του Χρήστου
Ντρίτσου
Ήταν κάποτε, όταν ξεσηκώνονταν τα Βαλκάνια για λευτεριά εναντίον των Τούρκων, που η μΑητέρα πατρίδα μάς παρατούσε, προτιμώντας τα νησιά του Αιγαίου. Κι εμείς
οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις μέρες εκείνες. Κι αρπάξαμε τ’ άρματα… Το τι
έγινε, το γράφει η ιστορία…
Ήταν κάποτε, όταν το σατραπικό βασιλικό καθεστώς του
Ζώγκου τράβηξε την μητρική
μας γλώσσα από τα σχολεία. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις μέρες
εκείνες που κλείσαμε τα σχολεία, για την αιτία αυτή, και σηκώσαμε τη φωνή ψηλά. Κι η δυνατή Χάγη μας δικαίωσε.
Ήταν κάποτε , όταν οι Έλληνες φαντάροι φεύγανε για το μέτωπο εναντίον των
Ιταλών φασιστών. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε εκείνες τις μέρες με φωνές και
τραγούδια και τις μανάδες μας να ξενυχτούν πλέκοντας φανέλες και κάλτσες για το
μέτωπο, όπως και τα παιδιά μας που δραπέτευσαν από τον τότε αλβανικό στρατό και
μαζί με πολλούς άλλους ντύθηκαν στο χακί και
τρέξανε για να σηκώσουν κι αυτοί, μαζί με τους άλλους, πιο ψηλά το ΟΧΙ. Και το
κάμανε αθάνατο.
Ήταν κάποτε, όταν αργοπεθαίναμε
στις φυλακές στα χρόνια
της κομμουνιστικής δικτατορίας και ρίχναμε το
βλέμμα πέρα από τα ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε και δεν γονατίσαμε, γιατί πιστεύαμε ακράδαντα
πως κάποια μέρα θα σπάζανε τα δεσμά της υποτίμησης, της πείνας και του
κατατρεγμού. Όπως και έγινε.
Ήταν κάποτε, όταν, τις πρώτες μέρες της μεγάλης
ανατροπής, ήρθαν στα μέρη μας αρχηγοί και μεγιστάνες, ψηλοί και
κοντοί, και μέσα σε ζητωκραυγές και χειροκροτήματα πλήθους κόσμου, μας είπαν
πως τελείωσαν τα βάσανα και μάς κάμανε έκκληση να περάσουμε τα σύνορα και να
πηγαίνουμε στην μητέρα πατρίδα, σαν στο σπίτι μας, για να βγούμε από τη λάσπη
της δικτατορίας. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις μέρες εκείνες των
μεγάλων υποσχέσεων. Και τους ακούσαμε, γιατί πιστεύαμε πως ήταν η φωνή της πατρίδας. Κι άρχισαν από τότε να αδειάζουν
τα χωριά μας απ’ τη νιότη και τη δύναμη. Κι αυτό συνέχισε και συνεχίζει πάνω
από είκοσι χρόνια.
Ήταν κάποτε, όταν
στην ίδια πατρίδα μας μάς φώναζαν “παλιοαλβανοί” και στην Αλβανία
“σκατέλληνες”. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις μέρες εκείνες
της περιφρόνησης κι από τ’ αδέρφια μας και κουνούσαμε το κεφάλι, βρυχιόμασταν
από το θυμό, κι αντέχαμε, όπως αντέχουμε με μερικούς ακόμα και σήμερα. Και θυμούμαστε τα λόγια του καλού πρώην Πρόεδρου της
Δημοκρατίας κ. Στεφανόπουλου, όταν ήρθε στα μέρη μας, να μας λέει πως είμαστε δυο φορές Έλληνες, γιατί φυλάγουμε την Ελλάδα
και ζούμε για την Ελλάδα. Και τον κλείσαμε μέσα στην καρδιά μας.
Ήταν κάποτε, όταν δεν θέλανε να άνοιγαν ελληνικά
σχολεία στις πόλεις του Αργυροκάστρου, Δελβίνου, Αγίων Σαράντα και
Χειμάρρας. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες, δεν ξεχνάμε τις μέρες εκείνες που
σηκώσαμε τη φωνή μας στους δρόμους αυτών των πόλεων για τη μητρική μας γλώσσα,
μη φοβούμενοι τις απειλές και τους ξυλοδαρμούς.
Και κερδίσαμε.
Ήταν κάποτε, όταν φυλακίσανε τους 5
λεβέντες μας μόνον και μόνον
γιατί είναι Έλληνες. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις μέρες εκείνες που τρέξαμε
ομαδικά μέχρι τα Τίρανα και στηρίξαμε τα παλικάρια μας, σηκώνοντας συνάμα τη φωνή μας στους δρόμους και στις πλατείες για να
ακουστεί αυτό παντού στην υφήλιο. Κι αναγκάσαμε “ τους τρανούς» του τόπου που διέταξαν, να τους αποφυλακίσουν και να κάμουν αυτοκριτική δημοσίως.
Ήταν κάποτε, όταν άρχισαν να χορηγούνταν το Ειδικό Δελτίο Ταυτότητας Ομογενούς,
που μικροί και μεγάλοι μας λέγανε και φώναζαν πως χρειαζόταν να είχαμε παραμονή
στην Ελλάδα. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις πιέσεις εκείνες από
παντού για να φεύγαμε από τα μέρη μας. Και τους ακούσαμε. Κι συνέχιζαν ν’ αδειάζουν τα χωριά μας απ΄ τους νιους και τις νιές, απ’ την άνοιξη του τόπου μας.
Ήταν κάποτε, όταν άρχισαν να δίνουν εκείνο το πενιχρό
επίδομα του ΟΓΑ, που μας λέγανε πως έπρεπε να μέναμε στην Ελλάδα. Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε πώς
αφήναμε τα σπίτια μας, τα βουνά και τους κάμπους, τα ιερά και τα όσια και
φεύγαμε, αφήνοντας τα δάκρυά μας να τρέχουν ακουμπώντας και φιλώντας το δοκάρι
της εξώπορτας. Και πάλι τους ακούσαμε,
γιατί νομίζαμε πως μας κλαίγανε το χάλι. Κι
άδειαζαν ξανά τα χωριά μας από τα νιάτα μας.
Ήταν κάποτε, όταν άρχισαν να λένε πως για να έχεις όλα
τα δικαιώματα στην μητέρα πατρίδα, έπρεπε να το δείχναμε με την ψήφο μας, να
γινόμασταν, εμείς οι Έλληνες, και στα χαρτιά
Έλληνες, με παραμονή στην
Ελλάδα. Κι εμείς οι
Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε, τα λοξά κοιτάγματα και περιφρονητικά λόγια μερικών
άρρωστων γραφιάδων. Μα και πάλι τους πιστέψαμε, γιατί μας το ‘λεγαν τ’ αδέρφια
μας. Και ερήμωναν συνεχώς τα χωριά μας.
Ήταν κάποτε, όταν, τώρα πρόσφατα, βγήκαμε στους πλατιούς δρόμους και μεγάλες πλατείες της Ελλάδας και ζητήσαμε τα ψίχουλα ζωής, το πενιχρό επίδομα του ΟΓΑ, που μας το
κόψανε, και οι τρανοί, για να μας καθησυχάσουν, μας υποσχέθηκαν, λέγοντάς μας, να στεκόμαστε δίπλα τους και να τους στηρίζουμε.
Κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν ξεχνάμε τις υποσχέσεις
τους, ευχαριστώντας, συνάμα, μ’ όλη μας την καρδιά, εκείνους που στάθηκαν και
στέκονται δίπλα μας.
Ήταν κάποτε… ναι,
ήταν κάποτε… πολλά ήταν τα “ήταν κάποτε” κι εμείς οι Βορειοηπειρώτες δεν τα
ξεχνάμε ποτέ. Και θα συνεχίζουμε να αντέχουμε και να παλεύουμε, όπως πάντα,
γιατί η πατρίδα μας, που μόνον αυτή ονειρευόμασταν και θυσιάζαμε το
καθετί γι’ αυτή, επί περίπου έναν αιώνα στη σκλαβιά και στην περιφρόνηση, έχει
χάσει τη μνήμη και την αγάπη τής στοργικής μητέρας...