Ο παλιομοδίτης παππούς μάζεψε τα εγγονάκια του -μαζί με κάμποσα άλλα παιδιά της γειτονιάς-, να τους πεί ένα παραμύθι.
Βέβαια, τα πιτσιρίκια σχεδόν χασμουριόντουσαν, διότι χωρίς τα κινητά τους η ζωή θα ήταν βαρετή· όμως, ο παππούς ήταν αρκετά πειστικός στο να βρεί ακροατήριο – άσε που το «λάδωνε» κιόλας. (Όλο καί κάποια πίτσα, ή τούρτα παγωτό θα είχε κρυμμένη γιά μετά, γιά κέρασμα.) Άρα, η ανταλλαγή «μία ώρα χωρίς κινητό έναντι πίτσας» ήταν μάλλον συμφέρουσα.
Τέλος πάντων, μαζεύτηκε το κοινόν, έκαναν ησυχία, κι ο παππούς άρχισε την αφήγηση.
«- Που λέτε, παιδιά μου…
. . . . . . . . . .
…Κάποτε, σ’ ένα χωριό βαθειά μέσα στη ζούγκλα, ζούσε απομονωμένη μιά φυλή ανθρωποφάγων, που δεν την πλησίαζε κανείς, εκτός απ’ τους ομοφύλους τους απ’ τα γύρω χωριά – μονάχα που, ακόμη καί τότε, κανείς δεν ήταν σίγουρος στις επισκέψεις αυτές γιά το ποιός θα ήταν το γεύμα.
Αυτά τ’ ανθρωπάκια ζούσαν σε μιά μακαριότητα· ολημερίς κυκλοφορούσαν όχι μόνο ξυπόλητα, αλλά καί ξεβράκωτα. Κι όλη-όλη η ιδιοκτησία τους ήταν που φορούσαν μιά φουστανέλλα από ξερά φύλλα καί κλαδιά δέντρων της ζούγκλας. (Άντε, καί μερικά κόκκαλα μακαριτών στο κεφάλι, σα δέστρες γιά τα μαλλιά.) Πάντως, αν είχαν στο νού τους την ευκολία, στο θέμα της φουστανέλλας είχαν πετύχει διάνα: όταν τους ερχόταν να τα κάνουν, απλά παραμέριζαν τη φουστανέλλα καί τ’ αμολούσαν. Όχι σαν τις χαζές τις Ευρωπαίες, που κρατιένται στον καμπινέ μέχρι να ολοκληρωθεί η διαδικασία – να κατεβάσουν προσεκτικά πρώτα το καλτσόν, καί μετά το βρακί.
Απομονωμένοι, λοιπόν. Μονάχα κάποια στιγμή τους πλησίασαν κάτι ανθρωπολόγοι απ’ τον έξω κόσμο (γιά να επιβεβαιώσουν τις φήμες περί φυλής ανθρωποφάγων), αλλά γυρίσαν λιγώτεροι: ένα μέλος του τηλεοπτικού συνεργείου χάθηκε στην πυκνή ζούγκλα, όπως είπαν οι ιθαγενείς. Βέβαια, οι ιθαγενείς αυτοί ήταν πονηροί, καί αρκετές φορές είχαν το συνήθειο να ψήνουν ανθρώπους κάτω απ’ το χώμα… σε σιγανή φωτιά στα κάρβουνα, γιά να μαλακώσουν καί να γίνουν λουκούμι. Καί ταυτόχρονα βάζαν τσίλιες, μην τυχόν έρθουν πολεμιστές απ’ το δίπλα χωριό καί τους κλέψουν τον μεζέ. Αλλά, τέλος πάντων, παρά το τελείως χάλια πολιτισμικό επίπεδο των ντόπιων, κανείς δεν μπορεί να πεί με βεβαιότητα τί απέγινε ο κάμερα μάν.
Οι ανθρωποφάγοι αυτοί είχαν έναν αρχηγό, που τον λέγαν Ντουμπουντούμπου, κι η γυναίκα του λεγόταν Ντουμπουντούμπα. Ο Ντουμπουντούμπου γενικώς κυβερνούσε κάπως δικτατορικά, αν καί χωρίς αμφισβήτηση απ’ τον λαό του. (Διότι οι αντιρρήσεις στον Ντουμπουντούμπου ήσαν πολύ επικίνδυνο σπόρ γιά τον αμφισβητία.)
Η Ντουμπουντούμπα, τώρα (καλή μαγείρισσα!), ήταν γλυκειά καί υποταγμένη σύζυγος· διότι, στην παραμικρή ένδειξη φεμινισμού, ο Ντουμπουντούμπου δεν θ’ αντιδρούσε με πολιτισμένο τρόπο, ούτως ειπείν.
. . . . . . . . . .
Έτσι κυλούσε η ζωή στο χωριό των ανθρωποφάγων, ήσυχη καί χωρίς απρόοπτα. Ώσπου μιά μέρα η κυβέρνηση…
«- …Ναί, παιδιά μου, η κυβέρνηση!… διότι οι ανθρωποφάγοι ανήκανε σε κάποιο σύγχρονο κράτος, χωρίς να το ξέρουν!…» (συμπλήρωσε ο παππούς)
…η κυβέρνηση, λοιπόν, έστειλε τεχνικούς, να εγκαταστήσουν στο χωριό σύνδεση δορυφορικού Ίντερνετ. Όπως έκανε σ’ όλη την υπόλοιπη επικράτεια.
Το Ίντερνετ ήταν δορυφορικό, επειδή πρώτον δεν γινόταν να σκάψουν μέσα στη ζούγκλα γιά να περάσουν δεκάδες χιλιόμετρα καλωδίων κι οπτικών ινών, καί δεύτερον υπήρχε κίνδυνος οι ανθρωποφάγοι να φάνε το καλώδιο από περιέργεια – καί ποιός έτρεχε μετά γιά επισκευές.
Βέβαια, σ’ αυτή τη φάση (κι επειδή είχε καεί η γούνα τους) οι κυβερνητικοί είχαν στείλει κι ενόπλους φαντάρους στο χωριό, μαζί με το συνεργείο.
Τέλος πάντων, όλα τέλειωσαν καλά, κι οι ανθρωποφάγοι άρχισαν το Διαδικτυακό σερφάρισμα. (Χωρίς, εννοείται, να ξεχάσουν τα πατροπαράδοτα ήθη καί έθιμα της φυλής τους.) Κι έγιναν σαΐνια! Μάθαν μέχρι καί το φατσομπούκ!
. . . . . . . . . .
Ώσπου μιά μέρα, ξαφνικά, ο Ντουμπουντούμπου έγινε τσιμπούρι σ’ έναν φατσομπουκικό «φίλο» του, καθηγητή πανεπιστημίου, νά ‘ρθει στο χωριό καί να του εγκαταστήσει γιγαντοθόνη, να βλέπει το χωριό τις εκτοξεύσεις πυραύλων απ’ το ακρωτήριο Καννάβεραλ!
(…Ή «Κουνάβεραλ», είπε ο παππούς καί γέλασαν τα μικρά – ή «Καννάβουραλ», ξανάπε, αλλά τα μικρά δεν τό ‘πιασαν αυτό, καί δεν γέλασαν.)
Τώρα, μή ρωτάτε τί σχέση είχε ο Ντουμπουντούμπου με τη διαστημική τεχνολογία (είπε ο παππούς), πάντως έτσι έγιναν τα πράγματα. Καί πράγματι, ο προφέσσωρ Συγγραμμάτσον πήγε στο χωριό κι εγκατέστησε τη γιγαντοθόνη καί τα σχετικά.
Τοποθέτησε καί κάτι ηλιακά ρολόγια, κάτι όργανα μετρήσεων, κάτι τέτοια μυστήρια, στα οποία οι ιθαγενείς δεν πολυδώσανε σημασία· αυτοί παρέμειναν σταθεροί στην ιδεολογία τους: «Πύραυλος, καί ξερό πτώμα!«
Έ, λοιπόν! Από ‘κείνη τη στιγμή, τους ανθρωποφάγους πού τους έχανες, πού τους έβρισκες (όταν δεν σερφάριζαν, εννοείται – κι όταν δεν χλαπάκιαζαν ιεραποστόλους), μπροστά στη γιγαντοθόνη, να παρακολουθούν τις εκτοξεύσεις εκστασιασμένοι. Μάλιστα, η φήμη της γιγαντοθόνης έφτασε καί στα δίπλα χωριά, τα οποία οργάνωναν εκπαιδευτικές επισκέψεις ολόκληρων σχολείων, να δουν το θέαμα! Μόνο που ήταν λίγο δύσκολο να κουμαντάρει τα ανθρωποφαγάκια η δασκάλα (κι αυτή ξεβράκωτη με τη φουστανέλλα – καί τα βυζιά έξω, καί το κόκκαλο του μακαρίτη στο κεφάλι), διότι τα μικρά ήταν ανυπόμονα – κι ώσπου να σηκωθεί ο πύραυλος να χαζέψουν το θέαμα, δάγκωναν το ένα το άλλο. (Μερικά δάγκωναν καί τον κώλο της δασκάλας, με αποτέλεσμα να τις αρπάζουν στα γερά· νά κι αυτή, νά καί την άλλη, νά καί την παράλλη – μέχρι κλάμμα, σου λέω. Να δείς γιά πότε επιβάλλεται η πειθαρχία κι ο σεβασμός στους μεγαλύτερους!)
Πάντως, η κάθε εκτόξευση συνεπαγόταν ένα θέαμα υπεράνω πάσης περιγραφής: ο πύραυλος ανέβαινε με τρομερό θόρυβο, οι ανθρωποφάγοι παρακολουθούσαν άφωνοι, καί τ’ ανθρωποφαγάκια κάνανε «- Μπούμ-μπούμ-μπούμ!!!», προσπαθώντας να μιμηθούν τον ήχο του πυραύλου.
. . . . . . . . . .
Μιά άλλη ωραία μέρα, λοιπόν, στην Ελλάδα, κάτι μαθητές που θέλανε να κάνουν κοπάνα απ’ το μάθημα, πήραν -δήθεν από ενδιαφέρον- ως εργασία μιά σαχλαμάρα, που λεγότανε «Πολυπολιτισμικότητα καί Πύραυλοι»… κι έτσι, ήρθαν σε Διαδικτυακή επαφή με τ’ ανθρωποφαγάκια.
Μεταξύ τους, βέβαια, τα δικά μας το σχολίασαν δεόντως.
«- Μαλάκα!», είπε ένας μαθητής στον φίλο του, «φαντάσου νά ‘ρθουν αυτοί στο δικό μας το σχολείο! Θα μας φάνε!»
«- Όχι εμάς, ρέ μαλάκα!», απάντησε ο έτερος Καππαδόκης. «Θα τους βάλουμε να φάνε τους καθηγητές!», καί γέλασαν αμφότερα τα τερατίδια.
Όμως, όπως καί νά ‘χαν τα πράγματα γιά το πιθανό μελλοντικό δείπνο των συμμαθητών τους της ζούγκλας, παρέμενε το θεμελιώδες ερώτημα.
«- Ρέ μαλάκα!», είπεν ο προλαλήσας, «Τί σκατά τους έπιασε τους ανθρωποφάγους με την πυραυλική τεχνολογία;»
«- Γιατί ρωτάς;»
«- Ξέρω ‘γώ;… Τά ‘χαν όλα τα προβλήματά τους λυμένα καί τους μάραναν οι πύραυλοι;»
«- Σαφώς τά ‘χαν λυμένα! Διότι, ό,τι δεν λύεται, τρώγεται!»
«– Έ;»
«- Τίποτε!… Μιά παλιά παροιμία των ανθρωποφάγων είν’ αυτή!»
«- Τέλος πάντων, εμένα με βασανίζει κάτι: ο Ντουμπουντούμπου ήταν αυτός, που ζήτησε να πάει εκεί η γιγαντοθόνη καί τα ρέστα, ή τού ‘βαλε ιδέες ο Συγγραμμάτσον – καί μετά έκανε την πάπια, καί καλά ότι το ζήτησαν οι καννίβαλοι καί τους έκανε το χατήρι;
Κι αν ναί, πού το πήγαινε ο προφέσσωρ; Καί… αυτός μόνος του τα σκέφτηκε αυτά, ή του τα σφύριξαν άλλοι;
Καί γιατί πήγαν καί κάναν τόσα έξοδα με εγκαταστάσεις καί τέτοια, αφού εκτοξεύσεις μπορεί να δεί μιά χαρά στο Διαδίκτυο όποιος ενδιαφέρεται;»
«– Γιατί τα ρωτάς όλ’ αυτά;»
«– Δεν ξέρω… Κάτι υποψιάζομαι.»
«- Τί πάς καί σκαλίζεις, ρέ παπάρα!… Κι άντε, πες ότι τη βρήκες την απάντηση! Ποιός θα σε πιστέψει, καί σε τί θα σου είναι χρήσιμη;»
«- Δεν ξέρω… Αλλά, δε ρωτάμε τ’ ανθρωποφαγάκια; Αυτά μάλλον δεν θα μας πούν ψέμματα.»
«- Ναί, ρέ σύ! Κι άντε να τελειώνουμε με την κωλοεργασία, επειδή κάναμε κοπάνα δυό μήνες απ’ το μάθημα, καί δέ σηκώνει τρίτον! Θα μας την πεί άγρια η Χατζηναπολέοντος!»
. . . . . . . . . .
Πράγματι, τα δικά μας τα φωστηράκια ξανάνοιξαν την τηλεδιάσκεψη καί ρώτησαν τ’ ανθρωποφαγάκια. Κάτι λίγο με τουριστικά Αγγλικά, κάτι λίγο με παντομίμα, κάτι λίγο με μερικές λέξεις τσάτρα-πάτρα στ’ ανθρωποφαγίστικα, διατύπωσαν το βασανιστικό ερώτημα.
Τ’ ανθρωποφαγάκια απάντησαν σύσσωμα, δείχνοντας με το δάχτυλο τον ουρανό.
«- Τί είπαν, ρέ;», ρώτησε ο ένας ο δικός μας μικρός νομπελίστας, που δεν τά ‘παιρνε τα γράμματα από ξένες γλώσσες.
«- Ξέρω ‘γώ; Τον ουρανό δείχνουν!»
«- Δεν είμαι στραβός, ρέ ζώον! Αλλά καί πάλι, τί σκατά; αφού έτσι κι αλλοιώς ο πύραυλος προς τον ουρανό πάει!», ξαναρώτησε ο μή-γλωσσομαθής.
Αλλά κανείς απ’ την υπόλοιπη παρέα δεν ήξερε να του απαντήσει.
. . . . . . . . . .
«- Λοιπόν, παιδιά μου, εσείς τί λέτε;», ρώτησε ο παππούς μ’ ένα γλυκό χαμόγελο το νεανικό του ακροατήριο, το οποίο είχε αρχίσει να χασμουριέται, νοσταλγώντας τα ζ’μαρ’φών του.
Αλλά τα παιδιά, λιγάκι ζαλισμένα απ’ την αφήγηση, λιγάκι προσδοκώντας τα νόστιμα απ’ το ψυγείο, δεν είχαν απαντήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου