Γράφει ο
Κωνσταντίνος Χαζάκης
Καθηγητής
Πρόεδρος τμήματος οικονομικών επιστημών
ΔΠΘ
Η συνάντηση κορυφής του ΝΑΤΟ επανέφερε στην επικαιρότητα τον ανταγωνισμό, και την πιθανότητα μελλοντικής σύγκρουσης ΗΠΑ-Κίνας.
Είναι σύγκρουση διαφορετικών αξιών; Είναι σύγκρουση συμφερόντων; Είναι σύγκρουση διανομής της διεθνούς οικονομικής και πολιτικής εξουσίας; Φαίνεται να είναι και τα τρία μαζί, καθώς ο αγώνας για την διατήρηση ή για την απόκτηση της παγκόσμιας ηγεμονίας εμπεριέχει κρίσιμες πτυχές και των τριών προαναφερθέντων ερωτημάτων.
Το ενδιαφέρον στοιχείο στην κούρσα της ηγεμονίας είναι ο βαθμός αλληλεξάρτησης των δύο οικονομιών που καθιστά δύσκολο το παίγνιο αντιπαράθεσης γι αυτό και δεν μπορεί εύκολα να χαρακτηριστεί παίγνιο αμοιβαίου οφέλους ή παίγνιο μηδενικού αθροίσματος σε όλες τις θεματικές περιοχές της οικονομίας και της πολιτικής. Για παράδειγμα, η Κίνα διακρατεί ομόλογα του αμερικανικού δημοσίου ύψους 1,5 τρις. Δολαρίων ωστόσο οφείλει ένα σημαντικό μέρος του εμπορικού πλεονάσματος της στην οικονομική σχέση με τις ΗΠΑ διαχρονικά. Επιπρόσθετα, όλες οι σημαντικές εταιρείες των δύο χωρών έχουν αξιόλογη παραγωγική, εμπορική και χρηματοοικονομική εμπλοκή στο έδαφος της άλλης χώρας.
Το κλασικό ωστόσο δίλλημα όταν πρόκειται για αντιπαράθεση με έπαθλο την οικονομική ηγεμονία δεν είναι εάν κερδίζουν και οι δύο αλλά ποιος κερδίζει περισσότερο, σε ποιες κρίσιμες θεματικές περιοχές και πως αυτό μεταφράζεται σε όρους δομικής ισχύος στο διεθνές εμπορικό, νομισματικό και χρηματοοικονομικό σύστημα. Ποτέ στην ανθρώπινη οικονομική ιστορία δεν χωρούσαν δύο στο βάθρο του ηγεμόνα.
Εάν συνεχιστεί μετά το 2022, η ίδια διεθνής οικονομική δυναμική που υπήρχε έως τον Δεκέμβριο του 2019, η κίνα θα έχει το μεγαλύτερο ΑΕΠ παγκόσμια έως το 2040, ανατρέποντας για πρώτη φορά από το 1750 την πρωτοκαθεδρία της οικονομικής δυναμικής και της οικονομικής επικράτησης δυτικών χωρών. Ευσύνοπτα, πως αντιμετωπίζουν λοιπόν τα δύο μέρη την αντιπαράθεση τους?
Η Κίνα επιχειρεί να μην πολυμεροποιηθούν τα προβλήματα, και ακολουθεί διμερής και περιφερειακή προσέγγιση, είτε αδρανοποιώντας πιθανούς συμμάχους των ΗΠΑ (διμερείς επενδυτικές και εμπορικές συμφωνίες με ΕΕ και με χώρες μέλη της ΕΕ), είτε ισχυροποιώντας συμφωνίες εδρασμένη στο ρητό «ο εχθρός του εχθρού είναι φίλος» ( συμφωνίες με την Ρωσική Ομοσπονδία), είτε εντάσσοντας σε επενδυτικά σχέδια υποδομών και ζήτησης, μικρά και μεσαίου μεγέθους κράτη (belt and road initiative με χρηματοδότηση έργων υποδομών ύψους 1 τρις. δολαρίων), είτε ενισχύοντας την θέση της σε περιφερειακούς οργανισμούς (πχ ASEAN), είτε ενισχύοντας περιφερειακές πρωτοβουλίες που θα την αναδείξουν καταρχήν σε περιφερειακό ηγεμόνα με περιφερειακό ζωτικό οικονομικό χώρο (για παράδειγμα, regional comprehensive economic partnership).
Επίσης, προκειμένου να αποκτήσει σταθερή πρόσβαση σε πόρους και αγορές ακολουθεί στοχευμένες περιφερειακές πρωτοβουλίες στην Αφρική (China-Africa cooperation action plan), στην Λατινική Αμερική (δάνεια από τις china development bank και china eximbank πολύ μεγαλύτερα από ότι δίνουν η παγκόσμια τράπεζα και άλλοι διεθνείς οικονομικοί οργανισμοί). Επειδή ωστόσο δεν επιθυμεί την πολυμεροποίηση των ζητημάτων που θέτουν οι ΗΠΑ ακολουθεί εστιασμένη κλαδικά, χωρικά και θεσμικά (διεθνείς και περιφερειακοί οργανισμοί) αντιπαράθεση με τις ΗΠΑ, διαχωρίζοντας τα ζητήματα και αποφεύγοντας συνολική σύγκρουση που ούτως ή άλλως δεν της το επιτρέπουν προς το παρών οι αμυντικές της δομές και οι διεθνείς πολιτικές της συμμαχίες.
Σε κάθε περίπτωση είναι ξεκάθαρο ότι η ενδυνάμωση των δεικτών ισχύος της δεν αποσκοπούν πλέον στην διαφύλαξη της εθνικής ακεραιότητας και άμυνας της αλλά υπάρχει θεμελιώδης διαφοροποίηση του στρατηγικού στόχου της που είναι η επιρροή του εξωτερικού περιβάλλοντος της, ώστε το 2049 όταν θα εορτάζει το μονοκομματικό καθεστώς τα 100 έτη εξουσίας του, η Κίνα να έχει προσαρμόσει το εξωτερικό περιβάλλον στο δικό της status (rule maker and not rule taker).
Συνακόλουθα, στην επόμενη δεκαετία δεν θα επιθυμεί να προσαρμοστεί στην δομική εξουσία (structural power) του διεθνούς οικονομικού και πολιτικού συστήματος ή των άτυπων μορφών συνεργασίας του (g20) αλλά θα επιδιώξει την οργανωτική, λειτουργική και αξιακή ανασυγκρότηση των κανόνων, αρχών, νορμών, και προτύπων συμπεριφοράς των κρατών που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά στο Bretton woods. Είναι ξεκάθαρη πλέον η αναθεωρητική ατζέντα ενός κράτους που δεν του αρκεί να είναι ισχυρό αλλά επιθυμεί διεθνής προβολή ισχύος, προς το παρών (αλλά όχι για πολύ) μόνον με οικονομικά μέσα. Δεν είναι τυχαίο ότι στο ενδιάμεσο κρίσιμο χρονικό διάστημα η Κίνα επιθυμεί να είναι παρούσα σε όλα τα σημαντικά διεθνή γεγονότα κατανοώντας πλήρως το διπλωματικό απόφθεγμα «όταν δεν είσαι στο τραπέζι είσαι στο μενού».
Η προσπάθεια λοιπόν της οριοθετημένης και προσεκτικά σχεδιασμένης λήψης ανταποδοτικών μέτρων, (για παράδειγμα στην πολιτική δασμών του προηγούμενου προέδρου των ΗΠΑ D.Trump και στην βούλησή του για αμοιβαία επωφελής εμπορική σχέση), καταδεικνύει την βραχυπρόθεσμη προσπάθεια της κίνας να υπάρχουν στεγανά στα αμφισβητούμενα ζητήματα των νομισματικών, εμπορικών, οικονομικών και αμυντικών σχέσεων ώστε να διατηρηθεί η κλιμάκωση μόνον σε θέματα χαμηλής πολιτικής και σε διμερές επίπεδο καθώς εάν διεθνοποιηθούν, και γίνει ισχυρή διάδρασή τους στα πλαίσια διεθνών οικονομικών και πολιτικών οργανισμών είναι σίγουρο ότι θα συγκροτηθεί αντίπαλη συλλογική προθετικότητα στα σχέδια της.
Σε κάθε περίπτωση τα θέματα υψηλής και χαμηλής πολιτικής πάντα συνδέονται στενά στην πορεία αναδιάταξης της παγκόσμιας οικονομικής ηγεμονίας καθώς οικονομία, τεχνολογία και καινοτομία τροφοδοτούν δείκτες ισχύος και προβολής δύναμης και έχουν μεταξύ τους ισχυρές λειτουργικές, χρηματοοικονομικές και οργανωτικές συνέργειες.
Οι ΗΠΑ προκειμένου να συγκροτήσουν ένα αξιόπιστο σχέδιο ανάσχεσης της ανερχόμενης ηγεμονίας της Κίνας αναμένεται να λειτουργήσουν σε πέντε άξονες δράσης.
Πρώτον, θα αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη σε όλους τους θεσμούς που συνέχουν την ευρωατλαντική συμμαχία προκειμένου να σταματήσουν την προσπάθεια αδρανοποίησης των ευρωπαϊκών χωρών στην διαμάχη ΗΠΑ-Κίνας. Ωστόσο, θα ακουστεί περίεργα αλλά η οικονομική, και πολιτική ανάσχεση της κίνας σε αυτό το επίπεδο προϋποθέτει την επίλυση δύο επιμέρους ζητημάτων. Απαιτείται η διευθέτηση των προβλημάτων με την Ρωσική ομοσπονδία προκειμένου να τακτοποιηθούν όλες οι εστίες σύγκρουσης και αστάθειας στο εξωτερικό ημικύκλιο ασφάλειας της ευρωπαϊκής ένωσης (κυρίως Λιβύη, Συρία, Καύκασος, Ουκρανία). Εξίσου αναγκαία είναι η επίτευξη μορατόριουμ στον διμερή στρατιωτικό ανταγωνισμό ΗΠΑ-Ρωσικής ομοσπονδίας προκειμένου να απελευθερωθούν πόροι και ικανότητες για την ανατολική Ασία. Χωρίς την ρωσική ομοσπονδία ή έστω την ενεργητική ουδετερότητα της τελευταίας δεν θα είναι δυνατή η μακροπρόθεσμη ανάσχεση της Κίνας. Άλλωστε, και στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η τελική στάση της τότε σοβιετικής ένωσης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην έκβαση του πολέμου με την Ιαπωνία. Θα πρέπει εξάλλου να αναρωτηθούμε, αφού σε περίοδο ισχυρού ψυχροπολεμικού κλίματος στην δεκαετία του 1980 δύο διαμετρικά αντίθετες προσωπικότητες όπως ο Γκορμπατσώφ και ο Ρέιγκαν το κατάφεραν γιατί θα πρέπει να αποκλειστεί μία τέτοια προσέγγιση a priori και χωρίς να δοκιμαστεί?
Δεύτερον, αναμένεται η ανάδειξη όλων των εσωτερικών προβλημάτων της Κίνας που αφορούν ανθρώπινα δικαιώματα, ελευθερία έκφρασης, πολιτικές ελευθερίες, δικαιώματα μειονοτήτων, γνωρίζοντας ότι η εσωτερική συνοχή είναι προϋπόθεση για την ανάδειξη μίας διεθνούς οικονομικής και πολιτικής ηγεμονίας και γνωρίζοντας ότι όταν απασχολείς τον αντίπαλο με εσωτερικά ζητήματα αυτός διαθέτει λιγότερο χρόνο και πόρους για διεθνείς επιδιώξεις. Έτσι αναμένεται πιο έντονα η προβολή τέτοιων ζητημάτων είτε αφορούν άτομα, είτε κινήματα, είτε περιοχές (πχ Χονγκ-Κόνγκ).
Τρίτον, αναμένεται η ανάπτυξη διμερών πρωτοβουλιών επενδυτικής και οικονομικής συνεργασίας προκειμένου να αποτραπεί η διείσδυση της κίνας στην υπο-σαχαρική Αφρική, στην Λατινική Αμερική και στην νοτιοανατολική Ασία δημιουργώντας ασυνέχειες-διάσπαση στα διεθνή παραγωγικά και εμπορικά δίκτυα που προσπαθεί να αρθρώσει η Κίνα αλλά και στην λειτουργική συνοχή διεθνών υποδομών κυρίως λιμανιών, εφοδιαστικών και εμπορευματικών σταθμών. Η πρωτοβουλία των ΗΠΑ «strategic competition act» (2021) που αφορά την παροχή βοήθειας σε Αφρική και λατινική Αμερική για να αντισταθμίσουν την κινεζική διείσδυση σε αυτές τις περιοχές καθώς και ή εντατικοποίηση διμερών σχέσεων συνεργασίας έναντι της Κίνας (για παράδειγμα κοινό ανακοινωθέν και δράσεις Ιαπωνίας – ΗΠΑ, Απρίλιος 2021) τείνουν σε αυτό τον στόχο, Ωστόσο, το πρόβλημα είναι ότι δεν έχουν καταφέρει ακόμη να πολυμεροποιήσουν τα διμερή προβλήματα στο προνομιακό πεδίο τους που είναι οι διεθνείς οικονομικοί (ΠΟΕ, παγκόσμια τράπεζα, ΔΝΤ) και πολιτικοί οργανισμοί (ΟΗΕ).
Τέταρτον, θα γίνει στοχευμένη και ποσοτικά προσδιορισμένη καταγραφή των δεικτών ισχύος σε διμερές επίπεδο προκειμένου να διευρυνθεί (ή να αποκατασταθεί όπου υπάρχει) το χάσμα σε τεχνολογικό, αμυντικό και εμπορικό επίπεδο. Η προσπάθεια αυτή συνδέεται με την προηγούμενη καθώς σημαίνει επανασχεδιασμό των διεθνών εμπορικών, παραγωγικών και τεχνολογικών δικτύων με μικρότερη συμμετοχή της Κίνας και άρα μείωση της εξάρτησης ζήτησης τρίτων χωρών από την κινεζική αγορά και την κινεζική τεχνολογία. Δεν είναι τυχαίο ότι η κινεζική ηγεσία έχει αντιληφθεί την εξέλιξη αυτής της προσπάθειας και με δηλώσεις τους ανώτατοι αξιωματούχοι προδιαγράφουν μεγαλύτερη ενίσχυση της εγχώριας ζήτησης στην κίνα, με αλλαγή του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής προκειμένου η ανάπτυξη να μην στηρίζεται αποκλειστική σε εξαγωγές αλλά και στην τεράστια εγχώρια αγορά διευρύνοντάς την «αυτονομία» των επιδόσεων της και μειώνοντας την εξάρτηση της από το διεθνές περιβάλλον.
Πέμπτο, οι ΗΠΑ θα επιδοθούν σε σημαντικές επιδοτήσεις σε έρευνα και καινοτομία κλάδων αιχμής για την ηγεμονία όπως βιοτεχνολογία, ρομποτική, κυβερνοασφάλεια, αεροναυπηγική, λογισμικό, τεχνητή νοημοσύνη. Οι ΗΠΑ προσπαθούν μονομερώς με επιτυχημένες κινήσεις να προλάβουν την τεχνολογική πρωτοκαθεδρία της Κίνας με σημαντικές πρωτοβουλίες (παράδειγμα η ψήφιση του Innovation and competition act, 2021 που είναι προσπάθεια να ενισχυθούν οι ικανότητες της χώρας στον ανταγωνισμό με την κίνα στον τομέα του λογισμικού και των υπολογιστών με επενδύσεις στην έρευνα 250 δις δολαρίων).
Οι διμερείς πολιτικές σχέσεις των δύο χωρών είναι στο ναδίρ των τελευταίων 48 ετών. Θα γίνει η Κίνα ένας «υπεύθυνος συνεταίρος» του διεθνούς συστήματος (για να χρησιμοποιήσουμε την ρήση του υφυπουργού των ΗΠΑ R.B. Zoellick) ή θα μπει στον πειρασμό της φιλοδοξίας και της ανυπομονησίας του δεύτερου να γίνει γρήγορα πρώτος που όπως μας διδάσκει η ιστορία έχει ανεπανόρθωτες γεωπολιτικές και οικονομικές συνέπειες?
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου