Του Χρήστου Διαμαντόπουλου*
Βρισκόμαστε σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας. Την ώρα που οδηγούμαστε προς μία βιώσιμη λύση για τα πυρηνικά του Ιράν, τα γεγονότα στην Ουκρανία οδηγούν και τις δύο πλευρές σε ένα επιζήμιο αδιέξοδο. Γίναμε μάρτυρες των πρώτων ρωσικών αεροπορικών βομβαρδισμών, κατά θέσεων τζιχαντιστών στην Συρία, που άφησαν πίσω τους, 36 νεκρούς (όπως αναφέρεται έως τώρα). Η ρωσική παρέμβαση αυξάνει τον κίνδυνο για περαιτέρω ρήξη με τις Η.Π.Α, όμως την ίδια στιγμή, ενδεχομένως να ανοίγει και ένα δρόμο πιθανής συνεργασίας κατά του ISIS.
Έτσι λοιπόν, προτού στο τιμόνι των Η.Π.Α βρεθεί ένας νέος, πιο επιθετικός Πρόεδρος, και πριν ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο αντιαμερικανισμός στην Ρωσία, ίσως υπάρχει μία ευκαιρία για Ουάσινγκτον και Μόσχα να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα στη σχέση τους.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι μάλλον διαφορετική: καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη να προβεί στις απαραίτητες παραχωρήσεις, ώστε να εκτονωθεί η ένταση και να καλυτερεύσουν οι σχέσεις.
Μόσχα και Ουάσινγκτον έχουν σοβαρές διαφορές, τόσο σε κοινοποιήσιμο, όσο και σε μη κοινοποιήσιμο επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι, δίχως αναθεώρηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας (και ιδίως σε ότι αφορά στον υβριδικό πόλεμο), δεν είναι εύκολη η αποτόνωση των εντάσεων που δημιουργούνται. Ως αποτέλεσμα, ίσως βρισκόμαστε στις αρχές ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Βέβαια, ο ανταγωνισμός ίσως να μην είναι τόσο έντονος, όσο στην «παλαιά» ψυχροπολεμική περίοδο, όμως το αποτέλεσμά του θα είναι η δυσχέρεια στη συνεργασία για την επίλυση ζητημάτων, όπως αυτό του ISIS, της Συρίας και του Ιράν και κατ’ επέκταση, η αστάθεια στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Ιδανική εξέλιξη θα ήταν η συνεργασία των δύο πλευρών για ένα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο (που θα αφορά στη διεθνή τάξη) για την αποφυγή μελλοντικών συγκρούσεων, ιδίως στις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, μία τέτοια συνεργασία φαντάζει απίθανη, καθώς και οι δύο πλευρές δεν δείχνουν διάθεση για δέσμευση. Από τη μία πλευρά, η Ρωσία θα πρέπει να πείσει τις Η.Π.Α και τους Συμμάχους, ότι δεν επιδιώκει περαιτέρω αλλαγές στο status quo, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη σειρά τους, θα πρέπει να δείξουν τη διάθεση για ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Στις διαπραγματεύσεις, τα κράτη μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, όταν αποδεχτούν (αμοιβαία) παραχωρήσεις, προκειμένου να καταδείξουν ότι επιδιώκουν τη συμφωνία. Και εδώ γεννάται το ερώτημα: ποιές παραχωρήσεις πρέπει να γίνουν ώστε να προκύψει μία διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει σε αμοιβαίως αποδεκτό αποτέλεσμα; Η Ρωσία μπορεί να επανορθώσει για τη δράση της στην Κρίμαια – όπου οι Σύμμαχοι βλέπουν μεγάλες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου – είτε αναιρώντας την προσάρτηση (πράγμα ιδιαιτέρως δύσκολο), είτε δημιουργώντας οικονομικά και άλλα κίνητρα στο Κίεβο ώστε να αναγνωρίσει το νέο status quo. Από την άλλη πλευρά, οι Η.Π.Α μπορούν να κάμψουν το ρωσικό φόβο για περικύκλωση από το «νατοϊκό» ζυγό, είτε μέσα από τη δημιουργία ενός νέου υπερ-ευρωπαϊκού οργανισμού – πάνω από το ΝΑΤΟ - για την ασφάλεια, είτε επιβραδύνοντας τη διεύρυνση και αναγνωρίζοντας την ουδετερότητα των κρατών που βρίσκονται στα ρωσικά κράσπεδα.
Ωστόσο, το εσωτερικό πολιτικό κόστος τέτοιων κινήσεων, θα είναι τεράστιο για τους ηγέτες και των δύο πλευρών – αν «τολμήσουν» μία τέτοια διαδρομή επίλυσης των προβλημάτων. Οι δυσκολίες είναι πολύ περισσότερες για την Ρωσία, καθώς το Κρεμλίνο έχει επενδύσει τεράστια πολιτικά και οικονομικά «κεφάλαια» στο ζήτημα «Κριμαία». Στον αντίποδα, μία μετριοπαθής στάση για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η αναγνώριση της ρωσικής σφαίρας επιρροής, φαίνεται μη αποδεκτή στους Αμερικανούς πολιτικούς, αλλά και στους ίδιους τους πολίτες.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να προβεί στους απαραίτητους συμβιβασμούς ώστε να «δουλέψει» η διαπραγμάτευση. Ως αποτέλεσμα, ενδεχομένως να βαίνουμε σε μία νέα ψυχροπολεμική περίοδο, την οποία καμία πλευρά δεν επιθυμεί. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικοί θα καταφέρουν να βρουν το θάρρος για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Και ας μην ξεχνούμε ότι προβλήματα, όπως αυτό της Συρίας, αποτελούν και την πραγματική αιτία για τις ορδές των μεταναστών που κατακλύζουν την Ευρώπη.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου. http://www.onalert.gr/default.php?pname=Article&catid=2&art_id=45243
Βρισκόμαστε σε μία ιδιαίτερα κρίσιμη στιγμή για τις σχέσεις Ηνωμένων Πολιτειών και Ρωσίας. Την ώρα που οδηγούμαστε προς μία βιώσιμη λύση για τα πυρηνικά του Ιράν, τα γεγονότα στην Ουκρανία οδηγούν και τις δύο πλευρές σε ένα επιζήμιο αδιέξοδο. Γίναμε μάρτυρες των πρώτων ρωσικών αεροπορικών βομβαρδισμών, κατά θέσεων τζιχαντιστών στην Συρία, που άφησαν πίσω τους, 36 νεκρούς (όπως αναφέρεται έως τώρα). Η ρωσική παρέμβαση αυξάνει τον κίνδυνο για περαιτέρω ρήξη με τις Η.Π.Α, όμως την ίδια στιγμή, ενδεχομένως να ανοίγει και ένα δρόμο πιθανής συνεργασίας κατά του ISIS.
Έτσι λοιπόν, προτού στο τιμόνι των Η.Π.Α βρεθεί ένας νέος, πιο επιθετικός Πρόεδρος, και πριν ενισχυθεί ακόμη περισσότερο ο αντιαμερικανισμός στην Ρωσία, ίσως υπάρχει μία ευκαιρία για Ουάσινγκτον και Μόσχα να ξεπεράσουν τα αδιέξοδα στη σχέση τους.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι μάλλον διαφορετική: καμία πλευρά δεν είναι έτοιμη να προβεί στις απαραίτητες παραχωρήσεις, ώστε να εκτονωθεί η ένταση και να καλυτερεύσουν οι σχέσεις.
Μόσχα και Ουάσινγκτον έχουν σοβαρές διαφορές, τόσο σε κοινοποιήσιμο, όσο και σε μη κοινοποιήσιμο επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι, δίχως αναθεώρηση στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ασφάλειας (και ιδίως σε ότι αφορά στον υβριδικό πόλεμο), δεν είναι εύκολη η αποτόνωση των εντάσεων που δημιουργούνται. Ως αποτέλεσμα, ίσως βρισκόμαστε στις αρχές ενός νέου Ψυχρού Πολέμου.
Βέβαια, ο ανταγωνισμός ίσως να μην είναι τόσο έντονος, όσο στην «παλαιά» ψυχροπολεμική περίοδο, όμως το αποτέλεσμά του θα είναι η δυσχέρεια στη συνεργασία για την επίλυση ζητημάτων, όπως αυτό του ISIS, της Συρίας και του Ιράν και κατ’ επέκταση, η αστάθεια στη διεθνή τάξη πραγμάτων. Ιδανική εξέλιξη θα ήταν η συνεργασία των δύο πλευρών για ένα κοινώς αποδεκτό πλαίσιο (που θα αφορά στη διεθνή τάξη) για την αποφυγή μελλοντικών συγκρούσεων, ιδίως στις περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ένωσης. Βέβαια, μία τέτοια συνεργασία φαντάζει απίθανη, καθώς και οι δύο πλευρές δεν δείχνουν διάθεση για δέσμευση. Από τη μία πλευρά, η Ρωσία θα πρέπει να πείσει τις Η.Π.Α και τους Συμμάχους, ότι δεν επιδιώκει περαιτέρω αλλαγές στο status quo, ενώ οι Ηνωμένες Πολιτείες με τη σειρά τους, θα πρέπει να δείξουν τη διάθεση για ουσιαστική διαπραγμάτευση.
Στις διαπραγματεύσεις, τα κράτη μπορούν να ξεπεράσουν τις δυσκολίες, όταν αποδεχτούν (αμοιβαία) παραχωρήσεις, προκειμένου να καταδείξουν ότι επιδιώκουν τη συμφωνία. Και εδώ γεννάται το ερώτημα: ποιές παραχωρήσεις πρέπει να γίνουν ώστε να προκύψει μία διαπραγμάτευση που θα οδηγήσει σε αμοιβαίως αποδεκτό αποτέλεσμα; Η Ρωσία μπορεί να επανορθώσει για τη δράση της στην Κρίμαια – όπου οι Σύμμαχοι βλέπουν μεγάλες παραβιάσεις του Διεθνούς Δικαίου – είτε αναιρώντας την προσάρτηση (πράγμα ιδιαιτέρως δύσκολο), είτε δημιουργώντας οικονομικά και άλλα κίνητρα στο Κίεβο ώστε να αναγνωρίσει το νέο status quo. Από την άλλη πλευρά, οι Η.Π.Α μπορούν να κάμψουν το ρωσικό φόβο για περικύκλωση από το «νατοϊκό» ζυγό, είτε μέσα από τη δημιουργία ενός νέου υπερ-ευρωπαϊκού οργανισμού – πάνω από το ΝΑΤΟ - για την ασφάλεια, είτε επιβραδύνοντας τη διεύρυνση και αναγνωρίζοντας την ουδετερότητα των κρατών που βρίσκονται στα ρωσικά κράσπεδα.
Ωστόσο, το εσωτερικό πολιτικό κόστος τέτοιων κινήσεων, θα είναι τεράστιο για τους ηγέτες και των δύο πλευρών – αν «τολμήσουν» μία τέτοια διαδρομή επίλυσης των προβλημάτων. Οι δυσκολίες είναι πολύ περισσότερες για την Ρωσία, καθώς το Κρεμλίνο έχει επενδύσει τεράστια πολιτικά και οικονομικά «κεφάλαια» στο ζήτημα «Κριμαία». Στον αντίποδα, μία μετριοπαθής στάση για τη διεύρυνση του ΝΑΤΟ και η αναγνώριση της ρωσικής σφαίρας επιρροής, φαίνεται μη αποδεκτή στους Αμερικανούς πολιτικούς, αλλά και στους ίδιους τους πολίτες.
Όπως δείχνουν τα πράγματα, καμία από τις δύο πλευρές δεν μπορεί να προβεί στους απαραίτητους συμβιβασμούς ώστε να «δουλέψει» η διαπραγμάτευση. Ως αποτέλεσμα, ενδεχομένως να βαίνουμε σε μία νέα ψυχροπολεμική περίοδο, την οποία καμία πλευρά δεν επιθυμεί. Ας ελπίσουμε ότι οι πολιτικοί θα καταφέρουν να βρουν το θάρρος για την επίλυση όλων των προβλημάτων. Και ας μην ξεχνούμε ότι προβλήματα, όπως αυτό της Συρίας, αποτελούν και την πραγματική αιτία για τις ορδές των μεταναστών που κατακλύζουν την Ευρώπη.
*Ο Χρήστος Διαμαντόπουλος είναι Διδάκτωρ Διεθνών Σχέσεων του Πάντειου Πανεπιστημίου. http://www.onalert.gr/default.php?pname=Article&catid=2&art_id=45243
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου