Η εξέγερση του 2011 και η πτώση του
Μουαμάρ Καντάφι σήμανε το τέλος της Λιβυκής Τζαμαχιρίγια (το «κράτος των
μαζών» κατά τον ίδιο τον Καντάφι), μία ιδιότυπη διαδικασία εθνικής
συγκρότησης της Λιβύης στην οποία καθοριστικό ρόλο διαδραμάτιζαν τα
«λαϊκά συμβούλια». Η διαδικασία αυτή διεμβόλιζε τις παραδοσιακές
οικογενειακές και φυλετικές ιεραρχικές δομές που αποτελούσαν έως το 1969
θεμέλιο του νεοσύστατου όσο και υπανάπτυκτου λιβυκού κράτους.
Ισλαμισμός και εδαφική συγκρότηση των στρατοπέδων στη λιβυκή κρίση
Το
τέλος της Τζαμαχιρίγια συνεπάγονταν την ανάδυση των παραδοσιακών
φυλετικών δικτύων και την ανασυγκρότηση των γεωγραφικών συμπλεγμάτων που
αποτελούσαν τα κρατίδια του ομοσπονδιακού βασιλείου της Λιβύης πριν το
πραξικόπημα του Μουαμάρ Καντάφι. Ήδη το 2014, τα στρατόπεδα των δυνάμεων
που επιβουλεύονταν το μέλλον του κράτους είχαν χωριστεί μεταξύ των
«Ισλαμιστών» της Τριπολίτιδας και των «Κοσμικών» της Κυρηναϊκής. Οι
πρώτοι συγκρότησαν συμμαχία με τις φυλές Τουαρέγκ του Φεζάν και οι
δεύτεροι με τις φυλές Τουμπού, στην λογική που υπαγορεύουν οι διάδρομοι
επικοινωνίας της ερήμου (βλ. χάρτη).
Ένα νέο στοιχείο για τη Λιβύη τη
τελευταία δεκαετία είναι η εισαγωγή ισλαμιστικών ομάδων από το
εξωτερικό, χωρίς ισχυρή σύνδεση στα εγχώρια φυλετικά δίκτυα. Αυτές οι
ομάδες, που αποτελούνταν συχνά από ξένους μαχητές (Αλγερινούς, Σύριους
και κυρίως Αιγύπτιους), αγκυροβολήθηκαν στη Λιβύη σε μεγάλο βαθμό χάρις
την οικονομική συνδρομή του Κατάρ, τη λογιστική υποστήριξη της Τουρκίας
καθώς και τη γειτνίαση με τη πολυπληθή Αίγυπτο, στην οποία μεταξύ του
2012 και 2014 κυβερνούσε η Μουσουλμανική Αδελφότητα.
Ο κίνδυνος ενός συριακού σεναρίου για
την Λιβύη, με το Ισλαμικό Κράτος να αναδεικνύεται στη κυρίαρχη
στρατιωτική δύναμη της αντιπολίτευσης ενείχε ωστόσο πολλά στοιχεία
υπερβολής. Ακριβώς λόγω της ανυπαρξίας ερείσματος στα εγχώρια φυλετικά
δίκτυα και με μοναδικό εργαλείο την ιδεολογική πρόσληψη της Σαρία που
ερχόταν ενίοτε σε σύγκρουση με το εθιμικό δίκαιο των φυλών (το Ουρφ),
τόσο το Ισλαμικό Κράτος όσο και η Αλ-Κάιντα περιορίστηκαν στον έλεγχο
συγκεκριμένων σημείων.
Η επιχείρηση «Μπαρκάν» του γαλλικού
στρατού στις Βόρειες περιοχές του Μάλι, του Νίγηρα και του Τσαντ, έχει
σαν βασικό στόχο τη δημιουργία μίας κάθετης τομής στους διαδρόμους
επικοινωνίας μεταξύ των ισλαμιστικών εστιών της υποσαχάριας Αφρικής
(Νιγηρία, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και Σομαλία) και των εστιών που
αναπτύχθηκαν στη λιβυκή επικράτεια από το 2011 και μετά. Η αδυναμία
εφοδιασμού από το Νότο των ούτως ή άλλως αδύναμων ισλαμιστικών ομάδων
στις λιβυκές ακτές, η μεγάλη απόσταση από τη Τουρκία και η ανατροπή του
Μόρσι στην Αίγυπτο, διευκόλυναν το έργο του Χαλίφα Χάφταρ, ο οποίος με
την επιχείρηση «Αξιοπρέπεια» (2014-2017) αναχαίτισε τις εστίες του
Ισλαμικού Κράτους στην ανατολική επικράτεια.
Στη δυτική επικράτεια, οι δυνάμεις που
συγκροτούν τη Κυβέρνηση Εθνικής Συμφωνίας του Φαγέζ Αλ Σαράτζ,
προκειμένου να διατηρήσουν τη στήριξη ΟΗΕ και Δύσης, οδηγήθηκαν με τη
σειρά τους σε σύγκρουση με το Ισλαμικό Κράτος, απελευθερώνοντας τη Σύρτα
το 2017, μολονότι οι αφετηρίες τους είναι σε μεγάλο βαθμό ισλαμιστικές.
Εν τω μεταξύ, ο έλεγχος της Σύρτα από το Ισλαμικό Κράτος έως τον
Δεκέμβριο 2016 λειτουργούσε ως νεκρά ζώνη μεταξύ των στρατοπέδων
Ανατολής και Δύσης και παραδόξως, ενίσχυσε την εσωτερική τους
συγκρότηση. Η εξουδετέρωση των ξένων μαχητών άνοιξε τον δρόμο στην
ευθεία αντιπαράθεση μεταξύ Κυβέρνησης Εθνικής Συμφωνίας (ΚΕΣ) και του
Εθνικού Λιβυκού Στρατού (ΕΛΣ) του Χαλίφα Χαφτάρ.
Δυτικές ιδεοληψίες, ανατολική ρεαλπολιτίκ
Στην αναγνώριση της ΚΕΣ ως νόμιμης
κυβέρνησης της Λιβύης από τον ΟΗΕ και τις δυνάμεις της Δύσης έπαιξαν
ρόλο δύο βασικοί παράγοντες. Πρώτον, η υποστήριξη του Κατάρ και της
Τουρκίας, καθώς αμφότερες έβρισκαν στο όργανο αυτό, έναν θεσμό στον
οποίο η ιδεολογία της Μουσουλμανικής Αδελφότητας ήταν αρκετά
επιδραστική, αν όχι κυρίαρχη. Η Λιβύη υπό τον έλεγχο της Τρίπολης θα
αποτελούσε ένα φιλικό κράτος προς τη Τουρκία και το Κατάρ, με κομβικό
ρόλο στους τομείς διακίνηση ενέργειας, ανθρώπων, όπλων, ναρκωτικών και
ιδεολογίας, μεταξύ της υποσαχάριας Αφρικής και της Ευρώπης.
Επιπλέον, εντός ΚΕΣ, η εξουσία που
ασκούν εκπρόσωποι των φυλών της Μισράτα – αστικό κέντρο το οποίο
διατηρεί ισχυρούς δεσμούς με την Τουρκία και διαδραμάτισε καθοριστικό
ρόλο στην ανατροπή του Μουαμάρ Καντάφι – αποτέλεσε πιθανότατα ένα
σημαντικό κίνητρο για τον Ερντογάν προκειμένου να επιλέξει στρατόπεδο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο σημερινός επικεφαλής της ΚΕΣ, πρωθυπουργός
Φαγέζ Αλ Σαράτζ, είναι ο ίδιος τουρκικής καταγωγής.
Δεύτερον, η Δύση, με πρωτοστάτες τη
Μεγάλη Βρετανία και τη Γαλλία, στηριζόμενη σε μία ρηχή αφήγηση περί
δημοκρατίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, βρέθηκε να ακολουθεί το Κατάρ
και τη Τουρκία στην τυχοδιωκτική επιχείρηση ανατροπής του καθεστώτος
Καντάφι, χωρίς σχέδιο για την επόμενη ημέρα, παρέχοντας στρατιωτική και
διπλωματική υποστήριξη στις δυνάμεις που αργότερα δημιούργησαν την ΚΕΣ.
Πιθανότατα, σημαντικός παράγοντας για τη λήψη της απόφασης αυτής υπήρξε η
μεγάλη εκστρατεία επενδύσεων του Κατάρ στην Ευρώπη, που κατάφερε να
ανατρέψει στα τέλη της δεκαετίας του 2000, τις φιλικές σχέσεις που
οικοδομούσε επί σειρά ετών το λιβυκό καθεστώς, ιδίως με το Λονδίνο, το
Παρίσι και τη Ρώμη.
Εν τω μεταξύ, ο Χαλίφα Χάφταρ,
στηριζόμενος στα παραδοσιακά φυλετικά δίκτυα της Κυρηναϊκής,
ευθυγραμμίστηκε με το Κοινοβούλιο του Τομπρούκ εκμεταλλευόμενος αφενός
τις διαφωνίες μεταξύ του τελευταίου και της κυβέρνησης Σαράτζ και
αφετέρου την επιτακτική ανάγκη καταπολέμησης του Ισλαμικού Κράτους που
είχε ανακηρύξει βιλαέτια στη Μπάρκα και τη Σύρτα, με διοικητικό κέντρο
τη Ντέρνα.
Ο Χαλίφα Χάφταρ, μέλος του κινήματος των
στρατιωτικών που έφερε στην εξουσία τον Μουαμάρ Καντάφι το 1969,
περιθωριοποιημένος από το 1990 και ύστερα, εμφανίζεται ως ο πιο έμπιστος
σύμμαχος στην μάχη κατά του ισλαμισμού για τη διεθνή κοινότητα.
Διαπιστώνοντας την πλήρη αποτυχία εκδημοκρατισμού μίας κοινωνίας
περιχαρακωμένης σε φυλετικά στρατόπεδα και βρισκόμενη ενώπιον του
κινδύνου ισλαμιστικής διολίσθησης, οι δυτικές δυνάμεις, τουλάχιστον από
το 2015, στρέφονται ανεπίσημα προς τον Χάφταρ. Η αμερικανική του
υπηκοότητα, την οποία απέκτησε κατά τη περίοδο εξορίας του στις ΗΠΑ
μεταξύ 1990 και 2010, του προσδίδει ένα ακόμα ισχυρό χαρτί στην
νομιμοποίησή του ενώπιον των δυτικών συνομιλητών.
Πιο καθοριστική όμως για τον ίδιο είναι η
νομιμοποίηση που διαθέτει από μη δυτικούς παράγοντες. Τα Ηνωμένα
Αραβικά Εμιράτα εφοδιάζουν υλικά το στρατόπεδο Χάφταρ από τη πρώτη
στιγμή για λόγους γεωπολιτικού και ιδεολογικού ανταγωνισμού με το Κατάρ.
Η κυβέρνηση Αλ Σίσι στην Αίγυπτο βλέπει στον Χάφταρ ένα πολύτιμο
σύμμαχο στην αντιμετώπιση ισλαμιστικών στοιχείων (κυρίως στην
εξουδετέρωση των Αδελφών Μουσουλμάνων). Τέλος και ίσως πιο καθοριστικά, η
Ρωσία, κερδίζοντας τη σταθεροποίηση του Άσαντ στη Συρία, εκμεταλλεύεται
την ευκαιρία να πραγματοποιήσει προβολή ισχύος στην Αφρική για πρώτη
φορά από τον ψυχρό πόλεμο. Έτσι, από τον περασμένο Νοέμβριο, στο πλευρό
του Χάφταρ βρίσκονται Ρώσοι στρατιωτικοί σύμβουλοι καθώς και η
μισθοφορική «ομάδα Βάγκνερ» η οποία συνδέεται στενά με τον πρόεδρο
Πούτιν.
Οι προοπτικές υπέρβασης της λιβυκής κρίσης και η Ελλάδα
Η επέλαση του Χάφταρ στη Τριπολίτιδα από
τον περασμένο Απρίλιο είναι γεγονός. Η ΚΕΣ έχει πλέον απωλέσει, εκτός
από την ηθική της νομιμοποίηση στη Δύση, το μεγαλύτερο μέρος των εδαφών
που ήλεγχε, και κυρίως, τις περισσότερες πετρελαιοπαραγωγικές της πηγές.
Ο ίδιος ο πρόεδρος του κοινοβουλίου του Τομπρούκ, Αγκίλα Σαλέχ Ισά,
ζήτησε την άρση αναγνώρισης της κυβέρνησης Σαράτζ από τη διεθνή
κοινότητα, ενώ καθημερινά, αεροπορικές επιδρομές του ΕΛΣ πλήττουν
στρατιωτικούς στόχους στη Τρίπολη. Στο πλαίσιο αυτό, η επίσκεψη Σαράτζ
στην Άγκυρα και η σύναψη μνημονίου για τον καθορισμό τον θαλάσσιων
συνόρων Τουρκίας-Λιβύης, σε πλήρη ασυμφωνία με το διεθνές δίκαιο της
θάλασσας, δεν επαρκεί για να ανατρέψει τα δεδομένα. Ουδείς διεθνής
παράγοντας δύναται να πιστεύει αφελώς σε επικράτηση της ΚΕΣ υπό τις
παρούσες συνθήκες.
Η Τουρκία επιχειρεί μία παρέμβαση με
πολλαπλούς αποδέκτες. Από τη μία πλευρά, ο Ερντογάν στέλνει μήνυμα στην
Ελλάδα ότι η «Γαλάζια Πατρίδα» δεν αποτελεί μόνο σχήμα λόγου. Από την
άλλη πλευρά, παρεμβαίνει στον συσχετισμό δυνάμεων εντός της Λιβύης,
δίνοντας βάρος σε παράγοντες που θα τον εξυπηρετήσουν σε μία
διαπραγμάτευση για το μέλλον της χώρας. Καθώς νικητές και ηττημένοι μίας
τέτοιας διαπραγμάτευσης θα κριθούν στις αποχρώσεις του γκρι, η Άγκυρα
θα κάνει ό,τι περνάει από το χέρι της προκειμένου να διατηρήσει εν ζωή
στο λιβυκό πολιτικό σκηνικό τις φίλιες προς αυτήν δυνάμεις. Σε αυτό το
σημείο έγκειται η πιο επιτακτική ανάγκη παρέμβασης της ελληνικής
διπλωματίας στη λιβυκή κρίση.
Η ανάδειξη του Αγκίλα Σαλέχ Ισά ως
συνομιλητή της ελληνικής κυβέρνησης στη Λιβύη ήταν μία κίνηση ελάχιστου
ρίσκου που επαναφέρει έμμεσα την Αθήνα στο παιχνίδι. Ο Αγκίλα Σαλέχ, ως
πρόεδρος του λιβυκού κοινοβουλίου στο Τομπρούκ, είναι νομιμοποιημένος
πολιτικός παράγοντας, στη βάση της Πολιτικής Συμφωνίας για τη Λιβύη που
υπεγράφη τον Δεκέμβριο του 2015 υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Επιπλέον
αποτελεί εδραιωμένη προσωπικότητα της Κυρηναϊκής και ευθυγραμμίζεται με
τον Χάφταρ, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την αντίθεσή του με τη Κυβέρνηση
Εθνικής Συμφωνίας. Ωστόσο, η κίνηση αυτή δεν επαρκεί για να
εξισορροπήσει την τουρκική παρεμβατικότητα, που αναμένεται να μεταγραφεί
στρατιωτικά.
Δυστυχώς, η Τουρκία εμβαθύνει τη
παρέμβασή της σε πολλά επίπεδα: διπλωματικό, στρατιωτικό, οικονομικό,
ιδεολογικό. Εάν η Ελλάδα επιθυμεί να ανασχέσει μεσοπρόθεσμα τον έμπρακτο
τουρκικό αναθεωρητισμό όσον αφορά την ΑΟΖ, δεν διαθέτει άλλη επιλογή
από το να εμπλακεί στο πλευρό του αντιμαχόμενου στρατοπέδου. Η ανυπαρξία
ελληνικής εκπροσώπησης στο πεδίο δεν μπορεί να θεωρηθεί πλέον
ορθολογική επιλογή. Η απουσία της Ελλάδας στη Λιβύη από το 2012 συνιστά
συσσωρευμένη απώλεια χρόνου και γνώσης του πεδίου. Η ελληνική παρουσία
οφείλει κατ’ ελάχιστο να αποκατασταθεί, υπερβαίνοντας ενδεχόμενες
επιφυλάξεις σχετικά με την ακεραιότητα των Ελλήνων λειτουργών στις
αφιλόξενες συνθήκες της Τρίπολης ή του Τομπρούκ.
*Γεωγράφος με ειδίκευση στη γεωπολιτική της ενέργειας, ιδρυτής του www.cartopsis.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου