Δευτέρα 30 Μαρτίου 2020

Στόχος των Ρώσων να αλώσουν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η αραβοποίηση των Ελληνορθόδοξων.

Ο γράφων, ακολουθώντας πιστά τις οδηγίες των Αρχών έχει περιορίσει στο ελάχιστο τις μετακινήσεις του, παραμένοντας «έγκλειστος» στο διαμέρισμά του με θέα το απέραντο γαλάζιο μιας αφιλόξενης και κρύας θάλασσας.Στόχος των Ρώσων να αλώσουν το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων και η αραβοποίηση των Ελληνορθόδοξων

Όμως «ουδέν κακόν αμιγές καλού», εφόσον ο αναγκαστικός κατ’ οίκον περιορισμός έδωσε στον συντάκτη του παρόντος σημειώματος την ευκαιρία να ξεκινήσει –για πολλοστή φορά– την απέλπιδα προσπάθεια τακτοποιήσεως των «ατάκτως ερριμμένων» φακέλων του αρχείου του, το περιεχόμενο των οποίων αποτελούν άρθρα ειδικού ενδιαφέροντος που συγκεντρώθηκαν στη βάση της… απολύτου επιστημονικής αρχής «που ξέρεις, κάποτε μπορεί να σου χρειαστούν».
Στο προηγούμενο δημοσίευμά μου στην φιλόξενη ιστοσελίδα της ΚΑΘΕΔΡΑΣ χρησιμοποίησα ένα από αυτά τα «ατάκτως ερριμμένα» άρθρα για να επισημάνω όχι τόσο στον ανιστόρητο πατριάρχη Ιεροσολύμων, όσο στο ΥΠΕΞ της Ελλάδας ότι, το άνοιγμα οποιασδήποτε «Κερκόπορτας» έχει συνήθως τραγικά αποτελέσματα.
Αυτή τη φορά το άρθρο, στο οποίο θα βασιστεί το παρόν πόνημα έχει δυο παραμέτρους:
Πρώτον, να αναφερθεί στην πλήρη χειραγώγηση του Πατριαρχείου Μόσχας για την εξυπηρέτηση των γεωπολιτικών σχεδίων της Σοβιετικής του υπαρκτού σοσιαλισμού Ενώσεως.
Δεύτερον, να υπενθυμίσει, δια μια εισέτι φορά, στον άνευ ιστορικής μνήμης πατριάρχη Ιεροσολύμων ότι η παροχή… οικονομικής βοήθειας από το «ξανθό γένος», όπως αυτή που έλαβε κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στην πρωτεύουσα της «τρίτης Ρώμης» όχι βέβαια με το αζημίωτο, αποτελεί μια μακρά παράδοση της εξωτερικής πολιτικής του Κρεμλίνου.
Εξηγούμαστε…
Μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η εκκλησιαστική διπλωματία ήταν ανύπαρκτη, εφόσον τη δεκαετία 1920-1930 ένας εκ των στόχων των μπολσεβίκων ήταν η εξάλειψη της θρησκείας ως απομεινάρι της προεπαναστατικής περιόδου.
Εντούτοις στη διάρκεια του Β΄ΠΠ, ιδιαιτέρως δε όταν κατέστη σαφές όχι μόνο ότι η ήττα της ναζιστικής Γερμανίας είναι αναπόφευκτη, αλλά και ότι μια εκ των συνεπειών αυτής της ήττας ήταν η αναβίωση των μεγαλοϊδεατικών – αυτοκρατορικών επιδιώξεων του σταλινικού καθεστώτος, η Εκκλησία της Ρωσίας κλήθηκε να καταλάβει μια ιδιαίτερη θέση στα γρανάζια της μεταπολεμικής πολιτικής.
Στην έκθεση που συνέταξε το Συμβούλιο επί των υποθέσεων της Εκκλησίας της Ρωσίας και εστάλη στον Στάλιν το 1946, υπογραμμιζόταν ότι το διεθνές κύρος της Εκκλησίας παρουσίαζε μια σημαντική αύξηση και προτεινόταν να ενταθεί η εμπλοκή του Πατριαρχείου Μόσχας στην προώθηση των πολιτικών συμφερόντων της ΕΣΣΔ.
Εκτός αυτού, στην έκθεση προσδιορίζονταν συγκεκριμένοι στόχοι, οι οποίοι καθόρισαν την «εκκλησιαστική» πολιτική των μπολσεβίκων σε διεθνές επίπεδο την τελευταία περίοδο του σταλινισμού.
Αυτοί ήταν: η ανοιχτή πολιτική αντιπαράθεση με το Βατικανό, η εξόντωση των Ουνιτών στην Ουκρανία (γι’ αυτό καλά θα κάνει το Πατριαρχείο Μόσχας να μην παριστάνει το «θύμα», διότι ό,τι έσπειρε αυτό θέριζε μετά την διάλυση της ΕΣΣΔ) και στις χώρες της Αν. Ευρώπης και η απομάκρυνση των ρωμαιοκαθολικών επαρχιών που λειτουργούσαν στο έδαφος της Σοβιετικής Ενώσεως από την επιρροή του Βατικανού.
Όπως είχαμε σημειώσει στο προηγούμενο δημοσίευμα, απώτερος σκοπός όλων αυτών των προσπαθειών της σοβιετικής κυβερνήσεως ήταν η δημιουργία στη Μόσχα ενός «ρωσικού Βατικανού» με την βοήθεια της Εκκλησίας της Ρωσίας.
Μια άλλη σημαντική κατεύθυνση της σοβιετικής διπλωματίας ήταν –και όπως βλέπουμε παραμένει– η αύξηση της επιρροής της στην Μ. Ανατολή και ιδιαιτέρως στα πρεσβυγενή Πατριαρχεία.
Σε αυτά τα πλαίσια η σοβιετική διπλωματία θεωρούσε έναν από τους σημαντικότερους στόχους της τον περιορισμό της επιρροής του Οικουμενικού Πατριαρχείου υπό τον τότε Πατριάρχη Αθηναγόρα, τον οποίον παρουσίαζαν (και συνεχίζουν να παρουσιάζουν ακόμα και σήμερα) ως εγκάθετο των ΗΠΑ, θεωρώντας ότι με αυτό τον τρόπο μειώνουν το κύρος της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως απέναντι στις υπόλοιπες Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Όμως η πλήρης αποτυχία των σχεδίων για την ίδρυση αυτού του «μοσχοβίτικου Βατικανού» είχε ως αποτέλεσμα, μεταξύ άλλων, και τη μείωση του ενδιαφέροντος για την «εκκλησιαστική κατεύθυνση», η οποία επανήλθε εκ νέου στο προσκήνιο στα μέσα της δεκαετίας του 1950.
Μια εκ των παρενεργειών της «αποσταλινοποιήσεως» που άρχισε ο διάδοχος του Στάλιν Χρουστσόφ, ήταν και η δημιουργία μιας διαφορετικής εικόνας της ΕΣΣΔ στο εξωτερικό ως σημαντικού παράγοντα για την παγκόσμια σταθερότητα και ειρήνη, ενώ παράλληλα προσπαθούσε να αποδείξει ότι, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, η Σοβιετική Ένωση σεβόταν τις ελευθερίες των πολιτών της, κυρίως δε τις θρησκευτικές.
Μια από τις σημαντικότερες κατευθύνσεις αυτής της νέας εξωτερικής πολιτικής ήταν η προσέγγιση και ο μεγαλύτερος δυνατόν έλεγχος των Πατριαρχείων της Μ. Ανατολής, εφόσον η Σοβιετική Ένωση ήθελε να αναβιώσει τα ισχυρά στηρίγματα που διέθετε κάποτε στην περιοχή, ιδιαιτέρως μεταξύ του αραβόφωνου πληθυσμού.
Εντούτοις παρ’ όλες τις προσπάθειες που κατέβαλαν οι απεσταλμένοι της σοβιετικής κυβερνήσεως κληρικοί, οι σχέσεις με τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία αναπτύσσονταν με μεγάλη δυσκολία.
Η ιστορική αντιπαράθεση ανάμεσα σε Έλληνες και Άραβες καθώς και η ενίσχυση της επιρροής που ασκούσαν οι ΗΠΑ στα Πατριαρχεία μέσω των διαφόρων οργανώσεων των εμιγκρέδων, δυσχέραιναν τις προσπάθειες των κληρικών της Εκκλησίας της Ρωσίας να φέρουν εις πέρας το έργο που τους είχε ανατεθεί σε αυτή την σημαντική για την εξωτερική πολιτική της ΕΣΣΔ κατεύθυνση.
Αυτό είχε ως αποτέλεσμα τη συρρίκνωση της επιρροής του Πατριαρχείου Μόσχας στην ορθόδοξη Ανατολή στο τέλος της δεκαετίας του 1970.
Βεβαίως οι αποτυχίες της Εκκλησίας της Ρωσίας κάθε άλλο παρά μείωσαν το ενδιαφέρον της εξωτερικής πολιτικής της Σοβιετικής Ενώσεως για την περιοχή της Μ. Ανατολής και για τα πρεσβυγενή Πατριαρχεία για αυτό και επελέγη μια άλλη τακτική, αυτή της χρηματικής βοήθειας.
Έτσι για πρώτη φορά μετά το τέλος του Β΄ΠΠ μέσω του Πατριαρχείου Μόσχας προσφερόταν οικονομική βοήθεια σχεδόν σε όλα τα Πατριαρχεία της Ανατολής: π.χ. το 1945 ο μητροπολίτης Κρουτίτσκις και Κολόμνας Νικόλαος Γιαρουσέβιτς προσπάθησε ανεπιτυχώς να επιδώσει στον Οικουμενικό Πατριάρχη Μάξιμο το ποσόν των 50 χιλιάδων δολαρίων, «δώρο» του Πατριάρχη Μόσχας Αλέξιου.
Μια άλλη περίπτωση ήταν αυτή του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το οποίο απόφαση του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ λάμβανε ετησίως, φυσικά μέσω του Πατριαρχείου Μόσχας, 20 χιλιάδες δολάρια υπό τον όρο ότι θα στήριζε τις ειρηνικές πρωτοβουλίες της ΕΣΣΔ.
Ανάλογα ήταν τα «δώρα» και στα άλλα Πατριαρχεία.
Βλέπεις, φίλτατε αναγνώστη της ΤΡΙΜΠΟΥΝΑΣ, μπορεί να είμαστε άθεοι, αλλά το «όπιο του λαού» αποδείχθηκε χρησιμότατο!
Ο γράφων αποφεύγει επιμελώς να καταχραστεί την φιλοξενία της ΚΑΘΕΔΡΑΣ, γι’ αυτό και δεν αναφέρθηκε ούτε στην κατόπιν εντολής του Προεδρείου της ΚΕ του ΚΚΣΕ αναθέρμανση των σχέσεων ανάμεσα στην Εκκλησία της Ρωσίας και του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ), ούτε στις προσπάθειες του Πατριαρχείου Μόσχας να επιβάλει στο κείμενο της προπαρασκευής της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου την, τάχαμου, πανορθόδοξη καταδίκη της εγκαταστάσεως των πυραύλων τύπου ΚΡΟΥΖ στην Ευρώπη (ας διαβάσει ο καχύποπτος αναγνώστης του παρόντος σημειώματος τα Πρακτικά της Γ΄ Προσυνοδικής Πανορθοδόξου Διασκέψεως του 1986 και θα καταλάβει).
Επίσης ο συντάκτης του παρόντος σημειώματος σκοπίμως δεν αναφέρθηκε στις επίμονες και μακροχρόνιες προσπάθειες της «τρίτης Ρώμης» αν όχι να εξωθήσει, αλλά να υποβαθμίσει την θέση που δικαιωματικά κατείχε στους διεθνείς οργανισμούς η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, προσπάθειες που φυσικά υποκινούσε το Κρεμλίνο.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε όλες τις διαχριστιανικές συνάξεις, όχι μόνο στα πλαίσια του ΠΣΕ αλλά και της CEC (Conference of European Churches), η Εκκλησία της Ρωσίας αγνοούσε επιδεικτικά την πανορθόδοξη προσέγγιση, προωθώντας τις δικές της θέσεις με σκοπό τη δημιουργία ενός «αντίποδα» του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Αν προσπαθήσουμε να μεταθέσουμε στο σήμερα τα παραπάνω ιστορικά στοιχεία, θα παρατηρήσουμε ότι, παρ’ όλη την συντριπτική ήττα που υπέστη ο επί γης «σοσιαλιστικός παράδεισος», οι σχέσεις Κρεμλίνου – Εκκλησίας Ρωσίας παραμένουν στενές με την τελευταία να έχει εκ νέου αναλάβει την υλοποίηση συγκεκριμένων πολιτικών στόχων με επίκεντρο, για άλλη μια φορά, την σφοδρή αντιπαράθεση με το Οικουμενικό Πατριαρχείο.
Ουσιαστικά αυτός ήταν ο τελικός σκοπός της καταγέλαστης συνάξεως στο Αμμάν, η οποία – όπως θα θυμάται ο αναγνώστης της ΤΡΙΜΠΟΥΝΑΣ – ξεκίνησε με ένα… δώρο προς τον Πατριάρχη Ιεροσολύμων!
Ε… δεν έπρεπε να τους πει ένα «ευχαριστώ»;!
Σύμπτωση; Όχι βέβαια, απλά πρόκειται για μια υπενθύμιση ότι η… «αυτοκρατορία (του ξανθού γένους) αντεπιτίθεται» και στο θρησκευτικό μέτωπο, έχοντας ανακαλύψει τον «ασθενή κρίκο» που δεν είναι άλλος από το Πατριαρχείο Ιεροσολύμων.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Τα παρατιθέμενα στοιχεία «αλιεύτηκαν» στην μελέτη των Nadezda A. Belyakova & Nikita Yu. Pivovarov Religious Diplomacy of the Soviet Union during the Cold War (The Time of N.S. Khrushchev and L.I. Brezhnev).
tribune.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου