Γεννημένος στην Ήπειρο και με οικογενειακές καταβολές στην
αρτοποιία και τη ζαχαροπλαστική ο Νίκος Βοσινάκης (ουδεμία σχέση η
κατάληξη του ονόματος με την Κρήτη) μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη όπου
και εργάστηκε από παιδί στην παραγωγή ψωμιού. Όταν ήρθε πρόσφυγας μετά
τη Μικρασιατική καταστροφή από την Κωνσταντινούπολη στην Πάτρα το 1925
είχε ήδη κολλήσει το εμπορικό δαιμόνιο και την προοδευτική ζεστή
νοοτροπία των Μικρασιατών.
Το ανοιχτό μυαλό και το καλό σέρβις ήταν χαραγμένα στο DNA του.
Αφού παντρεύτηκε την Κατερίνα Παπαγεωργίου, ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘30 την πρώτη του επιχειρηματική προσπάθεια στο μικρό φούρνο στη γωνία Γούναρη και Καραϊσκάκη έχοντας στο πλευρό του ολιγάριθμο προσωπικό από Ηπειρώτες συμπατριώτες του.
Από την αρχή έδειξε ότι η σκέψη του ήταν πολύ μπροστά. Έγινε γρήγορα αγαπητός στον κόσμο και πρόσεχε πολύ την πελατεία του.
«Δεν άφηνε άνθρωπο να φύγει χωρίς να ψωνίσει. Θυμάμαι όταν κάναμε ανάσταση στην Παντάνασσα, ενώ όλη η οικογένεια ήμασταν στην εκκλησία εκείνος περίμενε μέχρι την τελευταία καμπάνα στο μαγαζί μήπως κάποια νοικοκυρά χρειαστεί κάτι, ένα ψωμί, κάποιο αβγό» διηγείται η κόρη του Τιτίκα Βοσινάκη στην Άντυ Μπακοπούλου λίγα χρόνια πριν στο περιοδικό TRIP.
Ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο για τα γλυκά του καταστήματος, το οποίο πια είχε εξελιχθεί σε αρτοποιείο και ζαχαροπλαστείο μαζί.
Πήγαινε τακτικά στη Γερμανία για να ενημερωθεί στις εκθέσεις για τα διάφορα νέα μηχανήματα.
Επιπλέον επινοούσε διαρκώς καινούργια προϊόντα ώστε να παρουσιάζει στο κοινό κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Πέρα από τις κλασσικές πάστες, δημιούργησε τις «νουγκατίνες» και τις «μαρι λουίζ» εισάγοντας το κοινό στη γαλλική ζαχαροπλαστική. Πρωτοπαρουσίασε ακόμη τα «μπίτερ» σοκολατάκια και τις τούρτες παγωτό.
Με αυτό το νεωτερίστικο πνεύμα ξεκίνησε αργότερα να λειτουργεί στον ημιώροφο του μαγαζιού μια πρωτότυπη all day καφετέρια, το «τρενάκι» (με τους χαρακτηριστικούς πάγκους που θύμιζαν αμαξοστοιχία) το οποίο προσέλκυσε γρήγορα τη νεολαία και τους φοιτητές της εποχής του ‘ 60.
Την ίδια περίοδο στον πρώτο όροφο λειτούργησε ως πολυτελές εστιατόριο και χώρος δεξιώσεων η «Δανιηλίδα». Ήταν ένα ρεστοράν που επένδυσε στις γευστικές μακαρονάδες και το ποτό μακριά από τη φιλοσοφία της Ελληνικής ταβέρνας που τότε κυριαρχούσε στις κοινωνικές εξόδους.
Στις αρχές του 70 άνοιξε στο χώρο της Δανηιλίδας το Drygstore.
Ο χώρος βασίστηκε στις κοσμοπολίτικες ιδέες του γιου του, Νεοπτόλεμου (Ντόντου) Βοσινάκη ο οποίος μετά από τις σπουδές του στο Κολλέγιο Αθηνών και το London School of Economics του Λονδίνου επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση.
Το Drugstore αιφνιδίασε την πατραϊκή κοινωνία που αρχικά μάλλον το αντιμετώπισε «σφιγμένη» Για πρώτη φορά σερβίρονταν μπιφτέκια σε ξύλινα πιάτα όπως είχε καθιερωθεί στο Παρίσι και εμφιαλωμένα κρασιά. Τα σουπλά απεικόνιζαν παλιές καρτ ποστάλ της παλιάς Πάτρας, ενώ στην είσοδο λειτουργούσε περίπτερο με εφημερίδες, δίσκους, βιβλία, αφίσες και τσιγάρα.
Ταυτόχρονα εκεί αλλά και στο ισόγειο προσφέρονταν οι πρώτες γαλλικές μπαγκέτες ψωμιού, τα πρώτα ψωμιά τοστ που κόβονταν στο ειδικό μηχάνημα του χεριού αλλά και τα πρώτα χειροποίητα τσιπς.
Το Drugstore έγινε ο πιο in τόπος συνάντησης στην πόλη κουβαλώντας διεθνή αέρα.
«Όλη η Πάτρα περνούσε από εκεί. Θυμάμαι τον αξέχαστο Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, τη Γιώτα Παπαγγελούτσου, το ζεύγος Σπύρου και Νανάς Δούκα αλλά και πολλούς άλλους γνωστούς πατρινούς που ειδικά όταν φιλοξενούσαν ξένους από την Αθήνα ή αλλού τους έφερναν οπωσδήποτε εκεί. Το σημαντικότερο ήταν το Drugstore αποτέλεσε ένα στέκι φιλελεύθερων προοδευτικών ιδεών για διανοούμενους, πανεπιστημιακούς και φοιτητές. Κάτι σαν ένα forum, έναν πυρήνα ανταλλαγής απόψεων» τονίζουν τα παιδιά του Νίκου Βοσινάκη.
Σε όλα αυτά τα βήματα ο Νίκος Βοσινάκης δεν έλεγε ποτέ όχι. Του άρεσαν όλα. Αποζητούσε σαν ιδιοσυγκρασία τις καινοτομίες. Πολλοί θυμούνται ότι στον ημιώροφο, σα corner μέσα στο «τρενάκι» η νεαρή Τιτίκα Βοσινάκη, έφτιαξε και μια προχωρημένη μπουτίκ με διακοσμητικά αντικειμενα, δίσκους των Μπήτλς, σετ αλληλογραφίας και μοντέρνα ρούχα από το Λονδίνο – θραύση έκαναν οι φούστες της εποχής τύπου Mary Quant.
Ταυτόχρονα η ταράτσα μετατράπηκε σε roof garden όπου ο κόσμος απολάμβανε σε κούνιες αναψυκτικά και παγωτά όπως Chicago και νες cafe σε γυάλινα μπωλ.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 80 το «τρενάκι» μεταμορφώθηκε σε “After 8” ένα αμιγές γαλλικό ρεστοραν που εστίασε σε ιδιαίτερες γεύσεις της γαλλικής κουζίνας. Για το μενού κατέφθασε μάλιστα ο σεφ του περίφημου «Abrevoir” της Αθήνας και σερβιτόροι από τη «Μεγάλη Βρετανία».
Ήταν ακόμη μια τολμηρή προσπάθεια σε πανελλήνια κλίμακα που στήριξαν φίλοι πανεπιστημιακοί και όλα τα παλιά ονόματα της Πατραϊκής κοινωνίας (οικογένειες Κρητικού, Γιαουρτά, Πιλάλη, Πραπόπουλου, Παπαχριστόπουλου κ.α.)
«Θυμάμαι το καρναβάλι τα τραπέζια ήταν κλεισμένα μια εβδομάδα πριν» αναπολεί ο Ντόντος Βοσινάκης.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη λειτουργία του στην οδό Μαιζώνος στο επάνω μέρος της πλατείας Όλγας νέος «Βοσινάκης» ως μεγαλεπίβολο καφε, μπαρ και ζαχαροπλαστείο.
Σε πολύ κόσμο αυτές οι εγκαταστάσεις φάνταζαν πελώριες και θεαματικές.
«Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβόντουσαν να μπουν μέσα. Άλλωστε η Πατραϊκή κοινωνία ήταν συντηρητική μέσα στο κέλυφος του μικροαστισμού της» αναφέρει ο Ντόντος Βοσινάκης.
Για τη διακόσμηση είχε φροντίσει ο περιζήτητος ντιζάινερ με καριέρα στην Νέα Υόρκη ο Μπάμπης Γονίδης.
Το επεκτατικό προφίλ της επιχείρησης συμπλήρωσε το «palmier” στην Ηρώων Πολυτεχνείου, πολύ πριν η παραλιακή περιοχή γίνει μόδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διερευνά τη δυνατότητα δημιουργίας μονάδας παραγωγής φρυγανιών. Η σκέψη γίνεται πράξη. Το εργοστάσιο θεμελιώνεται την περίοδο 1974-1975 στο Δρέπανο Πατρών και η παραγωγική του λειτουργία αρχίζει στο τέλος του 1976 με αρχές 1977.
Η αγορά υποδέχεται με θέρμη τα προϊόντα του και αρχίζει η άνοδος.
Το εργοστάσιο Βοσινάκης ξεκίνησε τη διαδρομή του παράγοντας αποκλειστικά φρυγανιές για πανελλήνια διαθεσιμότητα.
«Ήταν μια εταιρεία αποκλειστικά δικής μου δραστηριοποίησης. Ένα πρωτοποριακό προϊόν συσκευασμένο σε αλουμινόχαρτο, με διαφημιστική κάλυψη στην τηλεόραση που δεν συνηθιζόταν τότε. Στις εγκαταστάσεις του Αγίου Βασιλείου γινόταν η παραγωγή ενώ στην Αθήνα στήθηκε ένα υποκατάστημα μάρκετινγκ και διανομής. Η οικογενειακή επιχειρηση κάποτε τόλμησε και εξαγωγική δραστηριότητα. Με την επωνυμία «κύκνος» πέρασε στην αμερικανική αγορά ποιοτικά φρουι γλασέ σαν ακριβό είδος delicatessen» θυμίζει ο Ντόντος Βοσινάκης.
Ακόμη και με το catering είχαν καταπιαστεί αναλαμβάνοντας τα πρωθυοπυργικά γεύματα στον εορτασμό της Εξόδου του Μεσολογγίου αλλά και τις κυριότερες δεξιώσεις τη «χρυσή εποχή» του Διεθνούς Φεστιβάλ με καλλιτεχνικό διευθυντή το Θάνο Μικρούτσικο.
Όταν ο Νίκος Βοσινάκης φεύγει από τη ζωή ο Νεοπτόλεμος μένει με μια επιχείρηση στα έρια του που δεν τη γνώριζε και αποφάσισε να την κρατήσει για λόγους καθαρά συναισθηματικούς.
«Αυτή η κίνηση», λέει σε παλιότερη συνέντευξή του στο Βήμα, τον Ιούνιο του 1998, «απεδείχθη ύστερα από δύο - τρία χρόνια ότι ήταν εσφαλμένη. Βρέθηκα με δυσάρεστες οικονομικές υποχρεώσεις που για να καλυφθούν και για να μη σπιλωθεί το όνομά μας έπρεπε να υπάρξουν αρκετά γενναίες διευθετήσεις. Ετσι πούλησα ένα κομμάτι από την παραγωγή φρυγανιάς στους φίλους μου Γιάννη και Κωνσταντίνο Μπουτάρη για να καλύψω υποχρεώσεις από την επιχείρηση του πατέρα μου.
Κατάφερα να κλείσω τον κύκλο αξιοπρεπώς. Στη συνέχεια προβληματίστηκα αν θα ξαναγύριζα στον χώρο της φρυγανιάς αλλά διαπίστωσα ότι με τραβούσε περισσότερο η ιδέα να στήσω και πάλι από την αρχή κάτι το τελείως δικό μου.
Λόγω της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας το ψωμί θα απελευθερώνονταν από τις πάρα πολύ έντονες στρεβλώσεις που υπήρχαν ως τότε στην αγορά. Με κατέκτησε η ιδέα να ασχοληθώ με το ψωμί. Ούτως ή άλλως η φρυγανιά με το όνομά μου πέρασε στον όμιλο Φιλίππου».
Το 1995 η αρτοβιομηχανία Ν. ΒΟΣΙΝΑΚΗΣ Α.Β.Ε.Ε., προστίθεται στο "χαρτοφυλάκιο" της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΠΙΣΚΟΤΩΝ.
To 2005 oι εύρωστες ανώνυμες εταιρίες ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΠΙΣΚΟΤΩΝ Α.Β.Ε., Ν. ΒΟΣΙΝΑΚΗΣ Α.Β.Ε.Ε. και ΑΡΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ELITE A.E. συγχωνεύονται και απορροφώνται από την εταιρία ELBISCO A.B.E.E.
Από το 1996 ο
Νεοπτόλεμος μπαίνει στην αγορά ψωμιού δημιουργώντας δύο μονάδες, μία
στην Πάτρα και μία στην Αθήνα, που λειτουργούν με τις προδιαγραφές
βιομηχανίας αλλά και με τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του παλιού
καλού φούρνου.
Toν Μάιο του 2008 πέφτει η βόμβα στους εργαζόμενους, με την
απόφαση της εταιρείας ELBISCO A.Β.E.E., να μεταφέρει τη μονάδα της
Πάτρας, που παράγει τις φρυγανιές Βοσινάκη και FORMA, στο Πικέρμι
Αττικής. Mε ανακοίνωσή της στις 5 Μαϊου, η εταιρεία ενημερώνει για τη
μεταφορά της μονάδας, γνωστοποιώντας, παράλληλα, πως έχει ήδη εκπονήσει
ένα ολοκληρωμένο και εξατομικευμένο πρόγραμμα εθελουσίας εξόδου, ενώ
παρέχει στους εργαζομένους τη δυνατότητα απασχόλησης στην παραγωγική
μονάδα του Πικερμίου. Η διαδικασία μεταφοράς της μονάδας Πάτρας στο
Πικέρμι θα ολοκληρωνόταν εντός του 2008, σύμφωνα με την ανακοίνωση της
εταιρείας.
Μπροστά στο ενδεχόμενο αυτό, οι 65 εργαζόμενοι της
μονάδας παραγωγής φρυγανιών της Πάτρας ξεκινούν κινητοποιήσεις. Ήταν
εργαζόμενοι, με 20 έως 30 χρόνια μέσο όρο δουλειάς στη συγκεκριμένη
επιχείρηση, ενώ τα 2/3 των εργαζομένων στη μονάδα της Πάτρας ήταν
ζευγάρια.
*Η πλειοψηφία των στοιχείων του κειμένου και οι φωτογραφίες
προέρχονται από το αφιέρωμα για το περιοδικό Trip (Ιούνιος 2008) της
Άντυς Μπακοκόπουλου.
thebest.gr
Το ανοιχτό μυαλό και το καλό σέρβις ήταν χαραγμένα στο DNA του.
Αφού παντρεύτηκε την Κατερίνα Παπαγεωργίου, ξεκίνησε τη δεκαετία του ‘30 την πρώτη του επιχειρηματική προσπάθεια στο μικρό φούρνο στη γωνία Γούναρη και Καραϊσκάκη έχοντας στο πλευρό του ολιγάριθμο προσωπικό από Ηπειρώτες συμπατριώτες του.
Από την αρχή έδειξε ότι η σκέψη του ήταν πολύ μπροστά. Έγινε γρήγορα αγαπητός στον κόσμο και πρόσεχε πολύ την πελατεία του.
«Δεν άφηνε άνθρωπο να φύγει χωρίς να ψωνίσει. Θυμάμαι όταν κάναμε ανάσταση στην Παντάνασσα, ενώ όλη η οικογένεια ήμασταν στην εκκλησία εκείνος περίμενε μέχρι την τελευταία καμπάνα στο μαγαζί μήπως κάποια νοικοκυρά χρειαστεί κάτι, ένα ψωμί, κάποιο αβγό» διηγείται η κόρη του Τιτίκα Βοσινάκη στην Άντυ Μπακοπούλου λίγα χρόνια πριν στο περιοδικό TRIP.
Ήταν εκείνος που χρησιμοποίησε το πρώτο ηλεκτρικό ψυγείο για τα γλυκά του καταστήματος, το οποίο πια είχε εξελιχθεί σε αρτοποιείο και ζαχαροπλαστείο μαζί.
Πήγαινε τακτικά στη Γερμανία για να ενημερωθεί στις εκθέσεις για τα διάφορα νέα μηχανήματα.
Επιπλέον επινοούσε διαρκώς καινούργια προϊόντα ώστε να παρουσιάζει στο κοινό κάθε φορά και κάτι διαφορετικό. Πέρα από τις κλασσικές πάστες, δημιούργησε τις «νουγκατίνες» και τις «μαρι λουίζ» εισάγοντας το κοινό στη γαλλική ζαχαροπλαστική. Πρωτοπαρουσίασε ακόμη τα «μπίτερ» σοκολατάκια και τις τούρτες παγωτό.
Με αυτό το νεωτερίστικο πνεύμα ξεκίνησε αργότερα να λειτουργεί στον ημιώροφο του μαγαζιού μια πρωτότυπη all day καφετέρια, το «τρενάκι» (με τους χαρακτηριστικούς πάγκους που θύμιζαν αμαξοστοιχία) το οποίο προσέλκυσε γρήγορα τη νεολαία και τους φοιτητές της εποχής του ‘ 60.
Την ίδια περίοδο στον πρώτο όροφο λειτούργησε ως πολυτελές εστιατόριο και χώρος δεξιώσεων η «Δανιηλίδα». Ήταν ένα ρεστοράν που επένδυσε στις γευστικές μακαρονάδες και το ποτό μακριά από τη φιλοσοφία της Ελληνικής ταβέρνας που τότε κυριαρχούσε στις κοινωνικές εξόδους.
Στις αρχές του 70 άνοιξε στο χώρο της Δανηιλίδας το Drygstore.
Ο χώρος βασίστηκε στις κοσμοπολίτικες ιδέες του γιου του, Νεοπτόλεμου (Ντόντου) Βοσινάκη ο οποίος μετά από τις σπουδές του στο Κολλέγιο Αθηνών και το London School of Economics του Λονδίνου επέστρεψε στα πάτρια εδάφη για να ασχοληθεί με την οικογενειακή επιχείρηση.
Το Drugstore αιφνιδίασε την πατραϊκή κοινωνία που αρχικά μάλλον το αντιμετώπισε «σφιγμένη» Για πρώτη φορά σερβίρονταν μπιφτέκια σε ξύλινα πιάτα όπως είχε καθιερωθεί στο Παρίσι και εμφιαλωμένα κρασιά. Τα σουπλά απεικόνιζαν παλιές καρτ ποστάλ της παλιάς Πάτρας, ενώ στην είσοδο λειτουργούσε περίπτερο με εφημερίδες, δίσκους, βιβλία, αφίσες και τσιγάρα.
Ταυτόχρονα εκεί αλλά και στο ισόγειο προσφέρονταν οι πρώτες γαλλικές μπαγκέτες ψωμιού, τα πρώτα ψωμιά τοστ που κόβονταν στο ειδικό μηχάνημα του χεριού αλλά και τα πρώτα χειροποίητα τσιπς.
Το Drugstore έγινε ο πιο in τόπος συνάντησης στην πόλη κουβαλώντας διεθνή αέρα.
«Όλη η Πάτρα περνούσε από εκεί. Θυμάμαι τον αξέχαστο Κωνσταντίνο Αντωνόπουλο, τη Γιώτα Παπαγγελούτσου, το ζεύγος Σπύρου και Νανάς Δούκα αλλά και πολλούς άλλους γνωστούς πατρινούς που ειδικά όταν φιλοξενούσαν ξένους από την Αθήνα ή αλλού τους έφερναν οπωσδήποτε εκεί. Το σημαντικότερο ήταν το Drugstore αποτέλεσε ένα στέκι φιλελεύθερων προοδευτικών ιδεών για διανοούμενους, πανεπιστημιακούς και φοιτητές. Κάτι σαν ένα forum, έναν πυρήνα ανταλλαγής απόψεων» τονίζουν τα παιδιά του Νίκου Βοσινάκη.
Σε όλα αυτά τα βήματα ο Νίκος Βοσινάκης δεν έλεγε ποτέ όχι. Του άρεσαν όλα. Αποζητούσε σαν ιδιοσυγκρασία τις καινοτομίες. Πολλοί θυμούνται ότι στον ημιώροφο, σα corner μέσα στο «τρενάκι» η νεαρή Τιτίκα Βοσινάκη, έφτιαξε και μια προχωρημένη μπουτίκ με διακοσμητικά αντικειμενα, δίσκους των Μπήτλς, σετ αλληλογραφίας και μοντέρνα ρούχα από το Λονδίνο – θραύση έκαναν οι φούστες της εποχής τύπου Mary Quant.
Ταυτόχρονα η ταράτσα μετατράπηκε σε roof garden όπου ο κόσμος απολάμβανε σε κούνιες αναψυκτικά και παγωτά όπως Chicago και νες cafe σε γυάλινα μπωλ.
Μπαίνοντας στη δεκαετία του 80 το «τρενάκι» μεταμορφώθηκε σε “After 8” ένα αμιγές γαλλικό ρεστοραν που εστίασε σε ιδιαίτερες γεύσεις της γαλλικής κουζίνας. Για το μενού κατέφθασε μάλιστα ο σεφ του περίφημου «Abrevoir” της Αθήνας και σερβιτόροι από τη «Μεγάλη Βρετανία».
Ήταν ακόμη μια τολμηρή προσπάθεια σε πανελλήνια κλίμακα που στήριξαν φίλοι πανεπιστημιακοί και όλα τα παλιά ονόματα της Πατραϊκής κοινωνίας (οικογένειες Κρητικού, Γιαουρτά, Πιλάλη, Πραπόπουλου, Παπαχριστόπουλου κ.α.)
«Θυμάμαι το καρναβάλι τα τραπέζια ήταν κλεισμένα μια εβδομάδα πριν» αναπολεί ο Ντόντος Βοσινάκης.
Την ίδια περίοδο ξεκίνησε τη λειτουργία του στην οδό Μαιζώνος στο επάνω μέρος της πλατείας Όλγας νέος «Βοσινάκης» ως μεγαλεπίβολο καφε, μπαρ και ζαχαροπλαστείο.
Σε πολύ κόσμο αυτές οι εγκαταστάσεις φάνταζαν πελώριες και θεαματικές.
«Η αλήθεια είναι ότι στην αρχή φοβόντουσαν να μπουν μέσα. Άλλωστε η Πατραϊκή κοινωνία ήταν συντηρητική μέσα στο κέλυφος του μικροαστισμού της» αναφέρει ο Ντόντος Βοσινάκης.
Για τη διακόσμηση είχε φροντίσει ο περιζήτητος ντιζάινερ με καριέρα στην Νέα Υόρκη ο Μπάμπης Γονίδης.
Το επεκτατικό προφίλ της επιχείρησης συμπλήρωσε το «palmier” στην Ηρώων Πολυτεχνείου, πολύ πριν η παραλιακή περιοχή γίνει μόδα.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 διερευνά τη δυνατότητα δημιουργίας μονάδας παραγωγής φρυγανιών. Η σκέψη γίνεται πράξη. Το εργοστάσιο θεμελιώνεται την περίοδο 1974-1975 στο Δρέπανο Πατρών και η παραγωγική του λειτουργία αρχίζει στο τέλος του 1976 με αρχές 1977.
Η αγορά υποδέχεται με θέρμη τα προϊόντα του και αρχίζει η άνοδος.
Το εργοστάσιο Βοσινάκης ξεκίνησε τη διαδρομή του παράγοντας αποκλειστικά φρυγανιές για πανελλήνια διαθεσιμότητα.
«Ήταν μια εταιρεία αποκλειστικά δικής μου δραστηριοποίησης. Ένα πρωτοποριακό προϊόν συσκευασμένο σε αλουμινόχαρτο, με διαφημιστική κάλυψη στην τηλεόραση που δεν συνηθιζόταν τότε. Στις εγκαταστάσεις του Αγίου Βασιλείου γινόταν η παραγωγή ενώ στην Αθήνα στήθηκε ένα υποκατάστημα μάρκετινγκ και διανομής. Η οικογενειακή επιχειρηση κάποτε τόλμησε και εξαγωγική δραστηριότητα. Με την επωνυμία «κύκνος» πέρασε στην αμερικανική αγορά ποιοτικά φρουι γλασέ σαν ακριβό είδος delicatessen» θυμίζει ο Ντόντος Βοσινάκης.
Ακόμη και με το catering είχαν καταπιαστεί αναλαμβάνοντας τα πρωθυοπυργικά γεύματα στον εορτασμό της Εξόδου του Μεσολογγίου αλλά και τις κυριότερες δεξιώσεις τη «χρυσή εποχή» του Διεθνούς Φεστιβάλ με καλλιτεχνικό διευθυντή το Θάνο Μικρούτσικο.
Όταν ο Νίκος Βοσινάκης φεύγει από τη ζωή ο Νεοπτόλεμος μένει με μια επιχείρηση στα έρια του που δεν τη γνώριζε και αποφάσισε να την κρατήσει για λόγους καθαρά συναισθηματικούς.
«Αυτή η κίνηση», λέει σε παλιότερη συνέντευξή του στο Βήμα, τον Ιούνιο του 1998, «απεδείχθη ύστερα από δύο - τρία χρόνια ότι ήταν εσφαλμένη. Βρέθηκα με δυσάρεστες οικονομικές υποχρεώσεις που για να καλυφθούν και για να μη σπιλωθεί το όνομά μας έπρεπε να υπάρξουν αρκετά γενναίες διευθετήσεις. Ετσι πούλησα ένα κομμάτι από την παραγωγή φρυγανιάς στους φίλους μου Γιάννη και Κωνσταντίνο Μπουτάρη για να καλύψω υποχρεώσεις από την επιχείρηση του πατέρα μου.
Κατάφερα να κλείσω τον κύκλο αξιοπρεπώς. Στη συνέχεια προβληματίστηκα αν θα ξαναγύριζα στον χώρο της φρυγανιάς αλλά διαπίστωσα ότι με τραβούσε περισσότερο η ιδέα να στήσω και πάλι από την αρχή κάτι το τελείως δικό μου.
Λόγω της ευρωπαϊκής μας ταυτότητας το ψωμί θα απελευθερώνονταν από τις πάρα πολύ έντονες στρεβλώσεις που υπήρχαν ως τότε στην αγορά. Με κατέκτησε η ιδέα να ασχοληθώ με το ψωμί. Ούτως ή άλλως η φρυγανιά με το όνομά μου πέρασε στον όμιλο Φιλίππου».
Το 1995 η αρτοβιομηχανία Ν. ΒΟΣΙΝΑΚΗΣ Α.Β.Ε.Ε., προστίθεται στο "χαρτοφυλάκιο" της ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΙΑΣ ΜΠΙΣΚΟΤΩΝ.
To 2005 oι εύρωστες ανώνυμες εταιρίες ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΤΑΙΡΙΑ ΜΠΙΣΚΟΤΩΝ Α.Β.Ε., Ν. ΒΟΣΙΝΑΚΗΣ Α.Β.Ε.Ε. και ΑΡΤΟΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ELITE A.E. συγχωνεύονται και απορροφώνται από την εταιρία ELBISCO A.B.E.E.
thebest.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου