Ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Αλέξανδρος Διακόπουλος (αντιναύαρχος ε.α.), επικρίθηκε έντονα πρόσφατα για τη δήλωσή του βάσει της οποίας η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος και σε ό,τι αφορά στις κινήσεις των τουρκικών ερευνητικών και πολεμικών σκαφών στα οικόπεδά της ΑΟΖ της, τα πράγματα είναι διαφορετικά… Όλα αυτά σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό MEGA. Καταρχήν, όντως ένας αξιωματούχος με την ιδιότητα του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, όντως πρέπει να αποφεύγει δηλώσεις τέτοιου περιεχομένου δημόσια. Για τον απλό λόγο ότι εκπέμπει το λάθος μήνυμα στην απέναντι πλευρά. Όμως…
Του Στέργιου Δ. Θεοφανίδη.
Από την άλλη όμως πλευρά δεν μπορούμε να μην επισημάνουμε ότι ο αντιναύαρχος Διακόπουλος στην πραγματικότητα είπε κάτι το οποίο ισχύει. Και είναι απόλυτα αληθές όσο κι αν μας πικραίνει… Ας εξετάσουμε όμως λίγο πιο αναλυτικά τι έχουν να μας πουν η Ιστορία και τα γεγονότα για αυτό.
Οι επικρίσεις των δηλώσεων Διακόπουλου είναι αντανακλαστική αντίδραση και αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σε πολλούς θύμισε τη φράση “Η Κύπρος κείται μακράν”. Δικαιολογημένα δεν θέλουμε να τη διαβάζουμε ή να την ακούμε αυτή τη φράση. Μας πειράζει και μας προβληματίζει… Γιατί μας υπενθυμίζει ότι είναι πολλά αυτά που έπρεπε να είχαμε κάνει μετά από 50 σχεδόν χρόνια. Και ΔΕΝ τα έχουμε κάνει.
Κατά την άποψη του υπογράφοντος επίσης, είναι απόλυτα δικαιολογημένη και αυτή καθαυτή η αντίδραση στις δηλώσεις Διακόπουλου. Είναι όμως, ή μπορεί να είναι καταδικαστέες αυτές οι δηλώσεις; Δεν περιγράφουν μία πραγματικότητα; Γιατί δεν θέλουμε να την ακούμε;
Έχουμε κάνει προσπάθειες για να την ανατρέψουμε, ή πριν από λίγα μόλις χρόνια είχαμε κοινοβουλευτικούς εκπροσώπους που είχαν (για λογαριασμό μας) αποφασίσει…. να το ρισκάρουν με την Τουρκία; Και εν πάσει περιπτώσει όσο άσχημη και αν είναι αυτή η πραγματικότητα, ευθύνεται μόνο η Ελλάδα για αυτή;
Η απάντηση είναι κατηγορηματικά ΟΧΙ… Και εξηγούμαστε: Από τον Αύγουστο του 1960 που ξεκίνησε τη ζωή της η Κυπριακή Δημοκρατία, η Αθήνα έκανε ό,τι τις επέτρεπαν οι δυνατότητές της και οι δυνάμεις της για να στηρίξει το νεοσύστατο νησιωτικό κράτος του Ελληνισμού.
Μέχρι ενός σημείου άλλωστε, αυτό προέκυπτε και από τις συμβατικές υποχρεώσεις της Ελλάδας ως μίας από τις τρεις εγγυήτριες δυνάμεις της ασφάλειάς του. Κάτι που είχε συμφωνηθεί και συνυπογραφεί μεταξύ Ελλάδας, Βρετανίας και Τουρκίας (!) στις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου.
Πριν ακόμη δημιουργηθεί δηλαδή η ανεξάρτητη και αυτόνομη Κυπριακή Δημοκρατία, οι Βρετανοί είχαν φροντίσει να φυτέψουν το σπόρο του κακού στα θεμέλιά της. Επέβαλαν την Τουρκία ως εγγυήτρια δύναμη, αποκλειστικά και μόνο για να παρατείνουν ες αεί την παραμονή τους στο στρατηγικής σημασίας νησί της Αφροδίτης.
Το αποτέλεσμα της ενέργειας αυτής και της αποδοχής της από την Ελλαδική αλλά και την Κυπριακή πλευρά, δεν άργησε να φανεί… Τον Αύγουστο του 1964 θα έχουμε τις πρώτες εκτεταμένες εχθροπραξίες στην Κύπρο, με εμπλοκή ελληνικών και τουρκικών δυνάμεων.
Θα έχουμε όμως και μία ακόμη, χειρότερη (;) εξέλιξη. Τη μη αποδοχή του σχεδίου Άτσεσον. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζουν, με επιχειρήματα και αποδείξεις οι περισσότερες από τις πραγματικά πολλές μελέτες της περιόδου. Οι περισσότερες δηλαδή από τις χιλιάδες σελίδες που έχουν γραφεί σχετικά με το ζήτημα αυτό. Το οποίο δεν είναι αντικείμενο αυτού του σχολίου βέβαια.
Το αν είχε την πραγματική και τη μεγαλύτερη ευθύνη η Αθήνα ή η Λευκωσία για την απόρριψη του εν λόγω σχεδίου, την απόρριψη δηλαδή της Ένωσης της Κύπρου με την Ελλάδα υπό προϋποθέσεις, θα το αφήσουμε σε πιο ειδικούς προς ανάλυση.
Είναι δε και πολλοί αυτοί που υποστηρίζουν (και είναι σεβαστή ως άποψη που βασίζεται σε επιχειρήματα), ότι ούτε η αποδοχή του Σχεδίου Άτσεσον (από το όνομα του Αμερικανού διπλωμάτη Dean Acheson), θα αποτελούσε οριστική λύση στο Κυπριακό.
Για εμάς αυτό που έχει σημασία είναι το ότι από τη δεκαετία του ‘60 η Κύπρος είναι και ήθελε μέσω των περισσότερων κυβερνήσεών της να λειτουργεί, ως αυτόνομο και ανεξάρτητο κράτος. Να παίρνει κατά συνέπεια τις δικές της αποφάσεις για το μέλλον της και να υλοποιεί τους δικούς της σχεδιασμούς. Στο πλαίσιο αυτής της πραγματικότητας υπήρχαν πάντα διαφωνίες με την Αθήνα. Άλλοτε εντονότερες και άλλοτε όχι.
Ασφαλώς η Χούντα Ιωαννίδη φέρει τη μεγαλύτερη ευθύνη για την πρόκληση της κυπριακής τραγωδίας το καλοκαίρι του 1974. Πίστεψε στις “εγγυήσεις” του αμερικανικού παράγοντα και άνοιξε τον ασκό του Αιόλου με το πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου της χρονιάς εκείνης, εναντίον του Μακαρίου, ο οποίος με τη σειρά του κάλεσε τις εγγυήτριες δυνάμεις να επέμβουν… Και επενέβησαν.
Τι θέλουμε να πούμε με όλα αυτά; Ότι όντως η Κύπρος είναι ανεξάρτητο κράτος. Και η Αθήνα πρέπει να την αντιμετωπίζει ως τέτοιο. Αν η Κύπρος χρειάζεται τη συνδρομή της Ελλάδας προς αποτελεσματική αντιμετώπιση της τουρκικής απειλής, θα την έχει.
Υπό την προϋπόθεση να αποδείξει η ίδια, πρώτα και πάνω από όλα, την πρόθεσή της να πολεμήσει. Χωρίς καμία διάθεση κριτικής (έχουν το δικαίωμα των επιλογών τους όπως και ο κυπριακός λαός…), τέτοια πρόθεση ΔΕΝ φαίνεται να υπάρχει από τους επίσημους κυπριακούς πολιτειακούς παράγοντες.
Αυτό τουλάχιστον προκύπτει από την πρόσφατη δήλωση ότι “δεν επιθυμούμε με κανένα τρόπο τη στρατικοποίηση της Κύπρου”. Δεν είναι κάτι που λέμε αυθαίρετα εμείς. Άρα, κράτος υπό απειλή… μη στρατιωτικοποιημένο, μας μοιάζει κάτι το φυσιολογικό; Φανταστείτε να έλεγε τα ίδια και η Ταϊβάν. Η ιστορία της θα είχε εξελιχθεί διαφορετικά…
Χωρίς να θέλουμε να απαλλάξουμε τις ελλαδικές πολιτικές ηγεσίες από τις διαχρονικές ευθύνες τους, είμαστε υποχρεωμένοι να επισημάνουμε ότι δεν είναι δυνατόν ο Νίκος Αναστασιάδης από τη μία πλευρά να δηλώνει ότι δεν θα αποδεχθεί τακτικές εκβιασμού και από την άλλη δια του κυβερνητικού εκπρόσωπου να δηλώνει αυτολεξεί, “η πολιτική του Προέδρου της Δημοκρατίας όσον αφορά την επίλυση του Κυπριακού που είναι ο βασικός μας στόχος έχει ξεκάθαρα δηλωθεί και επαναλαμβάνεται συνεχώς ότι, θα πρέπει να γίνει μέσω διαπραγμάτευσης και δεν επιθυμούμε με κανένα τρόπο τη στρατικοποίηση της Κύπρου”..
Αν οι αδελφοί μας Κύπριοι είναι πράγματι διατεθειμένοι να προασπίσουν τα κυριαρχικά τους δικαιώματα, θα πρέπει να συνδράμουν ουσιαστικά στην επανενεργοποίηση και τη διατήρηση του Δόγματος Ενιαίου Αμυντικού Χώρου με την Ελλάδα. Παλαιότερα είχαμε προτείνει τη δημιουργία Κυπριακής Αεροπορίας, μέσα από τη δική μας Πολεμική Αεροπορία. Είχαμε χρησιμοποιήσει δε ως παράδειγμα την απόσυρση και μη περαιτέρω εκμετάλλευση μετά από εκσυγχρονισμό, των Mirage F 1CG.
Το ίδιο μπορεί να γίνει και στην περίπτωση που η Κύπρος θέλει να δημιουργήσει το δικό της Ναυτικό. Μπορεί να υπάρξει συνεργασία και η Ελλάδα έχει τη δυνατότητα να αξιοποιήσει έμψυχο δυναμικό από την Κύπρο, μαζί με μέρος των αναγκαίων κονδυλίων, προκειμένου να τη βοηθήσει αποφασιστικά να αμυνθεί με έργα και όχι με λόγια. Θα είναι δύσκολο, δεν υποστηρίζει κανείς το αντίθετο.
Γιατί και η Ελλάδα δέχεται πιέσεις από τον συμμαχικό παράγοντα, ενάντια στον αγώνα επιβίωσης που δίνει και ενάντια στην προάσπιση των κυριαρχικών της δικαιωμάτων. Η ματαίωση ή “αναβολή”, ή όπως αλλιώς θέλετε ονομάστε την, της προμήθειας των φρεγατών Belh@rra με τα συστήματα και τα όπλα που θα άλλαζαν σε σημαντικό βαθμό τις ισορροπίες στο Αιγαίο και τη νοτιοανατολική Μεσόγειο, σε συνδυασμό με την φερόμενη ως σχετιζόμενη με την προμήθεια υπογραφή συμφωνίας αμυντικής συνεργασίας με τη Γαλλία, αυτό δείχνει…
Κάπως όμως πρέπει να γίνει μία αρχή. Και για να γίνει αυτή η αρχή θα πρέπει να το θέλουν ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ και να το επιδιώξουν έμπρακτα και οι αδελφοί Κύπριοι. Για τους οποίους, κακά τα ψέματα, ισχύει ότι και για εμάς. ΔΕΝ μπορείς να περιμένεις τη βοήθεια τρίτων όταν ο ίδιος εκπέμπεις μηνύματα κατευνασμού και δεν επιθυμείς να σωθείς…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου