Στην
ισλαμοκρατούμενη πλέον Τουρκία ο για μια δεκαετία και βάλε απόλυτος
δεσπότης, θριαμβευτής τριών εθνικών εκλογών και δαμαστής της
στρατογραφειoκρατίας και του κεμαλισμού, πρωθυπουργός Ταγίπ Ερντογάν,
υπέστη σημαντικό όχι όμως θανάσιμο πολιτικό πλήγμα. Και η ζημιά του
έγινε εκεί που διακήρυττε με κάθε ευκαιρία την ανωτερότητα του ως πιστός
μουσουλμάνος–σε ζητήματα δικαιοσύνης και ηθικής τάξης.
Το Ισλάμ, ως σύστημα αξιών έχει την δικαιοσύνη και την απονομή της ως το ύψιστο επίγειο αγαθό της κοινότητας των πιστών. Το δε Πολιτικό Ισλάμ των Ερμπακάν και Ερντογάν, πρέπει να υπενθυμίσουμε, κυριάρχησε και μεθοδικά ευνούχισε πολιτικά την Κεμαλική τάξη σε μια εκστρατεία που σύνθημα της ήταν η φράση “Καθαρά Χέρια” (Temiz Eller). Και επειδή η Κεμαλική τάξη ήταν βουτηγμένη στη διαφθορά και την αδικία απώλεσε το ηθικό πεδίο της μάχης και, μαζί, την πολιτική εξουσία στους Ισλαμιστές. Ακριβώς όμως επειδή η εξουσία διαφθείρει ήταν θέμα χρόνου τα “Καθαρά Χέρια” της ισλαμοπαρέας του Ταγίπ να βουτηχθούν και αυτά στη βρωμιά και τη λάσπη της διαφθοράς και της αδικίας. Όπως και έγινε.
Μαζί με την ηθική καταβαράθρωση απομυθοποιήθηκε και το περιβόητο και πολυδιαφημιζόμενο made in Washington μεταψυχροπολεμικό τουρκικό “ισλαμικό μοντέλο”. Αυτό που, πρέπει να υπενθυμίσουμε και πάλι, αντικατέστησε το άλλο επίσης περιβόητο, πολυδιαφημιζόμενο και πάλι made in Washington, “κεμαλο-κοσμικό μοντέλο”της μεταπολεμικής εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Είναι υψίστης πολιτικής και στρατηγικής σημασίας, ιδιαίτερα για τα δικά μας συμφέροντα, η επί των ημερών Ερντογάν καταβαράθρωση του τουρκικού “μοντέλου”και κατά συνέπεια της δυτικό-κατασκευασμένης εικόνας της Τουρκίας. Για μισό και πλέον αιώνα η Τουρκία ως “μοντέλο” πολιτικής (δηλαδή, “δημοκρατικής”) και οικονομικής (δηλαδή “φιλελεύθερης”) ανάπτυξης για τα Αφρό-Ασιατικά και μουσουλμανικά κράτη, λειτούργησε ως το κατ´εξοχή στρατηγικό εργαλείο “ήπιας ισχύος” της Ουάσινγκτον και της Τουρκίας. Στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η στρατηγική αυτή λειτούργησε με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση και το δικό της σοσιαλιστικό και κρατοκεντρικό μοντέλο, ενώ μεταψυχροπολεμικά έχοντας ως αντίπαλο το ριζοσπαστικό Ισλάμ και τις θεοκεντρικές του αξιώσεις.
Προσφερόμενο και ως γέφυρα μεταξύ των δυτικών και μη-δυτικών πολιτισμών, το “μοντέλο”-Τουρκία “πουλούσε”ως ζωντανό και, τελευταία οικονομικά δυναμικό , παράδειγμα καθώς επίσης και ως τρανή απόδειξη για το εσφαλμένο της θεωρίας του Χάντινγκτον για τη “σύγκρουση των πολιτισμών”. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία υπήρξε ο μεγαλύτερος αποδέκτης ξένης οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, μεταπολεμικά, από οιανδήποτε άλλη χώρα στο κόσμο συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ! Σήμερα όμως, και αποκαλυπτόμενο, το ισλαμικό καθεστώς του Ερντογάν χάνει τη εσωτερική νομιμοποιητική του βάση. Ως δε συνέπεια των απανωτών λανθασμένων επιλογών του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως και της διπροσωπίας του, χάνει και τα ερείσματα του στο αραβικό κυρίως κόσμο, εκεί ακριβώς που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει με το “παράδειγμα “του. Για τη δική μας πλευρά η εξέλιξη αυτή είναι πολιτικά ανεκτίμητη εάν γίνει σωστής εκμετάλλευσης ως μέρος μιάς δικής μας στρατηγικής αναθεώρησης.
Παρότι εσωτερικά πληγωμένος στο ηθικό πεδίο, ο Ερντογάν θα παραμείνει κυρίαρχος στο πολιτικό παιγνίδι στο άμεσο διάστημα. Η εκτίμηση μου είναι ότι θα κυριαρχήσει και του κατεξοχήν αντιπάλου του στο πεδίο αυτό, του “εξόριστου”στις ΗΠΑ μουσουλμάνου διανοούμενου-δάσκαλου, του περιβόητου Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο τελευταίος υπήρξε εργαλειακός σύμμαχος του Ερντογάν όταν και οι δύο πολεμούσαν τον κοινό εχθρό τους, τους κοσμικούς Κεμαλιστές. Τώρα είναι θανάσιμοι αντίπαλοι για τη μουσουλμανική πίστη των Τούρκων, όπως και τον έλεγχο της εξουσίας που εκφράζεται και με την προσωπική και κομματική διαφθορά. Αλλά ο ένας βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά ενώ ο άλλος ελέγχει το “δοβλέτι” και το μακρύ του βρώμικο κρατικό χέρι. Και το πραγματικά αδύναμο στοιχείο κάθε εξουσίας, που είναι η οικονομία, παράγει ακόμη πλούτο υπέρ του Ερντογάν. Διαμορφώνεται είναι γεγονός μια ακόμη εργαλειακή “συμμαχία”μεταξύ των πρώην εχθρών, των “Γκιουλενιστών” και των Κεμαλιστών κατά του Ερντογάν, στη οποία πολλοί στη Δύση και στο Ισραήλ βασίζονται ότι θα ανατρέψει τον Ερντογάν. Εάν εκδηλωθεί δυναμικά εναντίον του Ερντογάν μια τέτοια συμμαχία, ένα είναι σίγουρο: η Τουρκία θα αιματοκυλισθεί με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει η δική μας πλευρά ν´ αντλήσει κάποια σοβαρά μαθήματα από τις εμπειρίες των ισλαμιστών. Το πρώτο και βασικό είναι ότι κάθε άλλο παρά έχουν “στρατηγική” οι Τούρκοι. “Αρπακολίζοντας” είναι που οδεύουν. “Κάνοντας και βλέποντας” είναι και η στρατηγική τους και οι συναφείς τακτικές τους. Αυτό αποδεικνύει το φιάσκο του νεο-οθωμανισμού (της πολιτικά και κοινωνιολογικά διεστραμμένης αντίληψης ότι τα θύματα ήταν ευχαριστημένα με τους θύτες τους και τους αναπολούν), του “στρατηγικού βάθους”, και της πολιτικής των “μηδενικών προβλημάτων”. Όταν ο “αρπακολισμός” παντρεύεται με την αλαζονεία και την παρανοϊκότητα, κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής των ισλαμιστών, το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι αυτό που προέβλεψε ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα, James Jeffrey το 2010, και το γνωρίζουμε από τα Wikileaks: ότι οι ισλαμιστές φιλοδοξούν να έχουν εξωτερική πολιτική μεγέθους και ποιότητας Ρόλς Ρόις αλλά οι δυνατότητες τους είναι επιπέδου Φόρντ.
Ο μεγαλοϊδεατισμός των Τούρκο-ισλαμιστών και οι φιλοδοξίες τους να ηγεμονεύσουν όλων των περιφερειακών τους γειτόνων, με εντυπωσιακά παραδείγματα αποτυχίας την Συρία και την Αίγυπτο, έχει καταρρεύσει σε όλα τα μέτωπα πλην πιθανώς ενός, του δικού μας. Και όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει ο Παναγιώτης Ηφαιστος, εκεί που πιθανό να δικαιωθούν οι νεο-Οθωμανοί κοπής Νταβούτογλου για πρώτη και τελευταία φορά, είναι απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η Αθήνα έχει δυστυχώς, από εποχής της “ισχυρής” Ελλάδας του “μεγάλου εκσυγχρονιστή” Σημίτη, εισέλθει σε διαδικασία “φινλανδοποίησης” (προσαρμογής) της πολιτικής της έναντι της Αγκυρας. Τελευταίο δείγμα γραφής τέτοιας συμπεριφοράς καταγράφεται αυτή του υπουργού Εξωτερικών Βενιζέλου, που ανταγωνίζεται τον γραφικό Δρούτσα σε υποκλίσεις και χαριεντισμούς, κάθε φορά που ανταμώνεται με τον Νταβούτογλου. Την δε Κύπρο οι Τούρκοι δεν τη αντιλαμβάνονται και δεν την αποδέχονται ως συγκροτημένο κράτος, παρά μόνο ως δική τους εσαεί σατραπεία. Αυτό και μόνο επιβάλει μια αντιμετώπιση της Τουρκίας διαμετρικά αντίθετη με αυτή που ακολουθείται από τους σημαιοφόρους της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.
Ο Ιμάμης Γκιουλέν
Εφόσον η δική μας πλευρά, κυρίως η Αθήνα, απελευθερωθεί από τα λογής λογής φοβικά της σύνδρομα και αρθρώσει αυτόφωτη εξωτερική πολιτική, θα διαπιστώσει ότι μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά την Άγκυρα. Αυτό καταδεικνύεται από τα αποτελέσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας τριετίας.
Είναι ακριβώς από την τελευταία διαπίστωση που πρέπει να αντληθεί το δεύτερο μάθημα. Αυτό είναι η ταχύτητα με τη οποία η Άγκυρα έκανε όπισθεν και πισωγύρισε σ´όλα σχεδόν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όταν διαπίστωσε ότι οι φιλοδοξίες της βρισκόντουσαν σε σύγκρουση με την πραγματικότητα γύρω της. Στα περιφερειακά ζητήματα που τη αφορούσαν είδε να περιθωριοποιείται από τη Ρωσία, το Ιράν, τις ΗΠΑ, την Ε.Ε., το Ισραήλ ακόμη και από την Αίγυπτο. Αναγκάσθηκε έτσι να αποδεχθεί ότι δεν μπορεί να καθορίσει το μέλλον της Συρίας, για παράδειγμα. Μάλιστα στη περίπτωση μια αιμάσσουσας Συρίας αναγκάσθηκε να ζητήσει και Νατοϊκή αρωγή! Όπως επίσης εξαναγκάζεται να παραδεχθεί, με τις πρόσφατες αναστροφές του ο μεγάλος μάγιστρος του νεο-οθωμανισμού Νταβούτογλου, ότι η διεθνής πολιτική δεν είναι απλοϊκή αλλά πολυσύνθετη και δεν καθορίζεται από όγκο, στρατιωτική ισχύ, αλαζονεία και προπαγάνδα. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα οι Αμερικάνοι θα είχαν φύγει νικητές από το Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί από το Αφγανιστάν. Και στη Κύπρο θα επικρατούσε προ πολλού μια Τούρκο-οθωμανική “ειρήνη”. Ούτε καν το δικό της μέλλον δεν μπορεί να καθορίσει η Μπουγιούκ Τουρκία.
Με όπλα τη πολιτική βούληση, με θεσμικά εργαλεία που προκύπτουν από το διεθνές σύστημα και από πολυμερείς και διμερείς συμμαχίες και συνασπισμούς, Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον αναθεωρητισμό και ηγεμονισμό της Άγκυρας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να πιστέψουν οι ταγοί τους ότι τα κράτη τους είναι κυρίαρχα υποκείμενα και ότι έχουν εθνικά συμφέροντα που πρέπει να υπερασπιστούν.
Το Ισλάμ, ως σύστημα αξιών έχει την δικαιοσύνη και την απονομή της ως το ύψιστο επίγειο αγαθό της κοινότητας των πιστών. Το δε Πολιτικό Ισλάμ των Ερμπακάν και Ερντογάν, πρέπει να υπενθυμίσουμε, κυριάρχησε και μεθοδικά ευνούχισε πολιτικά την Κεμαλική τάξη σε μια εκστρατεία που σύνθημα της ήταν η φράση “Καθαρά Χέρια” (Temiz Eller). Και επειδή η Κεμαλική τάξη ήταν βουτηγμένη στη διαφθορά και την αδικία απώλεσε το ηθικό πεδίο της μάχης και, μαζί, την πολιτική εξουσία στους Ισλαμιστές. Ακριβώς όμως επειδή η εξουσία διαφθείρει ήταν θέμα χρόνου τα “Καθαρά Χέρια” της ισλαμοπαρέας του Ταγίπ να βουτηχθούν και αυτά στη βρωμιά και τη λάσπη της διαφθοράς και της αδικίας. Όπως και έγινε.
Μαζί με την ηθική καταβαράθρωση απομυθοποιήθηκε και το περιβόητο και πολυδιαφημιζόμενο made in Washington μεταψυχροπολεμικό τουρκικό “ισλαμικό μοντέλο”. Αυτό που, πρέπει να υπενθυμίσουμε και πάλι, αντικατέστησε το άλλο επίσης περιβόητο, πολυδιαφημιζόμενο και πάλι made in Washington, “κεμαλο-κοσμικό μοντέλο”της μεταπολεμικής εποχής του Ψυχρού Πολέμου.
Είναι υψίστης πολιτικής και στρατηγικής σημασίας, ιδιαίτερα για τα δικά μας συμφέροντα, η επί των ημερών Ερντογάν καταβαράθρωση του τουρκικού “μοντέλου”και κατά συνέπεια της δυτικό-κατασκευασμένης εικόνας της Τουρκίας. Για μισό και πλέον αιώνα η Τουρκία ως “μοντέλο” πολιτικής (δηλαδή, “δημοκρατικής”) και οικονομικής (δηλαδή “φιλελεύθερης”) ανάπτυξης για τα Αφρό-Ασιατικά και μουσουλμανικά κράτη, λειτούργησε ως το κατ´εξοχή στρατηγικό εργαλείο “ήπιας ισχύος” της Ουάσινγκτον και της Τουρκίας. Στην διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου η στρατηγική αυτή λειτούργησε με αντίπαλο τη Σοβιετική Ένωση και το δικό της σοσιαλιστικό και κρατοκεντρικό μοντέλο, ενώ μεταψυχροπολεμικά έχοντας ως αντίπαλο το ριζοσπαστικό Ισλάμ και τις θεοκεντρικές του αξιώσεις.
Προσφερόμενο και ως γέφυρα μεταξύ των δυτικών και μη-δυτικών πολιτισμών, το “μοντέλο”-Τουρκία “πουλούσε”ως ζωντανό και, τελευταία οικονομικά δυναμικό , παράδειγμα καθώς επίσης και ως τρανή απόδειξη για το εσφαλμένο της θεωρίας του Χάντινγκτον για τη “σύγκρουση των πολιτισμών”. Και δεν είναι καθόλου τυχαίο το γεγονός ότι η Τουρκία υπήρξε ο μεγαλύτερος αποδέκτης ξένης οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας, μεταπολεμικά, από οιανδήποτε άλλη χώρα στο κόσμο συμπεριλαμβανομένου και του Ισραήλ! Σήμερα όμως, και αποκαλυπτόμενο, το ισλαμικό καθεστώς του Ερντογάν χάνει τη εσωτερική νομιμοποιητική του βάση. Ως δε συνέπεια των απανωτών λανθασμένων επιλογών του σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όπως και της διπροσωπίας του, χάνει και τα ερείσματα του στο αραβικό κυρίως κόσμο, εκεί ακριβώς που φιλοδοξούσε να κυριαρχήσει με το “παράδειγμα “του. Για τη δική μας πλευρά η εξέλιξη αυτή είναι πολιτικά ανεκτίμητη εάν γίνει σωστής εκμετάλλευσης ως μέρος μιάς δικής μας στρατηγικής αναθεώρησης.
Παρότι εσωτερικά πληγωμένος στο ηθικό πεδίο, ο Ερντογάν θα παραμείνει κυρίαρχος στο πολιτικό παιγνίδι στο άμεσο διάστημα. Η εκτίμηση μου είναι ότι θα κυριαρχήσει και του κατεξοχήν αντιπάλου του στο πεδίο αυτό, του “εξόριστου”στις ΗΠΑ μουσουλμάνου διανοούμενου-δάσκαλου, του περιβόητου Φετουλάχ Γκιουλέν. Ο τελευταίος υπήρξε εργαλειακός σύμμαχος του Ερντογάν όταν και οι δύο πολεμούσαν τον κοινό εχθρό τους, τους κοσμικούς Κεμαλιστές. Τώρα είναι θανάσιμοι αντίπαλοι για τη μουσουλμανική πίστη των Τούρκων, όπως και τον έλεγχο της εξουσίας που εκφράζεται και με την προσωπική και κομματική διαφθορά. Αλλά ο ένας βρίσκεται χιλιάδες μίλια μακριά ενώ ο άλλος ελέγχει το “δοβλέτι” και το μακρύ του βρώμικο κρατικό χέρι. Και το πραγματικά αδύναμο στοιχείο κάθε εξουσίας, που είναι η οικονομία, παράγει ακόμη πλούτο υπέρ του Ερντογάν. Διαμορφώνεται είναι γεγονός μια ακόμη εργαλειακή “συμμαχία”μεταξύ των πρώην εχθρών, των “Γκιουλενιστών” και των Κεμαλιστών κατά του Ερντογάν, στη οποία πολλοί στη Δύση και στο Ισραήλ βασίζονται ότι θα ανατρέψει τον Ερντογάν. Εάν εκδηλωθεί δυναμικά εναντίον του Ερντογάν μια τέτοια συμμαχία, ένα είναι σίγουρο: η Τουρκία θα αιματοκυλισθεί με ότι αυτό συνεπάγεται.
Σε ζητήματα εξωτερικής πολιτικής θα πρέπει η δική μας πλευρά ν´ αντλήσει κάποια σοβαρά μαθήματα από τις εμπειρίες των ισλαμιστών. Το πρώτο και βασικό είναι ότι κάθε άλλο παρά έχουν “στρατηγική” οι Τούρκοι. “Αρπακολίζοντας” είναι που οδεύουν. “Κάνοντας και βλέποντας” είναι και η στρατηγική τους και οι συναφείς τακτικές τους. Αυτό αποδεικνύει το φιάσκο του νεο-οθωμανισμού (της πολιτικά και κοινωνιολογικά διεστραμμένης αντίληψης ότι τα θύματα ήταν ευχαριστημένα με τους θύτες τους και τους αναπολούν), του “στρατηγικού βάθους”, και της πολιτικής των “μηδενικών προβλημάτων”. Όταν ο “αρπακολισμός” παντρεύεται με την αλαζονεία και την παρανοϊκότητα, κύρια χαρακτηριστικά της εξωτερικής πολιτικής των ισλαμιστών, το αποτέλεσμα καταλήγει να είναι αυτό που προέβλεψε ο Αμερικανός πρέσβης στην Άγκυρα, James Jeffrey το 2010, και το γνωρίζουμε από τα Wikileaks: ότι οι ισλαμιστές φιλοδοξούν να έχουν εξωτερική πολιτική μεγέθους και ποιότητας Ρόλς Ρόις αλλά οι δυνατότητες τους είναι επιπέδου Φόρντ.
Ο μεγαλοϊδεατισμός των Τούρκο-ισλαμιστών και οι φιλοδοξίες τους να ηγεμονεύσουν όλων των περιφερειακών τους γειτόνων, με εντυπωσιακά παραδείγματα αποτυχίας την Συρία και την Αίγυπτο, έχει καταρρεύσει σε όλα τα μέτωπα πλην πιθανώς ενός, του δικού μας. Και όπως επανειλημμένα έχει επισημάνει ο Παναγιώτης Ηφαιστος, εκεί που πιθανό να δικαιωθούν οι νεο-Οθωμανοί κοπής Νταβούτογλου για πρώτη και τελευταία φορά, είναι απέναντι σε Ελλάδα και Κύπρο.
Η Αθήνα έχει δυστυχώς, από εποχής της “ισχυρής” Ελλάδας του “μεγάλου εκσυγχρονιστή” Σημίτη, εισέλθει σε διαδικασία “φινλανδοποίησης” (προσαρμογής) της πολιτικής της έναντι της Αγκυρας. Τελευταίο δείγμα γραφής τέτοιας συμπεριφοράς καταγράφεται αυτή του υπουργού Εξωτερικών Βενιζέλου, που ανταγωνίζεται τον γραφικό Δρούτσα σε υποκλίσεις και χαριεντισμούς, κάθε φορά που ανταμώνεται με τον Νταβούτογλου. Την δε Κύπρο οι Τούρκοι δεν τη αντιλαμβάνονται και δεν την αποδέχονται ως συγκροτημένο κράτος, παρά μόνο ως δική τους εσαεί σατραπεία. Αυτό και μόνο επιβάλει μια αντιμετώπιση της Τουρκίας διαμετρικά αντίθετη με αυτή που ακολουθείται από τους σημαιοφόρους της δικοινοτικής διζωνικής ομοσπονδίας.
Ο Ιμάμης Γκιουλέν
Εφόσον η δική μας πλευρά, κυρίως η Αθήνα, απελευθερωθεί από τα λογής λογής φοβικά της σύνδρομα και αρθρώσει αυτόφωτη εξωτερική πολιτική, θα διαπιστώσει ότι μπορεί να διαχειριστεί αποτελεσματικά την Άγκυρα. Αυτό καταδεικνύεται από τα αποτελέσματα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής της τελευταίας τριετίας.
Είναι ακριβώς από την τελευταία διαπίστωση που πρέπει να αντληθεί το δεύτερο μάθημα. Αυτό είναι η ταχύτητα με τη οποία η Άγκυρα έκανε όπισθεν και πισωγύρισε σ´όλα σχεδόν τα ζητήματα εξωτερικής πολιτικής, όταν διαπίστωσε ότι οι φιλοδοξίες της βρισκόντουσαν σε σύγκρουση με την πραγματικότητα γύρω της. Στα περιφερειακά ζητήματα που τη αφορούσαν είδε να περιθωριοποιείται από τη Ρωσία, το Ιράν, τις ΗΠΑ, την Ε.Ε., το Ισραήλ ακόμη και από την Αίγυπτο. Αναγκάσθηκε έτσι να αποδεχθεί ότι δεν μπορεί να καθορίσει το μέλλον της Συρίας, για παράδειγμα. Μάλιστα στη περίπτωση μια αιμάσσουσας Συρίας αναγκάσθηκε να ζητήσει και Νατοϊκή αρωγή! Όπως επίσης εξαναγκάζεται να παραδεχθεί, με τις πρόσφατες αναστροφές του ο μεγάλος μάγιστρος του νεο-οθωμανισμού Νταβούτογλου, ότι η διεθνής πολιτική δεν είναι απλοϊκή αλλά πολυσύνθετη και δεν καθορίζεται από όγκο, στρατιωτική ισχύ, αλαζονεία και προπαγάνδα. Εάν έτσι είχαν τα πράγματα οι Αμερικάνοι θα είχαν φύγει νικητές από το Βιετνάμ και οι Σοβιετικοί από το Αφγανιστάν. Και στη Κύπρο θα επικρατούσε προ πολλού μια Τούρκο-οθωμανική “ειρήνη”. Ούτε καν το δικό της μέλλον δεν μπορεί να καθορίσει η Μπουγιούκ Τουρκία.
Με όπλα τη πολιτική βούληση, με θεσμικά εργαλεία που προκύπτουν από το διεθνές σύστημα και από πολυμερείς και διμερείς συμμαχίες και συνασπισμούς, Ελλάδα και Κύπρος μπορούν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τον αναθεωρητισμό και ηγεμονισμό της Άγκυρας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να πιστέψουν οι ταγοί τους ότι τα κράτη τους είναι κυρίαρχα υποκείμενα και ότι έχουν εθνικά συμφέροντα που πρέπει να υπερασπιστούν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου