Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2025

Το καταστροφικό τίμημα της ένταξης μας στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

 

    Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα παρουσιάστηκε ως ιστορική στροφή που θα έφερνε εκσυγχρονισμό, ανάπτυξη και πραγματική σύγκλιση με τους ισχυρούς εταίρους, όμως στην πράξη ξεκίνησε μια σταδιακή αποδιάρθρωση της παραγωγικής βάσης που οδήγησε σε αποβιομηχάνιση, σε συρρίκνωση τεχνικών σχολών και εργαστηρίων και σε χαλάρωση της σύνδεσης ανάμεσα στη γνώση και την πράξη, ενώ ταυτόχρονα το ανθρώπινο κεφάλαιο άρχισε να διαβρώνεται αθόρυβα, καθώς εκεί όπου υπήρχε κάποτε μηχανή, τεχνίτης, πάγκος και μαθητεία, εγκαταστάθηκε ένα κενό που δεν άφησε πίσω του ούτε τεχνική μνήμη ούτε δημιουργική αυτοπεποίθηση.

    Η μετάβαση δεν έγινε απότομα, αλλά μέσα από τη σταδιακή αντικατάσταση της παραγωγής από ένα καθεστώς επιδοτήσεων που αντί να λειτουργεί ως προσωρινό εργαλείο βελτίωσης μετατράπηκε σε μόνιμη εξάρτηση, με αποτέλεσμα ολόκληροι κλάδοι να καθηλωθούν σε ένα σύστημα όπου η συμμόρφωση με κανόνες και «απορροφήσεις» θεωρήθηκε επιτυχία, ενώ οι εισαγωγές έγιναν ευκολότερες και πιο φθηνές και οι αλυσίδες αξίας μετακινήθηκαν προς τα βιομηχανικά κέντρα του Βορρά που διέθεταν τεχνολογική υποδομή, φθηνή χρηματοδότηση και πρόσβαση στα κέντρα αποφάσεων. Η διακηρυγμένη ελευθερία της αγοράς εξελίχθηκε σε μια ανεπίσημη ιεραρχία στην οποία οι μικρότερες οικονομίες περιορίστηκαν σε ρόλο κατανάλωσης, υπηρεσιών και τουρισμού, ενώ η βιομηχανική υπεραξία και το ερευνητικό ρίσκο συγκεντρώθηκαν σε χώρες με κρίσιμη μάζα τεχνολογίας και ισχύος.

    Η αποβιομηχάνιση δεν σήμανε απλώς κλείσιμο εργοστασίων, αλλά καταστροφή ενός ολόκληρου οικοσυστήματος που περιλάμβανε προμηθευτές, μηχανουργεία, μεταφορές, τεχνικούς ασφαλείας, ηλεκτρολόγους, χυτήρια και μια ιδιαίτερη εργαστηριακή πειθαρχία η οποία μεταδιδόταν από μάστορα σε βοηθό και από βάρδια σε βάρδια, δηλαδή μια άρρητη γνώση που δεν χωρά σε εγχειρίδια και απαιτεί χρόνο μέσα στο πραγματικό περιβάλλον παραγωγής για να αποκτηθεί. Όταν αυτό το υπόστρωμα χάνεται, η κοινωνία δεν στερείται μόνο θέσεων εργασίας αλλά και του τρόπου με τον οποίο αντιλαμβάνεται την υλική πραγματικότητα, καθώς η εμπειρία, οι δεξιότητες και η αισθητική της τεχνικής δουλειάς χρειάζονται γενιές για να ωριμάσουν και μπορούν να σβήσουν μέσα σε λίγα χρόνια, ειδικά όταν η εκπαίδευση υποβαθμίζει την τεχνική κατεύθυνση και προάγει έναν θεωρητισμό αποκομμένο από την πράξη.

    Η τεχνική εκπαίδευση που κάποτε αποτελούσε διαβατήριο κύρους και προκοπής υποχώρησε σε δεύτερο πλάνο, οι σχολές απαξιώθηκαν κοινωνικά, το πανεπιστήμιο απομακρύνθηκε από τα εργαστήρια και τη βιομηχανία και η διδασκαλία μετατράπηκε σε διαδικασία χωρίς επαφή με σύγχρονα μηχανήματα, ενώ οι φοιτητές ολοκλήρωσαν σπουδές χωρίς ουσιαστική πρακτική, με συνέπεια οι εργοδότες να αναζητούν γενική ευελιξία αντί για αυστηρή τεχνική επάρκεια και οι πραγματικές δεξιότητες, αυτές που μετρώνται με ανοχές, αξιοπιστία και ασφάλεια, να γίνονται όλο και πιο σπάνιες. Η αγροτική οικονομία ακολούθησε ανάλογη πορεία, αφού οι επιδοτήσεις αντικατέστησαν την προσπάθεια για βελτίωση της παραγωγικότητας, την οργάνωση συνεταιρισμών και την επένδυση στην πρωτογενή μεταποίηση, με αποτέλεσμα η ύπαιθρος να στερηθεί το τεχνολογικό πλαίσιο που θα μπορούσε να κρατήσει νέους ανθρώπους και να τους επιτρέψει να συνδυάσουν παραγωγή και καινοτομία.

    Η νεολαία βρέθηκε αντιμέτωπη με ένα διπλό αδιέξοδο, καθώς από τη μία πλευρά απορροφήθηκε σε υπηρεσίες με εισοδήματα που δεν δημιουργούν τεχνική συσσώρευση και από την άλλη οι ικανότεροι και πιο ανήσυχοι επέλεξαν τη μετανάστευση, γεγονός που μετατράπηκε στην ακριβότερη απώλεια της μεταπολιτευτικής περιόδου, επειδή κάθε νέος μηχανικός ή επιστήμονας που εργάζεται σε βιομηχανίες του εξωτερικού παίρνει μαζί του την εκπαίδευση που χρηματοδότησε η χώρα και το ανεκπλήρωτο μιας παραγωγής που δεν του προσφέρθηκε.

    Σε αυτό το πλαίσιο οι κρίσιμες αποφάσεις για τη λειτουργία της βιομηχανίας, όπως οι δασμοί, το ενεργειακό κόστος, οι κανόνες κρατικών ενισχύσεων και τα επιτόκια, λαμβάνονται σε επίπεδα όπου η χώρα έχει μικρό λόγο, γεγονός που μετατρέπει το ερώτημα «τι φτιάχνουμε εδώ» σε «τι επιτρέπεται να φτιάξουμε, σε ποια τιμή και με ποιες προδιαγραφές που άλλοι έχουν ήδη καθορίσει», ενώ η τεχνολογία αντιμετωπίζεται ως καταναλωτικό αγαθό και όχι ως πεδίο δημιουργίας, με αποτέλεσμα να αγοράζονται έτοιμες λύσεις αντί να σχεδιάζονται εγχώρια συστήματα και υποσυστήματα.

    Οι πολιτισμικές συνέπειες είναι ακόμη βαθύτερες από τις οικονομικές, επειδή όταν μια κοινωνία σταματά να παράγει, σταματά να κατανοεί τα εργαλεία της και ο πολίτης μετατρέπεται σε χρήστη που δεν ξέρει να ανοίγει, να επισκευάζει και να βελτιώνει, χάνει το θάρρος της δοκιμής και της αποτυχίας και αντικαθιστά την αυστηρή αισθητική της τεχνικής με έναν επιφανειακό εντυπωσιασμό που δεν σέβεται την αντοχή και την ακρίβεια. Η ρητορική περί καινοτομίας γέμισε από προγράμματα, νόμους και δομές που έμειναν χωρίς βιομηχανική μάζα να τα τροφοδοτήσει, αφού η καινοτομία χρειάζεται μηχανουργεία που κόβουν ατσάλι, εργαστήρια που μετρούν σφάλματα, ηλεκτρονικούς που κολλούν πλακέτες και δοκιμές που αποτυγχάνουν φθηνά και επαναλαμβάνονται, στοιχεία που απουσιάζουν όταν η παραγωγή έχει αποψιλωθεί.

    Η ευρωπαϊκή αρχιτεκτονική θα μπορούσε να λειτουργήσει ως πεδίο άμιλλας εφόσον η χώρα είχε εισέλθει με καθαρούς βιομηχανικούς στόχους και με προσήλωση στην τεχνική της ανόρθωση, όμως τα διαθέσιμα εργαλεία χρησιμοποιήθηκαν κυρίως ως δημοσιονομική ανάσα και όχι ως τεχνολογικός μοχλός, με αποτέλεσμα η σύγκλιση να μετριέται σε απορροφήσεις κονδυλίων αντί σε μεταφορά τεχνολογίας και σε δείκτες επικοινωνιακούς αντί σε δείκτες παραγωγικής πυκνότητας, άρα η ανισότητα να παραμένει σταθερή και διαχειρίσιμη αντί να μειώνεται. Στο εσωτερικό, η πολιτική τάξη κινήθηκε με βραχυπρόθεσμο ορίζοντα, καθώς οι εξαγγελίες αντικατέστησαν τα σχέδια εργοστασίων και οι θεσμικοί εκσυγχρονισμοί προχώρησαν χωρίς μηχανήματα, χωρίς δασκάλους και χωρίς μαθητείες, εγκαθιδρύοντας ένα κοινωνικό συμβόλαιο χαμηλών απαιτήσεων όπου η απαιτητική τεχνική αριστεία θεωρείται ιδιορρυθμία και όχι κανόνας.

    Όλα τα παραπάνω οδηγούν σε κρίση ταυτότητας και όχι μόνο σε κρίση εισοδήματος, διότι μια χώρα που δεν θυμάται πώς είναι να φτιάχνει δεν μπορεί να διδάξει τους νεότερους και δεν μπορεί να ανακτήσει με ευκολία τη χαμένη τεχνογνωσία της, ενώ η ανασύνταξη απαιτεί την επαναφορά της τεχνικής παιδείας στο κέντρο της κοινωνικής εκτίμησης, την αναγέννηση της μαθητείας ως θεσμού, την αποκατάσταση του κύρους του τεχνίτη και του μηχανικού και στοχευμένες επενδύσεις σε λίγους κλάδους με προσήλωση και υπομονή γενεών. Παράλληλα χρειάζεται διεκδίκηση πολιτικού χώρου για ρύθμιση κόστους ενέργειας και χρηματοδότησης, δημιουργία αγορών για προϊόντα που σχεδιάζονται και κατασκευάζονται στη χώρα, ουσιαστική σύνδεση πανεπιστημίων και ΤΕ με ενεργές γραμμές παραγωγής και μετρήσιμους δείκτες όπως ώρες μαθητείας, βιομηχανική κατανάλωση ενέργειας και ικανότητα ολοκλήρωσης υποσυστημάτων.

    Ο ιστορικός απολογισμός είναι βαρύς και η προειδοποίηση ότι «ή θα κολυμπήσουμε ή θα πνιγούμε» αποδείχθηκε ακριβής επειδή συσσωρεύτηκαν χιλιάδες μικρές παραχωρήσεις, όπως η προτίμηση της εισαγωγής από την επισκευή, της επιδότησης από το επενδυτικό ρίσκο και του προγράμματος από το σχέδιο, οι οποίες στο σύνολό τους βύθισαν την παραγωγική ικανότητα. Η μόνη ρεαλιστική διέξοδος βρίσκεται στον απεγκλωβισμό από ένα πλαίσιο που μεταχειρίζεται την παραγωγή ως γραφειοκρατική άσκηση και τη γνώση ως επικοινωνιακό τίτλο και στην ανάκτηση της δυνατότητας να ορίζουμε τι σχεδιάζουμε, πώς το κατασκευάζουμε και για ποιο σκοπό, επειδή μόνο έτσι μπορεί να επανέλθει η ψυχή μιας κοινωνίας που σέβεται τον εαυτό της χάρη στην ικανότητά της να μετατρέπει τη σκέψη σε υλικό αποτέλεσμα και την ιδέα σε ανθεκτικό προϊόν.

    primenews.press

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου