Ψευτοδημοκρατία: Το 1982 ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης Τζέημς Γουίλσον και ο καθηγητής Εγκληματολογίας και Κοινωνικής Επιστήμης Τζωρτζ Κέλινγκ στην κοινή μελέτη τους με τίτλο «Τα σπασμένα παράθυρα. Η αστυνομία και η ασφάλεια της γειτονιάς» (Broken Windows. The Police and the Neighborhood Safety) είχαν καταλήξει στο εξής συμπέρασμα:
Σπασμένα παράθυρα.
Όταν δεν επισκευάζεται ένα σπασμένο παράθυρο κάποιου κτηρίου, υπάρχει κίνδυνος να σπάσουν πολύ γρήγορα και τα υπόλοιπα, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για κτήριο που βρίσκεται σε καλή ή σε υποβαθμισμένη συνοικία. Περαιτέρω, μια φιλήσυχη γειτονιά, αποτελούμενη από οικογένειες που προστατεύουν η μία τα παιδιά της άλλης, ενδέχεται σταδιακά να μεταβληθεί σε μια αφιλόξενη ζούγκλα που προκαλεί φόβο, όταν όλο και περισσότερα κτήρια παραμελούνται από τους ιδιοκτήτες τους, σκουπίδια συσσωρεύονται και τα παιδιά αποθρασύνονται από τη χαλάρωση των ελέγχων που μέχρι πρότινος ασκούσαν οι ενήλικοι πάνω τους.
Όπως σημειώνει η Τόνια Τζαννετάκη στην μονογραφία της «Ο νεοσυντηρητισμός και η πολιτική της μηδενικής ανοχής. Μια κριτική θεώρηση των θέσεων του James Q. Wilson» (εκδ. Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 2006, σελ. 101), στις γειτονιές με τα «σπασμένα παράθυρα», ο διάχυτος φόβος «κάνει τους ανθρώπους πιο καχύποπτους και τους ωθεί να αποφεύγουν ο ένας τον άλλον».
Γι’ αυτόν τον λόγο έχει υποστηριχθεί ότι η αντίδραση του κράτους πρέπει να είναι άμεση και αποτελεσματική με την βοήθεια της (κατά το δυνατόν αποδεσμευμένης από νομικούς περιορισμούς) αστυνομίας, η οποία δεν θα επικεντρώνεται τόσο στον έλεγχο του εγκλήματος όσο στην επιβολή και διατήρηση του νόμου και της τάξης: ούτε ένας μεθυσμένος ή επαίτης δεν πρέπει να κυκλοφορεί ανεξέλεγκτος στην γειτονιά, διότι το πρώτο κρούσμα μπορεί να φέρει χίλια.
Αυτή ακριβώς είναι η ορολογία του αυταρχικού δόγματος της «μηδενικής ανοχής» (zero tolerance), το οποίο αποτυπώνεται στο λαϊκιστικό σύνθημα χιτλερικής προελεύσεως «Νόμος και Τάξη». Μία από τις πρώιμες εφαρμογές του εν λόγω δόγματος εντοπίζεται σε ένα πρόγραμμα καταπολέμησης της χρήσης ναρκωτικών που εφαρμόσθηκε την δεκαετία του 1980 στις ΗΠΑ και εν συνεχεία εντάχθηκε στην ρητορική της σχολικής πειθαρχίας: το 1994 επί προεδρίας Κλίντον είχε ψηφισθεί ο νόμος για τα «Σχολεία χωρίς Όπλα» (Gun-Free Schools Act), στον οποίο προβλεπόταν σκληρή τιμωρία άνευ εξαιρέσεων (αποβολή διάρκειας ενός έτους) για όποιον καταλαμβανόταν να κατέχει όπλο.
Παράδειγμα μηδενικής ανοχής περιείχε και ο νόμος που θεσπίσθηκε τον Μάρτιο του 1994 από την πολιτεία της Καλιφόρνιας, καθιερώνοντας τον κανόνα του μπέιζμπολ «Τρία Χτυπήματα και Αποβάλλεσαι» (Three Strikes and You are Out). Πρόκειται για έναν κανόνα που συζητείται στην Αμερική, ιδίως σε πολιτείες όπου, ανάλογα με την βαρύτητά της κατά σειρά δεύτερης υποτροπής του εγκληματία, προβλέπεται στέρηση της ελευθερίας για 25 χρόνια ή ακόμα και ισόβια κάθειρξη, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα αποκλείεται η δυνατότητα προσωρινής απόλυσης.
Έπειτα από επτά χρόνια εφαρμογής του εν λόγω νόμου, κάποιοι είχαν πανηγυρίσει για την επιτυχία της συνταγής της μηδενικής ανοχής, επικαλούμενοι την μείωση των εγκληματικών πράξεων που διαπιστώθηκε στην Νέα Υόρκη κατά την περίοδο 1996-1998. Ωστόσο, όπως σημειώνει ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου στο πολύ σημαντικό βιβλίο του με τίτλο «Η Εποχή του Φόβου. Αυτοκρατορία των ΗΠΑ και Δικτατορία της Αγοράς» (εκδ. Λιβάνη, Αθήνα 2005, σελ. 257): «Κανένας δεν μπήκε στον κόπο να αναφέρει ότι πανομοιότυπες πτωτικές τάσεις σημείωσε την ίδια περίοδο η εγκληματικότητα σχεδόν σε όλες τις αμερικανικές πολιτείες, είτε εφάρμοζαν ανάλογα μέτρα είτε είχαν πιο φιλελεύθερη νομοθεσία, και ότι αυτή η πτώση οφειλόταν απλούστατα στην σχετική μείωση της ανεργίας και της φτώχειας σε μια εποχή παχιών αγελάδων».
Ένθερμος υποστηρικτής του δόγματος της μηδενικής ανοχής ήταν ο δήμαρχος της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζουλιάνι, ο οποίος ενστερνίσθηκε την αντίληψη ότι «ο μικροπαραβάτης τού σήμερα είναι ο δολοφόνος τού αύριο» και, επομένως, «το κράτος πρέπει να τιμωρεί με δρακόντειες ποινές και τα πιο μικρά αδικήματα, για να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του».
Σε ό,τι αφορά την Ευρώπη, χαρακτηριστικό παράδειγμα εφαρμογής του δόγματος της μηδενικής ανοχής από το μακρινό παρελθόν αποτελούν τα μέτρα που ελήφθησαν στην Γαλλία το 1991, όταν σημειώθηκε έξαρση σφοδρών ταραχών σε εργατικά προάστια μετά τον θάνατο ενός νέου συνεπιβάτη μοτοσικλέτας που καταδιώχθηκε από την αστυνομία.
Ειδικότερα, τόσο στην Ορλεάνη και σε κάποιες άλλες πόλεις οι τοπικές Αρχές επέβαλαν ένα μέτρο που έγινε πασίγνωστο σε όλο τον κόσμο μετά το ξέσπασμα της πανδημίας του κορονοϊού, δηλαδή το lockdown. Στις γαλλικές πόλεις επεβλήθη τότε απαγόρευση κυκλοφορίας στους ανηλίκους μετά τις 11 το βράδυ, εφόσον δεν συνοδεύονται από τους γονείς τους!
Αλλά και στο Ηνωμένο Βασίλειο, κατά την δεκαετία του 1990, επικράτησε το πνεύμα ενός ποινικού λαϊκισμού (penal populism), πυρήνα του οποίου αποτέλεσε το αυταρχικό δόγμα της μηδενικής ανοχής, όπως αυτό μεταφυτεύθηκε από την βρετανική κυβέρνηση (ιδίως του Τόνι Μπλερ), με σύνθημα την φράση «αυστηροί με το έγκλημα, αυστηροί με τις αιτίες του εγκλήματος» (tough on crime, tough on the causes of crime).
Κριτική.
Πέραν του γεγονότος ότι μέχρι σήμερα δεν κατέστη εφικτό να αποδειχθεί ότι η εφαρμογή της μηδενικής ανοχής συνδέεται αιτιωδώς με την μείωση της εγκληματικότητας, όπου αυτή παρατηρήθηκε, στις αδυναμίες αυτού του αυταρχικού δόγματος εγγράφεται η αστυνομική αυθαιρεσία, η οποία μπορεί να οδηγήσει στην κατάρρευση θεμελιωδών αρχών του κράτους δικαίου, όπως είναι η αρχή της ισότητας απέναντι στον νόμο, η συνταγματική προστασία του ατομικού δικαιώματος της προσωπικής ελευθερίας, η αρχή της νομιμότητας και της αναλογικότητας των ενεργειών κρατικών οργάνων. (Αντωνοπούλου, Σύγχρονες τάσεις αντεγκληματικής πολιτικής. Η πολιτική της μηδενικής ανοχής και τα μέτρα διαχείρισης κρίσεων, 2010, σελ. 159).
Επιπλέον, η θεωρία της μηδενικής ανοχής εδράζεται σε μία εκ προοιμίου εσφαλμένη προϋπόθεση, ότι δηλαδή μια κοινωνία μπορεί να λειτουργήσει φυσιολογικά, όταν θα έχει απαλειφθεί και η τελευταία εστία εγκληματικότητας. Στο μέτρο, όμως, που η κοινωνία δεν είναι παρά το άθροισμα των ανθρώπων που την συναπαρτίζουν, ισχύει για εκείνη ό,τι για τον κάθε ανθρώπινο οργανισμό ξεχωριστά: όπως η αρρώστια για τον άνθρωπο, έτσι και η εγκληματικότητα για την κοινωνία είναι ένα απολύτως φυσιολογικό φαινόμενο. Αντιθέτως, η απουσία της εγκληματικότητας ή έστω η υπερβολική συρρίκνωσή της αποτελούν σημάδι κοινωνικής παθολογίας.
Μείζονος βαρύτητας είναι και η ακόλουθη επισήμανση του Έριχ Φρομ στο βιβλίο του «Η υγιής κοινωνία» (μτφρ.: Δημ. Θεοδωρακάτου, εκδ. Μπουκουμάνη, Αθήνα 1973, σελ. 246/247): «Το ψυχικό καθήκον που μπορεί και πρέπει να θέτει στον εαυτό του ένας πολίτης, είναι όχι να αισθάνεται ασφάλεια, αλλά να είναι ικανό να ανέχεται την ανασφάλεια χωρίς πανικό και αδικαιολόγητο φόβο».
Εν όψει όλων των ανωτέρω σκέψεων, ο Ρώσος δραματουργός Γιεβγκένι Ζαμιάτιν, στο περίφημο δυστοπικό του μυθιστόρημα «Εμείς» (γραμμένο το 1914), συμπυκνώνει με ξεχωριστή μαεστρία την αχίλλειο πτέρνα της μηδενικής ανοχής και της απόλυτης ασφάλειας σε μία και μόνη πρόταση: «Ο μόνος τρόπος για να απαλλάξεις τον άνθρωπο από τα εγκλήματα είναι να τον απαλλάξεις από την ελευθερία» (Ζαμιάτιν, Εμείς, μτφρ.: Αλίκη Αλεξανδράκη, εκδ. Πλέθρον, Αθήνα 1978, σελ. 48).
Παρά τα προαναφερθέντα προβλήματα με τα οποία είναι στενά συνυφασμένη η εφαρμογή του αυταρχικού δόγματος της μηδενικής ανοχής, η παρούσα κυβέρνηση υπερηφανεύεται για την επιλογή της να υιοθετεί συστηματικά και ολοένα πιο άκαμπτα το δόγμα αυτό, προπαγανδίζοντάς το με λαϊκιστικά σλόγκαν όπως: «καμία ανοχή», «νόμος και τάξη», «νομιμότητα παντού». Είναι δε αξιοσημείωτο ότι τα σλόγκαν αυτά συνδυάζονται με την χρήση μιας πολεμικής ρητορικής, στην οποία δεσπόζουν οι συγγενείς όροι «πόλεμος» και «μάχη» κατά του εγκλήματος. Δεν είναι τυχαίο ότι η μηδενική ανοχή εμφανίσθηκε ως προπαγανδιστικό σλόγκαν σε λόγο του προέδρου των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρέιγκαν, για να υποδηλωθεί η αποφασιστικότητα της πολιτικής βούλησης στον «πόλεμο κατά των ναρκωτικών».
Ερωτήματα.
Μετά τις παραπάνω διευκρινίσεις υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η παρούσα κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας (ή μήπως ορθότερα: Νέας Δικτατορίας;) αποτελεί ένα ξεκάθαρα αυταρχικό καθεστώς που εφαρμόζει σε βάρος των Ελλήνων όχι μόνο παρωχημένες αλλά πρωτίστως επικίνδυνες εγκληματολογικές θεωρίες αμερικανικής προελεύσεως, οι οποίες αποπροσανατολίζουν τους πολίτες με προπαγανδιστικά-λαϊκιστικά νανουρίσματα;
Αλήθεια, γιατί σιωπούν οι εν Ελλάδι εγκληματολόγοι και ποινικολόγοι, οι οποίοι γνωρίζουν άριστα ότι σε μια ψευτοδημοκρατία, όπως η ελληνική, το δόγμα της μηδενικής ανοχής αποτελεί καμπανάκι ολοκληρωτισμού;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου