Ο κ. Μητσοτάκης, περνά ήδη, στο στάδιο της φθοράς. Θα ήταν τραγωδία να πάμε στις εκλογές με το δίλημμα: Νέα Δημοκρατία ή Συριζα.
«Κάτι πρέπει να γίνει» είναι το μοτίβο απλών πολιτών αλλά και ανθρώπων που ασχολήθηκαν με την πολιτική και δεν εκφράζονται σήμερα από το φάσμα των πολιτικών δυνάμεων. Θεωρούν, κυρίως,
πως λείπει το στοιχείο του, καλώς εννοούμενου, πατριωτισμού από το χαρακτήρα των κομμάτων και μιας πολιτικής πρότασης που να περιέχει όραμα. Οι άνθρωποι δεν ζουν, μόνο, για να ικανοποιήσουν βιοτικές ανάγκες τους. Είναι αναγκαίες αλλά δεν αρκούν. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της ζωής τα προσδίδει το όραμα. Οι αξίες, αυτό που νοιώθουν ότι φέρουν ως πολιτισμικοί φορείς στην κοινή τους διαχρονία. Η συνύπαρξη με τους άμεσους ή έμμεσους γνωστούς, φίλους, συμπολίτες που διαμορφώνει τις μικρές κοινότητες και τις πολιτείες τους. Οι οποίες πολιτείες εντάσσονται δημιουργικά στην παγκόσμια κοινωνία. Αλλά, με τα δικά τους χαρακτηριστικά.
Αυτήν την αίσθηση των ανθρώπων που αναπαράγει, πραγματικά ή φαντασιακά, την ύπαρξή τους επιχειρούν, σήμερα, να την απαλείψουν.
Ανεπιτυχώς, διότι αποτελεί γενετικό χαρακτηριστικό της ανθρώπινης
ύπαρξης. Δεν ξέρω τι θα γίνει όταν ο κλασικός άνθρωπος, που γνωρίζουμε,
συνυπάρξει με τα ανθρωποειδή της Τεχνητής Νοημοσύνης αλλά όσο αυτήν την
εξέλιξη την ελέγχει, ακόμη, το ανθρώπινο είδος η αίσθηση της κοινής
καταγωγής και των παραδόσεων που διαμορφώθηκαν θα διατηρείται. Δεν
ξεριζώνεται. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο πρόβλημα της παγκοσμιοποίησης
που επιχειρήθηκε να επιβληθεί. Θέλησε να φτιάξει ένα ανθρωπολογικό
πρότυπο χωρίς αίσθηση της προέλευσής του, της καταγωγής του, των
χαρακτηριστικών του. Γι αυτό και αποτυγχάνει. Ήταν ένα πρότυπο
παγκοσμιοποίησης που θέλησε να εξυπηρετήσει μόνο την οικονομία.Σ αυτό το πρότυπο προσπαθούν να προσαρμοστούν οι τρείς, άξιοι λόγου προς το παρόν, πολιτικοί φορείς της χώρας. Άλλος με μεγαλύτερο φανατισμό και άλλος με μικρότερο. Πάντως, όλοι με την ίδια κατεύθυνση.
Αυτή η προσπάθειά τους έρχεται σε αντίθεση με τη συνείδηση της κοινωνίας. Η οποία, σκεπτόμενη, αρχίζει την αμφισβήτηση και την αποστασιοποίηση.
Στο κυβερνών κόμμα, τη Νέα Δημοκρατία, που θέλησε να εκφράσει και μια παραδοσιακή Δεξιά με επιμονή σε πατριωτικές αναφορές, σημαντικό μέρος των ψηφοφόρων της αρχίζει να προβληματίζεται και να αναζητά εσωτερική ή, ακόμη, και εκτός κόμματος πολιτικοιδεολογική έκφραση.
Τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα έχοντας την υποσυνείδητη αλαζονεία ότι το καθεστώς που υπηρετούν είναι πέραν κάθε αμφισβητήσεως εγκατέλειψαν την προσπάθεια ιδεολογικής αναπαραγωγής των αξιών που πρεσβεύουν. Θεωρούν, μάλιστα, την ιδεολογία κάτι σαν αγκύλωση. Πιστεύουν πως με την πολιτική τους θα αναπαράγουν τους ψηφοφόρους τους. Αλλά το άλυτο αυτό δέσιμο τελείωσε. Η Νέα Δημοκρατία αντιμετωπίζει, ήδη, αυτό το πρόβλημα. Δεν έχει ένα πειστικό αφήγημα για την πολιτική της.
Κινήθηκε σε τέσσερις άξονες: αλλαγή του κράτους, ανάπτυξη της οικονομίας, μεταναστευτικό, αντιμετώπιση των εθνικών θεμάτων. Αν εξαιρέσει κανείς την οικονομία στην οποία, προς το παρόν, διαμορφώνει, απλώς, κλίμα πουθενά δεν πέτυχε οκτώ μήνες μετά την ανάληψη της εξουσίας. Και να σκεφθεί κανείς πως, παρά το 32% του Συριζα, ο υπόλοιπος ελληνικός πληθυσμός είδε τη νίκη του κυβερνώντος κόμματος με μια ανακούφιση, λόγω του ανορθολογισμού και του εφιάλτη που βίωνε. Η ανοχή αρχίζει να τελειώνει, κυρίως, λόγω του μεταναστευτικού και μιας θολής αντιμετώπισης των εθνικών θεμάτων.
Ούτε η τρομοκράτηση του κόσμου με
πόλεμο, ούτε οι φθαρμένοι προπομποί παραχωρήσεων κυριαρχικών δικαιωμάτων
μπορούν να αποδώσουν. Χρειάζεται αλλαγή ρότας. Αλλά η Νέα Δημοκρατία,
όπως και τα δύο άλλα πολιτικά κόμματα της χώρας είναι διαπεπλεγμένα με
το κυρίαρχο διεθνές σύστημα που προάγει το είδος της παγκοσμιοποίησης
που περιέγραψα. Η παγκοσμιοποίηση, ως γενική αναφορά και επαφή της
ανθρωπότητας, είναι αναπόφευκτη λόγω των σύγχρονων τεχνολογιών. Το είδος
της έχει σημασία. Η προωθούμενη απέτυχε.
Σε μια κάκιστη εκδοχή της επιμένει, ή μάλλον αποτελεί κυρίαρχο συστατικό του στοιχείο, και ο Συριζα.
Ένα κόμμα που εμφανίστηκε ως παρθενογένεση την περίοδο της κρίσης αλλά
στην ουσία συνεστήθη από τις πιο παραδοσιακές, περιθωριακές και
αποδομητικές σέχτες που λαθροβιούσαν στον ελλαδικό περίγυρο.
Σταλινικοί, τροτσκιστές, «μουλούδες»,
«ανανεωτικοί» κομμουνιστές, απογοητευμένοι ΚΚΕδες, σύγχρονοι
δικαιωματιστές που θεωρούν τα δικαιώματα σημαντικότερα του ανθρώπου,
δήθεν οικολόγοι που ξεχνούν τις ιδεολογικές τους αναφορές για μια
κυβερνητική καρέκλα, επαγγελματίες αποδομιστές που συντηρούνται απο
διεθνή πινάκια, καιροσκόποι, μανιακοί της εξουσίας, “αναρχικοί” της
πλάκας, κάπηλοι ενός σημαντικότατου κινήματος έκφρασης της ανθρώπινης
αγωνίας, “αντιεξουσιαστές” που μόλις αποκτήσουν εξουσία γίνονται οι
σκληρότεροι κρατιστές, και φανατικοί καρεκλοκένταυροι, «αριστεροί» των
σαλονιών, ρεβανσιστές του Εμφυλίου, μοντέλα και μοντελάκια, ακόμη και
υποστηρικτές της ακραίας βίας, συνασπίσθηκαν και κατάφεραν να
χειραγωγήσουν ένα κίνημα απέλπιδων ανθρώπων που βίωσαν μιαν οδυνηρώτατη
κρίση, κατ αρχήν οικονομική αλλά στην ουσία αξιακή.
Το αξιακό οικοδόμημα της ελληνικής κοινωνίας άρχισε να αποδομείται
αμέσως μετά τη μεταπολίτευση διότι δεν μπόρεσε να προσαρμοστεί. Σε
αντίθεση με άλλες περιόδους της ιστορίας, η μεταπολίτευση δεν ανέδειξε
το αναγκαίο είδος διανόησης που με δημόσιο διάλογο και καταλυτική
παρέμβαση θα μπορούσε να το αναδιαμορφώσει. Οι βασικές αναφορές των
κοινωνιών παραμένουν σταθερές αλλά προσαρμόζονται, αναλόγως, της εποχής
και των αναγκών της.
Χωρίς να έχω κάποια εξειδίκευση στο
θέμα έχω την εντύπωση πως στη μεταπολίτευση κυριάρχησε ένα κράμα της
λεγόμενης γενιάς του ’30, κάποιων αναλαμπών της δεκαετίας του ’60 αλλά,
κυρίως, ο ιδεολογικός, πολιτικός και πολιτιστικός ρεβανσισμός του
Εμφυλίου. Μερικοί γαλλοσπουδαγμένοι “ανανεωτές” της αριστεράς, που
δύσκολα απέκρυπταν τον λενινισμό τους, θέλησαν να διαδραματίσουν ρόλο
ιδεολογικού ινστρούχτορα αναπαράγοντας, πολλές φορές κακομασημένα, τα
ιδεολογήματα του ΄68 και τις θεωρίες προσωπικοτήτων όπως ο Λακάν, ο
Φουκώ, ο Αλτουσέρ ή οι γερμανοτρφείς, της Σχολής της Φραγκφούρτης και οι
“Ιταλοσπουδαγμένοι” του Γκράμσι, της ομάδας του “Μανιφέστο”, του
Μπόμπιο, του Μπερλίγκουερ και του Κούρτσιο και πάει λέγοντας. Πάντως,
δύσπεπτες εισαγωγές χωρίς επεξεργασία.
Αναγκαστικά ή όχι, η βαρβαρότητα ενός εμφυλίου πολέμου επέβαλε
ακραίες ιδεολογικές μορφές του νικητή οι οποίες κατέρρευσαν με τη
δικτατορία του ’67.Ο αστικός χώρος δεν είχε- ή, μάλλον, δεν φρόντισε να έχει- την αναγκαία διανόηση που να του παράγει ένα νέο αφήγημα. Τα θεώρησε όλα δεδομένα και γραμμικά όπως πριν την δικτατορία. Δεν ήταν, όμως.
Παρά το γεγονός ότι σήμερα αποτελεί, για την πλειοψηφία των πολιτών, το απόλυτο κακό της κρίσης που βιώνουν, ο Ανδρέας Παπανδρέου έσωσε την αστική, κοινοβουλευτική δημοκρατία μετά τη μεταπολίτευση.
Συγκράτησε τον ριζοσπαστισμό του κόσμου από την αναζήτηση παραδοσιακών αριστερών λύσεων παρουσιάζοντας το πρόγραμμα μιας, ελληνικού τύπου, σοσιαλδημοκρατίας. Ήταν ό,τι πιο σύγχρονο μπορούσε να εμφανιστεί εκείνες τις στιγμές.
Υπήρξαν πολλά και σημαντικότατα προβλήματα αλλά μια μακροιστορική αποτίμηση δεν τα λαμβάνει υπόψη. Οι εσωκομματικές εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ ήταν σκληρές και διαμόρφωσαν ένα προσωποπαγές κίνημα. Έχουν τη σημασία τους αλλά η προσέγγιση που επιχειρούμε σήμερα είναι πιο γενική.
Ο Ανδρέας Παπανδρέου που εμφανίστηκε στην πολιτική σκηνή αρχές της δεκαετίας του ’60 είχε μελετήσει καλά την ταξική σύνθεση της ελληνικής κοινωνίας (κυρίως, αγροτικής και μικροαστικής, στρώματα στα οποία βασίστηκε), την απόλυτη εξάρτηση του ελληνικού κράτους από τους ξένους πάτρωνές του και το τεράστιο έλλειμμα δημοκρατίας λόγω, κυρίως, του Εμφυλίου. Πάνω σ αυτές τις ελλείψεις διαμόρφωσε το πολιτικό του πρόγραμμα το οποίο βρήκε απήχηση στον μη δεξιό κόσμο που αποτελούσε πλειοψηφία.
Προγράμματα διαμορφώνονται εύκολα
αλλά ο κόσμος, για να τοποθετηθεί πολιτικά, αναζητά και ικανές πολιτικές
ηγεσίες για να τις εμπιστευθεί. Ο Ανδρέας Παπανδρέου αποτελούσε μια
τέτοια προσωπικότητα. ΤΟ ΠΑΣΟΚ δεν θα ευδοκιμούσε χωρίς την ηγετική
παρουσία του ιδρυτή του.
Κάνοντας έναν εντυπωσιακό κυβερνητικό κύκλο, το ΠΑΣΟΚ κατέρρευσε μετά
το θάνατο του ιδρυτή του, ο οποίος αποτελούσε, όπως αποδείχθηκε, το
μοναδικό εγγυητή του προγράμματός του.Τα κοινωνικά στρώματα στα οποία βασίστηκε περιείχαν και ανθρώπους σπουδαγμένους επιστημονικά αλλά η πλειοψηφία ήταν προβληματικής πολιτικής παιδείας. Όντας τα μετεμφυλιακά χρόνια εκτός “παιχνιδιού”, αναζητούσαν εξουσία, χρήμα, δόξα, κοινωνική αναγνώριση. Και, μόλις, πήραν την κυβέρνηση έπεσαν με βουλημία στα αγαθά της.
Ο Παπανδρέου ήταν πολιτικός ηγέτης αλλά όχι παιδαγωγός. Άγνωστο αν το προσπάθησε ή όχι αλλά και να ήθελε δεν μπορούσε να τους συγκρατήσει. Το αποτέλεσμα είναι γνωστό.
Ο διάδοχός του, Κώστας Σημίτης, δεν διέθετε τις ικανότητες και τη νομιμοποίηση του Ανδρέα Παπανδρέου. Στην προσπάθειά του να κυριαρχήσει έγινε ομαδάρχης (αν και «έπαιξε» και με τις άλλες ομάδες) αλλά, κυρίως, παραδόθηκε στις ομάδες οικονομικών συμφερόντων που διεκδικούσαν νομή οικονομικής εξουσίας αλλά όπως θα την διαμοίραζαν αυτές.
Δεν ξέρω αν ήταν μονόδρομος ή όχι για τη διατήρηση της εξουσίας αλλά ήταν η μοιραία επιλογή.
Η «ομάδα Σημίτη» υποτίθεται ότι έφερε έναν «εκσυγχρονισμό» αλλά ο εκσυγχρονισμός αυτός είχε τα στοιχεία μιας πορείας η οποία οδήγησε στο ελληνικό αδιέξοδο. Και οικονομικό και κοινωνικό αλλά, κυρίως, εθνικό.
Η ένταξη στην ΟΝΕ αποτέλεσε, πράγματι, μια επιτυχία της κυβέρνησης Σημίτη αλλά μόνη της δεν εξυπηρετούσε τον στόχο. Έπρεπε να αλλάξουν πολλά για να μπορέσει η Ελλάδα να ανταποκριθεί στο νέο αυτό περιβάλλον. Και σ αυτά, κυρίως, σε κοινωνικό επίπεδο, ο Σημίτης δεν τα κατάφερε. Διότι δίχασε, όχι, μόνο, την κοινωνία αλλά και το κόμματου. Αυτό, ίσως, δεν έγινε αισθητό, τόσο, στα ηγετικά στελέχη του διότι κρατούσε μια ισορροπία συμμετοχής τους στη νομή της εξουσίας αλλά το εισέπραττε οδυνηρά η κοινωνία στη βάση της.
Ο χειρισμός του χρηματιστηρίου με εκείνην την ατυχή δήλωση, «ας προσέχατε», η αδυναμία αντιμετώπισης της διαφθοράς με την άλλη δήλωση «όποιος έχει στοιχεία ας πάει στον εισαγγελέα», αλλά, κυρίως, τα Ίμια (ο πρωθυπουργός αγνοούσε τι σημαίνει απελευθέρωση κανόνων εμπλοκής) και η διεθνής απαξίωση της χώρας με τη σύλληψη Οτσαλάν διαμόρφωσαν μια εικόνα ενός συστημικού κόμματος χειρότερου από εκείνα που το ΠΑΣΟΚ ήρθε για να ανατρέψει.
Τη χαριστική βολή, όμως, την έδωσε ο γιός του ιδρυτή Γιώργος Παπανδρέου, άνθρωπος μετρίων πολιτικών ικανοτήτων, ο οποίος, προφανώς, ανέλαβε το κόμμα στη λογική της κληρονομικής διαθήκης.
Βουτηγμένο στη διαφθορά και την καθεστωτική λογική το ΠΑΣΟΚ
αμφισβητούνταν στην κοινωνία αλλά είχε, ακόμη, στέρεες κοινωνικές
βάσεις. Με μια διορατική και χαρισματική ηγεσία θα μπορούσε να
μεταλλαγεί χωρίς να εγκαταλείψει τις πολιτικές του αρχές. Δημοκρατία,
Εδαφική Ακεραιότητα, Κοινωνική Δικαιοσύνη. Χρειαζόταν, όμως, ένα
διάλειμμα από την άσκηση της κυβερνητικής εξουσίας. Ήταν τόση η συνήθεια
και το πάθος άσκησης εξουσίας που με την πρώτη μπανανόφλουδα, την
πάτησε. Μπροστά στο αδιέξοδο που αντιμετώπιζε ο Κώστας Καραμανλής πέταξε
στον Γιώργο Παπανδρέου τη ζεστή πατάτα. Ο Γιώργος Παπανδρέου την άρπαξε
και ζεματίστηκε, όχι, μόνο, αυτός αλλά και το κόμμα του.Θεωρώντας, προφανώς, δεδομένη την επικυριαρχία του, λόγω καταγωγής (καθεστωτικό σύνδρομο) ο Γιώργος Παπανδρέου τοποθετούσε στα υπουργεία, όποιον ή όποια είχε έναν σάκο στον ώμο, έκανε ποδήλατο, πήγαινε στο γυμναστήριο, γενικώς είχε μια μη συμβατική συμπεριφορά.
Αλλά, κυρίως, διέγνωσε λάθος τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσε να καθάρει, από τις αμαρτίες της διαφθοράς, το κόμμα που ανέλαβε. Φρόντισε να στείλει στη φυλακή τον Άκη Τσοχατζόπουλο.
Καλώς ή κακώς είναι μια άλλη ιστορία αλλά το γεγονός δημιούργησε το συνειδητό ή ασυνείδητο ερώτημα στον πολίτη: αφού οι ίδιοι στέλνουν τα στελέχη τους στη φυλακή, εμείς τι δουλειά έχουμε σε ένα τέτοιο κόμμα. Και, έτσι, το ΠΑΣΟΚ άρχισε να φυλλορροεί.
Η συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία – αναγκαία ή μη αδιάφορο-του αποστέρησε όλο τον πυρήνα της ύπαρξής του.
Σ αυτήν την κρίσιμη στιγμή εμφανίζεται ο Τσίπρας και η παρέα του, όπως περιγράφηκε παραπάνω, και υπόσχεται τα πάντα. Μην έχοντας που την κεφαλήν κλίναι ο «κόσμος του ΠΑΣΟΚ» συνέρρευσε μαζικά στο «νέο» κόμμα, ιδεολογικό απολίθωμα του καταρρεύσαντος «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ακολούθησαν πολλά στελέχη του πρώην ΠΑΣΟΚ είτε από καιροσκοπισμό, είτε διότι εκεί έβλεπαν το επαγγελματικό πολιτικό μέλλον τους αλλά, είτε διότι είχαν απηυδήσει από τις καθεστωτικές λογικές του Κινήματος στο οποίο συμμετείχαν.
Άλλωστε, η επιλογή της κ. Γεννηματά ως ηγέτη του Κινήματος έθετε και άλλα ζητήματα πέραν της κληρονομικότητας. Για να το διατυπώσω ευγενικά, μέχρι που μπορεί να φθάσει το επίπεδο ηγεσίας;
Η κυβερνητική διαχείριση του Συριζα υπήρξε εφιαλτική. Όπως εφιαλτική είναι και η διαχείριση της ύπαρξης του εναπομείναντος ΠΑΣΟΚ με τη μορφή του ΚΙΝΑΛ.
Και επειδή, πλέον, όλοι γνωριζόμαστε καλά και η κυβέρνηση δεν δείχνει σημάδια μακροημέρευσης με αγαθά έργα, στις επόμενες εκλογές το τραγικό δίλημμα θα είναι: Νέα Δημοκρατία ή Σύριζα.
Αυτό το δίλημμα θέλει να αποφύγει ένα μεγάλο μέρος Ελλήνων που αναζητά τη συγκρότηση ενός νέου πολιτικού φορέα.
Το ερώτημα είναι: από ποιους και με ποια χαρακτηριστικά.
«Οι Ανιχνεύσεις» θα ανοίξουν τις στήλες τους σε έναν τέτοιο διάλογο. Αφού, πρώτα, καταθέσουν σε επόμενο άρθρο τη δική τους άποψη.
anixneuseis.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου