων, εις βάρος της Ελλάδας και με την πλήρη απουσία αντίδρασης από την Αθήνα.

    Η απόφαση να μην ασκήσει η ελληνική κυβέρνηση βέτο στην ένταξη της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό ταμείο ξεπερνά τα όρια της πολιτικής αδράνειας. Συνιστά, όπως εκτιμούν πολιτικοί και στρατιωτικοί αναλυτές, μια στρατηγική υποχώρηση με σοβαρές και πιθανώς μη αναστρέψιμες συνέπειες για την εθνική ασφάλεια. Η Τουρκία, χώρα που διατηρεί επιθετική ρητορική και προκλητική στάση απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, εντάσσεται πλέον επίσημα σε ευρωπαϊκές αμυντικές δομές, χωρίς την παραμικρή ουσιαστική αντίδραση από την Αθήνα.

    Η κυβέρνηση Μητσοτάκη είτε δεν μπόρεσε να υπερασπιστεί τα εθνικά συμφέροντα, είτε –όπως κατηγορούν αρκετοί αναλυτές– επέλεξε συνειδητά να τα θέσει στο περιθώριο. Το βέτο, το μοναδικό εργαλείο που θα μπορούσε να μπλοκάρει την τουρκική είσοδο στο ταμείο, δεν χρησιμοποιήθηκε. Αντίθετα, περιορίστηκε σε διπλωματικές διατυπώσεις και σιωπηλές υποχωρήσεις. Ερωτήματα παραμένουν για το τι ακριβώς οδήγησε στην απόφαση αυτή και ποιες πιέσεις ασκήθηκαν στο παρασκήνιο από ισχυρά κράτη-μέλη της Ε.Ε., όπως η Γερμανία ή η Γαλλία, που διατηρούν στενές σχέσεις με την Άγκυρα για οικονομικούς και γεωπολιτικούς λόγους.

    Η ένταξη της Τουρκίας στο ευρωπαϊκό αμυντικό πλαίσιο δεν είναι μια απλή διοικητική εξέλιξη. Αλλάζει ριζικά τους συσχετισμούς στην Ανατολική Μεσόγειο και ανατρέπει τη βασική στρατηγική στόχευση που είχε η Ελλάδα από την ένταξή της στην τότε ΕΟΚ: να οικοδομήσει ένα κοινό ευρωπαϊκό αμυντικό μέτωπο απέναντι στην τουρκική απειλή. Μια στόχευση που είχε ενισχυθεί θεσμικά από το άρθρο 42 παρ. 7 της Συνθήκης της Ε.Ε., το οποίο προβλέπει ρητή ρήτρα συλλογικής άμυνας για τα κράτη-μέλη.

    Σήμερα, με την Τουρκία να εισέρχεται στο ίδιο πλαίσιο συνεργασίας, η ρήτρα αυτή αδρανοποιείται. Δεν έχει καμία εφαρμογή για την Ελλάδα και την Κύπρο έναντι μιας χώρας που τις απειλεί ευθέως και παραβιάζει σταθερά τα κυριαρχικά τους δικαιώματα. Με αυτό το δεδομένο, η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο απεμπολεί ένα ιστορικό κεκτημένο στρατηγικής ασφάλειας, αλλά εκχωρεί τη δυνατότητα στην Τουρκία να διαμορφώνει από κοινού την ευρωπαϊκή αμυντική πολιτική.

    Η νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται φέρνει την Ελλάδα μπροστά σε ένα θεμελιώδες δίλημμα. Η σιωπηλή συναίνεση σε μία από τις πιο επικίνδυνες εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως ιστορική ήττα. Μια ήττα που δεν προήλθε από στρατιωτική σύγκρουση, αλλά από την απουσία πολιτικής βούλησης να αντισταθεί σε ένα σχέδιο που υπονομεύει την εθνική κυριαρχία από τα ενδότερα της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

    newsprime.gr

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου