Όλοι σχεδόν, “συνωμοσιολόγοι” ή μη, βλέπουν πια με τρόμο το μελλοντικό ζοφερό κοινωνικοπολιτικό τοπίο που τους εμφανίζεται σαν εφιάλτης.
Υπό το απατηλό πρόσωπο του νομικού δικαιωματισμού και με διαδοχικές ψυχολογιοποιήσεις, εξατομικεύσεις και μειονοτοποιήσεις της έννοιας της ταυτότητας, φαίνεται ότι η έννοια αυτή λίγο-λίγο “τρελαίνεται”. Έτσι τρελή και αλλοπαρμένη, εισάγεται εκ των έξω, ιδίως από τις ΗΠΑ, στα υπό εκσυγχρονισμό ήθη και έθιμα των πολιτισμικώς αποικιοκρατούμενων και ανιστόρητα εξαμερικανισμένων Ευρωπαίων και Νεοελλήνων “πολιτών. Στη θέση των αντικειμενικών συλλογικών και ιστορικών ταυτοτήτων, δηλαδή του συνανήκειν σε έναν λαό, σε μια κοινωνική τάξη, σε ένα ψυχοβιολογικώς οριζόμενο φύλο, μπαίνουν ταυτότητες απολύτως υποκειμενικές, μεταβατικές, τεχνητές, ή απλώς φανταστικές.
Ωστόσο, έστω ως ιδεολογικές κατασκευές, οι νέες αυτές ταυτότητες υπάρχουν: ακριβώς όπως υπάρχουν παραμορφωτικοί καθρέπτες και είδωλα που προέρχονται από αυτούς. Καταμαρτυρούν την αποσύνθεση των πολυπολιτισμικών κοινωνιών: Γκέι, queer, trans συμπληρώνουν το φάσμα των απάτριδων της αγοράς, ή των “άθεων” φανατικών πιστών του δικαιωματισμού. Είναι σαφές ότι σήμερα, κάθε άτομο δεν είναι πια “μοναδικό”, ούτε έχει μια μόνιμη επαγγελματική απασχόληση, ή έστω μια σταθερή ταυτότητα. Ανάλογα με τις στιγμές, τους τόπους ή τις συγκυρίες, μαζί με τα ατομικά νομικά του δικαιώματα, διαθέτει πολλαπλές ταυτίσεις με την μία ή την άλλη ομάδα που συγκροτείται γύρω από αισθήματα, συγκινήσεις, πάθη ή κοινά γούστα, άλλοτε κάπως μόνιμα, άλλοτε κατά καιρούς μεταβαλλόμενα ανάλογα με τις συγκυρίες, τις ευκαιρίες και τις μόδες της εποχής.
Συγκροτημένες σαν λόμπι, οι ομάδες αυτές, οι διάφορες δηλαδή μειονότητες ανταγωνίζονται η μία την άλλη στην αγορά της “διαφορετικότητας” μιας ολοκληρωτικά ψηφιδοποιημένης, φανταστικής “παγκόσμιας κοινωνίας” των εν δυνάμει απασχολήσιμων, “ομοίως διαφορετικών”. Αγωνίζονται, έστω ως μειονότητες των μειονοτήτων, να υπερτονίσουν όλες τις πιθανές και ασταθείς υποδιαιρέσεις μιας κοινωνίας νομικά δικαιωματούχων και φαντασιακά χειραφετημένων δούλων και να πετύχουν αλλαγές στο νομικό πλαίσιο, όπως φαντάζονται ότι κάθε φορά εξυπηρετούνται τα “ειδικά τους συμφέροντα”. Κοινό σημείο όλων αυτών των ομαδοποιημένων μειονοτήτων που συμβιώνουν στα πλαίσια του κοινωνικού μωσαϊκού, είναι η παραγνώριση των ευρύτερων κοινωνικών προβλημάτων και η εσκεμμένη τους μυωπία στις λογικές ενός σύγχρονου μεταμοντέρνου καπιταλισμού “διαχείρισης ροών και δεδομένων”.
Ολοκληρωτισμός του πολιτικά ορθού.
Ο παραπάνω καπιταλισμός από την πλευρά του φαίνεται απόλυτα πρόθυμος να παρέχει σε όλες τις μειονότητες και σε όλες τις εξατομικευμένες διαφορετικότητες τα ταυτοτικά ιδεολογικά εργαλεία που εναγωνίως αποζητούν για να διακριθούν συγκυριακά από τους άλλους, “ομοίως διαφορετικούς”. Οι δήθεν προοδευτικοί διανοούμενοι και οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι σπεύδουν να ενισχύσουν αυτές τις ιδεολογικοπολιτισμικές στάσεις υπό το πρόσημο του “αντιρατσισμού”, της ψευδοελευθεριακής “επιτρεπτικότητας”, της “διακινδύνευσης” όλων των “χειραφετημένων” από τα δεσμά της μόνιμης απασχόλησης, στα πλαίσια της πλασματικής εικόνας της “παγκόσμιας ανοικτής κοινωνίας”.
Διαγράφονται μονοκονδυλιά τα ιστορικά κεκτημένα όχι μόνο του σοσιαλιστικού ή του εργατικού κινήματος των ομοίων, των θυμάτων της εκμετάλλευσης, που λίγο ή πολύ σε όλο το δυτικό κόσμο αγωνίστηκαν συλλογικά για την πολιτική ισότητα, την σταθερή απασχόληση και την ελευθερία. Επίσης, διαγράφονται και τα κεκτημένα της ιστορικής μνήμης ή της κοινής λογικής που επέτρεψαν σε αυτά τα κινήματα να συγκροτηθούν συλλογικά. Έτσι, η δήθεν “Νέα Αριστερά”, υπό την μορφή ολοκληρωτικού κινήματος “πολιτικά ορθής σκέψης”, εντάχθηκε εξ ολοκλήρου σχεδόν σε ένα είδος φετιχισμού του πολιτισμικού εμπορεύματος που διαχέεται αδιάκοπα και καθημερινά, από όλους τους θεσμούς της διαμόρφωσης της κοινής γνώμης, ως το μόνο αναμφισβήτητο δείγμα “προοδευτικής νοοτροπίας”.
Η διάκριση ανάμεσα στις ιδεολογικές, καθεστωτικές κατασκευές για τις μάζες των καταναλωτών και τις αυθεντικές, λαϊκές κουλτούρες με τα “καλά τους και τα κακά τους” (τις αντιστάσεις τους, τα παραδοσιακά στερεότυπά τους, τα κοινά ήθη και έθιμα κλπ) έπαψε ουσιαστικά να υφίσταται. Ο μέσος τηλεθεατής-καταναλωτής των εισαγόμενων “προοδευτικών” στερεοτύπων έμαθε (δηλαδή “έχαψε”, συνήθισε να αποδέχεται την ιδέα), ότι κάθε αντίσταση, κάθε επιθυμία συντήρησης των κεκτημένων και της κοινής λογικής του “παλαιού κόσμου”, είναι όχι μόνο αναχρονιστική, αλλά και “πολιτικά ύποπτη”, επιζήμια, αναμφισβήτητο δείγμα μιας –εν δυνάμει έστω– “ακροδεξιάς νοοτροπίας”.
Το δικαίωμα στη “διαφορετικότητα” και το συστηματικό εγκώμιο όλων των μειονοτήτων κατέληξαν έτσι σε μια πλήρη ιδεολογική ομογενοποίηση. Στην ανάδειξη της πλειοψηφικής συνθήκης της εποχής μας: εκείνη του εξατομικευμένου, νομικά δικαιωματούχου καταναλωτή που ως μεμονωμένη ψηφίδα του παγκοσμιοποιημένου κοινωνικού μωσαϊκού, κινείται “ελεύθερα” στις σφαίρες της οικονομίας και της ιδεολογίας, πάντα αρμονικά με τη νεοφιλελεύθερη μυθολογία της ανάπτυξης του εαυτού μέσα από τις ατομικές του πρωτοβουλίες. Το “κοινωνιακό” αντικατέστησε το κοινωνικό. Η “ταξική πάλη” ή οι εθνοαπελευθερωτικοί αγώνες ξεχάστηκαν ή “αποδομήθηκαν” και μπήκαν στο μουσείο των πολιτικών ιδεών σαν γραφικότητες του παρελθόντος.
To νέο τεχνοφεουδαρχικό καθεστώς.
Έχουμε συνεπώς μπει για τα καλά σε μια φάση “ήπιου ολοκληρωτισμού” που αντιστοιχεί απόλυτα στις λογικές του νέου, διεθνοποιημένου τεχνοφεουδαρχικού καθεστώτος πολιτικής και κοινωνικής κυριαρχίας (προφανώς ο ολοκληρωτισμός δεν μπορεί να γίνει κατανοητός αφηρημένα, αλλά πάντα σε σχέση με τον απώτερο στόχο του που δεν είναι άλλος παρά η απόλυτη ευθυγράμμιση των ηθών και των νοοτροπιών των “πολιτών”). Τα μέσα αλλάζουν. Ο στόχος παραμένει σταθερός: οι καταστάσεις εκτάκτου ανάγκης που καταλήγουν στην πολιτική νομιμοποίηση όλων των μέτρων εξαίρεσης, παρακολούθησης και υποχρεωτικού εγκλεισμού των πληθυσμών με το πρόσχημα λόγου χάρη μιας υγειονομικής κρίσης. Τίποτα από όλα αυτά δεν ξαφνιάζει πια τόσο όσο θα φανταζόταν κανείς πριν λίγα μόνο χρόνια.
Η ασφάλεια και η μόνιμη διασύνδεση των ιδιωτών που ζουν, συνομιλούν και εργάζονται “από τις τρύπες τους” αποτελούν τις νέες μήτρες του ελευθεριοκτόνου ολοκληρωτισμού σε επιστημονικό και βιοπολιτικό επίπεδο. Οι ψηφιακές αστυνομικές ταυτότητες ήρθαν και αυτές να δέσουν με την ψηφιοποίηση του φυσικού υλικού χρήματος, ούτως ώστε να μην μπορούν να υπάρχουν “καβάτζες” και οι “πολίτες” να είναι μόνιμοι όμηροι του καθεστώτος της τραπεζοκρατίας, δήθεν για να διευκολύνονται οι συναλλαγές… Η επιτήρηση απλώνεται σαν μέδουσα σε όλες τις πτυχές της ιδιωτικής ζωής. Η μικρομεσαία ιδιοκτησία απαξιώνεται και συρρικνώνεται με διάφορα φορομπηχτικά μέτρα.
Με το αφήγημα της κλιματικής αλλαγής και στο όνομα μιας άτοπης κυριολεκτικά, “οικολογικής συνείδησης στο επίπεδο του πλανήτη”, χωρίς κανένας να ξέρει πως ακριβώς, που ακριβώς και με ποιο περιβαλλοντικό κόστος θα ανακυκλωθούν στο μέλλον τα φθαρμένα υλικά, τα βουνά γεμίζουν αιολικά πάρκα, οι κάμποι συλλέκτες της ηλιακής ενέργειας, τα πάρκινγκ ακριβά ηλεκτροκίνητα οχήματα. Οι στοιχειώδεις διατροφικές συνήθειες καλούνται να αλλάξουν: προωθείται συστηματικά η εντομοφαγία.
“Πόλεμος εναντίον όλων”.
Και βέβαια τα αναμφισβήτητα “βήματα προόδου” δεν σταματούν εκεί. Ο υποκειμενικός σχετικισμός και ο μηδενισμός εγχαράσσονται από νωρίς στις συνειδήσεις. Οι στενοί κοινωνικοί δεσμοί χάνουν σταδιακά την συνεκτικότητά τους. Η αίσθηση του ιερού αμβλύνεται. Ο κυνισμός διαβρώνει τις παραδοσιακές αξίες. Οι αστικοί τόποι ζωής γιγαντώνονται, γκετοποιούνται, ομογενοποιούνται σε επιμέρους κοινωνιοοικονομικά και πολιτισμικά κέντρα, τετραγωνίζονται, καθίστανται αγοραίοι, αλλά χωρίς μνήμες, τακτοποιούνται, οικοδομούνται και πεζοδρομούνται γύρω από τα εμπορεύματα, κατ’ εικόνα και ομοίωση των σημερινών “δημοκρατικών εθνών” που συγχέουν επίμονα την ελευθερία με την αγορά.
Η λαϊκή βούληση, όπως εκφράζεται λόγου χάρη στα δημοψηφίσματα και στις εκλογές, νοθεύεται πριν και μετά τις κάλπες με χίλιους δυο, πρακτικούς, νομικούς και ψηφιακούς τρόπους, ακυρώνοντας επί της ουσίας την “βούληση των πολλών” επί της οποίας στηρίζεται θεσμικά η δημοκρατία. Ο άτυπος εμφύλιος πόλεμος που υπό την μορφή της γενικευμένης ανομίας, της παραβατικότητας και της εγκληματικότητας μαστίζει ήδη τις πολυπολιτισμικές μεγαλουπόλεις με τα αστικά και λουμπενοποιημένα γκέτο τους, οδηγεί τις εξατομικευμένες, αντικοινωνικές κοινωνίες στην επιστροφή του “πολέμου όλων εναντίον όλων”.
Η συστηματική προώθηση των μετανεωτερικών ιδεολογημάτων και των στερεοτύπων της αντικανονικότητας, της επιτρεπτικότητας και της αντισυμβατικότητας σε όλα τα πεδία της κοινωνικής ζωής, οδηγεί πολλούς ανήσυχους δυτικούς πολίτες να σκεφτούν λίγο καλύτερα τις προειδοποιήσεις περί της επερχόμενης βαρβαρότητας, όχι πια του Καρλ Μαρξ, αλλά του ίδιου του Έλον Μασκ: «Το μικρόβιο woke είναι αναμφίβολα μια από τις μεγαλύτερες απειλές για τον σύγχρονο πολιτισμό». Η Δικαιοσύνη, όλο και λιγότερο ανεξάρτητη από τα κοινωνικά και πολιτικά συμφέροντα που συνδέονται με τη διαδικασία της παγκοσμιοποίησης, καθώς και οι ανάλογες “κυβερνήσεις των δικαστών”, είναι σύμφυτες με την μεταμοντέρνα δημοκρατία ή την “μεταδημοκρατία”. Το κράτος δικαίου ταυτίζεται όλο και περισσότερο με τα ιδεώδη του νομικού δικαιωματισμού και τις φιλελεύθερες αξίες της “ατομικής χειραφέτησης”.
Απέχθεια για τον λαό…
Όλοι σχεδόν, “συνωμοσιολόγοι” ή μη, βλέπουν πια με τρόμο το μελλοντικό ζοφερό κοινωνικοπολιτικό τοπίο που τους εμφανίζεται σαν εφιάλτης. Εφιάλτης που –όπως λέγεται– δεν είναι παρά “ο ψυχισμός των πολιτών που σκουπίζει καθημερινά μπροστά στην πόρτα της επικαιρότητας”. Η ακροαριστερίζουσα “ριζοσπαστική” και “εξεγερσιακή” ρητορική εξιδανικεύει “επαναστατικά” το χάος, τη βαβέλ, την ανομία, τα ανοιχτά σύνορα και τη ρατσιστικά οικειόφοβη πολυπολιτισμικότητα, καθώς και τον αναρχοφιλελεύθερο λόγο που εξυμνεί κάθε μορφή μειονοτοποίησης και αντισυνεκτικότητας των κοινωνιών, ακόμα και της μαφιοποίησης της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Αυτή η ρητορική καθιστά πολλούς δημοκράτες, καθώς και τους “παραδοσιακούς αναρχοκομμουνιστές”, αλλεργικούς στην περιρρέουσα “προοδευτική” μπουρδολογία.
Επαναφέρει στη μνήμη τους την φράση που ως γνήσιος λαϊκιστής είχε απευθύνει ο αείμνηστος Παζολίνι σε όλους αυτούς τους χρήσιμους ηλίθιους του μικροαστικού, φοιτητικού ιταλικού ριζοσπαστισμού της δεκαετίας 1960-’70: «Έχετε τις φάτσες γιών του μπαμπά τους. Σας μισώ, όπως μισώ και τους μπαμπάδες σας. Όταν λοιπόν συγκρούεστε με τους αστυνομικούς, εγώ έφτασα στο σημείο να βρίσκω πιο συμπαθητικούς τους αστυνομικούς. Διότι οι αστυνομικοί είναι γιοι των φτωχών» (1968). Στο ιδεολογικό και συμβολικό επίπεδο έχει λοιπόν διαμορφωθεί σε όλο σχεδόν τον δυτικό κόσμο ένα πεδίο αντιπαραθέσεων μεταξύ φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού και λαϊκού πατριωτισμού. Παράλληλα με τα αναρχοφιλελεύθερα σχήματα της “ριζοσπαστικής Δεξιάς” εμφανίστηκαν στις πολιτικές συνειδήσεις τα οξύμωρα σχήματα της “αντιπατριωτικής Αριστεράς”, με τα οποία ντύθηκε όπως-όπως ο παλαιός διεθνισμός.
Υπάρχει πράγματι μια διάχυτη απέχθεια των “προοδευτικών ελίτ” και των δήθεν αριστερούληδων συνοδοιπόρων τους (δηλαδή των κατά φαντασίαν διακεκριμένων, κοινωνικά ελιτοποιημένων μικροαστών) για το λαό και τα λαϊκά του ήθη. Ταυτόχρονα, στο μέτρο που οι λαϊκές μάζες του δυτικού κόσμου εν μέρει έστω, εξακολουθούν να μην ευθυγραμμίζονται ιδεολογικά με τις καθεστωτικές πολιτικές ορθότητες, μέσα στο σημερινό κλίμα της γενικευμένης πολιτικής της εξαθλίωσης, η επίσημη δήθεν Αριστερά εγκατέλειψε στην τύχη τους όχι μόνο τα έθνη και τις πατρίδες, αλλά και τους ίδιους τους λαούς που τις κατοικούν και τις συγκροτούν ιστορικά. Από εκεί κάπου ξεπήδησαν στα καθ’ ημάς και οι Κασσελάκηδες. Όχι από το πουθενά, ούτε μόνο από προφανείς αμερικανικούς διαδρόμους…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου