Δευτέρα 7 Ιουλίου 2025

Κράτος-μαϊμού: Όταν η απάτη γίνεται κανονικότητα και η τιμιότητα «κοροϊδία»

 

    Η πολυσυζητημένη φράση του Θόδωρου Πάγκαλου «μαζί τα φάγαμε», που ακούστηκε για πρώτη φορά στις αρχές της περασμένης δεκαετίας, δεν ήταν απλώς μια διαπίστωση για την πολιτική και κοινωνική παθογένεια της Μεταπολίτευσης. Ήταν, στην ουσία, η κορυφαία παραδοχή ενός ολόκληρου πολιτικού συστήματος, που επιχείρησε να μετακυλίσει τις ευθύνες του στους πολίτες, εμφανίζοντας τους πάντες ως συνενόχους. Μια φράση-ομολογία που συγχρόνως αποτέλεσε και μέσο απενοχοποίησης της εξουσίας, η οποία έσπευσε να μοιράσει τις ευθύνες της για τη χρεοκοπία, επιζητώντας την ηθική συνδιαχείριση του εγκλήματος.

    Πίσω από το «μαζί τα φάγαμε», δεν κρύβεται μόνο η διαχρονική πολιτική υποκρισία, αλλά και μια συστηματική προσπάθεια εξαγοράς της ανοχής των πολιτών, μέσω μιας πολιτισμικής αποσάθρωσης που νομιμοποιούσε σταδιακά τις «μικρές παρανομίες», τις «κουτοπονηριές» και τις «παραθυράτες» πρακτικές. Η εξουσία, αντί να διαπαιδαγωγήσει τον πολίτη, τον διεφθαρσε, καθιερώνοντας τον μηχανισμό της ατιμωρησίας και του πολιτικού κλεισίματος του ματιού: κάνε ότι δεν βλέπεις τον μικροαπατεώνα, γιατί έτσι μπορείς ανενόχλητα να διαπράττεις το μεγάλο πλιάτσικο.

    Η πιο πρόσφατη απόδειξη αυτής της βαθιά ριζωμένης νοοτροπίας ήρθε μέσα από τον ΟΠΕΚΕΠΕ και τις επιδοτήσεις σε προγράμματα βιολογικής κτηνοτροφίας και μελισσοκομίας. Η έκταση και η ένταση των παρατυπιών που εντοπίστηκαν – με υπερβολικές δηλώσεις βοσκοτόπων, φουσκωμένους αριθμούς ζώων και καταχρηστικές περιγραφές παραγωγικών δραστηριοτήτων – συνθέτουν ένα σκηνικό γενικευμένης στρέβλωσης, γνωστό σε όλους, αλλά αποδεκτό από τους περισσότερους.

    Είναι χαρακτηριστικό ότι οι έλεγχοι που εξήγγειλε το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων προκάλεσαν μαζικές αποχωρήσεις αιτούντων από τα προγράμματα. Όπως ανέφερε ο υπουργός Κώστας Τσιάρας σε ραδιοφωνική του συνέντευξη, η απόσυρση των δηλώσεων οφείλεται στον φόβο επιτόπιων ελέγχων, αποκαλύπτοντας έτσι ότι μεγάλο μέρος των αιτήσεων στερείται νομιμότητας. Το γεγονός αυτό δεν αποτελεί μόνο σκάνδαλο διαχειριστικό – είναι δείγμα μιας ευρύτερης παρακμής, κατά την οποία η παρανομία θεωρείται φυσιολογική και η νομιμότητα… κοροϊδία.

    Το πολιτικό σύστημα, επί δεκαετίες, καλλιέργησε αυτή τη στρεβλή αντίληψη: ότι η συμμετοχή στα κοινά είναι μέσο προσπορισμού προσωπικού οφέλους, και ότι ο «έξυπνος» πολίτης είναι αυτός που «βολεύεται». Η πελατειακή σχέση, οι ρουσφετολογικές πρακτικές, η ανοχή στη διαφθορά χαμηλής έντασης, η εκλογική επιβράβευση όσων «διευκολύνουν» τους πολίτες να παρανομήσουν, διαμόρφωσαν μια βαθιά ριζωμένη κουλτούρα πολιτικής ανοχής στη διαφθορά.

    Αντιπροσωπευτική περίπτωση αυτής της συνεχούς διαιώνισης είναι η στάση του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη. Παρότι αυτοπαρουσιάζεται ως εκφραστής μιας νέας πολιτικής κουλτούρας, ουσιαστικά υιοθετεί και επεκτείνει τις κλασικές τακτικές του παλαιοκομματισμού. Ο «νεωτεριστής» Μητσοτάκης εμφανίζεται να συντηρεί τις πελατειακές σχέσεις, να επικροτεί τη σιωπηλή ανοχή σε μικροπαρανομίες και να συνεχίζει τον φαύλο κύκλο του κομματικού προστατευτισμού.

    Ο παλαιοκομματισμός δεν χαρακτηρίζεται μόνο από το βόλεμα ημετέρων και την αναξιοκρατία, αλλά και από την ηθελημένη τύφλωση μπροστά σε παρανομίες – όχι μόνο γιατί εξασφαλίζουν ψήφους, αλλά και γιατί δημιουργούν ένα περιβάλλον γενικευμένης συνενοχής. Όταν όλοι έχουν κάτι να κρύψουν, τότε κανείς δεν καταγγέλλει, κανείς δεν αντιστέκεται, κανείς δεν ζητά λογοδοσία. Ένα σύστημα απόλυτου ελέγχου, όχι μέσω της τιμωρίας, αλλά μέσω της ανοχής και της συνενοχής.

    Η Ελλάδα βρίσκεται σήμερα αντιμέτωπη με τις συνέπειες αυτής της μακροχρόνιας πρακτικής. Ένα σημαντικό τμήμα της κοινωνίας έχει διαβρωθεί από την ιδέα ότι ο σεβασμός στους νόμους είναι αφέλεια, ότι η παρανομία είναι αναγκαίο μέσο επιβίωσης και ότι η εξαπάτηση του κράτους είναι πράξη νομιμοποιημένη από την ίδια τη συμπεριφορά της εξουσίας.

    Αυτός ο ηθικός ξεπεσμός συνοδεύεται και από έναν βαθύ πολιτικό κυνισμό: η ιδέα ότι «όλοι ίδιοι είναι» έχει καταστεί ηθική ασπίδα για κάθε παρανομία και πολιτική αθλιότητα. Κάθε φορά που αποκαλύπτεται ένα σκάνδαλο ή μια παρατυπία, δεν προκαλεί αγανάκτηση αλλά επιβεβαίωση των χαμηλών προσδοκιών που έχουν πλέον οι πολίτες από τους θεσμούς. Και κάπως έτσι, το πολιτικό σύστημα επιβιώνει ακριβώς επειδή έχει πετύχει να πείσει την κοινωνία ότι δεν μπορεί να υπάρξει κάτι καλύτερο.

    Η μετατροπή της παρανομίας σε καθημερινή πρακτική δεν είναι μόνο αποτέλεσμα ατομικής επιλογής. Είναι κυρίως αποτέλεσμα θεσμικής αποτυχίας. Το κράτος ανέχεται τη φοροδιαφυγή, τις ψευδείς δηλώσεις, τις πλασματικές επιδοτήσεις. Το ίδιο το κράτος εκπέμπει το μήνυμα ότι η ειλικρίνεια είναι απερισκεψία και ότι η συμμόρφωση στους κανόνες είναι ιδιοτροπία. Και όταν το κράτος λειτουργεί με αυτόν τον τρόπο, δεν χρειάζεται να υπάρχει συνωμοσία. Η αποσύνθεση είναι αυτόματη, εσωτερική και σταδιακή.

    Η φράση «μαζί τα φάγαμε» λειτούργησε ως επικοινωνιακό εργαλείο, προκειμένου να θολώσουν οι γραμμές ανάμεσα στον θύτη και το θύμα, στον πολιτικό και τον πολίτη, στον διεφθαρμένο και τον εξαπατημένο. Αλλά αν κάτι απέδειξε το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και η αντίδραση της κυβέρνησης σε αυτό, είναι ότι το σύστημα δεν αιφνιδιάζεται – απλώς κάνει πως δεν βλέπει. Και όταν αναγκάζεται να δει, προσπαθεί να μετατρέψει τη δική του αποτυχία σε συλλογική ενοχή.

    Όμως, δεν τα φάγαμε όλοι μαζί. Κάποιοι τα έφαγαν, κάποιοι τα μοίρασαν και κάποιοι τα συγκαλύπτουν ακόμα. Και όσο η κοινωνία παραμένει βυθισμένη στην απάθεια, στη σιωπηλή συνενοχή και στον φόβο της αποκάλυψης, τόσο πιο δύσκολη θα είναι η επιστροφή σε ένα κράτος δικαίου, όπου ο πολίτης δεν θα θεωρείται κορόιδο επειδή σέβεται τον νόμο, αλλά πρότυπο επειδή απαιτεί εφαρμογή του.

    Αντίστροφη μέτρηση με πολιτικό τυχοδιωκτισμό και θεσμικές παγίδες

    Σε μια περίοδο λοιπόν που η πολιτική θερμοκρασία ανεβαίνει επικίνδυνα και η κοινωνική δυσφορία εντείνεται λόγω διαδοχικών αποκαλύψεων σκανδάλων, η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εμφανίζεται να ακολουθεί δύο παράλληλες και εντέλει συγκλίνουσες στρατηγικές διαχείρισης της κρίσης. Από τη μία πλευρά, η ρητορική της θεσμικής αντοχής και του «θα εξαντλήσουμε την τετραετία», και από την άλλη, ο υπαινιγμός αιφνιδιαστικής προσφυγής στις κάλπες, ακόμη και εντός του φθινοπώρου.

    Η πρώτη επιλογή, που αποτυπώθηκε στην κυριακάτικη ανάρτηση του πρωθυπουργού, λειτουργεί περισσότερο ως μήνυμα προς το εσωτερικό της Ν.Δ., παρά ως ένδειξη σταθερότητας. Οι λέξεις «θα συνεχίσουμε μέχρι το τέλος της τετραετίας» δεν εκπέμπουν σιγουριά αλλά αμυντική προσκόλληση στην εξουσία, με στόχο να αποφευχθεί η αμφισβήτηση της ηγεσίας του από μια μερίδα του κόμματος που εξετάζει ήδη το ενδεχόμενο αλλαγής προσώπων πριν τις επόμενες εκλογές.

    Παράλληλα, ο Μητσοτάκης ποντάρει στην αριθμητική υπεροχή της κοινοβουλευτικής του ομάδας προκειμένου να ελέγξει την εξέλιξη των κοινοβουλευτικών διαδικασιών για τα σκάνδαλα που έχουν έρθει στο φως – κυρίως τις προανακριτικές επιτροπές και την πιθανότητα παραπομπών. Το σχέδιο είναι απλό: με κοινοβουλευτικές ταχυδακτυλουργίες, να αποφευχθούν εξελίξεις που θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη λογοδοσία κορυφαίων στελεχών.

    Ωστόσο, όσο και αν επιθυμεί να προβάλλει εικόνα ελέγχου και σταθερότητας, τα γεγονότα τρέχουν. Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι παρά η κορυφή ενός παγόβουνου που αποκαλύπτεται με ταχείς ρυθμούς. Όπως έχει διαμηνύσει η ευρωπαϊκή Εισαγγελία, αναμένονται και άλλες «καυτές» δικογραφίες, οι οποίες αγγίζουν ευθέως το περιβάλλον του Μαξίμου – και σε πολιτικό και σε διοικητικό επίπεδο.

    Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η δεύτερη στρατηγική επιλογή του πρωθυπουργού –η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, πιθανόν λίγο μετά τη ΔΕΘ– αποκτά νέο νόημα. Πρόκειται για ένα σενάριο που, παρότι φαινομενικά έρχεται σε αντίθεση με το αφήγημα της θεσμικής κανονικότητας, στην πραγματικότητα εξυπηρετεί το ίδιο ζητούμενο: την αποφυγή λογοδοσίας.

    Οι εκλογές, αν προκηρυχθούν χωρίς να έχει προηγηθεί η σύσταση προανακριτικών επιτροπών για τα υπό διερεύνηση σκάνδαλα, ανοίγουν νομικά και θεσμικά παράθυρα που μπορούν να οδηγήσουν στην παραγραφή. Με βάση τη συνταγματική πρόβλεψη του άρθρου 86, η διάλυση της Βουλής και η προκήρυξη επαναληπτικών εκλογών δημιουργούν συνθήκες «ασυλίας» για πολιτικά πρόσωπα που εμπλέκονται σε ποινικά αδικήματα της κυβερνητικής περιόδου 2019–2025.

    Η μόνη δικλίδα ασφαλείας απέναντι σε αυτόν τον κίνδυνο είναι η πρότερη σύσταση προανακριτικής επιτροπής. Όπως φαίνεται, το σκάνδαλο των Τεμπών με την εμπλοκή των πρώην υπουργών Καραμανλή και Τριαντόπουλου έχει ήδη ενταχθεί στη διαδικασία, ενώ για τον ΟΠΕΚΕΠΕ και πιθανώς για τον υπουργό Βορίδη, η κατάσταση παραμένει ανοιχτή. Αν όμως γίνουν εκλογές χωρίς να έχει προχωρήσει η διαδικασία για τις υπόλοιπες υποθέσεις, αυτές ενδέχεται να παραγραφούν, επιτρέποντας σε εμπλεκόμενους να διαφύγουν της Δικαιοσύνης.

    Σε αυτό το πλαίσιο, οι παρατηρητές ερμηνεύουν τη φαινομενική αντίφαση μεταξύ «τετραετίας μέχρι τέλους» και πρόωρων εκλογών ως σκόπιμη διγλωσσία. Ενώ ο Μητσοτάκης διακηρύσσει συνέχιση της κυβερνητικής πορείας, παράλληλα διατηρεί ενεργή την απειλή πρόωρης προσφυγής στις κάλπες ως εναλλακτικό σχέδιο αποφυγής της λογοδοσίας. Πρόκειται για μια πολιτική τακτική υψηλού ρίσκου, αλλά με σημαντικά οφέλη για τον ίδιο και τους στενούς συνεργάτες του, αν υλοποιηθεί εγκαίρως και με τον κατάλληλο χειρισμό.

    Η πρόσφατη τοποθέτηση του αντιπροέδρου της Βουλής Νικήτα Κακλαμάνη ότι η Βουλή θα μείνει ανοιχτή και τον Αύγουστο ενισχύει την εκτίμηση ότι υπάρχουν σοβαροί σχεδιασμοί θεσμικής θωράκισης για την αποτροπή ανεπιθύμητων εξελίξεων. Το ερώτημα που προκύπτει είναι απλό: αν στόχος ήταν η πλήρης διερεύνηση και η κάθαρση, γιατί δεν επισπεύδονται οι διαδικασίες συγκρότησης των απαραίτητων επιτροπών;

    Οι νομικές παγίδες που μπορεί να οδηγήσουν σε παραγραφή σκανδάλων υπογραμμίζουν την ανάγκη για θεσμική εγρήγορση. Η διατήρηση μιας κυβέρνησης που καταγγέλλεται για συγκάλυψη και η προκήρυξη εκλογών χωρίς θεσμικές εγγυήσεις για τη συνέχεια της έρευνας, δεν συνιστούν δημοκρατική διαδικασία αλλά οργανωμένο σχέδιο αποφυγής ευθυνών.

    Το διακύβευμα δεν είναι μόνο πολιτικό – είναι βαθιά θεσμικό και ηθικό. Η αναγκαία πολιτική αλλαγή δεν αρκεί. Η ουσιαστική κάθαρση και η αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στους θεσμούς απαιτούν άμεση σύσταση προανακριτικών επιτροπών, απρόσκοπτη δικαστική διερεύνηση και θωράκιση των θεσμών από κομματικές παρεμβάσεις. Διαφορετικά, η σκιά της παραγραφής θα καλύψει τα πάντα – και η πολιτική κρίση θα μετατραπεί σε θεσμική εκτροπή.

    Η πραγματική κάθαρση δεν θα έρθει με επικοινωνιακές καταιγίδες και πρόσκαιρους ελέγχους, αλλά μόνο όταν το πολιτικό σύστημα αποδείξει με πράξεις ότι έχει σκοπό να σταματήσει να καλύπτει, να προστατεύει και να διαιωνίζει τη διαφθορά. Μέχρι τότε, το «μαζί τα φάγαμε» θα παραμένει το πιο ειλικρινές ψέμα της Μεταπολίτευσης.

    primenews.press

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου