Πέμπτη 16 Μαρτίου 2017

Ρωσία-ΗΠΑ και Ισραήλ σε διπλωματικό σκάκι για τη Μέση Ανατολή.

Γράφει ο Πολυδεύκης
Ειδικός Συνεργάτης του Geopolitics and Daily News 


Κατά την τελευταία συνάντηση του V. PUTIN με τον Τούρκο Πρόεδρο, πολλοί έσπευσαν να δουν συζητήσεις επί των διμερών προβλημάτων στο Αιγαίο, εξοπλισμούς και συμφωνίες για το συριακό. Κάποιες από αυτές τις οπτικές κινούνται στη σφαίρα της φαντασίας, ενώ άλλες αποτελούσαν απλά παράπλευρο πλαίσιο στις ρωσοτουρκικές συνομιλίες.Μεσανατολικό δεν είναι μόνο η Συρία

Το πρόγραμμα του Ρώσου Προέδρου ήταν ιδιαίτερα επιβαρυμένο το τελευταίο χρονικό διάστημα, στη διάρκεια του οποίου διεξήχθη σειρά πυρετωδών επαφών με ξένους αξιωματούχους, όπως με τον ισραηλινό Πρωθυπουργό ΝΕΤΑΝΥΑΗU, τον γερμανό ΥΠΕΞ GABRIEL (μέσω του οποίου απευθύνθηκε πρόσκληση και στην MERKEL να επισκεφθεί τη Ρωσία) και με τον ERDOGAN. Αυτή η κινητικότητα μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένας πολύπλοκος διπλωματικός χορός.

Η άφιξη του Ισραηλινού Πρωθυπουργού (09/03), μια ημέρα πριν τον ερχομό του Τούρκου Προέδρου, στη ρωσική πρωτεύουσα αποδεικνύει πόσο σημαντική θέση κατέχει πλέον η Ρωσία στα στρατηγικά σχέδια του Ισραήλ. Η συμμετοχή της Ρωσίας στις πολεμικές επιχειρήσεις στη Συρία άλλαξε το στρατηγικό περιβάλλον στο οποίο λειτουργούν τα στρατιωτικά αεροσκάφη του Ισραήλ, αφού οι ρωσικές περιπολίες, τα υπερσύγχρονα ραντάρ και τα πυραυλικά συστήματα περιορίζουν την ελεύθερη κυκλοφορία των ισραηλινών αεροσκαφών. Αυτή η πραγματικότητα αποτελούσε κόκκινη γραμμή για το Τελ Αβίβ, επί δεκαετίες, ωστόσο η κατάσταση πλέον έχει αλλάξει άρδην.

Οι στενοί και μακρόχρονοι δεσμοί των δύο κρατών και οι σχέσεις συνεχίζουν στο ίδιο θετικό κλίμα, με τη Μόσχα να αναλαμβάνει πλέον ηγετικό ρόλο, αντικαθιστώντας ή συμπληρώνοντας τις ΗΠΑ στη «διαχείριση κρίσεων» στη Μέση Ανατολή. Η πρόθεσή της να παραμείνει στην περιοχή επεκτείνοντας τις βάσεις της, αλλά και οι σχέσεις με Τουρκία και Ιράν, δημιουργούν στο Τελ Αβίβ την πεποίθηση πως η ρωσική παρουσία θα μπορούσε να προωθήσει τα ισραηλινά συμφέροντα. Σε αυτή την πεποίθηση συμβάλει σημαντικά και ο κυβερνητικός εταίρος στην κυβέρνηση συνεργασίας ΝΕΤΑΝΥΑΗU, LIEBERMAN, o οποίος είναι και ΥΠΕΞ του Ισραήλ.

Το Ισραήλ φαίνεται να αδιαφορεί για το μέλλον του ASAD. Ωστόσο, ανησυχεί για την ασφάλεια στην περιοχή των συνόρων στα Υψώματα του Γ κολάν, ιδίως σε ό,τι αφορά τη διείσδυση εξτρεμιστικών στοιχείων και τρομοκρατών, εξ ου και φέρεται να αναζητά περισσότερες πληροφορίες για τις εκεί δραστηριότητες. Επίσης, ανησυχία υπάρχει και για τις φιλοϊρανικές ομάδες, οι οποίες ενδεχομένως να αναλάβουν τη φύλαξη της μεθορίου, προκαλώντας τυχόν διένεξη μεταξύ Τελ Αβίβ και Τεχεράνης, που ίσως επηρεάσει την όλη κατάσταση κατά μήκος της ακτής της Μεσογείου, έως και τον Λίβανο.

Ο ΝΕΤΑΝΥΑΗU επιδιώκει η σύναψη οποιασδήποτε συμφωνίας να κρατήσει τις φιλοϊρανικές Δυνάμεις -και κατ' επέκταση κάθε μορφής σύγχρονο οπλισμό- μακριά από τα σύνορα του Ισραήλ, ελπίζοντας πως η Μόσχα είναι σε θέση να αναστείλει την αυξανόμενη επιρροή της Τεχεράνης στην περιοχή. O Ισραηλινός Πρωθυπουργός φέρεται να επισήμανε στον Ρώσο Πρόεδρο πως η σουνιτική τρομοκρατία δεν θα πρέπει να αντικατασταθεί με την σιιτική και ότι το Ιράν θα πρέπει να αποκλειστεί, περιορισμένο σε ελάχιστη παρουσία στη Συρία.

Επικουρικά προς τις ισραηλινές θέσεις λειτουργεί και ο κουρδικός παράγοντας με τον οποίο η Ρωσία αυξάνει τη συνεργασία της. O LAHUR TALABANY, κορυφαίος Κούρδος αξιωματούχος Υπηρεσιών Πληροφοριών, έχει δηλώσει ότι αν η «IS» εκδιωχθεί από το προπύργιο της στη Μοσούλη, υφίσταται άλλος ένας κίνδυνος που πολλοί δεν βλέπουν, δηλαδή η σύγκρουση με τη σιιτική πολιτοφυλακή στο μέλλον αν δεν υπάρξει διάλογος με την Βαγδάτη.

Η ισραηλινή διπλωματική κινητικότητα σε Ανατολή και Δύση

Το Ισραήλ επιθυμεί να συμμαχήσει με αραβικές χώρες εναντίον του Ιράν και η νέα αμερικανική Κυβέρνηση υπό τον Πρόεδρο, D. TRUMP, φαίνεται να στηρίζει ακόμη και τη δημιουργία μιας Συμμαχίας, όμοιας με αυτή του ΝΑΤΟ, ενώ στο Παλαιστινιακό, αλλά και στη συνολική πολιτική για τη Μέση Ανατολή, διαφαίνονται μεγάλες αλλαγές.

Σύγχυση προκάλεσε προσφάτως στη Διεθνή Κοινότητα το γεγονός ότι οι ΗΠΑ, υπό την ηγεσία του νέου Προέδρου, D. TRUMP, πιθανότατα δεν επιμένουν πια στη λύση των δύο κρατών, λύση που θα οδηγούσε στην ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων. Ακόμη και ο Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Β. ΝΕΤΑΝΥΑΗU, κατά την επίσκεψη που πραγματοποίησε στα μέσα Φεβρουαρίου στην Washington, δεν θέλησε να δεσμευτεί για τον στόχο αυτό.

Για μεγάλο χρονικό διάστημα, η Διεθνής Κοινότητα επέμενε αποκλειστικά στην συνύπαρξη ενός εβραϊκού κράτους με ένα ανεξάρτητο παλαιστινιακό, θεωρώντας αυτή τη θέση αναφαίρετη βασική προϋπόθεση για μία επιτυχημένη ειρηνευτική διαδικασία. Το γεγονός ότι η Washington πήρε αποστάσεις από το παραπάνω, δίχως να παρουσιάσει κάποιο νέο εναλλακτικό ειρηνευτικό σχέδιο, προκαλεί σύγχυση.

Ο αραβικός παράγοντας απέναντι στη ρωσική και αμερικανική στήριξη του Τελ Αβίβ Ερωτήματα εγείρονται πίσω από τα υπονοούμενα του D. TRUMP και του Β. ΝΕΤΑΝΥΑΗU, όταν αναφέρθηκαν στην επιθυμία αναζήτησης μιας «περιφερειακής λύσης» στη μόνιμη ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη. Το ενδεχόμενο χώρες όπως η Σαουδική Αραβία ή το Κατάρ να δεχθούν κάτι διαφορετικό από τη λύση των δύο κρατών για την επίτευξη της ειρήνης θεωρείται αδιανόητο. Άλλωστε προσφάτως ο Σαουδάραβας ΥΠΕΞ δήλωσε πως η χώρα του επιμένει αμετάβλητα στη λύση των δυο κρατών.

Σε αυτές τις θέσεις δεν επιμένει μόνο η Σ. Αραβία. O ΥΠΕΞ της Αιγύπτου, S. SHOUKRY, έχει διαβεβαιώσει τον Γραμματέα της Εκτελεστικής Επιτροπής της «PLO», S. EREKAT, όταν ο τελευταίος επισκέφτηκε την Αίγυπτο, ότι το Κάιρο υποστηρίζει τα νόμιμα δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού. Ο SHOUKRY τόνισε ότι το Παλαιστινιακό βρίσκεται στις προτεραιότητες της εξωτερικής πολιτικής της Αιγύπτου, μίας χώρας που χρηματοδοτείται από το Riyadh, για αμυντικούς εξοπλισμούς και που διαθέτει πρόσφατα ανεπτυγμένες στενές σχέσεις με το Τελ Αβίβ.

Οι δύο πλευρές συμφώνησαν ότι είναι ση μαντικό να υπάρξει συντονισμός με τη νέα Κυβέρνηση των ΗΠΑ και τον διεθνή παράγοντα για την επανέναρξη των διαπραγματεύσεων Ισραηλινών-Παλαιστινίων έτσι ώστε να προωθηθεί η λύση που προβλέπει την ύπαρξη δύο κρατών και τη δημιουργία ανεξάρτητου παλαιστινιακού κράτους σύμφωνα με τα σύνορα του 1967 και με πρωτεύουσα την Ιερουσαλήμ. Σε αυτό το περίεργο και πολύπλοκο σύμπλεγμα συμπεριλαμβάνεται και η Συνάντηση των ΥΠΕΞ των κρατών-μελών του «ΑΡΑΒΙΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ», στις 07/03/17 στο Κάιρο, όπου υιοθετήθηκε Ψήφισμα, ομόφωνα από τους εκπροσώπους των 22 χωρών-μελών, κατά της μεταφοράς των διπλωματικών αποστολών ή Πρεσβειών στην Ιερουσαλήμ.

Στο κείμενο αναφέρεται χαρακτηριστικά ότι για τον «ΑΡΑΒΙΚΟ ΣΥΝΔΕΣΜΟ», οιαδήποτε εγκατάσταση διπλωματικής αποστολής στην Ιερουσαλήμ ή οιαδήποτε μεταφορά Πρεσβείας σε αυτή την πόλη αποτελεί πλήγμα για τα Δικαιώματα του παλαιστινιακού λαού και όλων των Μουσουλμάνων και Χριστιανών. Ένα τέτοιο μέτρο θα αποτελούσε σοβαρή παραβίαση του Διεθνούς Δικαίου και της τέταρτης Συνθήκης της Γενεύης καθώς και των Ψηφισμάτων του Σ.Α. του ΟΗΕ.

Την ίδια στιγμή, εντύπωση προκαλούν οι προσδοκίες που έχουν οι Σαουδάραβες και οι χώρες του Κόλπου από τον νέο Αμερικανό Πρόεδρο, καθώς θεωρούν θετική την πρόθεση του D. TRUMP να δώσει τέλος στη «φιλική», όπως την χαρακτηρίζουν, πολιτική που άσκησε ο Β. ΟΒΑΜΑ έναντι του Ιράν.


http://adst.org/the-middle-east-cauldron/




Τα αραβικά συμφέροντα εγκατάλειψης των Παλαιστινίων


Αν και εν πολλοίς, η θέση του ηγέτη του σουνιτικού αραβικού πόλου οφείλεται στο Ψήφισμα των ΗΠΑ επί ΟΒΑΜΑ για το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου, αφού οι σχέσεις του πρώην αμερικανού Προέδρου και του ισραηλινού Πρωθυπουργού δεν ήταν και οι καλύτερες, η φιλική στάση προς το νέο Πρόεδρο δείχνει πως οι ΗΠΑ δεν πρόκειται να προχωρήσουν στην δέσμευση που έχει εκφράσει ο D. TRUMP. Άλλωστε όπως έχει αναλυθεί ξανά στο παρελθόν το Ισραήλ έχει να χάσει πολύ περισσότερα από μία τέτοια κίνηση, από όσα δύναται να αποκομίσει διπλωματικά.

Πρόσφατες δηλώσεις Ισραηλινών πολιτικών οδηγούν στο συμπέρασμα ότι πίσω από την προσέγγιση TRUMP και ΝΕΤΑΝΥΑΗU κρύβονται πιθανότατα προθέσεις που θα πρέπει να ληφθούν σοβαρά υπόψη. Στο πλαίσιο αυτό, ο Ισραηλινός ΥΠΑΜ, Α. LIEBERMAN σχολίασε ότι οι μετριοπαθείς σουνιτικές χώρες συνειδητοποίησαν πως ούτε το Ισραήλ, ούτε ο Σιωνισμός, ούτε οι Εβραίοι αποτελούν τη μεγαλύτερη απειλή για αυτές, αλλά το Ιράν.

Εξάλλου και το Ισραήλ θεωρεί το ιρανικό καθεστώς το μεγαλύτερο εχθρό του στην περιοχή. Με βάση την κοινή άποψη που επικρατεί μεταξύ του εβραϊκού κράτους και της Σαουδικής Αραβίας κυρίως, ο Α. LIEBERMAN εκτιμά ότι υπάρχει μία νέα προοπτική ακόμη και για να ξεπεραστούν οι διαφορές που υπάρχουν στο ζήτημα των Παλαιστινίων, κάτι που ενδεχομένως το Τελ Αβίβ αναζητά να εκμεταλλευτεί άμεσα.

O Ισραηλινός Υπουργός Πληροφοριών, Υ. ΚΑΤΖ, δήλωσε προσφάτως ότι η νέα αμερικανική Κυβέρνηση καταβάλλει ήδη ενεργή προσπάθεια για τη βελτίωση των σχέσεων του Ισραήλ με « μετριοπαθείς» σουνιτικές χώρες στην περιοχή, με στόχο τη βελτίωση της προοπτικής που θα οδηγήσει στην ειρήνη μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων.

Κοινό μυστικό εξάλλου είναι το γεγονός ότι μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και άλλων σουνιτικών-αραβικών χωρών και του Ισραήλ επικρατεί από καιρό μία σιωπηρή συνεργασία στον τομέα της άμυνας κατά της ιρανικής επέκτασης στη Μέση Ανατολή, καθώς και κατά της τρομοκρατίας. Ταυτόχρονα, ιδιαίτερα αποτελεσματική αποδείχθηκε η συμμαχία που συνάφθηκε μεταξύ Ισραήλ και Αιγύπτου στον τομέα της Ασφάλειας.

Ο Α. LIEBERIVIAN θεωρεί ότι ήρθε το πλήρωμα του χρόνου για τη δημιουργία μιας ουσιαστικής Ένωσης, μιας συμμαχίας όλων των μετριοπαθών Δυνάμεων στη Μέση Ανατολή κατά της τρομοκρατίας, ασχέτως αν πρόκειται για Μουσουλμάνους, Εβραίους ή Χριστιανούς. Άλλωστε ακόμα και τα οικονομικά συμφέροντα μεταξύ Ισραήλ και Αράβων αρχίζουν να εξομαλύνουν τις σχέσεις τους.

Το Ισραήλ έχει ξεκινήσει τη διακριτική εξαγωγή φυσικού αερίου προς την Ιορδανία -από κοίτασμα στη Μεσόγειο- όπως ανακοίνωσε στις 02/03/17 εκπρόσωπος της «DELEK DRILLING», μίας εκ των εταιρειών της κοινοπραξίας που εκμεταλλεύεται τα ισραηλινά αποθέματα φυσικού αερίου. Η «DELEK DRILLING» διευκρίνισε πως οι εξαγωγές ξεκίνησαν τον Ιανουάριο, προσθέτοντας ότι είναι η πρώτη φορά που το Ισραήλ εξάγει φυσικό αέριο.

Η Ιορδανία, με την οποία επέλεξε να συνεργαστεί ενεργειακά το Ισραήλ, διαδραματίζει ιδιαίτερο ρόλο για τη Μ. Ανατολή. Δεν είναι απλά η πρώτη αραβική χώρα της οποίας ο ηγέτης επισκέφθηκε τις ΗΠΑ επί εποχής TRUMP, αλλά και ο ευρύτερος διπλωματικός ρόλος που έχει αναλάβει. O Βασιλιάς της Ιορδανίας, ΑΒDΑLLΑΗ ΙΙ, δύο εβδομάδες μετά τη συνάντησή του με τον αμερικανό Πρόεδρο, επισκέφθηκε τη Μόσχα, ενώ στη συνέχεια συναντήθηκε με τον Αιγύπτιο Πρόεδρο, Α. ΕL SISI, στο Κάιρο, με αντικείμενο των συνομιλιών τις πρωτοβουλίες οι οποίες πρέπει να αναληφθούν για την άρση του αδιεξόδου που έχει προκύψει στην ειρηνευτική διαδικασία στη Μέση Ανατολή.

Ωστόσο, πέραν του παλαιστινιακού, στη συνάντηση τονίσθηκε η σημασία της κατάπαυσης του πυρός στη Συρία, με στόχο να τερματιστούν τα δεινά του συριακού λαού, να εξασφαλιστεί η εδαφική ακεραιότητα της χώρας και να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά οι τρομοκρατικές οργανώσεις, θέματα που απασχολούν και το Τελ Αβίβ.

Ένα νέο αραβικό αμυντικό σύμφωνο γεννιέται


Στην Washington κυκλοφορούν ήδη φήμες, σύμφωνα με τις οποίες οι ΗΠΑ επεξεργάζονται σχέδιο για τη σύναψη μιας Συμμαχίας -όμοιας με αυτή του NATO- με τις «μετριοπαθείς» αραβικές χώρες. Λόγω του «ενδημικού», όπως χαρακτηρίζεται, μίσους κατά των Εβραίων που επικρατεί στις αραβικές χώρες, το Ισραήλ δεν θα αποτελέσει επισήμως μέλος της Συμμαχίας αυτής, πλην όμως θα συμπεριληφθεί ως σημαντικός υποστηρικτής στον στρατιωτικό τομέα και στον τομέα των Μυστικών Υπηρεσιών.

Άλλωστε, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η Σ. Αραβία έχει φροντίσει για τη χρηματοδότηση χωρών όπως η Αίγυπτος επί του αμυντικού τους προϋπολογισμού. Το Κάιρο με τη σειρά του έχει φροντίσει για την εκτέλεση κοινών αμυντικών ασκήσεων με χώρες που συνεργάζεται ενεργειακά, όπως η Ελλάδα, αλλά και η Ιορδανία (άσκηση «AL AQABA 2016» 5 έως 25 Νοεμβρίου 2016).

Πέραν της κοινής αμυντικής πολιτικής που μπορεί να σχηματισθεί, η ανάπτυξη του ενεργειακού αγωγού μεταξύ Ιορδανίας και Ιράκ αποτελεί μίας πρώτης τάξεως ευκαιρία για την αμυντική θωράκιση ενός μείζονος σημασίας οικονομικού έργου, το οποίο αφορά και το Ισραήλ, μέσω της οικονομικής συμφωνίας που υπεγράφη με την Ιορδανία. Επί της ουσίας, η πρόταση αποτελεί αναβίωση της CENTO, ή αλλιώς γνωστής ως «Σύμφωνο της Βαγδάτης».

Τότε οι αραβικές δυνάμεις που συμμετείχαν ήταν ο αντίπαλος σιιτικός άξονας, Ιράν-Ιράκ μαζί με το Πακιστάν και την Τουρκία υπό την επίβλεψη του Ην. Βασιλείου. Σήμερα η αμυντική πρόταση περιλαμβάνει τον σουνιτικό άξονα υπό την επίβλεψη μίας άλλης ναυτικής δύναμης: των ΗΠΑ.

Τα εμπόδια και η εξήγηση των αμερικανικών σχεδιασμών


Αμφιβολίες εκφράζονται όμως για το πόσο ρεαλιστικό μπορεί να είναι όντως το σχέδιο ενός συμφιλιωμένου μετώπου στον τομέα της άμυνας, από τη μία πλευρά κατά του υποστηριζόμενου από το Ιράν σιϊτικού εξτρεμισμού, και από την άλλη κατά του σουνιτικού τζιχαντισμού. Το γεγονός πως η Σ. Αραβία δεν έχει εγκαταλείψει τον ουαχαμπιτισμό και την ακραία θεοκρατική θεώρησή της δεν αφήνουν πολλές ελπίδες.

Τα περισσότερα από τα παραπάνω αποτελούν πιθανότατα κρυφή επιθυμία της ισραηλινής Εθνικιστικής Δεξιάς, η οποία δεν συμφιλιώθηκε ποτέ με την ιδέα ενός κυρίαρχου παλαιστινιακού κράτους στο πλευρό του Ισραήλ στην εδαφική περιοχή της βιβλικής Ιουδαίας και Σαμάρειας. Η ίδια εκτιμά όμως πως για τις σουνιτικές αραβικές Δυνάμεις είναι τόσο σημαντική η ασφάλεια από τον άσπονδο εχθρό το Ιράν, που φαίνονται διατεθειμένες να θυσιάσουν ακόμη και τις θέσεις τους για την επίλυση του Παλαιστινιακού.

Τη στιγμή που η ισραηλινή θρησκευόμενη Δεξιά προωθεί την προσάρτηση μεγάλου μέρους της Δυτικής Όχθης, ο κοσμικός εθνικιστής, Α. LIEBERMAN, επιθυμεί την εθνοτική διχοτόμηση, η οποία θα συμπεριλαμβάνει τον αποκλεισμό των Ισραηλινών Αράβων από το εβραϊκό κράτος. Αμφότερα τα δύο σενάρια θα μπορούσαν να επιβληθούν μόνο διά της βίας στον παλαιστινιακό-αραβικό πληθυσμό και για να συμφωνήσουν σε ένα τέτοιο σχέδιο οι αραβικές ηγετικές Δυνάμεις, δεν επαρκεί πιθανότατα ούτε ο πανικός που ενδεχομένως να νοιώθουν για την επέκταση της ιρανικής ηγεμονίας στην περιοχή.

O Ισραηλινός Πρωθυπουργός, Β. ΝΕΤΑΝΥΑΗU, δέχεται ολοένα και περισσότερες πιέσεις από τον εθνικιστή-δεξιό κυβερνητικό του σύμμαχο. Αφήνοντας να αιωρείται η εντύπωση πως υπάρχει ένα πραγματικό άνοιγμα πέραν της λύσης των δύο κρατών, αποφεύγει μία ξεκάθαρη απάντηση, επί των ριζοσπαστικών σχεδίων της δεξιάς παράταξης.

Ακόμη μεγαλύτερες αμφιβολίες προκαλεί το ερώτημα αν πίσω από την υποστήριξη της αμερικανικής Κυβέρνησης για το σχέδιο δημιουργίας μιας Συμμαχίας των «μετριοπαθών» στη Μέση Ανατολή, κρύβεται όντως μία καλοζυγισμένη, μελετημένη στρατηγική. Ο ακροδεξιός αμερικανός Πρόεδρος, μπορεί να επιθυμεί να στηρίξει την ακροδεξιά ισραηλινή πτέρυγα, ωστόσο παραμένει αίνιγμα ο τρόπος που η Ρωσία, την οποία ο D. TRUMP επιθυμεί διακαώς να κερδίσει ως σύμμαχό του στον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας, θα ταίριαζε σε μία τέτοια αντι-ιρανική Συμμαχία.

Η στενή συμμαχία της Μόσχας με την Τεχεράνη επέτρεψε να μετατραπεί η Ρωσία του V. PUTIN σε κυρίαρχο παίκτη στη Συρία. O V. PUTIN θα ήθελε πολλαπλά ανταλλάγματα από τον D. TRUMP, που ήδη έχει κατηγορηθεί για «άνθρωπος της Μαντζουρίας», ώστε να εγκαταλείψει την επιτυχή μένη συμμαχία του με την Τεχεράνη. Για ένα τέτοιο ενδεχόμενο δεν θα αρκούσε καν η προσφορά προς τον «σκληρό» του Κρεμλίνου ολόκληρης της Ουκρανίας, άνευ όρων.

Η χρηματοδότηση των ισραηλινών επιχειρημάτων

Παραβλέποντας όμως όλες τις ιδεολογικές ψευδαισθήσεις με τις οποίες «φλερτάρουν» τελευταίως Washington και Τελ Αβίβ, η νέα αμερικανο-ισραηλινή στάση που αφορά στην ειρήνη στη Μέση Ανατολή παραμένει στο επίκεντρο. Υπάρχει κοινή παραδοχή ότι οι προσπάθειες που καταβάλλονται εδώ και πολλά χρόνια για την επίτευξη ειρήνης μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, μέσω των απευθείας διαπραγματεύσεων έχουν αποδειχθεί αποτυχημένες.

Η πολιτική που άσκησε ο Β. ΟΒΑΜΑ, θέτοντας υπό πίεση το Ισραήλ για να προβεί σε παραχωρήσεις και να αναγκαστεί να σταματήσει την εποικιστική του δραστηριότητα, ήταν εξαρχής καταδικασμένη να αποτύχει. Το μόνο που δημιούργησε ήταν ψευδείς προσδοκίες στην παλαιστινιακή ηγεσία, δίνοντάς της επιχειρήματα ώστε να μπορεί να αρνηθεί τη συμμετοχή της σε απευθείας διαπραγματεύσεις με το εβραϊκό κράτος, δίχως προϋποθέσεις. Στην πραγματικότητα, το κυρίως εμπόδιο για ουσιαστικές ειρηνευτικές συνομιλίες δεν ήταν η ισραηλινή εποικιστική δραστηριότητα, αλλά η κακή λειτουργία της παλαιστινιακής ηγεσίας.

Προϋπόθεση για τη λύση των δύο κρατών θα αποτελούσε η υποχώρηση της ηγεσίας στη Ramallah, ήτοι να απαρνηθεί για πάντα τη διεκδίκηση των περιοχών που θεωρεί παλαιστινιακές και οι οποίες θα ανήκαν πλέον οριστικά στο εβραϊκό κράτος. Ακόμη όμως και αν τελικά συμφωνούσε με το παραπάνω ενδεχόμενο, δεν θα μπορούσε να περάσει κάτι τέτοιο στους κόλπους της, καθώς θα είχε να αντιμετωπίσει τη ριζοσπαστική « ΗΑΜΑS», η οποία θα της καταλόγιζε προδοσία.

Ταυτόχρονα, η αντίθεση του Ισραήλ, προς τη « ΗΑΜΑS», φέρνει τη « FATAH », υπό την ηγεσία του Μ. ABBAS, σε ισχυρότερη διπλωματική θέση. Η οργάνωση στηρίζεται απόλυτα από τη Διεθνή Κοινότητα, που σημαίνει «de facto» ότι χρηματοδοτείται από τις ΗΠΑ και την Ε.Ε., με αποτέλεσμα να παραμένει η διχόνοια μεταξύ των δύο κύριων παλαιστινιακών πλευρών. Αυτή τη διχόνοια εκμεταλλεύεται συνεχώς το Τελ Αβίβ, προκειμένου να δικαιολογεί τη θέση του πως η Παλαιστινιακή Αρχή δεν είναι ένας αξιόπιστος εταίρος στις διαπραγματεύσεις, γεγονός που λειτουργεί αποτρεπτικά για οποιαδήποτε ουσιαστική πρόοδο στις συνομιλίες.

Η πικρή αλήθεια για τους αδύναμους Παλαιστινίους

Σε περίπτωση που αλλάξει το σημερινό status quo, η παλαιστινιακή ηγεσία θα πρέπει να αναλάβει από μόνη της την ευθύνη για την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη των εδαφών της. Για τον λόγο αυτό δεν υπάρχει καν πραγματικό ενδιαφέρον να ξεπεραστούν τα προβλήματα που την εμφανίζουν ως το «αιώνιο θύμα». Τοιούτο τρόπο, το σχέδιο της δημιουργίας των δύο κρατών απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από την πραγματικότητα μέχρι που μετατράπηκε σε ένα «εύηχο σύνθημα» μιας ψευδεπίγραφης πραγματικότητας.



Στην πραγματικότητα, ένα παλαιστινιακό κράτος θα μπορούσε να επιβιώσει μόνο αν συμβίωνε παράλληλα με την ισραηλινή οικονομία και κοινωνία, ενώ η προσέγγιση στις οικονομικά σαθρές και ασταθείς γειτονικές χώρες, την Ιορδανία και την Αίγυπτο, δεν θα εξασφαλίσει καμία προοπτική στους Παλαιστινίους, αντιθέτως θα εξυπηρετούσε τη συγχώνευση αυτών από τα δύο αυτά κράτη, προκειμένου να υφαρπάξουν τα πολύτιμα υποθαλάσσια κοιτάσματα και όποιο άλλο πλούτο διέθετε η περιοχή. Κάπως έτσι εξηγείται και το ενδιαφέρον των «προστάτιδων» δυνάμεων για την Παλαιστίνη, η οποία σχεδιάζεται να μετατραπεί σε ένα μη βιώσιμο κράτος.

Οι προϋποθέσεις για την εύρεση πραγματικής λύσης στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διαμάχη, από τη βάση της, Θα είναι εφικτή εφόσον υπάρξει μεταβολή του θεσμικού πλαισίου στην περιοχή. Όταν οι αραβικές χώρες στραφούν σοβαρά προς τον εκσυγχρονισμό και τον εξανθρωπισμό της κοινωνίας τους και απομακρυνθούν από την αντισιωνιστική πολιτική και το λαϊκισμό του αιώνιου ισραηλινού αποδιοπομπαίου τράγου, που χρησιμοποιούν μονίμως για να αποπροσανατολίσουν από τη δική τους αποτυχία, τότε ενδεχομένως και οι Παλαιστίνιοι να οδηγηθούν σε αλλαγή της νοοτροπίας τους.



Η διπλή πρόκληση που προέρχεται από την ιρανική επέκταση και από την τρομοκρατία, ενδεχομένως να δώσει πράγματι στις αραβικές χώρες την αποφασιστική ώθηση προς αυτή την κατεύθυνση. Το παραπάνω αποτελεί όμως μία μακροπρόθεσμη προοπτική και για τον λόγο αυτό εκτιμάται ότι είναι πιθανότερη η αλλαγή της εικόνας του αποδιοπομπαίου τράγου και η μετατόπιση του «κακού» ανατολικότερα, προς την Τεχεράνη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου