Ο τάφος του Μεγάλου Αλεξάνδρου και η αληθινή του τοποθεσία παραμένουν ένα άλυτο μυστήριο, αν και αρκετές φορές έχουν υπάρξει μαρτυρίες περί ανεύρεσης σημείων, όπου θα μπορούσε να βρίσκεται, μαζί με λεπτομέρειες για το πώς είναι φτιαγμένος ο τύμβος.

Συγκεκριμένα, η δρ. Αρχαιολογίας Ελπίδα Μητροπούλου μιλά για την ανακάλυψη της Ελληνίδας αρχαιολόγου, Λιάνας Σουβαλτζή, το 1990 και το λάθος της τότε κυβέρνησης.

Η πρόσφατη ανακάλυψη της γιγαντιαίας γρανιτένιας σαρκοφάγου στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου αναζωπύρωσε τις ελπίδες για λύση ενός από τους μεγαλύτερους αρχαιολογικούς γρίφους όλων των εποχών: τι απέγινε και πού βρίσκεται θαμμένο το νεκρό σώμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου.

Οι θεωρίες, πολλές, σύμφωνα όμως με τη δρα Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου του Λονδίνου (UCL), Senior Research Fellow του Πανεπιστημίου του Birmingham και τέως ερευνήτρια του Πανεπιστημίου του Βερολίνου Ελπίδα Μητροπούλου, συγγραφέα του άρθρου «Οι τέσσερες ταφές του Μεγάλου Αλεξάνδρου», ο τάφος του μεγάλου στρατηλάτη βρίσκεται στην όαση Σίβα της Αιγύπτου, στη θέση Ελ Μαράκι, εκεί όπου η Λιάνα Σουβαλτζή είχε εντοπίσει τη δεκαετία του 1990 ένα γιγαντιαίο ταφικό μνημείο άνω των 500 τ.μ.



Στις δύο επιγραφές που εντοπίστηκαν εκεί, η μία αντίγραφο της άλλης, αναγράφονταν οι λέξεις «Αλέξανδρος Αμμωνος Ρα», ωστόσο η ειδική επιτροπή που εστάλη από την ελληνική κυβέρνηση για να τις εξετάσει «απεφάνθη λανθασμένα ότι και οι δύο επιγραφές ήταν ρωμαϊκές και δεν είχαν σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο» όπως σημειώνει η κυρία Μητροπούλου, μιλώντας στη «δημοκρατία».

Ετσι, η άδεια για ανασκαφές της κυρίας Σουβαλτζή δεν ανανεώθηκε. Οπως εξηγεί η αρχαιολόγος, η μία από τις δύο επιγραφές ήταν όντως ρωμαϊκή. «Οταν ο αυτοκράτορας Τραϊανός, που θαύμαζε πάρα πολύ τον Έλληνα αυτοκράτορα, επισκέφθηκε τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, θέλησε να πάρει κάτι από τη δόξα του – έτσι ζήτησε από έναν γλύπτη να αντιγράψει την αρχική επιγραφή, βάζοντας στο τέλος τη δική του υπογραφή. Πήρε τότε την πρωτότυπη επιγραφή και την έβαλε στον ναό, και στο μέρος που ήταν η πρωτότυπη τοποθέτησε το ρωμαϊκό αντίγραφο».

Ωστόσο, οι επιγραφές δεν είναι το μόνο στοιχείο που δείχνει ότι πρόκειται για βασιλικό τάφο. «Ένας δίσκος με δύο φίδια, τα λιοντάρια που φυλάσσουν την είσοδο του τάφου και οι αντηρίδες μαρτυρούν ότι πρόκειται για βασιλικό τάφο και θεοποιημένο άνδρα» τονίζει η κυρία Μητροπούλου.

Σύμφωνα με την κυρία Μητροπούλου, «ο Μέγας Αλέξανδρος πέθανε ξαφνικά και ετάφη αρχικά στη Μέμφιδα. Στη συνέχεια, όμως, ο Πτολεμαίος Α’ τον μετέφερε κρυφά στη Σίβα, φοβούμενος κυρίως τον διάδοχο του Μεγάλου Αλεξάνδρου Περδίκκα, ο οποίος έφτασε στην Αίγυπτο ζητώντας το σώμα του νεκρού βασιλιά.

Την πρώτη φορά ο Πτολεμαίος κατάφερε να τον ξεγελάσει δίνοντάς του μία άλλη σορό, τη δεύτερη φορά όμως που ο Περδίκκας έφτασε στην Αίγυπτο ζητώντας τη σορό του οι ιππείς του Πτολεμαίου τον σκότωσαν. Όταν πια ο Περδίκκας είχε φύγει από τη μέση, ο Πτολεμαίος παρήγγειλε μια επιγραφή που να αναφέρει όλες τις πληροφορίες για τον ένοικο του τάφου.

Οταν ο Πτολεμαίος Β’ ίδρυσε την Αλεξάνδρεια, έχτισε δίπλα στο παλάτι του ένα κτίσμα, το οποίο ονόμασε «σήμα», και αποφάσισε να μεταφέρει εκεί όλους τους φαραώ, ανάμεσά τους και τον Αλέξανδρο. Με την καθιέρωση όμως του χριστιανισμού ως μόνης θρησκείας από τον Θεοδόσιο τον Μέγα, τον 4ο μ.Χ. αιώνα, και τις μαζικές καταστροφές των αρχαίων ναών στην Αίγυπτο και στην Ελλάδα, κάποιος μετέφερε και πάλι τον Αλέξανδρο στη Σίβα».