Υπάρχει, άραγε, κάποια χαραμάδα ελπίδας σε αυτό τον ιστορικό ζόφο, μια σανίδα σωτηρίας μέσα
στον κατακλυσμό, πέρα από, τουλάχιστον για τους πλέον ενσυνείδητους, μιας ηρωικής ενατένισης του τέλους; Αν και το να πεθάνεις υπερηφάνως και αξιοπρεπώς σε εποχή παρακμής δεν είναι διόλου εύκολο. Όποιος, βεβαίως, το επέτυχε μετέτρεψε την μοιραία παροντική ήττα σε διαχρονική πνευματική νίκη, όπως μας δίδαξε ο Παλαιολόγος αλλά και τόσοι άλλοι που έμειναν αθάνατη σπορά στην λαϊκή μνήμη.Ποιο θα μπορούσε, λοιπόν, να ήταν το προνομιακό πεδίο που θα έκανε τη διαφορά, θα ανέτρεπε την νομοτέλεια της πτώσης, θα έδινε κάποια «φτερά», έστω και αν δεν είναι τα «πρωτινά, τα μεγάλα». Μήπως, η οικονομία, που μπορεί όντως να κινητοποιήσει τις κοινωνικές δυνάμεις και να δημιουργήσει προϋποθέσεις ισχύος;
Δυστυχώς, τα δεδομένα συνεχίζουν να είναι άκρως απογοητευτικά για την καχεκτική παραγωγική δυναμική της χώρας. Η όποια ανάπτυξη καταγράφεται, και υπερπροβάλλεται σαν μαγική εικόνα, οφείλεται α) στις εισροές χρήματος από την Ε.Ε., για την εφαρμογή προγραμμάτων «πράσινης μετάβασης» και συναφών στόχων των κέντρων λήψης αποφάσεων, β) τον σωτήριο μεν αλλά ευμετάβλητο, και άκρως διαβρωτικό ηθικών αξιών, κοινωνικών δεσμών και φυσικού περιβάλλοντος, τουρισμό και γ) το ξεπούλημα της ελληνικής ακίνητης περιουσίας σε αλλοδαπά κερδοσκοπικά, funds – συχνά, όπως είχε πει ο Κώστας Σημίτης (“Οικονομική Επιθεώρηση”, Μάρτιος 2023), με δάνεια των ελληνικών τραπεζών!
Προφανώς, αυτού του είδους η ανάπτυξη έχει κοντά ποδάρια και, κυρίως, δεν οδηγεί σε ριζική παραγωγική ανασυγκρότηση, που χρειάζεται η χώρα για να μπορέσει να επιβιώσει, να κρατήσει τα παιδιά της και να αναζωογονήσει την ημιθανή, σε μεγάλο μέρος της, περιφέρεια. Τα πράγματα καθίστανται χειρότερα, λαμβάνοντας υπόψη το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος, που επηρεάζει καταλυτικά την, έτσι και αλλιώς, εξαρτημένη από πλείστα κέντρα πολιτική ζωή.
Αποκαρδιωτική, όμως, είναι και η εικόνα του κράτους και των θεσμών του. Οι εκσυγχρονιστικές παρεμβάσεις, κυρίως μέσω των εφαρμογών της ψηφιακής τεχνολογίας, δεν είναι ικανές να πυροδοτήσουν μια «επανάσταση» από τα πάνω. Ακόμη και να υπήρχε αυτή η πρόθεση, αδυνατούν να ανταποκριθούν οι κρατικές δομές, ενώ η «κρατική ιδεολογία» δεν εκπληρώνει την αποστολή της, καθώς, κατά την αναγκαία μεταπολιτευτική μετάβαση στον εκδημοκρατισμό και την προσαρμογή της στις υποχρεώσεις που απορρέουν από την Ε.Ε., έχασε τον αρχικό εθνοκεντρικό της χαρακτήρα.
Τέλος, η ιθύνουσα πολιτική και οικονομική τάξη, μια μείξη παλαιών και κυρίως νέων τζακιών των τελευταίων δεκαετιών, με έντονη την παρασιτική, οικονομική και ιδεολογική, λειτουργία, επίσης δεν δείχνει σοβαρή διάθεση να ηγηθεί μιας συλλογικής προσπάθειας εθνικής επιβίωσης. Σε αυτό το βαλτωμένο ιστορικό τοπίο, ως ύστατη επιλογή προκρίνει την, ει δυνατόν, ολοκληρωτική παραχώρηση της χώρας σε διεθνή κέντρα επιρροής, τα οποία σε αντάλλαγμα θα εγγυώνται την επιβίωσή της.
Το δικαιολογητικό ιδεολογικό μοτίβο της απάρνησης των εθνικών ευθυνών από την ηγετική ελίτ εστιάζεται στην ανάγκη ταύτισης με τον δυτικό κόσμο. Εξ ου και η επιμονή στην καταξίωση πρωταγωνιστών της σύγχρονης ιστορίας μας που εμφορούνταν στην εποχή τους από ανάλογες αντιλήψεις, όπως ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, έναντι των δημοφιλών στην εθνική συλλογική μνήμη αγωνιστών της ανεξάρτητης τάσης. Το αφήγημα, ωστόσο, χωλαίνει στην εφαρμογή του.
Αφενός, η δύση δεν δείχνει, έως σήμερα τουλάχιστον, καμία πρόθεση να αναδείξει την Ελλάδα σε συνοριακό της προπύργιο. Αντιθέτως, εξακολουθούν να είναι έντονες οι δυτικές πιέσεις, ίσως και με την αναμονή για την μετα-Ερντογάν εποχή, για σοβαρές παραχωρήσεις προς την νεοοθωμανική Τουρκία, ώστε η τελευταία να έχει κίνητρο να μην απομακρυνθεί περισσότερο από το δυτικό στρατόπεδο. Αν και δεν λείπουν οι ημεδαποί πρόθυμοι που εργάζονται προς την ίδια κατεύθυνση, στο όνομα υποτίθεται του ρεαλισμού αλλά ενίοτε και του κέρδους τους.
Αφετέρου, η ίδια η δύση έχει βυθιστεί σε μια σύνθετη κρίση, που εκτός από οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, εκδηλώνει και ταυτοτικά. Η επέλαση εναντίον των εθνικών συνειδήσεων, των ιστορικών παραδόσεων, των θρησκευτικών πεποιθήσεων που βυσσοδομεί στον ευρωπαϊκό χώρο επιτείνει μοιραία τη διαλυτική πορεία που υφίσταται η Ελλάδα.
Αναμφίβολα, μια σοβαρή πανευρωπαϊκή αντίδραση στα υπονομευτικά ιδεολογήματα θα ήταν προς όφελος και της ελληνικής υπόθεσης. Αλλά αυτό προϋποθέτει και ένα βαθμό χειραφέτησης από τον αμερικανικό παράγοντα, προοπτική, ωστόσο, δυσδιάκριτη στο ορατό μέλλον.
Ασφαλώς σε όλες τι πιο πάνω διαπιστώσεις η πραγματικότητα δεν είναι μονόχρωμη. Υφίστανται σε όλα τα επίπεδα στοιχεία δυναμικά, αξιόπιστα και ελπιδοφόρα, αλλά παραμένουν μειοψηφικά, δεν είναι αυτά που δίνουν τον τόνο, που καθορίζουν την γενική πορεία.
Έτσι, λοιπόν, στην άκρη του γκρεμού, αναζητούμε ένα θαύμα για τη σωτηρία. Θαύμα όχι εξ ουρανού, αλλά γήινο, με την μορφή ενός δημιουργικού «ανορθολογικού» κύματος εντός της κοινωνίας, που, αψηφώντας τη «ρεαλιστική» λογική της φθοράς, μπορεί να ανατρέψει τη φορά των πραγμάτων.
Ανορθολογισμός που θα απορρίπτει τον υλιστικό ατομικισμό, την τυραννία της εικόνας και της ομοιομορφίας και θα επιζητά τη συγκρότηση ήθους. Κύμα που θα κατέληγε στο βάθος του χρόνου σε ζύμη μιας πιθανής αναγέννησης. Άραγε, γίνονται ακόμη θαύματα στην εποχή μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου