Η τέχνη της υποταγής στην Ελλάδα δεν χρειάζεται μαστίγιο ούτε φυλακή, έγινε συνήθεια, τρόπος ζωής, ένας σιωπηλός κώδικας που όλοι αποδεχτήκαμε χωρίς να θυμόμαστε πότε ξεκίνησε. Δεν μας κυβερνούν πια, μας διαχειρίζονται, κι εμείς δεν ζούμε, απλώς συνεχίζουμε να υπάρχουμε. Το πολίτευμα υπάρχει σαν σκηνικό κακόγουστης επιθεώρησης, οι θεσμοί είναι διακοσμητικοί, κι εμείς καθόμαστε στα καθίσματα της αδράνειας πιστεύοντας ότι συμμετέχουμε στη «Δημοκρατία», ενώ απλώς την παρακολουθούμε να αργοπεθαίνει.
Η υποταγή ήρθε ύπουλα, μέσα από την καθημερινή φθορά και τη συνήθεια, ήρθε μέσα από το «έλα μωρέ», το «τι μπορούμε να κάνουμε», το «εγώ να τη βγάλω καθαρή». Έγινε στάση ζωής, ένα είδος ήσυχου ραγιαδισμού που ντύθηκε με το ένδυμα της λογικής. Μάθαμε να αποδεχόμαστε το παράλογο, να εξηγούμε την αδικία, να συμβιώνουμε με τη διαφθορά σαν να είναι φυσικό φαινόμενο. Ο λαός που κάποτε σήκωνε πέτρες απέναντι σε αυτοκρατορίες τώρα σηκώνει το κινητό του για να βγάλει φωτογραφία με τους δημίους του.
Ξέρουμε ποιοι μας κοροϊδεύουν, ποιοι λυμαίνονται το κράτος, ποιοι μοιράζουν ρόλους και προνόμια στους δικούς τους, το ξέρουμε και δεν κάνουμε τίποτα, όχι από άγνοια, αλλά από κόπωση. Η γνώση δεν έγινε πράξη, έγινε νάρκωση και έτσι γεννήθηκε η νέα Ελλάδα, μια κοινωνία που έμαθε να ζει μέσα στο ψέμα χωρίς να το αμφισβητεί. Η εξουσία δεν χρειάζεται πια να τρομοκρατεί, της αρκεί να κουράζει, σου δίνει λίγο θέαμα, λίγη ψευδαίσθηση ευημερίας και σου αφαιρεί τη φωνή με αναισθητικό.
Η πανδημία ήταν το αποκορύφωμα αυτής της κουλτούρας της υποταγής. Ένα παγκόσμιο πείραμα υπακοής που εδώ βρήκε το πιο πρόσφορο έδαφος. Ο φόβος έγινε η νέα γλώσσα της εξουσίας και η συμμόρφωση βαφτίστηκε ευθύνη, μας ανάγκασαν να ζούμε πίσω από οθόνες και πλαστικά παραπετάσματα, να βλέπουμε τους γονείς μας μέσα από γυαλί και να δεχόμαστε αποφάσεις χωρίς καμία λογοδοσία. Χιλιάδες άνθρωποι πέθαναν άδικα, όχι από την αρρώστια αλλά από την αδιαφορία, την προχειρότητα και την απανθρωπιά ενός κρατικού μηχανισμού που έμαθε να λειτουργεί με αριθμούς και όχι με ψυχές. Κι εμείς σιωπήσαμε. Γιατί φοβηθήκαμε να θυμώσουμε, φοβηθήκαμε να αναγνωρίσουμε την απάτη.
Αυτός ο φόβος άνοιξε τον δρόμο για την επόμενη φυλακή, την ψηφιακή. Τον Προσωπικό Αριθμό. Μια αόρατη αλυσίδα που παρουσιάζεται σαν πρόοδος, σαν διευκόλυνση, σαν λύση για τον «πολίτη του μέλλοντος». Στην πραγματικότητα είναι η πιο ύπουλη μορφή ελέγχου που γνώρισε ποτέ αυτή η χώρα, μια βάση δεδομένων που θα κρατάει όλη σου τη ζωή, τη δουλειά, την περιουσία, την υγεία, τα χρέη σου, ακόμα και τη σκέψη σου. Δεν χρειάζεται να σε φυλακίσουν, γιατί θα φυλακιστείς μόνος σου, πρόθυμα, μέσα στην οθόνη που σε κάνει να νιώθεις ελεύθερος. Όλα αυτά δεν θα ήταν δυνατά χωρίς τη δική μας συναίνεση, ο ψηφιακός έλεγχος χρειάζεται την εθελούσια συμμετοχή των ελεγχόμενων, να κατεβάζεις την εφαρμογή που σε παρακολουθεί και να λες «τι ωραία που διευκολύνομαι». Να παραδίδεις τα δεδομένα σου και να πιστεύεις πως έτσι εξυπηρετείς τον εαυτό σου. Είναι η πιο τέλεια μορφή σκλαβιάς, γιατί δεν χρειάζεται βία, απαιτεί μόνο ευκολία και όπως μας έχει αποδείξει άπειρες φορές ή ιστορία, όσο πιο εύκολη γίνεται η ζωή, τόσο πιο μικρή γίνεται η ελευθερία.
Κι όμως, η ίδια η λογική των πραγμάτων το απορρίπτει, ακόμα και στα απλούστερα συστήματα ασφαλείας ισχύει ένας βασικός κανόνας: ποτέ μην συγκεντρώνεις όλο τον κίνδυνο στο ίδιο σημείο. Διασπορά σημαίνει επιβίωση, στη φύση, στην τεχνολογία, στην πολιτική. Κάθε συγκέντρωση εξουσίας, πληροφορίας ή πόρων οδηγεί νομοτελειακά στη διαφθορά και στην κατάρρευση, πόσο μάλλον όταν τα «κλειδιά» αυτής της συγκέντρωσης τα κρατούν άνθρωποι που θα έπρεπε να είναι φυλακισμένοι. Η σκέψη και μόνο προκαλεί τρόμο και ειρωνεία μαζί.
Η ενέργεια είναι άλλο ένα παράδειγμα. Μας είπαν ότι η «απελευθέρωση της αγοράς» θα ρίξει τις τιμές, ότι η είσοδος των ιδιωτών θα φέρει «ανταγωνισμό» και «διαφάνεια». Και τώρα πληρώνουμε υπερδιπλάσιο κόστος, παραδίδοντας ένα δημόσιο αγαθό σε καρτέλ και εταιρείες-φαντάσματα. Είναι σαν να υπόσχεσαι ότι θα μειώσεις τον τζόγο ανοίγοντας καζίνο σε κάθε γειτονιά. Κι όμως, αυτό το οξύμωρο το κατάπιαν χιλιάδες, σχεδόν με ευλάβεια, γιατί όταν μάθεις να σκύβεις, η λογική δεν είναι πια εργαλείο σκέψης — είναι εμπόδιο.
Στη δημόσια διοίκηση κυριαρχεί το μόνιμο ενδιάμεσο, τίποτα οριστικό, τίποτα ξεκάθαρο, πέρα από προσωρινές ρυθμίσεις που παρατείνονται, εγκύκλιοι που ερμηνεύουν άλλες εγκύκλιους, παράθυρα που κλείνουν άλλα παράθυρα. Ο νόμος είναι ένα παζλ που ο μέσος άνθρωπος δεν μπορεί να συναρμολογήσει και έτσι αναγκαστικά το αποδέχεται, βρίσκει κάποιον να το κάνει για εκείνον. Έτσι ένα κομμάτι του κράτους περνάει στην αγορά εξυπηρετήσεων, με γνωριμίες και τηλεφωνήματα, πράγμα που υπονομεύει την ισονομία. Κι όμως το ανεχόμαστε επειδή μας γλιτώνει χρόνο, πληρώνουμε σε αξιοπρέπεια για να κερδίσουμε μια ημέρα, χάνουμε μακροπρόθεσμα για να μη χάσουμε βραχυπρόθεσμα.
Στην εκπαίδευση οι λέξεις αλλάζουν εύκολα. Αξιολόγηση τη μία χρονιά, αυτονομία την άλλη, ψηφιακή αναβάθμιση την επόμενη. Στην πράξη πολλοί δάσκαλοι αγωνίζονται μόνοι τους, με δικά τους μέσα, με υπερβάσεις που δεν φαίνονται, το σχολείο δοκιμάζεται από ελλείψεις, η οικογένεια πληρώνει για να συμπληρώσει όσα θα έπρεπε να παρέχονται δωρεάν, ο μαθητής φορτώνεται με εξετάσεις και άγχος. Και πάλι συμπεριφερόμαστε με μια αφύσικη φυσικότητα. Φροντιστήριο για τα βασικά, ιδιωτικά μαθήματα για τα υπόλοιπα και την ίδια ώρα έχουν να αντισταθούν στη λαίλαπα της woke παράνοια που μετατρέπει τα παιδιά μας σε μηχανή του κιμά μας και εν δυνάμει εγκληματίες. Μαθαίνουμε τους νέους να ζουν σε μια μόνιμη έκτακτη ανάγκη και έτσι κατοχυρώνεται η ιδέα ότι τίποτα δημόσιο δεν μπορεί να είναι πραγματικά καλό, άρα η μόνη λύση είναι η ιδιωτική διαφυγή, το «μήνυμα είναι να σώσεις τον εαυτό σου και άσε το κοινωνικό σύνολο να πάει να πνιγεί.
Στην υγεία το σενάριο είναι παρόμοιο, αλλά πιο τρομακτικό, καθώς μιλάμε κυριολεκτικά για τις ζωές μας. Εξαιρετικοί γιατροί, νοσηλευτές που κάνουν θαύματα, σε υποδομές που γερνούν, με διοικήσεις που ανακυκλώνονται και λίστες αναμονής που πληθαίνουν. Το δημόσιο σύστημα στέκεται χάρη σε ανθρώπους που δεν παραιτούνται από την ευθύνη τους, ενώ την ίδια ώρα ένα κομμάτι της πολιτικής ατζέντας εργαλειοποιεί την αγωνία των απλών ανθρώπων και την κάνει επιχείρημα για ιδιωτικοποίηση. Η ιστορία είναι γνωστή. Πρώτα απαξιώνεις, μετά λες ότι δεν γίνεται αλλιώς, στο τέλος παραδίδεις. Κι εμείς το παρακολουθούμε όλο αυτό σαν να μην μας αφορά, μέχρι να χρειαστεί να φροντίσουμε έναν δικό μας άνθρωπο. Τότε θυμώνουμε, αλλά μετά ξαναξεχνάμε.
Στον δημόσιο διάλογο βασιλεύει το στιγμιαίο, η είδηση (όσο συνταρακτική και αν είναι) ζει για λίγες ώρες, το σοκ κρατά δύο μέρες, η αγανάκτηση τρεις το πολύ, μετά κάτι καινούριο έρχεται και σβήνει το προηγούμενο, οι ευθύνες χάνονται μέσα στην ταχύτητα της πληροφόρησης, οι λέξεις φοριούνται και πετιούνται. Τραγωδία, ντροπή, τομή, ιστορική στιγμή. Τίποτα δεν είναι ιστορικό όταν όλα είναι ιστορικά. Κι όταν όλα είναι τραγωδία, η πραγματική τραγωδία χάνεται. Αυτός ο πληθωρισμός λέξεων καίει τη μνήμη, χωρίς μνήμη δεν υπάρχει πολιτική κρίση, χωρίς κρίση δεν υπάρχει λογοδοσία.
Η υποταγή έχει φυσικά και την προσωπική πλευρά της. Στη δουλειά λες «ας μη μιλήσω, μπορεί να το βρω μπροστά μου». Στην υπηρεσία σκέφτεσαι ότι «οι αποφάσεις παίρνονται αλλού», άρα δεν έχει νόημα να προσπαθήσεις. Στο πανεπιστήμιο λες ότι «πρέπει να κάνεις υπομονή μέχρι να φύγεις για το εξωτερικό». Στο σπίτι αποφεύγεις τις κουβέντες που θα φέρουν σύγκρουση και έτσι η κοινωνία γεμίζει μικρές σιωπές που γίνονται μεγάλη σιωπή και κάθε μικρή παραίτηση είναι ένα λιθαράκι σε έναν τοίχο που ύστερα μοιάζει αδιαπέραστος.
Η εθνική μας κατάθλιψη έχει ένα γνώρισμα: την ειρωνεία. Κάνουμε πλάκα με όλα, ακόμη και με την παρακμή μας. Κρύβουμε το τραύμα πίσω από την εξυπνάδα, την οργή πίσω από το χαμόγελο. Είμαστε περήφανοι για την αθυροστομία μας, αλλά όχι για την αλήθεια μας. Και κάπου ανάμεσα στο “έλα μωρέ” και στο “τι να κάνουμε”, εξαφανίστηκε η έννοια της αξιοπρέπειας. Ο λαός που κάποτε σήκωνε πέτρες απέναντι σε αυτοκρατορίες, τώρα σηκώνει το κινητό για να βγάλει selfie με τους δημίους του.
Κάποιοι θα πουν ότι αυτά είναι υπερβολές, ότι δεν είναι όλοι έτσι. Φυσικά και δεν είναι. Παντού υπάρχουν άνθρωποι που αντιστέκονται, που δουλεύουν με εντιμότητα, που προσπαθούν να δαμάσουν το αδιανόητο, που γράφουν καινούριες σελίδες χωρίς να ζητούν χειροκρότημα. Αλλά δεν αρκεί η ατομική ευγένεια όταν το περιβάλλον σε σπρώχνει να παραιτηθείς. Η μάχη κερδίζεται όταν αλλάζει ο κανόνας. Όταν η ύφανση της καθημερινότητας δεν σε σπρώχνει προς την απάθεια αλλά προς την ευθύνη. Όταν ο θεσμός σε στηρίζει να κάνεις το σωστό χωρίς να πληρώνεις το τίμημα.
Κάποιοι θα πουν ότι ο κόσμος είναι έτσι παντού, ότι τα συστήματα μοιάζουν, ότι οι αδικίες υπάρχουν πάντα. Σωστό, όμως αλλού λειτουργούν ασφαλιστικές δικλείδες που δεν αφήνουν την αδικία να γίνει κανόνας. Στη χώρα μας ο κανόνας χαλαρώνει εύκολα, η εξαίρεση πλαταίνει και γίνεται το νέο κανονικό. Το πρόβλημα δεν είναι ότι έχουμε προβλήματα, είναι ότι τα βαφτίζουμε ιδιοσυγκρασία και τα σπρώχνουμε κάτω από το χαλί. Κι έτσι, λίγο λίγο, μαθαίνουμε να ζούμε με το ψέμα, να συνυπάρχουμε με το άδικο, να το αποκαλούμε ρεαλισμό. Κι αυτό, τελικά, είναι η πιο επικίνδυνη μορφή υποταγής.
Κι έτσι, λίγο λίγο, μαθαίνουμε να ζούμε με το ψέμα, να συνυπάρχουμε με το άδικο, να το αποκαλούμε ρεαλισμό. Κι αυτό, τελικά, είναι η πιο επικίνδυνη μορφή υποταγής, γιατί δεν περιορίζεται στη δημόσια σφαίρα, μπαίνει μέσα μας, διαλύει την ταυτότητα, ξεριζώνει τις αξίες που κράτησαν όρθια την ψυχή του τόπου.
Η υποταγή έχει γίνει κανονικότητα, δεν σοκάρει πια τίποτα. Ο υπουργός πηγαίνει διακοπές με κρατικό ελικόπτερο, ο πρωθυπουργός νομοθετεί υπέρ φίλων και χορηγών, τα νοσοκομεία καταρρέουν, τα σχολεία πεινούν, σύνορα έχουν πάψει να υπάρχουν, εκτάσεις ξεπουλιούνται σε διαχρονικούς εχθρούς της χώρας κι εμείς απλώς αλλάζουμε κανάλι. Έχουμε φτάσει στο σημείο να θεωρούμε την αδικία φυσικό φαινόμενο και τη διαφθορά ιδιοσυγκρασία. Ο Νεοέλληνας δεν εξεγείρεται απέναντι στο άδικο αλλά το αποδέχεται, το δικαιολογεί, το εξηγεί, έμαθε να προσαρμόζεται σε κάθε εξευτελισμό σαν να είναι καιρικό φαινόμενο.
Η εξουσία, βλέπεις, δεν χρειάζεται πια να τρομοκρατεί. Τρέφεται από τη συναίνεση, από τη μαζική κόπωση, από τη μικροαστική ανάγκη να μην ταράξεις τα νερά. Σου δίνει λίγο θέαμα, λίγη ψευδαίσθηση ευημερίας, και σου κλέβει τα πάντα με αναισθητικό. Έτσι γεννιέται ο πιο σταθερός τύπος υπηκόου: εκείνος που δεν αγαπά ούτε μισεί, απλώς “συνεχίζει”.
Η υποταγή στην Ελλάδα έχει γίνει τρόπος ζωής. Είναι το βλέμμα που σκύβει όταν αντικρίζει την αδικία. Είναι ο φόβος να μιλήσεις στο γραφείο, να διαφωνήσεις στην τηλεόραση, να πεις κάτι που μπορεί να “παρεξηγηθεί”. Είναι το “μην μπλέξεις”, το “άσε, δεν αλλάζει τίποτα”, το “κοίτα τη δουλειά σου”. Αυτές είναι οι φράσεις-φετίχ ενός λαού που αποφάσισε να σωπάσει.
Αλλά η σιωπή δεν σώζει — σβήνει. Κι όσο περισσότερο σωπαίνουμε, τόσο περισσότερο γινόμαστε ένα σώμα χωρίς ψυχή. Μια κοινωνία που έχει χάσει τη φωνή της δεν είναι ήρεμη αλλά νεκρή. Και το τραγικό είναι ότι, κάπου βαθιά μέσα μας, το ξέρουμε. Το ξέρουμε και το αποδεχόμαστε. Αυτή είναι η πιο επικίνδυνη μορφή ήττας: η ήττα που σε βολεύει.
Κι όταν φτάσουμε να πιστεύουμε ότι το ψέμα είναι λογικό και η υποταγή αναγκαιότητα, τότε δεν χρειάζονται ούτε κατακτητές ούτε δικτάτορες. Χρειάζεται μόνο ένα χαμόγελο στην οθόνη που θα μας πει πως «δύο και δύο κάνουν επτά». Και θα το πιστέψουμε.
Όταν χάνεται η πίστη σε κάτι ανώτερο από το συμφέρον, τότε η κοινωνία παύει να έχει ραχοκοκαλιά, όταν η πατρίδα γίνεται μόνο ένας γεωγραφικός χώρος και όχι συνείδηση, όταν η θρησκεία περιορίζεται σε τυπικές τελετές χωρίς βίωμα, όταν η οικογένεια αντιμετωπίζεται σαν κοινωνικό απολίθωμα, τότε ο άνθρωπος μένει μόνος, απομονωμένος μέσα στο πλήθος, χωρίς πυξίδα και χωρίς προσανατολισμό και αυτού του είδους η μοναξιά είναι το πιο εύφορο έδαφος για κάθε εξουσία που θέλει υπηκόους και όχι πολίτες.
Η απώλεια των αξιών δεν έγινε τυχαία, ήταν μια μακρόχρονη διαδικασία που έγινε στο όνομα του εκσυγχρονισμού, της απελευθέρωσης από τα «δεσμά του παρελθόντος». Μας έπεισαν πως η πατρίδα είναι έννοια παρωχημένη, πως η πίστη είναι υπόθεση ιδιωτική, πως η οικογένεια είναι συμβατική δομή που πρέπει να αποδομηθεί κι έτσι κόψαμε μόνοι μας τα νήματα που μας συνέδεαν μεταξύ μας, με την ιστορία μας, με τη γη και τους προγόνους μας. Ο πολίτης χωρίς ρίζες είναι πιο εύκολο να χειραγωγηθεί ,δεν υπερασπίζεται τίποτα, γιατί τίποτα δεν του φαίνεται πια ιερό.
Και όσο απομακρυνόμαστε από αυτά τα στηρίγματα, τόσο πιο πολύ βυθιζόμαστε στη σύγχυση. Χωρίς κοινό νόημα, χωρίς συλλογικό στόχο, η κοινωνία διαλύεται σε άτομα που κυνηγούν το προσωπικό τους συμφέρον. Χωρίς αξίες, κάθε παραλογισμός μπορεί να παρουσιαστεί ως πρόοδος. Χωρίς πίστη, κάθε ψέμα μοιάζει με αλήθεια. Χωρίς πατρίδα, κάθε εθνική υποχώρηση φαίνεται λογική. Χωρίς οικογένεια, κάθε κοινωνική αποσύνθεση περνάει για ελευθερία.
Η επιστροφή στις αξίες δεν αποτελεί επιστροφή σε ένα μεσαιωνικό παρελθόν, σημαίνει ανάκτηση προσανατολισμού, σημαίνει να θυμηθούμε γιατί υπάρχουμε ως λαός, τι μας ένωσε και τι μας κράτησε ζωντανούς μέσα στους αιώνες. Η πατρίδα, η πίστη, η οικογένεια είναι οι φυσικές ρίζες μιας κοινωνίας που θέλει να παραμείνει ανθρώπινη. Όποιος τις χλευάζει, όποιος τις θεωρεί αναχρονιστικές, απλώς δεν έχει καταλάβει ότι χωρίς αυτές δεν υπάρχει ούτε ελευθερία ούτε δημοκρατία, γιατί χωρίς ρίζες δεν υπάρχει ούτε δέντρο.
Πώς αλλάζει αυτό; Όχι με θαύματα, ούτε με έναν ακόμη σωτήρα, αλλά με μικρές μετατοπίσεις που γίνονται επιμονή, με καθαρή γλώσσα στη δημόσια συζήτηση, χωρίς υπεκφυγές και χωρίς τεχνικές κρυψώνες, με υποχρεωτική λογοδοσία που δεν περιορίζεται σε ανακοινώσεις τύπου, με ανοιχτά δεδομένα και ανεξάρτητους ελέγχους που να μην ορίζονται από εκείνους που ελέγχονται, με κανόνες σύγκρουσης συμφέροντος που εφαρμόζονται στην πράξη και όχι μόνο στα χαρτιά, με δημόσιες υποδομές που χρηματοδοτούνται πριν χρειαστεί να απολογηθούν, με εκπαίδευση που μαθαίνει τον νέο άνθρωπο να σκέφτεται και να αμφισβητεί, όχι να παπαγαλίζει.
Πρέπει να ξαναπιάσουμε τη συζήτηση για τη διασπορά του κινδύνου, όχι μόνο στην τεχνολογία αλλά και στην πολιτική ισχύ, να μην εξαρτάται μια ολόκληρη χώρα από πέντε πρόσωπα και τρία δίκτυα, να μην βρίσκεται η ενημέρωση σε δυο χέρια, να μη χτίζονται μονοπώλια συμμετοχής που μοιράζουν ρόλους. Πολλαπλά κέντρα ελέγχου, καθαροί κανόνες δημοσιότητας, δυνατότητα προσφυγής που να μη μοιάζει με λαβύρινθο. Η δημοκρατία δεν είναι μια κάλπη κάθε τέσσερα χρόνια, είναι συνεχής λογοδοσία, είναι ορατότητα, είναι δικαίωμα να ρωτάς και υποχρέωση να απαντούν.
Στο επίπεδο του πολίτη τα πράγματα είναι δυσκολότερα, αλλά όχι αδύνατα. Μικρές πράξεις ανυπακοής στο αυτονόητο του παραλόγου. Να μη δίνουμε άλλοθι στο ψέμα επειδή μας βολεύει στιγμιαία. Να απαιτούμε εξηγήσεις για τα χρήματα που δίνονται στο όνομά μας. Να μην καταπίνουμε την πρόταση ότι η χώρα είναι απλώς επιχείρηση και οι άνθρωποι αριθμοί. Να επιλέγουμε μέσα ενημέρωσης που δεν μας κολακεύουν αλλά μας δυσκολεύουν προς το καλύτερο. Να στηρίζουμε επαγγελματίες του δημόσιου τομέα που στέκονται όρθιοι. Να διεκδικούμε χώρο στις γειτονιές, στα σχολεία, στα δημοτικά συμβούλια. Η πολιτική είναι εκεί που ζούμε, όχι μόνο στα πάνελ.
Χρειάζεται και κάτι ακόμη, να ξαναδώσουμε αξία στις λέξεις. Να πούμε την αποτυχία αποτυχία, τη σύγκρουση συμφέροντος σύγκρουση συμφέροντος, τη λεηλασία λεηλασία, τη χειραγώγηση χειραγώγηση. Όταν αλλάζεις τις λέξεις, αλλάζεις και την αίσθηση του μέτρου. Μόνο με καθαρά ονόματα μπορείς να φτιάξεις καθαρές πράξεις. Η γλώσσα είναι εργαλείο ελευθερίας ή εργαλείο υποταγής. Σήμερα τη χρησιμοποιούμε συχνά για να σκεπάζουμε. Ήρθε η ώρα να τη χρησιμοποιήσουμε για να ξεσκεπάσουμε.
Η υποταγή αρχίζει όταν παύεις να πιστεύεις σε κάτι που σε ξεπερνά. Και η ελευθερία ξαναρχίζει όταν θυμηθείς πως δεν είσαι μόνος. Η Ελλάδα δεν σώθηκε ποτέ από τους ισχυρούς, σώθηκε από εκείνους που αρνήθηκαν να σκύψουν. Κι αν υπάρχει ακόμα ελπίδα, αυτή βρίσκεται στους ανθρώπους που, μέσα στη σιωπή, μέσα στην παρακμή, επιμένουν να κρατούν όρθιο το φως, να πιστεύουν, να αγαπούν και να θυμούνται. Γιατί όσο υπάρχουν αυτοί, τίποτα δεν έχει χαθεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου