Με αφορμή την τελευταία ακτιβιστική πράξη του Ρουβίκωνα, το ντου
δηλαδή στο υπουργείο Προστασίας του Πολίτη, θυμήθηκα κάτι που ανέκαθεν
μου έκανε εντύπωση.
Επί χούντας ήμουν μικρός, αλλά λόγω επειδής να’ ουμ έχω μνήμη ελέφαντα, κάποιες εικόνες και κάποιες παραστάσεις έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.
Έτσι, εκτός από τις αφίσες παντού με το πουλί της χούντας, και τις πινακίδες του στυλ «Ο Κομμουνισμός Είναι Εχθρός της Πατρίδας», εκτός από τους φαντάρους σκοπούς στις γωνίες κάθε τετραγώνου (ειδικά στις αρχές), εκτός από τους αγριεμένους στρατιωτικούς, αστυνομικούς, ακόμη και εισπράκτορες στα λεωφορεία, εκτός από τις βέργες και τα σκαμπίλια των δασκάλων, επίσης θυμάμαι την γενικότερη απάθεια που χαρακτήριζε τους συμπατριώτες μας. Σαν να μην έτρεχε τίποτα... Ειδικά σε δημόσιους χώρους, διότι μέσα στα σπίτια τους ήταν όλοι «αντιστασιακοί». Με κορυφαία αντιστασιακή πράξη το να ακούνε Ντόιτσε Βέλε στο ραδιόφωνο.
Και πάνω απ’ όλα, θυμάμαι, βλέποντας τα Επίκαιρα της εποχής, ή τα ασπρόμαυρα φιλμάκια στις τότε ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ, πως όποτε σπανίως σημειώνονταν κάποια «συνάθροιση», συγκέντρωση, ή διαδήλωση (οι οποίες απαγορεύονταν δια νόμου αν ήταν πάνω από 3 άτομα) τότε ένας μόνο χωροφύλακας ή αστυφύλακας, ακόμη και αγροφύλακας, και μάλιστα με στολή εξόδου (έτσι ήταν ντυμένοι τότε), έπαιρνε στο κυνήγι από μόνος του δεκάδες, ή ακόμη και εκατοντάδες «διαδηλωτές».
Οι οποίοι στην θέα του πηλίκιου και στον ήχο της σφυρίχτρας γίνονταν λαγοί.
Σε αντίθεση με σήμερα, που ένας «μπαχαλάκιας» τα βάζει με ολόκληρες διμοιρίες ΜΑΤ, πετώντας τους μολότοφ, και εκείνοι «δεν μπορούν» να κάνουν τίποτα.
Τι έγινε; Τι μεσολάβησε στα 40-50 αυτά χρόνια και κιότεψε η αστυνομία; Ή μήπως οι νέες γενιές ανδρών, που ανδρώθηκαν με ΜΙΛΚΟ και Ρούλα Κορομηλά, είναι πια πιο γενναίες από τους μπαμπάδες τους και δεν μασάνε από καταστολή;
Μήπως (λέω τώρα) απλά φταίει η γενικευμένη ατιμωρησία που επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια, και που κορυφώθηκε με την Πρώτη Φορά Αριστερά στην κυβέρνηση;
Μήπως δηλαδή τότε, επί χούντας, οι διαδηλωτές έτρεχαν τα 100 μ. στα 7 δεύτερα διότι ήξεραν πως αν ο χωροφύλακας πιάσει έστω και έναν, αυτός θα ξαναέβλεπε τον ήλιο του Αγίου Φούφουτου ανήμερα, και θα τον κλαίγανε για πάντα οι δικοί του;
Άρα δηλαδή, μήπως οι σημερινοί «επαναστάτες» δεν είναι τόσο γενναίοι όσο νομίζουμε, αλλά απλά εκμεταλλεύονται την ατιμωρησία, την άτυπη ασυλία, και πάνω απ’ όλα το πανεπιστημιακό άσυλο και τα διάφορα ανεπίσημα θεσμοθετημένα άβατα;
Μήπως εκμεταλλεύονται την καλοσύνη του αρμόδιου υπουργού, που ως «αντιστασιακός» (Εύελπις) επί χούντας έζησε την αστυνομική βία στο πετσί του και τώρα μοιράζει ανθρωπισμό και αλτρουισμό;
Μήπως οι τότε αριστεροί και οι τότε επαναστάτες ήταν γνήσιοι αντιστασιακοί και πραγματικά παλικάρια, διότι έπαιζαν με τη φωτιά διακινδυνεύοντας τα πάντα, ενώ οι τωρινοί είναι ντεμέκ; Απλά μπούληδες δηλαδή και παλικαράκια της φακής; Λέω εγώ τώρα…
Και εν πάση περιπτώσει, να μη ξεχνάμε πως σήμερα, αν κατά τύχη προσαχθεί κάποιος (ή συλληφθεί, χα χα) το πολύ πολύ να κάτσει ένα δίωρο στο τμήμα, να απολαύσει τους κερασμένους καφέδες του, και μετά να βγει σαν κύριος να αγκαλιαστεί με τους συντρόφους του και τις διάφορες αλληλέγγυες συνηγορίνες (με τα γκούτσι), που θα έχουν μαζευτεί απ’ έξω για να τον «στηρίξουν».
Η προσαγωγή δηλαδή γίνεται διαβατήριο για ηρωοποίηση, για μελλοντική πολιτική καριέρα, ίσως και για διορισμό σε γραφείο υπουργού.
Σε αντίθεση με τις παλιές κακές εποχές που η παραμονή στο τμήμα, εκτός από αορίστου χρόνου, συνοδεύονταν και από κουρά εν χρω, μαύρα μάτια, μελανιές, και εκδορές, που συνήθως συνέβαιναν «στην προσπάθεια απόδρασης (του λεγάμενου) από το τμήμα».
Ελλάδα, η χώρα της υπερβολής και των αντιθέσεων. Περάσαμε από τα δυο μίζερα κρατικά κανάλια στην πολυφωνία των 40 και βάλε ιδιωτικών καναλιών (χώρια Νόβες, μόβες κλπ.), και από το μαύρο φίδι που θα σε έτρωγε αν σε τσάκωνε ο χωροφύλαξ να τον στραβοκοιτάς, στα ντου (με ταυτόχρονο ανέβασμα στο φέισμπουκ) στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και οσονούπω στο Μαξίμου (που επί Τσίπρα έχει πακτωθεί από κλούβες των ΜΑΤ, καθότι ισχύει το Λουδοβίκειο «Ισχύς μου η Αγάπη του Λαού»).
Αγάπη ολούθε…
ΥΓ- Δεν ξέρω τι με έπιασε σήμερα, αλλά επίσης θυμάμαι το 1995, επί σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ δηλαδή, τότε που για πρώτη και μοναδική φορά δόθηκε η πολιτική εντολή για άρση του ασύλου, μπούκαραν τα ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο, και μάζεψαν καμιά 500αριά «σκληρούς» μπαχαλάκηδες που είχαν ρημάξει με μολότοφ την ευρύτερη περιοχή.
Μάλιστα τους έβαλαν να στηθούν στη σειρά σαν νεοσύλλεκτοι, κι εκείνοι με τα κεφάλια κατεβασμένα και τα μπατζάκια κατουρημένα, βάδιζαν σε πειθαρχημένο σχηματισμό προς τις κλούβες. Ανάμεσά τους, αν θυμάμαι καλά, και μια διάσημη τότε δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, που πάντα είχε αποκλειστικά ρεπορτάζ και πληροφορίες για τους «συνήθεις υπόπτους» και τον «αναρχικό» χώρο. Τι απέγινε άραγε;
antinews.gr
Επί χούντας ήμουν μικρός, αλλά λόγω επειδής να’ ουμ έχω μνήμη ελέφαντα, κάποιες εικόνες και κάποιες παραστάσεις έχουν μείνει βαθιά χαραγμένες στη μνήμη μου.
Έτσι, εκτός από τις αφίσες παντού με το πουλί της χούντας, και τις πινακίδες του στυλ «Ο Κομμουνισμός Είναι Εχθρός της Πατρίδας», εκτός από τους φαντάρους σκοπούς στις γωνίες κάθε τετραγώνου (ειδικά στις αρχές), εκτός από τους αγριεμένους στρατιωτικούς, αστυνομικούς, ακόμη και εισπράκτορες στα λεωφορεία, εκτός από τις βέργες και τα σκαμπίλια των δασκάλων, επίσης θυμάμαι την γενικότερη απάθεια που χαρακτήριζε τους συμπατριώτες μας. Σαν να μην έτρεχε τίποτα... Ειδικά σε δημόσιους χώρους, διότι μέσα στα σπίτια τους ήταν όλοι «αντιστασιακοί». Με κορυφαία αντιστασιακή πράξη το να ακούνε Ντόιτσε Βέλε στο ραδιόφωνο.
Και πάνω απ’ όλα, θυμάμαι, βλέποντας τα Επίκαιρα της εποχής, ή τα ασπρόμαυρα φιλμάκια στις τότε ειδήσεις της ΥΕΝΕΔ, πως όποτε σπανίως σημειώνονταν κάποια «συνάθροιση», συγκέντρωση, ή διαδήλωση (οι οποίες απαγορεύονταν δια νόμου αν ήταν πάνω από 3 άτομα) τότε ένας μόνο χωροφύλακας ή αστυφύλακας, ακόμη και αγροφύλακας, και μάλιστα με στολή εξόδου (έτσι ήταν ντυμένοι τότε), έπαιρνε στο κυνήγι από μόνος του δεκάδες, ή ακόμη και εκατοντάδες «διαδηλωτές».
Οι οποίοι στην θέα του πηλίκιου και στον ήχο της σφυρίχτρας γίνονταν λαγοί.
Σε αντίθεση με σήμερα, που ένας «μπαχαλάκιας» τα βάζει με ολόκληρες διμοιρίες ΜΑΤ, πετώντας τους μολότοφ, και εκείνοι «δεν μπορούν» να κάνουν τίποτα.
Τι έγινε; Τι μεσολάβησε στα 40-50 αυτά χρόνια και κιότεψε η αστυνομία; Ή μήπως οι νέες γενιές ανδρών, που ανδρώθηκαν με ΜΙΛΚΟ και Ρούλα Κορομηλά, είναι πια πιο γενναίες από τους μπαμπάδες τους και δεν μασάνε από καταστολή;
Μήπως (λέω τώρα) απλά φταίει η γενικευμένη ατιμωρησία που επικρατεί εδώ και πολλά χρόνια, και που κορυφώθηκε με την Πρώτη Φορά Αριστερά στην κυβέρνηση;
Μήπως δηλαδή τότε, επί χούντας, οι διαδηλωτές έτρεχαν τα 100 μ. στα 7 δεύτερα διότι ήξεραν πως αν ο χωροφύλακας πιάσει έστω και έναν, αυτός θα ξαναέβλεπε τον ήλιο του Αγίου Φούφουτου ανήμερα, και θα τον κλαίγανε για πάντα οι δικοί του;
Άρα δηλαδή, μήπως οι σημερινοί «επαναστάτες» δεν είναι τόσο γενναίοι όσο νομίζουμε, αλλά απλά εκμεταλλεύονται την ατιμωρησία, την άτυπη ασυλία, και πάνω απ’ όλα το πανεπιστημιακό άσυλο και τα διάφορα ανεπίσημα θεσμοθετημένα άβατα;
Μήπως εκμεταλλεύονται την καλοσύνη του αρμόδιου υπουργού, που ως «αντιστασιακός» (Εύελπις) επί χούντας έζησε την αστυνομική βία στο πετσί του και τώρα μοιράζει ανθρωπισμό και αλτρουισμό;
Μήπως οι τότε αριστεροί και οι τότε επαναστάτες ήταν γνήσιοι αντιστασιακοί και πραγματικά παλικάρια, διότι έπαιζαν με τη φωτιά διακινδυνεύοντας τα πάντα, ενώ οι τωρινοί είναι ντεμέκ; Απλά μπούληδες δηλαδή και παλικαράκια της φακής; Λέω εγώ τώρα…
Και εν πάση περιπτώσει, να μη ξεχνάμε πως σήμερα, αν κατά τύχη προσαχθεί κάποιος (ή συλληφθεί, χα χα) το πολύ πολύ να κάτσει ένα δίωρο στο τμήμα, να απολαύσει τους κερασμένους καφέδες του, και μετά να βγει σαν κύριος να αγκαλιαστεί με τους συντρόφους του και τις διάφορες αλληλέγγυες συνηγορίνες (με τα γκούτσι), που θα έχουν μαζευτεί απ’ έξω για να τον «στηρίξουν».
Η προσαγωγή δηλαδή γίνεται διαβατήριο για ηρωοποίηση, για μελλοντική πολιτική καριέρα, ίσως και για διορισμό σε γραφείο υπουργού.
Σε αντίθεση με τις παλιές κακές εποχές που η παραμονή στο τμήμα, εκτός από αορίστου χρόνου, συνοδεύονταν και από κουρά εν χρω, μαύρα μάτια, μελανιές, και εκδορές, που συνήθως συνέβαιναν «στην προσπάθεια απόδρασης (του λεγάμενου) από το τμήμα».
Ελλάδα, η χώρα της υπερβολής και των αντιθέσεων. Περάσαμε από τα δυο μίζερα κρατικά κανάλια στην πολυφωνία των 40 και βάλε ιδιωτικών καναλιών (χώρια Νόβες, μόβες κλπ.), και από το μαύρο φίδι που θα σε έτρωγε αν σε τσάκωνε ο χωροφύλαξ να τον στραβοκοιτάς, στα ντου (με ταυτόχρονο ανέβασμα στο φέισμπουκ) στο υπουργείο Δημόσιας Τάξης και οσονούπω στο Μαξίμου (που επί Τσίπρα έχει πακτωθεί από κλούβες των ΜΑΤ, καθότι ισχύει το Λουδοβίκειο «Ισχύς μου η Αγάπη του Λαού»).
Αγάπη ολούθε…
ΥΓ- Δεν ξέρω τι με έπιασε σήμερα, αλλά επίσης θυμάμαι το 1995, επί σοσιαλιστικού ΠΑΣΟΚ δηλαδή, τότε που για πρώτη και μοναδική φορά δόθηκε η πολιτική εντολή για άρση του ασύλου, μπούκαραν τα ΜΑΤ στο Πολυτεχνείο, και μάζεψαν καμιά 500αριά «σκληρούς» μπαχαλάκηδες που είχαν ρημάξει με μολότοφ την ευρύτερη περιοχή.
Μάλιστα τους έβαλαν να στηθούν στη σειρά σαν νεοσύλλεκτοι, κι εκείνοι με τα κεφάλια κατεβασμένα και τα μπατζάκια κατουρημένα, βάδιζαν σε πειθαρχημένο σχηματισμό προς τις κλούβες. Ανάμεσά τους, αν θυμάμαι καλά, και μια διάσημη τότε δημοσιογράφος της Ελευθεροτυπίας, που πάντα είχε αποκλειστικά ρεπορτάζ και πληροφορίες για τους «συνήθεις υπόπτους» και τον «αναρχικό» χώρο. Τι απέγινε άραγε;
antinews.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου