Το Oruc Reis κάνει άσκοπες βόλτες στην Ανατολική Μεσόγειο και τελικά μάλλον γυρίζει στη βάση του. Η δε Τουρκία ανανεώνει το ραντεβού για μελλοντική επαναφορά του ερευνητικού σκάφους στη δράση. Υποτίθεται ότι τώρα ανοίγει ο δρόμος της διπλωματίας για να αποτραπεί μια πολεμική αναμέτρηση και να δρομολογηθεί η σταδιακή εξεύρεση κάποιας λύσης στο πρόβλημα οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών στην Ανατολική Μεσόγειο.
Του ΖΑΧΑΡΙΑ Β. ΜΙΧΑ*
Η πιο ενδιαφέρουσα αναφορά από την τουρκική πλευρά είναι αυτή του Ερντογάν, περί της έκκλησης για σύγκληση διεθνούς διάσκεψης των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου, ώστε να βρεθεί «κοινά αποδεκτή φόρμουλα που θα προστατεύει τα δικαιώματα όλων».
Η λογική θεωρητικά θα υπαγόρευε ότι εάν η Τουρκία ενδιαφερόταν γνήσια για μια συμφωνημένη και ειρηνική διευθέτηση των προβλημάτων, θα ξεκινούσε ακριβώς από εκεί και δεν θα επέλεγε τον δρόμο της επίδειξης ισχύος.
Εκτός κι αν με τη συμπεριφορά τους οι Τούρκοι πιστεύουν ότι θα τρομάξουν χώρες όπως το Ισραήλ, η Αίγυπτος και η Ελλάδα, με σκοπό να αναζητήσουν διέξοδο συμβατή με τις τουρκικές επιδιώξεις.
Μόλις χθες, η εφημερίδα Jerusalem Post δημοσίευσε άρθρο-ανάλυση, στο οποίο περιέχεται μια εξαιρετικά αιχμηρή αναφορά για την Τουρκία: Μπορεί σχεδόν κάθε μήνα να ανατίθεται στις τουρκικές ένοπλες δυνάμεις από τον Ερντογάν κάποια αποστολή «για να τις έχει απασχολημένες», αλλά ως στόχοι επιλέγονται τέτοιοι που δεν μπορούν σοβαρά να αντεπιτεθούν…
Το ερώτημα μεταβάλλεται, λοιπόν, στο αν η παρούσα στάση της Τουρκίας είναι προϊόν της ισχύος της, ή αποτελεί απόπειρα συγκάλυψης της αδυναμίας της, καθώς στην τρέχουσα περίοδο είναι πολλά αυτά που δεν πάνε καλά στη γειτονική χώρα. Εάν αυτό ισχύει, τότε η έκκληση Ερντογάν για τη σύγκληση συνόδου των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου αποτελεί τη διέξοδο που αποζητά στο αδιέξοδό του.
Μια διέξοδος που θα πρέπει να έχει όμως συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Το βασικότερο όλων είναι να τεθεί το ζήτημα της “δίκαιης μοιρασιάς”, που στην τουρκική αντίληψη δεν συμπεριλαμβάνει το διεθνές δίκαιο! Εκτός κι αν οι υπόλοιπες χώρες είναι διατεθειμένες να αποδεχθούν την τουρκική “ερμηνεία” του διεθνούς δικαίου. Με δεδομένο όμως ότι μια τέτοια σύνοδος θα εμπεριέχει εξ ορισμού τον κίνδυνο για την Τουρκία να ακούσει από τις άλλες χώρες το Δίκαιο της Θάλασσας κι όχι την αυθαίρετη τουρκική ερμηνεία.
Να υπομνησθεί επίσης πως εάν ανακύπτει διαφωνία προβλέπεται διεθνώς μηχανισμός διευκρίνισης του τι εννοεί και τι δεν εννοεί το διεθνές δίκαιο. Με αυτά τα δεδομένα, η τουρκική πρόταση διεξαγωγής συνόδου των χωρών της Ανατολικής Μεσογείου αρχίζει να μοιάζει ακόμα περισσότερο ως η αναζητούμενη διέξοδος από το αδιέξοδο, στο οποίο έχει περιέλθει ο Ερντογάν λόγω της πολιτικής του.
Ένα ακόμα ζήτημα είναι ότι όλες οι υπόλοιπες χώρες της περιοχής διατηρούν διπλωματικές σχέσεις και αγαστή συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Δεν είναι διατεθειμένες να συναινέσουν στην εξαίρεσή της από τη σύνοδο, επειδή οι Τούρκοι δεν την αναγνωρίζουν. Θα παραβίαζαν άραγε αυτή την “αρχή” τους οι Τούρκοι; Μάλλον όχι.
Επειδή, μάλιστα, θέλουν να εμπλέξουν τη Γερμανία, πιθανότατα σε μια προσπάθεια να εκτροχιαστεί αντίστοιχη γαλλική πρόθεση (σύνοδος των μεσογειακών χωρών), εγείρεται ακόμα ένα ερώτημα: Με ποια λογική θα μπορούσε η οποιαδήποτε χώρα να αποδεχθεί τέτοια τουρκική απαίτηση, καθώς η Γερμανία εν προκειμένω και αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία και προεδρεύει αυτό το εξάμηνο της ΕΕ, κράτος-μέλος της οποίας είναι και η Κυπριακή Δημοκρατία!
Τα οικονομικά προβλήματα της Τουρκίας είναι πολύ μεγάλα και επιδεινούμενα και με τη διεθνή συμπεριφορά που επιδεικνύει η χώρα του Ερντογάν, καταφανώς δεν συμβάλλει στην αναχαίτιση και αντιμετώπισή τους. Και αυτό το επιχείρημα ενισχύει το σκεπτικό ότι η Τουρκία αναζητά εύσχημη διέξοδο στο αδιέξοδο που με δική της ευθύνη έχει περιέλθει. Ένα αδιέξοδο το οποίο επιτείνεται ασφαλώς και από την ενεργό στάση των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων.
Το ζητούμενο για την Αθήνα είναι όμως να αναλογιστεί κατά πόσον έχει συμφέρον να διευκολύνει την Τουρκία, ή θα έπρεπε να επιχειρεί να την οδηγήσει πιο βαθιά στο αδιέξοδο που η ίδια δημιούργησε. Αυτό θα το έκανε όχι επειδή επιθυμεί την καταστροφή της, αλλά για να αυξήσει το κόστος αξιοποίησης της πρακτικής του στρατιωτικού καταναγκασμού. Επιπλέον για να εκθέσει στην παγκόσμια κοινή γνώμη την τουρκική αδυναμία.
Ωστόσο, η ελληνική πλευρά, που ορθώς επιδιώκει τη διπλωματική υποστήριξη από εταίρους και συμμάχους, θα μπορούσε να προσθέσει στη συλλογιστική της ότι με μια ποιοτικά διαφοροποιημένη στρατιωτικά στάση θα ενίσχυε το κίνητρο του διεθνούς παράγοντα να παρέμβει μια ώρα αρχύτερα. Διότι το θέμα δεν είναι να επιτευχθεί τώρα αποκλιμάκωση για να επανέλθουμε στα ίδια μετά από μερικές ημέρες, εβδομάδες, ή μήνες.
Στις αναλύσεις για την περιοχή, αλλά και διεθνώς είναι κοινός τόπος ότι “τα πάντα έχουν αλλάξει”. Θα έπρεπε, λοιπόν, να επιδιώκουμε να προστεθεί και η “ελληνική παράμετρος” στις αλλαγές. Διότι μοναδική σταθερά στην εξίσωση της περιοχής είναι η αυτοδιαφημιζόμενη εγχωρίως σαν “σταθερά φιλειρηνική” ελληνική πολιτική έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού.
Θα έπρεπε να το επιζητούμε όχι διότι η φιλειρηνική πολιτική είναι λανθασμένη, αλλά διότι ο τρόπος που γίνεται αντιληπτό από τους παραλήπτες δεν έχει καμία σχέση με αυτό που εξηγεί και εννοεί η Ελλάδα. Με αποτέλεσμα αυτή η ρητορική να καταλήγει να πλήττει την ελληνική αποτρεπτική αξιοπιστία και γενικότερα την εντύπωση των άλλων δρώντων για το πόσες υποχωρήσεις είναι διατεθειμένη να αποδεχθεί η ελληνική πλευρά.
*Ο Ζαχαρίας Β. Μίχας είναι Διευθυντής Μελετών στο Ινστιτούτο Αναλύσεων Ασφάλειας και Άμυνας (ΙΑΑΑ / ISDA)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου