Μεταξύ του αρχαιολογικού κόσμου συζητούνταν ευρύτατα, τον Ιανουάριο του 1931, οι ανακοινώσεις τις οποίες είχε κάνει σε μια διάλεξή του περί των ευρημάτων των ανασκαφών του στην Ιερουσαλήμ, ο καθηγητής του Εβραϊκού Πανεπιστημίου και ένας εκ των διεθνούς φήμης αρχαιολόγων, Δρ. Eleazar Sukenik.
Ο καθηγητής Sukenik, ο οποίος ήταν μέλος της βαυαρικής Ακαδημίας και είχε διενεργήσει άλλοτε ανασκαφές και στην Αίγινα, είχε διαπιστώσει ότι γύρω από την Ιερουσαλήμ υπήρχε ένα εκτεταμένο ιουδαϊκό νεκροταφείο, αναγόμενο στην εποχή του Ιησού (από το 100 π.Χ. μέχρι το 100 μ.Χ.).
Στο απέραντο αυτό νεκροταφείο, οι τάφοι, οικογενειακοί ως επί το πλείστον, ήταν σκαλισμένοι επί των βράχων και έκλειναν μπροστά με λίθινες πλάκες. Μετά την αποσύνθεση των νεκρών, τα οστά συλλέγονταν μέσα σε μικρές λίθινες οστεοθήκες, μήκους από 50 μέχρι 80 εκατοστών.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών που είχαν διεξαχθεί υπό την εποπτεία του Sukenik, βρέθηκαν πολλές από τις οστεοθήκες αυτές. Κάποιες, μάλιστα, ήταν διακοσμημένες και έφεραν επιγραφές, οι οποίες παρουσίαζαν εξαιρετικό ιστορικό ενδιαφέρον, ιδίως λόγω του ότι αναφέρονταν σε ονόματα από την Καινή Διαθήκη, όπως Μαρία, Ιωάννης, Ελισάβετ, Σαλώμη, όπως και το όνομα Σαφίρα, το οποίο μόνο στην Καινή Διαθήκη αναφέρεται.
Οι επιγραφές αυτές ήταν εν μέρει ελληνικές και εν μέρει εβραϊκές. Αναφερόταν επίσης σ’ αυτές και στις δύο γλώσσες και το όνομα του Ιησού, το οποίο δεν ήταν διόλου σύνηθες την εποχή εκείνη.
Το πιο ενδιαφέρον, όμως, εύρημα ήταν μια οστεοθήκη που περιείχε τα οστά ενός νεκρού και η οποία έφερε στην αραμαϊκή γλώσσα την επιγραφή “Γεσούα μπαρ Γεχόζεφ”, δηλαδή “Ιησούς υιός του Ιωσήφ”. Ο τάφος αυτός υποτίθεται ότι μπορούσε να είναι του Ιησού.
Αυτό, όμως, όπως τόνιζε ο καθηγητής Sukenik, δεν ήταν δυνατό να το ισχυριστεί κάποιος μετά βεβαιότητας, μολονότι η σύμπτωση του ονόματος του Ιησού, ονόματος μάλλον σπανίου κατά την εποχή εκείνη, με το όνομα του πατέρα του Ιωσήφ, ήταν καταπληκτική.
Χαρακτηριστικό ήταν, επίσης, κατά την κρίση του καθηγητή, ότι η γραφή προερχόταν, όχι από ειδικό τεχνίτη, αλλά μάλλον από τους συγγενείς του νεκρού, πράγμα το οποίο, όπως και η γλώσσα της επιγραφής, ενίσχυαν μάλλον την υπόθεση ότι ήταν δυνατό να επρόκειτο περί του τάφου του Ιησού, καθώς ανταποκρίνονταν προς τα ιστορικά γεγονότα της ταφής του.
Θα μπορούσε να λεχθεί κατηγορηματικά ότι ο ανευρεθείς τάφος με το όνομα του Ιησού ήταν ο πραγματικός τάφος του, μόνο εάν η επιγραφή ανέφερε και το επάγγελμα ή κάποια πράξη σχετική με τη ζωή του νεκρού, όπως συνέβαινε με τις επιγραφές άλλων οστεοθηκών, όπως π.χ. “Νικάνορος εξ Αλεξανδρείας, όστις κατεσκεύασε την Πύλην”, ο οποίος ήταν πράγματι ο κατασκευαστής της ομώνυμης πύλης της πόλης στον ναό του Ηρώδη.
Εν τούτοις, το εύρημα του καθηγητή Sukenik δεν έπαυε να θεωρείται ως εξαιρετικής ιστορικής σημασίας. Πίστευαν ότι από τις συνεχιζόμενες ανασκαφές θα προέκυπταν ίσως νέα στοιχεία, τα οποία θα διαφώτιζαν το ζήτημα τούτο, που ενδιέφερε ολόκληρο τον χριστιανικό κόσμο.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Η ΒΡΑΔΥΝΗ”, στις 13/01/1931…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου