Όπως ακριβώς συμβαίνει σε μία
επιχείρηση, έτσι και σε ένα κράτος, όταν οι κυβερνήσεις αντί να λύνουν
αμέσως τα προβλήματα επιλέγουν να τα διαιωνίζουν για να μη χάσουν τη
νομή της εξουσίας (αποδεδειγμένα πλέον δεν ενδιαφέρει τίποτα άλλο τις ελληνικές κυβερνήσεις, εκτός από την «καρέκλα» τους),
τότε τα επιδεινώνουν γεωμετρικά – όπως διαπιστώνεται τα τελευταία
χρόνια στην Ελλάδα, όπου όλα βαδίζουν συνεχώς προς το χειρότερο,
ξεκινώντας από το μνημόνιο του 2010 και το εγκληματικό PSI του
2012, όπου φθάσαμε στην πλήρη απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας το
2015, στον αφελληνισμό των τραπεζών, στην υποθήκευση της χώρας για 99
χρόνια, στις αποκρατικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές κοκ.
.
Ανάλυση
Η εξυγίανση του χρηματοπιστωτικού
συστήματος οφείλει να αποτελεί προτεραιότητα για όλες τις χώρες – επειδή
επάνω σε αυτό στηρίζεται η βιωσιμότητα της οικονομίας τους, χωρίς
δάνεια δεν διενεργούνται επενδύσεις, ενώ δίχως επενδύσεις είναι αδύνατον
να υπάρξει ποτέ απασχόληση, ζήτηση και υγιής ανάπτυξη. Επομένως, πρέπει να επιλυθεί άμεσα στην Ελλάδα το πρόβλημα των κόκκινων δανείων, αφού διαφορετικά δεν πρόκειται να εξυγιανθούν οι τράπεζες, ούτε να καθαρίσει η ελληνική οικονομία –
κάτι που έχει καθυστερήσει πάρα πολύ, με αποτέλεσμα να έχουν ζημιωθεί
σε μεγάλο βαθμό οι δανειολήπτες από τις ανίκανες και ανεπαρκείς
κυβερνήσεις, χωρίς να το έχουν καν συνειδητοποιήσει.
Για παράδειγμα, οι τιμές των ακινήτων
ήταν τουλάχιστον 30% υψηλότερες το 2011 συγκριτικά με σήμερα, ενώ δεν
υπήρχε ακόμη το ΕΝΦΙΑ – οπότε, εάν αναγκαζόταν κανείς να
πουλήσει το σπίτι του τότε, για να εξοφλήσει τα χρέη του, θα ήταν σε
πολύ καλύτερη οικονομική κατάσταση. Εκτός αυτού υπήρχε ζήτηση – ενώ σήμερα είναι αμελητέα, με αποτέλεσμα την ακόμη μεγαλύτερη πτώση των τιμών.
Εν πρώτοις τώρα οφείλει να διαχωρίσει κανείς τα είδη των κόκκινων δανείων των τραπεζών – αφού δεν είναι σωστό να αντιμετωπίζονται όλα εξ ίσου. Στα πλαίσια αυτά διακρίνουμε τα εξής:
(α) Καταναλωτικά δάνεια: Αποτελούν
τη χειρότερη μορφή, επειδή δεν πρέπει ποτέ να δανείζεται κανείς για
καταναλωτικούς σκοπούς, αλλά μόνο για επενδυτικούς. Η αιτία είναι το
ότι, οφείλει να συνάπτει κανείς δάνεια, με την προοπτική να είναι σε θέση να τα εξυπηρετήσει
– από τα κέρδη που προβλέπει επενδύοντας τα. Ως εκ τούτου, είναι
απαράδεκτος ο δανεισμός με στόχο την κατανάλωση – ενώ αυτοί που
ισχυρίζονται ότι, δεν έκαναν λάθος επειδή θεώρησαν πως μπορούσαν να τα
αποπληρώσουν με τα μελλοντικά τους εισοδήματα, τα οποία έπαψαν να
υπάρχουν ή μειώθηκαν λόγω της κρίσης, δεν έχουν καθόλου δίκιο.
Κανένας δεν μπορεί να προβλέψει εάν θα
διατηρήσει τη θέση εργασίας του ή το μισθό του – οπότε η συγκεκριμένη
δικαιολογία είναι εκτός πραγματικότητας. Πόσο μάλλον όταν τα περισσότερα
καταναλωτικά δάνεια, ιδίως αυτά με τις πιστωτικές κάρτες, επιβαρύνονταν
με επιτόκια της τάξης του 20% – γεγονός που σημαίνει ότι, κάθε τέσσερα χρόνια περίπου διπλασιάζεται το δάνειο, εάν δεν το εξυπηρετεί κανείς.
Η ευθύνη βέβαια δεν βαρύνει μόνο τους
οφειλέτες αλλά, επίσης, τις τράπεζες – οι οποίες γνωρίζουν πολύ καλύτερα
τα προβλήματα του καταναλωτικού δανεισμού, οπότε είναι απαράδεκτο να
λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Επομένως, θα πρέπει να πληρώσουν και αυτές το τίμημα της ανευθυνότητας τους, διαγράφοντας τουλάχιστον το 50% αυτών των δανείων –
ενώ στην Ελλάδα, όπου σύμφωνα με όλα τα δημοσιεύματα έχουν ήδη
αποσβέσει από τα βιβλία τους ένα αντίστοιχο ποσοστό, θα πρέπει να το
αποδώσουν στους οφειλέτες, απαιτώντας μόνο το υπόλοιπο.
Αν και δεν είναι δίκαιο για όλους τους
Πολίτες, με την έννοια πως οι συνετοί που δεν δανείσθηκαν θα θεωρήσουν
τους εαυτούς τους αδικημένους, δεν υπάρχει άλλη λύση – αφού διαφορετικά
δεν πρόκειται να καθαρίσουν οι ισολογισμοί των τραπεζών (συνολικά τα καταναλωτικά δάνεια είναι κάτω από 30 δις € – πηγή). Δυστυχώς όμως οι τράπεζες δεν φαίνεται να έχουν καμία πρόθεση να αναλάβουν τις ευθύνες τους
– γεγονός που συμπεραίνεται από τη συμπεριφορά τους απέναντι στους
δανειολήπτες, η οποία είναι το λιγότερο απαράδεκτη. Όσον αφορά δε την
πώληση καταναλωτικών δανείων στο 3% της αξίας τους (πηγή), οφείλει να προβληματισθεί η κυβέρνηση πολύ σοβαρά.
(β) Επιχειρηματικά δάνεια: Πρόκειται
συνήθως για δανεισμό με στόχο την επένδυση, από την οποία προσβλέπει η
εταιρεία μεγαλύτερο κέρδος, από όσο της κοστίζει το δάνειο – από τον
τόκο δηλαδή, ο οποίος είναι κατά κάποιον τρόπο η τιμή των χρημάτων. Από την πλευρά της η τράπεζα είναι υποχρεωμένη να εξετάσει τα οικονομικά στοιχεία της επιχείρησης
– έτσι ώστε να βεβαιωθεί πως το δάνειο θα χρησιμοποιηθεί για
επενδυτικούς σκοπούς, μέσω των οποίων θα μπορεί να εξυπηρετείται τόσο ο
τόκος, όσο και τα χρεολύσια (=δόσεις). Επίσης να έχει αντίστοιχες
εγγυήσεις, συνήθως εμπράγματες – έτσι ώστε να είναι εξασφαλισμένη, όταν ο
επιχειρηματίας ή/και τα στελέχη της που εξετάζουν τα δάνεια κάνουν
λάθος.
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, αρκετά
από τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια είναι δικαιολογημένα, αφού κανένας
δεν μπορούσε να προβλέψει τη χρεοκοπία της χώρας – οπότε θα έπρεπε να διαγραφεί επίσης το ποσοστό της τάξης του 50% που έχουν ήδη αποσβέσει οι τράπεζες από τα βιβλία τους, παρά το ότι και εδώ αδικούνται οι συνεπείς δανειολήπτες.
Δυστυχώς όμως, υπάρχουν αρκετά δάνεια που δόθηκαν από τις τράπεζες χωρίς να γίνει αξιολόγηση, είτε επειδή δεν διαθέτουν σωστά εκπαιδευμένα στελέχη, είτε λόγω του ότι χρηματίσθηκαν ορισμένοι υπάλληλοι τους – οπότε πρέπει να αποδοθούν ευθύνες, έτσι ώστε να μην επαναληφθεί κάτι ανάλογο στο μέλλον.
(γ) Στεγαστικά ενυπόθηκα δάνεια: Εδώ
πρόκειται για μία μορφή επένδυσης, εάν ο αγοραστής επιβαρύνεται, όσον
αφορά τους τόκους του δανείου του, με ένα ποσόν που είναι χαμηλότερο από
το ενοίκιο που θα πλήρωνε – καθώς επίσης εάν θεωρεί πως η αγορά του
ακινήτου (σπιτιού, διαμερίσματος) είναι φθηνή, προβλέποντας αύξηση της
τιμής της τα επόμενα χρόνια.
Το κριτήριο αξιολόγησης των ακινήτων
έχει σχέση με το ύψος του ενοικίου – όπου πρέπει να εξοφλείται με ετήσια
ενοίκια 15-20 ετών, ανάλογα με ηλικία του ακινήτου. Για παράδειγμα, η αξία ενός ακινήτου με μηνιαίο ενοίκιο 500 € (ετήσιο 6.000 €) κυμαίνεται από 90.000 € έως 120.000 € – ενώ αυξάνεται σε εποχές φούσκας (όπως στη Γερμανία σήμερα, όπου η αξία πλησιάζει τα 30 ετήσια ενοίκια).
Στην περίπτωση της Ελλάδας τώρα, όπου λόγω της κρίσης τα εισοδήματα μειώθηκαν κατά 30-40%, όπως επίσης οι τιμές των ακινήτων (πάντοτε οι τιμές των ακινήτων διαμορφώνονται ανάλογα με τα μέσα εισοδήματα), χωρίς αυτό να οφείλεται στους δανειολήπτες, πρέπει να βρεθεί μία λογική λύση. Ειδικότερα,
(1) είτε πρέπει να διαγραφεί το 50% που έχουν ήδη αποσβέσει οι τράπεζες – τις οποίες έχουν άλλωστε διασώσει οι Έλληνες φορολογούμενοι με τα 40 δις € που επιβάρυναν το δημόσιο χρέος (άρθρο), συν τα 17 δις € των αναβαλλόμενων φόρων είτε
(2) να δοθεί η δυνατότητα στους ιδιοκτήτες να τα εξαγοράσουν στην ίδια τιμή που έχουν προσφερθεί στα κερδοσκοπικά κεφάλαια (10-20%),
έστω με κάποιο κέρδος τους της τάξης του 20% – όπως στην περίπτωση της
Κύπρου, στην οποία δόθηκε δικαίωμα προτίμησης στους ιδιοκτήτες που
έπρεπε να αποφασίσουν εντός 45 ημερών (άρα υπάρχει το «δεδικασμένο» στην Ευρωζώνη).
Υπάρχει όμως ένα πολύ σημαντικό θέμα, το οποίο επιβάλλεται να λυθεί νομοθετικά: το
ότι όταν ο οφειλέτης παραδώσει το ακίνητο του στην τράπεζα, τότε θα
πρέπει να σβήνεται το χρέος του, όπως συμβαίνει στις Η.Π.Α. –
χάνοντας φυσικά την προκαταβολή και τις δόσεις που έχει πληρώσει. Στην
Ελλάδα όμως, όταν έχει αγοράσει κανείς ένα ακίνητο αξίας 200.000 €
δανειζόμενος το 80% από την τράπεζα (άρα 160.000 €) και έχει πληρώσει
ήδη 20.000 € χρεολύσια (εκτός από τους τόκους), τότε δεν χάνει μόνο τα
60.000 €.
Αναλυτικότερα, εάν η τράπεζα το πλειστηριάσει στο 20% της αρχικής του αξίας, ήτοι έναντι 40.000 €, τότε
ο δανειολήπτης αφενός μεν χάνει το σπίτι του συν τα 60.000 € που έχει
ήδη πληρώσει, αφετέρου μένει χρεωμένος με το υπόλοιπο δάνειο
(200.000 – 40.000 – 20.000 – 40.000 = 100.000 €)! Αυτό σημαίνει πως θα
του κατασχεθούν και άλλα περιουσιακά του στοιχεία για να καλυφθούν τα
100.000 € – συν τα έξοδα της νομικής διαδικασίας, της κατάσχεσης και του
πλειστηριασμού! Στην περίπτωση τώρα που δεν είναι σε θέση να πληρώσει,
θα καταλήξει στη φυλακή – με χρέη που θα αυξάνονται από τους τόκους στο
διηνεκές.
Τέλος από το γεγονός ότι, 120 δις €
στηρίζουν 240 δις € δάνεια, εκ των οποίων σήμερα πάνω από 100 δις €
είναι κόκκινα, καταλαβαίνει κανείς την άθλια κατάσταση του τραπεζικού
μας συστήματος – ενώ είναι δύσκολο να κατανοήσουμε πώς έχουν αποσβέσει το 50% που ισχυρίζονται, με τα κεφάλαια που διαθέτουν και με τα ελάχιστα πια κέρδη τους.
Επίλογος
Όπως ακριβώς συμβαίνει σε μία
επιχείρηση, έτσι και σε ένα κράτος, όταν οι κυβερνήσεις αντί να λύνουν
αμέσως τα προβλήματα επιλέγουν να τα διαιωνίζουν για να μη χάσουν τη
νομή της εξουσίας (αποδεδειγμένα πλέον δεν ενδιαφέρει τίποτα άλλο τις ελληνικές κυβερνήσεις, εκτός από την «καρέκλα» τους),
τότε τα επιδεινώνουν γεωμετρικά – όπως διαπιστώνεται τα τελευταία
χρόνια στην Ελλάδα, όπου όλα βαδίζουν συνεχώς προς το χειρότερο,
ξεκινώντας από το μνημόνιο του 2010 και το εγκληματικό PSI του 2012, όπου
φθάσαμε στην πλήρη απώλεια της εθνικής μας κυριαρχίας το 2015, στον
αφελληνισμό των τραπεζών, στην υποθήκευση της χώρας για 99 χρόνια, στις αποκρατικοποιήσεις σε εξευτελιστικές τιμές κοκ.
Για παράδειγμα, το 2010 η δημόσια περιουσία της χώρας, χωρίς τα ενεργειακά της αποθέματα, υπολογίσθηκε από το ΔΝΤ στα 300 δις € (πηγή)
– ενώ το 2014 είχε ήδη καταρρεύσει στα 50 δις € και σήμερα είναι
ελάχιστη. Εκτός αυτού, μόνο από τις τιμές των ακινήτων χάθηκαν περί τα
587 δις € (πηγή)
– ποσόν δηλαδή πολύ μεγαλύτερο από το καθαρό συνολικό χρέος μας, ύψους
340 δις €! Εάν εδώ προσθέσουμε τα 200 δις € που χάθηκαν από τη
χρηματιστηριακή αξία των ελληνικών επιχειρήσεων, θα κατανοήσουμε πόσο
εγκληματικά διαχειρίσθηκαν την κρίση οι κυβερνήσεις μας.
Κάτι ανάλογο συνέβη με τα κόκκινα
δάνεια, ειδικά όσον αφορά τα ακίνητα, τα οποία πλειστηριάζονται
ηλεκτρονικά κατά το αγγλικό δίκαιο που ισχύει μόνο στην Ελλάδα (σε καμία
άλλη χώρα της Ευρωζώνης) – σε τιμές που θα είναι συντριπτικά
χαμηλότερες από αυτές τα προηγούμενα χρόνια, καθώς επίσης με έναν τρόπο που θα αφήσει εκατοντάδες χιλιάδες Έλληνες χωρίς σπίτι και χρεωμένους στο διηνεκές, υποψήφιους για τις φυλακές.
Στο διάστημα δε που μεσολάβησε οι
Έλληνες χρεώθηκαν επί πλέον, στο δημόσιο με πάνω από 100 δις €, στους
ασφαλιστικούς οργανισμούς (περί τα 30 δις €), στη ΔΕΗ (περί τα 2,8 δις
€) κοκ. Όλα αυτά χωρίς να υπάρχει η παραμικρή διαμαρτυρία εκ μέρους τους
– γεγονός που σημαίνει πως είτε έχουν αποχαυνωθεί συλλογικά, είτε δεν καταλαβαίνουν πως οδηγούνται στην καταστροφή και στο χάος.
Σε κάθε περίπτωση, η χώρα μας πλησιάζει σε ένα σημείο κατάρρευσης, μοναδικό στην ιστορία σε εποχή ειρήνης – ενώ οι Πολίτες δικαιολογούνται ισχυριζόμενοι πως βρίσκονται σε κατάσταση σοκ, μετά τη δολοφονία της τελευταίας τους ελπίδας από
τη σημερινή κυβέρνηση. Λύσεις πάντως υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν –
απαιτούν όμως έναν αποφασισμένο και όχι έναν τρομοκρατημένο λαό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου