Μετά την λήξη του Δευτέρου
Παγκοσμίου Πολέμου η κορεατική χερσόνησος εξελίχθηκε σε ένα ακόμη πεδίο
ανταγωνισμού μεταξύ των δύο μεγάλων δυνάμεων του μεταπολεμικού διεθνούς
συστήματος, των Ηνωμένων Πολιτειών και της Σοβιετικής Ένωσης. Τον Ιούνιο
του 1950 ξεκίνησε ο πόλεμος στην Κορέα, με την άμεση συμμετοχή της
-νεοσύστατης τότε- Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και των δυτικών κρατών,
τα οποία έδρασαν κατόπιν αποφάσεως του ΟΗΕ.
Του Χρήστου Ζιώγα*
ΠΗΓΗ: Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
URL: http://neapolitiki.gr
Η σύγκρουση τερματίστηκε μετά από 3 έτη με τον διαμελισμό της χώρας σε Βόρεια και Νότια Κορέα, κατάσταση που υφίσταται μέχρι και σήμερα. Η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα συνιστούσε μία δυσοίωνη εξέλιξη για την ηγεσία της Πιονγκγιάνγκ, στον βαθμό που η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έθετε σε κίνδυνο την σταθερότητα του σταλινικού καθεστώτος, μέσω της επαπειλούμενης κατάρρευσής του και ενσωμάτωσης της χώρας στο οικονομικά και πολιτικά πιο προηγμένο νότιο τμήμα, κατά το πρότυπο της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Η Βόρεια Κορέα κατόρθωσε να επιβιώσει, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, βασιζόμενη στην μιλιταριστική οργάνωση της κοινωνίας και στο ολοκληρωτικό σύστημα εξουσίας εσωτερικά, καθώς και στους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος, η ανατροπή του βορειοκορεατικού καθεστώτος αποτελούσε αρνητική προοπτική για τουλάχιστον δύο πολύ σημαντικούς δρώντες της περιοχής, την Κίνα και την Ρωσσία.
Τόσο η Μόσχα, όσο και το Πεκίνο εκλαμβάνουν την πιθανή επανένωση των δύο κρατών της κορεατικής χερσονήσου ως μία ακόμη περίπτωση επέκτασης της αμερικανικής επιρροής κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Στην δική τους συλλογιστική η επανένωση των δύο χωρών, εφ’ όσον πραγματοποιηθεί, πρέπει να συνοδευτεί και με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Νότο.
Η ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας ξεκίνησε την δεκαετία του ’90, θεωρώντας πως μέσω της «πυρηνικοποίησης» θα επιβίωνε στο εχθρικό μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, όπου τέτοιου είδους καθεστώτα γίνονταν όλο και λιγότερο αποδεκτά.
Κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή η Πιονγκγιάνγκ επιδίωξε, παρά τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας, και τελικά απέκτησε ένα περιορισμένο ποσοτικά και ποιοτικά πυρηνικό οπλοστάσιο. Η πυρηνικοποίηση της χώρας αντικειμενικό σκοπό είχε την καθεστωτική της επιβίωση.
Στην συλλογιστική της Πιονγκγιάνγκ η ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων και πυρηνικών κεφαλών αποτελούν μέσο διαπραγμάτευσης με τις μεγάλες δυνάμεις και απειλής για την ακμάζουσα κοινωνικά και οικονομικά Νότια Κορέα. Αναμφίβολα η πυρηνική επιλογή αποτελεί για κάθε κράτος μία ιδιαίτερα δύσκολη απόφαση, τόσο από οικονομική και τεχνολογική, όσο κυρίως και από πολιτική σκοπιά.
Μέχρι σήμερα ο ανταγωνισμός Πεκίνου, Ουάσιγκτον και Μόσχας απέτρεψε την λήψη απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για εξαναγκαστικά μετρά, βοηθώντας το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ να επιβιώσει. Μετά τον θάνατο του Κιμ Τζονγκ-ιλ, το 2011 – ο οποίος άσκησε τα καθήκοντα του Ανώτατου Ηγέτη της Χώρας από το 1994, δρομολόγησε το πυρηνικό πρόγραμμα και απέσυρε την χώρα το 2003 από την Συνθήκη Μη-Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων- ανέλαβε ο Κιμ Τζονγκ-ουν, ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του οποίου αναμφίβολα δημιουργεί προβληματισμό στην διεθνή κοινότητα για τις πραγματικές του στοχεύσεις.
Η διεύρυνση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Βορείου Κορέας δημιουργεί προβλήματα στην περιφερειακή σταθερότητα και πιθανόν να δρομολογήσει την είσοδο της Ιαπωνίας στην ολιγομελή ομάδα των πυρηνικών κρατών ιδιαίτερα αν συνδυαστεί το εν λόγω γεγονός με τον διαρκώς αναβαθμισμένο ρόλο της Κίνας στην περιοχή.
Στον βαθμό που η φύση του βορειοκορετικού καθεστώτος παραμένει ως έχει, αυτό που ενδέχεται να αλλάξει είναι η στάση των μεγάλων δυνάμεων. Εφ’ όσον ο Κιμ Τζονγκ-ουν εξακολουθήσει να ασκεί εξουσία με το μοναδικό του στυλ και κυρίως εντατικοποιήσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγκγιάνγκ υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο ηγεμονικός ανταγωνισμός, για την συγκεκριμένη περίπτωση, να μετεξελίχθη σε από κοινού ηγεμονική «ρύθμιση».
Η προοπτική μιας πιθανής συνεννόησης των μεγάλων δυνάμεων θα έχει αρνητικές συνέπειες για την Βόρεια Κορέα. Πρόσφατα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι: «Εάν η Κίνα δεν ρυθμίσει το βορειοκορεατικό, θα το κάνουμε εμείς», δίδοντας στην Κίνα την πρωτοβουλία, όχι όμως και το αποκλειστικό προνόμιο διαχείρισης της κατάστασης.
Η δήλωση συνιστά μία μορφή πίεσης και προς το Πεκίνο, το οποίο επιθυμεί να διαδραματίσει έναν διαρκώς πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην ασιατική ήπειρο και όχι μόνο, αλλά και έκφραση αποφασιστικότητας προς τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.
Το βορειοκορεατικό ζήτημα «εμπλουτίζει» τις διαρκώς διευρυνόμενες σινο-αμερικανικές σχέσεις, για τις οποίες ακόμη κι αν υπάρξει ηγεμονική «συνδιαχείριση» στο εν λόγω θέμα, δεν θα ανατρέψει τον εκκολαπτόμενο ηγεμονικό ανταγωνισμό.
*Ο κ. Χρήστος Ζιώγας είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων
defence-point.gr
Του Χρήστου Ζιώγα*
ΠΗΓΗ: Η ΝΕΑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ
URL: http://neapolitiki.gr
Η σύγκρουση τερματίστηκε μετά από 3 έτη με τον διαμελισμό της χώρας σε Βόρεια και Νότια Κορέα, κατάσταση που υφίσταται μέχρι και σήμερα. Η μεταψυχροπολεμική πραγματικότητα συνιστούσε μία δυσοίωνη εξέλιξη για την ηγεσία της Πιονγκγιάνγκ, στον βαθμό που η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού έθετε σε κίνδυνο την σταθερότητα του σταλινικού καθεστώτος, μέσω της επαπειλούμενης κατάρρευσής του και ενσωμάτωσης της χώρας στο οικονομικά και πολιτικά πιο προηγμένο νότιο τμήμα, κατά το πρότυπο της Ανατολικής και Δυτικής Γερμανίας.
Η Βόρεια Κορέα κατόρθωσε να επιβιώσει, κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο, βασιζόμενη στην μιλιταριστική οργάνωση της κοινωνίας και στο ολοκληρωτικό σύστημα εξουσίας εσωτερικά, καθώς και στους περιφερειακούς συσχετισμούς ισχύος, η ανατροπή του βορειοκορεατικού καθεστώτος αποτελούσε αρνητική προοπτική για τουλάχιστον δύο πολύ σημαντικούς δρώντες της περιοχής, την Κίνα και την Ρωσσία.
Τόσο η Μόσχα, όσο και το Πεκίνο εκλαμβάνουν την πιθανή επανένωση των δύο κρατών της κορεατικής χερσονήσου ως μία ακόμη περίπτωση επέκτασης της αμερικανικής επιρροής κατά την μεταψυχροπολεμική περίοδο. Στην δική τους συλλογιστική η επανένωση των δύο χωρών, εφ’ όσον πραγματοποιηθεί, πρέπει να συνοδευτεί και με την αποχώρηση των αμερικανικών στρατευμάτων από τον Νότο.
Η ανάπτυξη του πυρηνικού προγράμματος της Βόρειας Κορέας ξεκίνησε την δεκαετία του ’90, θεωρώντας πως μέσω της «πυρηνικοποίησης» θα επιβίωνε στο εχθρικό μεταψυχροπολεμικό διεθνές σύστημα, όπου τέτοιου είδους καθεστώτα γίνονταν όλο και λιγότερο αποδεκτά.
Κατά την μεταψυχροπολεμική εποχή η Πιονγκγιάνγκ επιδίωξε, παρά τις έντονες αντιδράσεις της διεθνούς κοινότητας, και τελικά απέκτησε ένα περιορισμένο ποσοτικά και ποιοτικά πυρηνικό οπλοστάσιο. Η πυρηνικοποίηση της χώρας αντικειμενικό σκοπό είχε την καθεστωτική της επιβίωση.
Στην συλλογιστική της Πιονγκγιάνγκ η ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων και πυρηνικών κεφαλών αποτελούν μέσο διαπραγμάτευσης με τις μεγάλες δυνάμεις και απειλής για την ακμάζουσα κοινωνικά και οικονομικά Νότια Κορέα. Αναμφίβολα η πυρηνική επιλογή αποτελεί για κάθε κράτος μία ιδιαίτερα δύσκολη απόφαση, τόσο από οικονομική και τεχνολογική, όσο κυρίως και από πολιτική σκοπιά.
Μέχρι σήμερα ο ανταγωνισμός Πεκίνου, Ουάσιγκτον και Μόσχας απέτρεψε την λήψη απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για εξαναγκαστικά μετρά, βοηθώντας το καθεστώς της Πιονγκγιάνγκ να επιβιώσει. Μετά τον θάνατο του Κιμ Τζονγκ-ιλ, το 2011 – ο οποίος άσκησε τα καθήκοντα του Ανώτατου Ηγέτη της Χώρας από το 1994, δρομολόγησε το πυρηνικό πρόγραμμα και απέσυρε την χώρα το 2003 από την Συνθήκη Μη-Διάδοσης των Πυρηνικών Όπλων- ανέλαβε ο Κιμ Τζονγκ-ουν, ο ιδιόμορφος χαρακτήρας του οποίου αναμφίβολα δημιουργεί προβληματισμό στην διεθνή κοινότητα για τις πραγματικές του στοχεύσεις.
Η διεύρυνση των πυρηνικών δυνατοτήτων της Βορείου Κορέας δημιουργεί προβλήματα στην περιφερειακή σταθερότητα και πιθανόν να δρομολογήσει την είσοδο της Ιαπωνίας στην ολιγομελή ομάδα των πυρηνικών κρατών ιδιαίτερα αν συνδυαστεί το εν λόγω γεγονός με τον διαρκώς αναβαθμισμένο ρόλο της Κίνας στην περιοχή.
Στον βαθμό που η φύση του βορειοκορετικού καθεστώτος παραμένει ως έχει, αυτό που ενδέχεται να αλλάξει είναι η στάση των μεγάλων δυνάμεων. Εφ’ όσον ο Κιμ Τζονγκ-ουν εξακολουθήσει να ασκεί εξουσία με το μοναδικό του στυλ και κυρίως εντατικοποιήσει το πυρηνικό πρόγραμμα της Πιονγκγιάνγκ υπάρχει σοβαρή πιθανότητα ο ηγεμονικός ανταγωνισμός, για την συγκεκριμένη περίπτωση, να μετεξελίχθη σε από κοινού ηγεμονική «ρύθμιση».
Η προοπτική μιας πιθανής συνεννόησης των μεγάλων δυνάμεων θα έχει αρνητικές συνέπειες για την Βόρεια Κορέα. Πρόσφατα ο Αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ότι: «Εάν η Κίνα δεν ρυθμίσει το βορειοκορεατικό, θα το κάνουμε εμείς», δίδοντας στην Κίνα την πρωτοβουλία, όχι όμως και το αποκλειστικό προνόμιο διαχείρισης της κατάστασης.
Η δήλωση συνιστά μία μορφή πίεσης και προς το Πεκίνο, το οποίο επιθυμεί να διαδραματίσει έναν διαρκώς πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην ασιατική ήπειρο και όχι μόνο, αλλά και έκφραση αποφασιστικότητας προς τους συμμάχους των Ηνωμένων Πολιτειών στην περιοχή.
Το βορειοκορεατικό ζήτημα «εμπλουτίζει» τις διαρκώς διευρυνόμενες σινο-αμερικανικές σχέσεις, για τις οποίες ακόμη κι αν υπάρξει ηγεμονική «συνδιαχείριση» στο εν λόγω θέμα, δεν θα ανατρέψει τον εκκολαπτόμενο ηγεμονικό ανταγωνισμό.
*Ο κ. Χρήστος Ζιώγας είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων
defence-point.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου