Με δεδομένο το ότι, οι Ιταλοί δεν είναι Έλληνες για να δεχθούν ένα PSI, έχουμε την άποψη πως η αντίστροφη μέτρηση για την παραμονή της χώρας στην Ευρωζώνη έχει ήδη ξεκινήσει – πόσο μάλλον αφού η επιδείνωση της ύφεσης θα τροφοδοτήσει περαιτέρω τις λαϊκές δυνάμεις δυσαρέσκειας και αντίθεσης με το ευρώ και με την ΕΕ.
Ανάλυση
Στο πρώτο μέρος της ανάλυσης μας (πατήστε εδώ),
τεκμηριώσαμε πως η εγχείριση της Ιταλίας πέτυχε, αλλά ο ασθενής πέθανε.
Εν προκειμένω με την έννοια πως η διαχρονική μείωση της ζήτησης που
προκλήθηκε από τη διαρκή δημοσιονομική λιτότητα μετά το 1992, σε
συνδυασμό με τη δυσμενή συναλλαγματική ισοτιμία του «ιταλικού ευρώ»
απέναντι στο γαλλικό ή γερμανικό (είναι υπερτιμημένο περίπου κατά 20% – μετρείται με τη συγκριτική ανταγωνιστικότητα), μείωσαν την ικανότητα των ιταλικών επιχειρήσεων να διατηρούν τα μερίδια αγοράς των εξαγωγών τους – οπότε τις καταδίκασαν, μαζί με την ιταλική οικονομία, σε μία κατάσταση μόνιμης παρακμής.
Αναφέραμε δε πως το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι εάν μπορεί η Ιταλία να ξεφύγει από την παγίδα, στην οποία οδηγήθηκε μόνη της
– ενώ εάν δεν συμβεί κάτι τέτοιο, τότε η Ευρωζώνη είναι καταδικασμένη
να διαλυθεί. Επίσης πως οι ομοιότητες της Ιταλίας με την Ελλάδα είναι
μεγάλες – κυρίως επειδή και οι δύο χώρες είχαν ανέκαθεν πρόβλημα
δημοσίου χρέους λόγω της πολιτικής κακοδιαχείρισης της δεκαετίας του
1980 που ουσιαστικά πληρώνουν έκτοτε, ενώ αυτή ήταν η αιτία της
(εσφαλμένης) συμμετοχής τους στο ευρώ (ανάλυση).
Περαιτέρω, ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα του μεταποιητικού τομέα της Ιταλίας είναι η χαμηλή τεχνολογική του εξέλιξη (του ελληνικού είναι πολύ χειρότερη) – με αποτέλεσμα να παραμένει στάσιμη η παραγωγικότητα του (πηγή: S. Storm). Έτσι, η ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας της έναντι των τεσσάρων κεντρικών χωρών της ΕΕ εξαρτάται από τους μισθούς –
με αποτέλεσμα το γεγονός ότι, ενώ οι βιομηχανικοί εργάτες στη Γαλλία
και στη Γερμανία αμείβονταν με περίπου 35 € την ώρα το 2015 (πάντοτε σε σταθερές τιμές του 2010), όταν οι Ολλανδοί και οι Βέλγοι με ακόμη περισσότερα, οι Ιταλοί να αμείβονταν μόλις με 23 € (γράφημα).
Με απλά λόγια, η Γερμανία βασίζεται στην
υψηλή παραγωγικότητα της βιομηχανίας της, στην καινοτομία και στην
ποιότητα των σύγχρονων προϊόντων – ενώ η Ιταλία στην υψηλή ποιότητα των πιο παραδοσιακών προϊόντων χαμηλής τεχνολογίας,
όπως είναι τα υποδήματα, τα ρούχα και τα άλλα μη μεταλλικά ορυκτά
αγαθά. Οι αγορές όμως κατευθύνονται σταθερά σε πιο δυναμικά προϊόντα που
χαρακτηρίζονται από υψηλότερα επίπεδα έρευνας και ανάπτυξης (R&D),
καθώς επίσης έντασης τεχνολογίας – όπως είναι τα χημικά, τα φαρμακευτικά
και ο εξοπλισμός επικοινωνιών (πηγή: Bugamelli).
Η εξειδίκευση τώρα της Ιταλίας σε
δραστηριότητες χαμηλής και μεσαίας τεχνολογίας την εγκλωβίζουν σε μία
κατάσταση «μόνιμης δομικής αδυναμίας». Ειδικότερα, από τη μία πλευρά η
ελαστικότητα της εξαγωγικής ζήτησης σε σχέση με τις συναλλαγματικές
ισοτιμίες είναι μεγαλύτερη για τα παραδοσιακά προϊόντα, από ότι για τα
προϊόντα μεσαίας και υψηλής τεχνολογίας – οπότε η ανατίμηση του
ευρώ έπληξε περισσότερο τους Ιταλούς εξαγωγείς παραδοσιακών προϊόντων,
από ότι τους Γάλλους και Γερμανούς που εξάγουν κυρίως αγαθά υψηλής
τεχνολογίας (αντίστοιχα την Ελλάδα).
Από την άλλη πλευρά, οι ιταλικές
επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε παγκόσμιες αγορές που είναι πολύ πιο
εκτεθειμένες στον αυξανόμενο ανταγωνισμό των χωρών χαμηλού εργατικού
κόστους – ιδίως της Κίνας. Για παράδειγμα, το 1999 το 67% των εξαγωγών της Ιταλίας αποτελούνταν από (παραδοσιακά) προϊόντα που τα ανταγωνίζονταν σε μεγάλο βαθμό η Κίνα –
ενώ τα γερμανικά προϊόντα ήταν εκτεθειμένα στον κινεζικό ανταγωνισμό
κατά 50% και τα γαλλικά μόλις κατά 45%. Έτσι το μερίδιο των εξαγωγών της
Ιταλίας στις παγκόσμιες αγορές μειώθηκε από 4,5% το 1999 στο 2,9% το
2016 – ενώ η απώλεια αυτή του εξαγωγικού μεριδίου της επικεντρώθηκε
στους πιο παραδοσιακούς τομείς της αγοράς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από
την υψηλή τους έκθεση στον ανταγωνισμό της Κίνας.
Συνεχίζοντας, με δεδομένο το ότι οι
κινεζικές και οι άλλες αναπτυσσόμενες οικονομίες βελτιώνουν διαρκώς τις
παραγωγικές τους δυνατότητες, εντείνοντας παράλληλα τις ανταγωνιστικές
τους πιέσεις, θα διεκδικήσουν σταδιακά μερίδια αγοράς σε
προϊόντα της μεσαίας τεχνολογίας – όχι μόνο της χαμηλής, όπως μέχρι
σήμερα. Ως εκ τούτου, η ιταλική βιομηχανία θα εκτεθεί περισσότερο στο
μισθολογικό ανταγωνισμό τους – ενώ ως επί μέρους επιχειρήσεις, οι
ιταλικές είναι πολύ μικρές για να ασκήσουν τιμολογιακές πιέσεις, έχοντας
επί πλέον το μειονέκτημα της μειωμένης εγχώριας ζήτησης λόγω της
ύφεσης, στην οποία έχει βυθιστεί η χώρα.
Όσον αφορά την παραγωγικότητα των Ιταλών εργαζομένων (=κόστος
εργασίας ανά μονάδα παραγομένου προϊόντος, από την οποία εξαρτάται η
ισοτιμία του ιταλικού ευρώ σε σχέση με το γερμανικό, το γαλλικό κλπ.),
ήταν ανέκαθεν πιο χαμηλή από τις τέσσερις χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου –
ενώ μετά το 1999 και την υιοθέτηση του ευρώ, η απόσταση διευρύνθηκε
σημαντικά, εις βάρος της Ιταλίας (γράφημα).
Η έξοδος από την κρίση
Περαιτέρω η Ιταλία, όπως και κάθε άλλη χώρα, μπορεί να αντιμετωπίσει τη σημερινή της οικονομική παράλυση – κάτι που φυσικά δεν είναι εύκολο, ενώ προϋποθέτει απαραίτητα την εξής μακροπρόθεσμη στρατηγική:
(α) την αναζωογόνηση της εγχώριας και διεθνούς ζήτησης, καθώς επίσης
(β) τη διαφοροποίηση και την αναβάθμιση της παραγωγικής της δομής, με
καινοτόμες δραστηριότητες και με την ενίσχυση της τεχνολογικής
ανταγωνιστικότητας των εξαγωγών της, για να αποφύγει τον άμεσο
ανταγωνισμό με την Κίνα.
Επομένως θα πρέπει να σταματήσει αμέσως να εφαρμόζει την πολιτική λιτότητας που της επιβάλλεται – παύοντας παράλληλα να διατηρεί χαμηλούς τους πραγματικούς μισθούς των εργαζομένων της.
Αντί αυτού, οφείλει η κυβέρνηση της να επιδιώξει να δώσει μίας σαφή
κατεύθυνση στην οικονομία της χώρας, μεταξύ άλλων με τη βοήθεια
(α) των υψηλότερων δημοσίων επενδύσεων στις υποδομές, στην πράσινη ενέργεια ή στην αποκέντρωση των συστημάτων ενέργειας και μεταφορών, καθώς επίσης(β) με την υιοθέτηση σύγχρονων βιομηχανικών πολιτικών, για την προώθηση της καινοτομίας.
Όλες οι προτάσεις πάντως των Ιταλών
οικονομολόγων επικεντρώνονται στην επίτευξη μίας αυτοσυντηρούμενης
διαδικασίας ανάπτυξης, με γνώμονα τις επενδύσεις και την καινοτομία – η
οποία θα προωθείται από ένα κράτος-επιχειρηματία και θα βασίζεται σε
σχετικά ρυθμισμένες/συντονισμένες σχέσεις εταιρείας/εργατικού δυναμικού.
Σε καμία περίπτωση λοιπόν στις απελευθερωμένες αγορές εργασίας, χωρίς
συλλογικές συμβάσεις και με υπερβολικά ελαστικές εργασιακές σχέσεις που
προτείνουν η Γερμανία και το ΔΝΤ – οι οποίες απειλούν να καταστρέψουν
εντελώς την ιταλική οικονομία, αφού πρόκειται για μία κοινωνία με
εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις/συνήθειες από τις βόρειες χώρες.
Στα πλαίσια αυτά, εάν επιλεχθεί μόνο το πρώτο μέρος της λύσης, η
βραχυπρόθεσμη αναζωογόνηση της εγχώριας ζήτησης που έχει προτείνει η
συγκυβέρνηση της χώρας, μέσω υψηλότερων δημοσίων (καταναλωτικών) δαπανών,
θα επιδεινωθεί αντί να βελτιωθεί η οικονομική κατάσταση της Ιταλίας –
όπως θα συμβεί και στην Ελλάδα, με την αύξηση των μισθών των εργαζομένων
που δεν συνοδεύθηκε από αντίστοιχα μέτρα για τις επιχειρήσεις.
Το μεγάλο πρόβλημα όμως είναι το ότι,
μία τέτοια στρατηγική ανάπτυξης δεν είναι συμβατή ούτε με τους νέους
(γερμανικούς) κανόνες της ΟΝΕ, ούτε με τη διατήρηση της ηρεμίας των
αγορών – οι οποίες υποτίθεται πως φροντίζουν για τη δημοσιονομική πειθαρχία των κρατών της Ευρωζώνης.
Το γεγονός αυτό φάνηκε από τον πρώτο προϋπολογισμό του 2019 που
παρουσίασε η συγκυβέρνηση της Ιταλίας στην Κομισιόν και απορρίφθηκε –
παρά το ότι το ποσοστό του ελλείμματος ήταν κάτω από το όριο της
Συμφωνίας του Μάαστριχτ.
Επίλογος
Ολοκληρώνοντας, εάν η Ιταλία δεν
υιοθετήσει την παραπάνω πολιτική συμβιβαζόμενη με την Κομισιόν, τότε δεν
πρόκειται να ξεφύγει από την κρίση – ενώ η Γερμανία ασφαλώς δεν θέλει
να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα της, αφού τότε θα αντιμετώπιζε προβλήματα η δική της οικονομία που ήδη ευρίσκεται σε ύφεση (ανάλυση).
Το γεγονός αυτό τεκμηριώνεται από την
επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της Ιταλίας που ήδη καθιστά
αδύνατη την επίτευξη των στόχων του προϋπολογισμού που κατέθεσε – αφού δεν θα πετύχει το ρυθμό ανάπτυξης, με τον οποίο υπολογίσθηκε η εξέλιξη των μεγεθών της.
Ως εκ τούτου η συνεχιζόμενη στασιμότητα/ύφεση θα τροφοδοτήσει τις
λαϊκές δυνάμεις δυσαρέσκειας και αντίθεσης με το ευρώ και με την ΕΕ –
κάτι που δεν θα αποσταθεροποιήσει μόνο την ίδια, αλλά επίσης την
Ευρωζώνη.
Με δεδομένο δε το ότι, οι Ιταλοί δεν είναι Έλληνες για να δεχθούν ένα PSI, έχουμε την άποψη πως θα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας – πόσο μάλλον όταν τα κίτρινα γιλέκα
της Γαλλίας έχουν την ίδια ακριβώς άποψη, μη ανεχόμενα τη γερμανική
πολιτική λιτότητας που τους εξαθλιώνει. Η προσέγγιση πάντως της ιταλικής κυβέρνησης με την Κίνα δεν είναι καθόλου τυχαία – οπότε η απειλή για το ευρώ είναι αυτή τη φορά πάρα πολύ μεγάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου