Του Κώστα Λάβδα*
Η επόμενη περίοδος θα έχει δυσκολίες και
εντάσεις. Αυτό προκύπτει από τέσσερα, τουλάχιστον, δεδομένα. Η
προαναγγελθείσα υπογραφή της διακρατικής συμφωνίας για τον αγωγό EastMed
(2 Ιανουαρίου) όπως και η συνάντηση Μητσοτάκη – Τραμπ (7 Ιανουαρίου)
αποτελούν δυο αφορμές για περαιτέρω κλιμάκωση της έντασης από την
Άγκυρα. Το δεύτερο –η συνάντηση με τον πρόεδρο Τραμπ– ακόμη περισσότερο
από τη συμφωνία για τον EastMed, του οποίου η σημασία παραμένει
θεωρητική αν και ευρωπαϊκής εμβέλειας ενώ και η οικονομική βιωσιμότητά
του απομένει να αποδειχθεί.
Με
βάση την εμμονή σε λογικές πρόκλησης τετελεσμένων, η Άγκυρα έχει κάθε
λόγο να διαμορφώσει συνθήκες κρίσης κατά την περίοδο πριν και μετά τη
συνάντηση του Έλληνα πρωθυπουργού με τον Αμερικανό πρόεδρο.
Υπάρχει, τρίτον, το δεδομένο ότι η
συμφωνία της Τουρκίας με την κυβέρνηση της Τρίπολης αποτελεί σοβαρή
ποιοτική αναβάθμιση των τουρκικών προκλήσεων. Η Τουρκία επιχειρεί να
εφαρμόσει έμπρακτα την αυθαίρετη θέση της ότι τα νησιά δεν έχουν
υφαλοκρηπίδα. Όμως για την Ελλάδα, μια μορφή ενότητας του ηπειρωτικού με
τον νησιωτικό χώρο της μέσω υφαλοκρηπίδας και ΑΟΖ είναι όρος επιβίωσης.
Οι δηλώσεις Ερντογάν για τα νησιά αμφισβητούμενης κυριαρχίας
υπογραμμίζουν τις διαστάσεις του ζητήματος. Τέλος, το γεγονός ότι η
Αθήνα και η Άγκυρα επιχειρούν να αναδιαμορφώσουν περιφερειακές συμμαχίες
σημαίνει ότι αναφερόμαστε πια στην Ανατολική Μεσόγειο ως σύστημα με
εύθραυστες, αλληλένδετες εξελίξεις και αποφάσεις που αλληλεπιδρούν.
Σε αυτό το πλαίσιο, η εμμονή στη
συζήτηση για μια «απρόβλεπτη» κυβέρνηση Ερντογάν έχει νόημα μόνον εάν
κατανοήσουμε ότι τα απρόβλεπτα στοιχεία αφορούν ζητήματα τακτικής ή/και
συγκυρίας που όμως κινούνται εντός ενός γενικού πλαισίου και βρίσκονται
σε μια σχετικά συνεπή κατεύθυνση: αυτή της αναθεωρητικής στρατηγικής της
γείτονος. Η τουρκική απειλή είναι υπαρκτή και δεν μπορεί να ερμηνευτεί
μόνο μέσα από το πρίσμα της εσωτερικής πολιτικής και των οικονομικών
αδιεξόδων της γείτονος.
Η Τουρκία θα εξακολουθήσει να μας
δοκιμάζει, διαμορφώνοντας τετελεσμένα. Η αποστολή πλοίου για
ερευνητικές, καταρχήν, δρατηριότητες νότια της Κρήτης θα είναι ένα
επόμενο βήμα. Το ενθαρρύνουμε μάλλον παρά το αποτρέπουμε όταν στέλνουμε
σήματα που ερμηνεύονται ότι υποδηλώνουν πως ενόψει κλιμάκωσης εμείς,
απλά, θα αποδεχθούμε τον διάλογο ακόμη και για ζητήματα που σύμφωνα με
τις πάγιες ελληνικές θέσεις δεν είναι υπαρκτά. Η εκ νέου επίκληση της
προσφυγής στη Χάγη για τις ελληνοτουρκικές διαφορές (ποιες ακριβώς;)
παραγνωρίζει τις εξελίξεις που μεσολάβησαν τόσο στα ελληνοτουρκικά όσο
και και στη νομολογία του διεθνούς δικαστηρίου. Ενώ φαίνεται και να
αποδέχεται ότι η Ελλάδα ανταποκρίνεται στην πίεση.
Στο κατώφλι του 2020, δεν υπάρχουν
εύκολες λύσεις ούτε εύκολες προσεγγίσεις. Πολλές δε από τις τελευταίες
που κυκλοφορούν βασίζονται σε επιφανειακές (αν μη και αφελείς) εφαρμογές
των ερμηνευτικών σχημάτων που επικαλούνται.
Από την σκοπιά των ελληνικών εθνικών
συμφερόντων, η Τουρκία πρέπει να αντιμετωπίζεται ψύχραιμα, με συνέπεια
και με ταυτόχρονη ενίσχυση των μέσων σκληρής και ήπιας ισχύος.
Ανεξαρτήτως ερμηνείας, είτε προσεγγίζεται ως αλαζονική λόγω
αυτοπεποίθησης είτε ως επιθετική λόγω αδιεξόδων, η Τουρκία θα
εξακολουθήσει να μας απασχολεί ως πρόκληση.
Σε ένα βαθμό, η έκδηλη προκλητικότητα
της κυβέρνησης Ερντογάν που συμπεριφέρεται πια ως περιφερειακή δύναμη με
τάσεις εκπροσώπησης και ευρύτερων μουσουλμανικών κύκλων στη διεθνή
πολιτική, έχει κινητοποιήσει αρνητικά αντανακλαστικά από κρίσιμους
δρώντες όπως – με διαφορετικούς τρόπους και σε διαφορετικό βαθμό – το
Ισραήλ, η Γαλλία (η οποία πέρα από τη ναυτική της παρουσία στην Μεσόγειο
εξελίσσει και τον ρόλο της ως μόνη ευρωπαϊκή στρατιωτική και πυρηνική
δύναμη μετά την αποχώρηση της Βρετανίας) και η αμερικανική διπλωματία
και τεχνοκρατία (η οποία κατορθώνει ενίοτε να συντονίσει τον πρόεδρο
Τραμπ σε στρατηγικές στοχεύσεις με τη βοήθεια και του Κογκρέσου).
Η Αθήνα οφείλει να εστιαστεί σε αυτές
τις -μέχρι στιγμής- ασυντόνιστες ενδείξεις ανάσχεσης και να επενδύσει
στην εμβάθυνση των σχέσεων με δυνάμεις όπως η Γαλλία και το Ισραήλ,
περιορίζοντας προς το παρόν τις ελπίδες για μια ισχυρή και συνεκτική
πολιτική της ΕΕ απέναντι στην Τουρκία. Η ΕΕ εξαιτίας του μεταναστευτικού
(οι εκβιασμοί Ερντογάν έχουν αποτέλεσμα) αλλά και λόγω εσωτερικών
διαφορών θα αργήσει να δράσει ως αποτελεσματικός παράγοντας επαναφοράς
της Άγκυρας σε υπεύθυνες θέσεις.
* Ο Κώστας Α. Λάβδας είναι
Καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Σπούδασε και
δίδαξε Πολιτική Επιστήμη και Διεθνείς Σχέσεις στην Ελλάδα, Στη Βρετανία
και Στις ΗΠΑ. Συγγραφέας πλήθους βιβλίων και άρθρων στα αγγλικά, στα
ελληνικά και στα γερμανικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου