Του Δρ. Ευάγγελου Στεργιούλη*
Το υλικό όφελος αποτελεί, κατά κύριο λόγο, το κίνητρο των εγκλημάτων του
κοινού ποινικού δικαίου. Αντιθέτως, η διάπραξη μιας τρομοκρατικής
ενέργειας βασίζεται σε ένα «ιδεολογικό» πλαίσιο με κοινωνικές,
πολιτικές, θρησκευτικές και ιστορικές προεκτάσεις. Αυτή η ειδοποιός
διαφορά και μόνο καθιστά την καταστολή της τρομοκρατίας μία εξαιρετικά
δύσκολη υπόθεση για τις αρχές ασφάλειας κάθε κράτους και, δυστυχώς,
ακόμη δυσκολότερη την πρόληψη των τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Στην έξαρση της
ισλαμιστικής τρομοκρατίας, τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται μία
σημαντική αλλαγή στη μεθοδολογία των τρομοκρατικών ενεργειών. Από
τη μεθοδολογία των οργανωμένων αεροπειρατειών και της πυροδότησης
εκρηκτικών υλών σε παγιδευμένα οχήματα και αντικείμενα, περάσαμε σε
τρομοκρατικές ενέργειες που σχεδιάζονται και εκτελούνται από μεμονωμένα
άτομα ή ολιγομελείς ομάδες, με τη χρήση οχημάτων και ελαφρύ οπλισμού. Αυτή
η μεθοδολογία του σχεδιασμού και διάπραξης μιας τρομοκρατικής ενέργειας
από μεμονωμένα άτομα ή ολιγομελείς ομάδες, δυσχεραίνει ακόμη
περισσότερο την πρόληψη ενός τρομοκρατικού χτυπήματος από τις αρμόδιες
υπηρεσίες εσωτερικής ασφάλειας.
Ένα ακόμη περισσότερο ανησυχητικό στοιχείο στην αλλαγή της μεθοδολογίας των τρομοκρατικών ενεργειών των τελευταίων χρόνων, είναι η αλλαγή στην επιλογή των στόχων. Ενώ κατά το παρελθόν ως στόχοι επιλέγονταν κυρίως συγκεκριμένα πρόσωπα ή υποδομές με έντονο το συμβολικό χαρακτήρα, τα τελευταία
χρόνια οι τρομοκρατικές ενέργειες στρέφονται εναντίον μαζικών
εκδηλώσεων του κοινού ή σε καθημερινές δραστηριότητες πολιτών, με σκοπό
την πρόκληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμό αριθμού απωλειών ζωής
και, κυρίως, τη δημιουργία κλίματος φόβου στην ευρύτερη κοινωνία.
Και οι δύο περιπτώσεις, κυρίως η δεύτερη, συνιστούν εξαιρετικά δύσκολες
περιπτώσεις για την αποτελεσματική τους πρόληψη από πλευράς των αρχών
ασφαλείας.
Η αποτελεσματική πρόληψη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας επηρεάζεται
καταλυτικά από την εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία διευκολύνει και
διασφαλίζει την επικοινωνία των επίδοξων τρομοκρατών, πολύ δε
περισσότερο το σχεδιασμό μιας τρομοκρατικής ενέργειας. Κατά
το παρελθόν, όχι στο μακρινό, ο έλεγχος των επικοινωνιών υπόπτων
τρομοκρατίας από τις αρχές εσωτερικής ασφάλειας κάθε κράτους ήταν, έως
ένα βαθμό, εφικτός. Στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, του
διαδικτύου και των αναρίθμητων εφαρμογών επικοινωνίας, ο έλεγχος των
επικοινωνιών υπόπτων τρομοκρατικών ενεργειών αποδεικνύεται συχνά
εξαιρετικά δύσκολός και συχνά αναποτελεσματικός.
Ένα μεγάλο μέρος των διατιθέμενων πόρων στον τομέα πρόληψης της
ισλαμιστικής τρομοκρατίας, εστιάζεται, κατά κύριο λόγο, στους
αποκαλούμενους ξένους μαχητές (foreign fighters), άτομα τα οποία ταξίδεψαν στη μέση Ανατολή και εντάχθηκαν στις τάξεις του IS συμμετέχοντας σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η
Interpol, τα τελευταία χρόνια, διατηρεί ειδική βάση δεδομένων για τους
ξένους μαχητές, στην οποία υπάρχουν καταχωρημένοι περίπου 5.000 άτομα,
τα στοιχεία των οποίων έχουν δοθεί από 52 χώρες, αριθμός ιδιαίτερα ανησυχητικός.
Ευνόητο είναι οι αποκαλούμενοι foreign fighters να επικεντρώνουν την
προσοχή όλων των ευρωπαϊκών αρχών ασφαλείας, ωστόσο η εξέλιξη της μέχρι
σήμερα κατάστασης και η προσεκτική εκτίμηση των τελευταίων τρομοκρατικών
χτυπημάτων, οδηγεί σε συμπεράσματα που διευρύνουν το φάσμα των πιθανών
υπόπτων τρομοκρατίας έξω από τον κύκλο του ISIS και των αποκαλούμενων
ξένων μαχητών. Εν προκειμένω, στις βάσεις δεδομένων της Interpol ο συνολικός αριθμός υπόπτων τρομοκρατίας ανά τον κόσμο ανέρχεται σε 12.000. Σημειωτέον ότι οι εν λόγω αριθμοί υπόπτων τρομοκρατίας, σύμφωνα με την Interpol, είναι αυξημένοι κατά 500% σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Τα
εν λόγω στοιχεία παρουσιάστηκαν από την Interpol το Σεπτέμβριο του 2015
στη διάσκεψη κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη για την
καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Το γεγονός ότι κάθε δυτική κοινωνία σήμερα διέπεται από το στοιχείο της
πολυπολιτισμικότητας, οι διαστάσεις της οποίας ενισχύθηκαν την τελευταία
δεκαετία λόγω των αυξημένων ροών μεταναστών και προσφύγων, περιπλέκει
ακόμη περισσότερο την υφιστάμενη κατάσταση, με προφανή τον κίνδυνο της
ολίσθησης σε βεβιασμένα συμπεράσματα και γενικεύσεις. Όλα αυτά μαζί
αποδεικνύουν, επιπλέον, ότι η κατάρτιση του προφίλ του υπόπτου
ισλαμιστικής τρομοκρατίας προβάλλει ως ένα ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα
για τις αρχές ασφαλείας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το δυτικό κόσμο; Σε
καμία περίπτωση, βεβαίως, ότι λόγω αυτών των δυσκολιών εκτίμησης,
πρόβλεψης και πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών, θα επικρατήσει ο φόβος, η
καθημερινή αβεβαιότητα και ένα γενικότερο αίσθημα κοινωνικής
ανασφάλειας. H Ευρώπη οφείλει να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλίες, οι οποίες
μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη διαμόρφωση και
ενδυνάμωση στάσεων, αντιλήψεων και αξιών, μέσα στη συνθετότητα που
διέπει την πολυπολιτισμικότητα των δυτικών κοινωνιών.
Δύο είναι οι βασικές κατευθύνσεις:
Η πρώτη σχετίζεται με την έννοια της ριζοσπαστικοποίησης. Δεν πρόκειται
για μία νέα έννοια στον Ευρωπαϊκό χώρο, αντιθέτως, οι Ευρωπαϊκές αρχές
ασφάλειας ασχολήθηκαν για πρώτη φορά αρχές της δεκαετίας του ’80,
στο πλαίσιο των εργασιών της τότε ομάδας TREVI του Συμβουλίου της ΕΕ.
Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης έχει
προσλάβει τεράστιες διαστάσεις, κυρίως λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και του διαδικτύου.
Το εύρος της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού που ασκείται από
ισλαμιστικές οργανώσεις έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις. Σε Ευρωπαϊκή
επιχείρηση που συντόνισε η Europol τον περασμένο Νοέμβριο, σε
συνεργασία με Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο, εντοπίσθηκαν στο διαδίκτυο
1814 περιπτώσεις με προπαγανδιστικό υλικό της al-Qaeda και του ISIS σε
35 on line σελίδες διαδικτύου και σε εννέα διαφορετικές γλώσσες.
Οι συνέπειες μιας τέτοιου μεγέθους ηλεκτρονικής προπαγάνδας της ισλαμιστικής τρομοκρατίας είναι καταλυτικές για την εσωτερική ασφάλεια των δυτικών κοινωνιών.
Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa
May περιέλαβε την καταπολέμηση της ηλεκτρονικής προπαγάνδας της
ισλαμιστικής τρομοκρατίας, στην εξαγγελία των πρόσθετων μέτρων ασφάλειας
αμέσως μετά το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα.
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά τη ενημέρωση του κοινού σε μία συνεχή και αντικειμενική βάση χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς. Είναι
βασική προϋπόθεση και ουσιαστικό προαπαιτούμενο ομαλής και εύρυθμης
λειτουργίας των σύνθετων και πολυπολιτισμικών Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ήδη
έχουν κάνει την εμφάνιση τους Ευρωπαϊκά προγράμματα με δράσεις κατά της
ριζοσπαστικοποίησης και αποτελεί ένα πρώτο ενθαρρυντικό βήμα. Το επόμενο
θα πρέπει να περικλείει δράσεις που θα στοχεύουν την ένταξη του στο
χώρο εθνικών προγραμμάτων εκπαίδευσης των κρατών μελών. Μία
ενιαία ευρωπαϊκή παιδεία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της μάστιγας του
21ου αιώνα, μόνο θετικά έχει να επιφέρει για το μέλλον ενός ενιαίου
χώρου εσωτερικής ασφάλειας.
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης
διδάσκει Αστυνομική Εκπαίδευση στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι
Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α.
υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας και έχει διατελέσει επικεφαλής των
εθνικών γραφείων Interpol και Europol.
Το υλικό όφελος αποτελεί, κατά κύριο λόγο, το κίνητρο των εγκλημάτων του κοινού ποινικού δικαίου. Αντιθέτως, η διάπραξη μιας τρομοκρατικής ενέργειας βασίζεται σε ένα «ιδεολογικό» πλαίσιο με κοινωνικές, πολιτικές, θρησκευτικές και ιστορικές προεκτάσεις. Αυτή η ειδοποιός διαφορά και μόνο καθιστά την καταστολή της τρομοκρατίας μία εξαιρετικά δύσκολη υπόθεση για τις αρχές ασφάλειας κάθε κράτους και, δυστυχώς, ακόμη δυσκολότερη την πρόληψη των τρομοκρατικών χτυπημάτων.
Ένα ακόμη περισσότερο ανησυχητικό στοιχείο στην αλλαγή της μεθοδολογίας των τρομοκρατικών ενεργειών των τελευταίων χρόνων, είναι η αλλαγή στην επιλογή των στόχων. Ενώ κατά το παρελθόν ως στόχοι επιλέγονταν κυρίως συγκεκριμένα πρόσωπα ή υποδομές με έντονο το συμβολικό χαρακτήρα, τα τελευταία χρόνια οι τρομοκρατικές ενέργειες στρέφονται εναντίον μαζικών εκδηλώσεων του κοινού ή σε καθημερινές δραστηριότητες πολιτών, με σκοπό την πρόκληση όσο το δυνατόν μεγαλύτερου αριθμό αριθμού απωλειών ζωής και, κυρίως, τη δημιουργία κλίματος φόβου στην ευρύτερη κοινωνία. Και οι δύο περιπτώσεις, κυρίως η δεύτερη, συνιστούν εξαιρετικά δύσκολες περιπτώσεις για την αποτελεσματική τους πρόληψη από πλευράς των αρχών ασφαλείας.
Η αποτελεσματική πρόληψη της ισλαμιστικής τρομοκρατίας επηρεάζεται καταλυτικά από την εξέλιξη της τεχνολογίας, η οποία διευκολύνει και διασφαλίζει την επικοινωνία των επίδοξων τρομοκρατών, πολύ δε περισσότερο το σχεδιασμό μιας τρομοκρατικής ενέργειας. Κατά το παρελθόν, όχι στο μακρινό, ο έλεγχος των επικοινωνιών υπόπτων τρομοκρατίας από τις αρχές εσωτερικής ασφάλειας κάθε κράτους ήταν, έως ένα βαθμό, εφικτός. Στην εποχή της ψηφιακής τεχνολογίας, του διαδικτύου και των αναρίθμητων εφαρμογών επικοινωνίας, ο έλεγχος των επικοινωνιών υπόπτων τρομοκρατικών ενεργειών αποδεικνύεται συχνά εξαιρετικά δύσκολός και συχνά αναποτελεσματικός.
Ένα μεγάλο μέρος των διατιθέμενων πόρων στον τομέα πρόληψης της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, εστιάζεται, κατά κύριο λόγο, στους αποκαλούμενους ξένους μαχητές (foreign fighters), άτομα τα οποία ταξίδεψαν στη μέση Ανατολή και εντάχθηκαν στις τάξεις του IS συμμετέχοντας σε πολεμικές επιχειρήσεις. Η Interpol, τα τελευταία χρόνια, διατηρεί ειδική βάση δεδομένων για τους ξένους μαχητές, στην οποία υπάρχουν καταχωρημένοι περίπου 5.000 άτομα, τα στοιχεία των οποίων έχουν δοθεί από 52 χώρες, αριθμός ιδιαίτερα ανησυχητικός.
Ευνόητο είναι οι αποκαλούμενοι foreign fighters να επικεντρώνουν την προσοχή όλων των ευρωπαϊκών αρχών ασφαλείας, ωστόσο η εξέλιξη της μέχρι σήμερα κατάστασης και η προσεκτική εκτίμηση των τελευταίων τρομοκρατικών χτυπημάτων, οδηγεί σε συμπεράσματα που διευρύνουν το φάσμα των πιθανών υπόπτων τρομοκρατίας έξω από τον κύκλο του ISIS και των αποκαλούμενων ξένων μαχητών. Εν προκειμένω, στις βάσεις δεδομένων της Interpol ο συνολικός αριθμός υπόπτων τρομοκρατίας ανά τον κόσμο ανέρχεται σε 12.000. Σημειωτέον ότι οι εν λόγω αριθμοί υπόπτων τρομοκρατίας, σύμφωνα με την Interpol, είναι αυξημένοι κατά 500% σε σύγκριση με την προηγούμενη δεκαετία. Τα εν λόγω στοιχεία παρουσιάστηκαν από την Interpol το Σεπτέμβριο του 2015 στη διάσκεψη κορυφής των Ηνωμένων Εθνών στη Νέα Υόρκη για την καταπολέμηση της ισλαμιστικής τρομοκρατίας.
Το γεγονός ότι κάθε δυτική κοινωνία σήμερα διέπεται από το στοιχείο της πολυπολιτισμικότητας, οι διαστάσεις της οποίας ενισχύθηκαν την τελευταία δεκαετία λόγω των αυξημένων ροών μεταναστών και προσφύγων, περιπλέκει ακόμη περισσότερο την υφιστάμενη κατάσταση, με προφανή τον κίνδυνο της ολίσθησης σε βεβιασμένα συμπεράσματα και γενικεύσεις. Όλα αυτά μαζί αποδεικνύουν, επιπλέον, ότι η κατάρτιση του προφίλ του υπόπτου ισλαμιστικής τρομοκρατίας προβάλλει ως ένα ιδιαιτέρως δύσκολο εγχείρημα για τις αρχές ασφαλείας.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για το δυτικό κόσμο; Σε καμία περίπτωση, βεβαίως, ότι λόγω αυτών των δυσκολιών εκτίμησης, πρόβλεψης και πρόληψης τρομοκρατικών ενεργειών, θα επικρατήσει ο φόβος, η καθημερινή αβεβαιότητα και ένα γενικότερο αίσθημα κοινωνικής ανασφάλειας. H Ευρώπη οφείλει να αναλάβει άμεσα πρωτοβουλίες, οι οποίες μακροπρόθεσμα θα επιφέρουν σημαντικές αλλαγές στη διαμόρφωση και ενδυνάμωση στάσεων, αντιλήψεων και αξιών, μέσα στη συνθετότητα που διέπει την πολυπολιτισμικότητα των δυτικών κοινωνιών.
Δύο είναι οι βασικές κατευθύνσεις:
Η πρώτη σχετίζεται με την έννοια της ριζοσπαστικοποίησης. Δεν πρόκειται για μία νέα έννοια στον Ευρωπαϊκό χώρο, αντιθέτως, οι Ευρωπαϊκές αρχές ασφάλειας ασχολήθηκαν για πρώτη φορά αρχές της δεκαετίας του ’80, στο πλαίσιο των εργασιών της τότε ομάδας TREVI του Συμβουλίου της ΕΕ. Ωστόσο, από τότε μέχρι σήμερα η έννοια της ριζοσπαστικοποίησης έχει προσλάβει τεράστιες διαστάσεις, κυρίως λόγω της ραγδαίας ανάπτυξης της τεχνολογίας και του διαδικτύου. Το εύρος της προπαγάνδας και του προσηλυτισμού που ασκείται από ισλαμιστικές οργανώσεις έχει λάβει τρομακτικές διαστάσεις. Σε Ευρωπαϊκή επιχείρηση που συντόνισε η Europol τον περασμένο Νοέμβριο, σε συνεργασία με Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο, εντοπίσθηκαν στο διαδίκτυο 1814 περιπτώσεις με προπαγανδιστικό υλικό της al-Qaeda και του ISIS σε 35 on line σελίδες διαδικτύου και σε εννέα διαφορετικές γλώσσες.
Οι συνέπειες μιας τέτοιου μεγέθους ηλεκτρονικής προπαγάνδας της ισλαμιστικής τρομοκρατίας είναι καταλυτικές για την εσωτερική ασφάλεια των δυτικών κοινωνιών. Αυτός είναι άλλωστε και ο λόγος που η Βρετανίδα πρωθυπουργός Theresa May περιέλαβε την καταπολέμηση της ηλεκτρονικής προπαγάνδας της ισλαμιστικής τρομοκρατίας, στην εξαγγελία των πρόσθετων μέτρων ασφάλειας αμέσως μετά το πρόσφατο τρομοκρατικό χτύπημα.
Η δεύτερη κατεύθυνση αφορά τη ενημέρωση του κοινού σε μία συνεχή και αντικειμενική βάση χωρίς προκαταλήψεις και δογματισμούς. Είναι βασική προϋπόθεση και ουσιαστικό προαπαιτούμενο ομαλής και εύρυθμης λειτουργίας των σύνθετων και πολυπολιτισμικών Ευρωπαϊκών κοινωνιών. Ήδη έχουν κάνει την εμφάνιση τους Ευρωπαϊκά προγράμματα με δράσεις κατά της ριζοσπαστικοποίησης και αποτελεί ένα πρώτο ενθαρρυντικό βήμα. Το επόμενο θα πρέπει να περικλείει δράσεις που θα στοχεύουν την ένταξη του στο χώρο εθνικών προγραμμάτων εκπαίδευσης των κρατών μελών. Μία ενιαία ευρωπαϊκή παιδεία στο πλαίσιο της αντιμετώπισης της μάστιγας του 21ου αιώνα, μόνο θετικά έχει να επιφέρει για το μέλλον ενός ενιαίου χώρου εσωτερικής ασφάλειας.
*Ο κ. Ευάγγελος Στεργιούλης διδάσκει Αστυνομική Εκπαίδευση στο Ανοικτό Πανεπιστήμιο Κύπρου. Είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου και ε.α. υποστράτηγος της Ελληνικής Αστυνομίας και έχει διατελέσει επικεφαλής των εθνικών γραφείων Interpol και Europol.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου