Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2025

Η διαφορετικότητα και ο ρόλος της στον παγκοσμιοποιημένο «ορθοπολιτισμό»

 

    Το φαινόμενο της “διαφορετικότητας”, στην εποχή του παγκοσμιοποιημένου «ορθοπολιτισμού» και του νεοφιλελευθερισμού, φαίνεται πως συνιστά μια μονήρης πράξη, υπό την έννοια ότι λαμβάνει το άτομο ως υπαρξιακά μονοδιάστατο υποκείμενο που δεν σχετίζεται με το υπόλοιπο σύνολο. Η ατομικότητα προβάλλεται ως απόλυτη αξία, όμως όχι μέσα από την ευθύνη και τη συμμετοχή, αλλά μέσα από την αποσύνδεση από κάθε συλλογικό πλαίσιο αναφοράς. Η “διαφορετικότητα” αναγορεύεται σε σχεδόν ιερή κατηγορία, όχι για να ενταχθεί γόνιμα στο κοινό, αλλά για να το υπονομεύσει ως έννοια.

    Η ίδια η έννοια «διαφορετικότητα», ακόμα κι όταν αναφέρεται σε μια ομάδα πληθυσμού, εκφράζεται ως υπόσταση με ακραία περιθωριακή διάθεση που δεν επιδιώκει κάποια συλλογική αναφορά, αλλά την (αυτο)απομόνωση. Δεν λειτουργεί η διαφορετικότητα ως ποιοτικό συστατικό κοινωνικής ύπαρξης (εμείς μέσα στο σύνολο), αλλά ως διακριτή ποσοτικά και ποιοτικά οντότητα, που εκφράζει εξ ορισμού μία εκ διαμέτρου αντίρροπη δύναμη (εμείς απέναντι στους άλλους). Δεν σέβεται η παγκοσμιοποίηση το διαφορετικό, αλλά το υπερτονίζει συγκριτικά, το διογκώνει, το εργαλειοποιεί και τελικά το χρησιμοποιεί ως αιτία σάλευσης της κοινωνικής συνοχής. Η “διαφορά” δεν γίνεται πλούτος, αλλά μόνιμο προσάναμμα διχασμού.

    Υπ’ αυτό το πρίσμα, κάθε μορφή διαφορετικότητας δεν ωθείται στο να διεκδικεί μια θέση σ’ ένα κοινωνικό σύνολο, ώστε να μην περιθωριοποιείται, αλλά στο να προσπαθεί «δικαιωματικά» να κυριαρχήσει μέσα σ’ αυτό με όρους αντεστραμμένης ιεράρχησης: εμείς ως πρότυπα, εμείς ως “προοδευτικοί”, εμείς ως “ανώτερη ηθική μειονότητα” απέναντι στην “οπισθοδρομική πλειονότητα”. Η διαφοροποίηση δεν παρουσιάζεται ως ισότιμη διαφοροποίηση, αλλά ως ηθικά ανώτερη. Σ’ αυτό το πλαίσιο, ο λόγος περί δικαιωμάτων μετατρέπεται συχνά σε διεκδίκηση ηθικής κυριότητας επί του δημόσιου χώρου. Λειτουργεί διαλυτικά, όχι ενωτικά· διεκδικεί να επιβάλει συμβολικά και θεσμικά την ύπαρξή της, όχι απλώς να προστατευθεί από αδικίες.

    Σε υγιείς κοινωνίες, κάθε μορφή διαφορετικότητας (σεξουαλική, εθνοτική, θρησκευτική, ανθρώπων με ειδικές ανάγκες κ.ο.κ.) είναι ανεκτή, επιτρεπτή, συλλογικά αποδεκτή, σεβαστή και με δυνατότητες πρόσβασης ισότιμα σε κάθε μορφή κοινωνικής δραστηριότητας. Η κοινωνία θέτει ένα κοινό πλαίσιο αναφοράς – νόμο, ήθος, ιστορική μνήμη, κοινά σύμβολα – και εντός αυτού αγκαλιάζει τους επιμέρους τρόπους ύπαρξης. Η διαφορετικότητα, όταν γίνεται αντιληπτή ως μέρος του κοινού σώματος, δεν χρειάζεται να κραυγάζει για να υπάρξει, ούτε να διαφημίζεται για να αναγνωριστεί.

    Βασική προϋπόθεση των παραπάνω είναι η συλλογική αναφορικότητα που διατηρεί τη συνέχεια και το αρραγές του συνόλου. Υπό αυτή την προϋπόθεση, η διαφορετικότητα αντιμετωπίζεται ως μέρος του κοινωνικού συνόλου κι όχι ως ξένο σώμα. Το υφιστάμενο αξιακό σύστημα σ’ αυτές τις κοινωνίες εξελίσσεται ομαλά, διατηρώντας τις θεμελιώδεις αρχές του – δικαιοσύνη, αλληλεγγύη, ευθύνη, σεβασμό του άλλου – και φροντίζοντας να εντάξει επιτυχώς σ’ αυτές το σύνολο των ανθρώπων της, ασχέτως του όποιου «διαφορετικού» στοιχείου τους. Το διαφορετικό, μ’ αυτό τον τρόπο, δεν καταντά στοιχείο διαχωρισμού ή περιθωριοποίησης, αλλά γίνεται σημείο συνύπαρξης.

    Σε άρρωστες κοινωνίες, όπως αυτές που παράγει η σύγχρονη παγκοσμιοποίηση, μορφές διαφορετικότητας άλλοτε «διαφημίζονται» και υπερπροβάλλονται σκανδαλωδώς, άλλοτε «δημιουργούνται» εκ του μηδενός, άλλοτε εσκεμμένα διατηρούνται ή/και πολλαπλασιάζονται οι συνθήκες αναπαραγωγής τους, με σκοπό να τεθούν ως θεμέλιο αέναης σύγκρουσης. Γίνονται διαρκές θέμα στα μέσα ενημέρωσης, αντικείμενο πολιτικής μωρολογίας, υλικό για “πολεμική” ρητορική και ιδεολογικό μάρκετινγκ. Δεν επιδιώκεται η ομαλή ένταξη, αλλά η διαρκής πόλωση: «θύματα» εναντίον «θυτών», «προοδευτικοί» εναντίον «σκοταδιστών».

    Παράλληλα, μέσω της συνεχούς επεξεργασίας της κοινής γνώμης, δημιουργούνται συνθήκες προσβολής και ενοχοποίησης της κοινωνικής νόρμας. Ο μέσος άνθρωπος, που προσπαθεί να ζήσει, να εργαστεί, να μεγαλώσει παιδιά, αντιμετωπίζεται συχνά ως ύποπτος προκατάληψης μόνο και μόνο επειδή δεν ανήκει – ή δεν δηλώνει ότι ανήκει – σε κάποιο “ιδιαίτερο” σύνολο. Παράγονται προπαγανδιστικά ενοχικά συμπλέγματα: αν δεν συμμερίζεσαι την υπερπροβολή της “διαφορετικότητας”, τότε είσαι δήθεν εχθρός της ελευθερίας. Στην πραγματικότητα, όμως, η ελευθερία υπονομεύεται όταν παύει να είναι κοινό δικαίωμα και γίνεται προνόμιο ομάδων.

    Σ’ αυτές τις «κοινωνίες» κυριαρχεί η προθετικότητα κατάργησης του υφιστάμενου αξιακού συστήματος και των αρχών που διατηρούν την κοινωνική συνοχή. Αντί για συνοχή, επικρατεί το χάος· αντί για θεσμική συνέχεια, επιβάλλεται μια διαρκής “αποδόμηση”, όπου κανένα σταθερό σημείο αναφοράς δεν επιτρέπεται. Ο νόμος της «ζούγκλας» επιστρέφει μεταμφιεσμένος: ανταγωνισμός όλων εναντίον όλων, τα δικαιώματα του ενός όπλο κατά του άλλου, “αγελαία” συμπεριφορά γύρω από εφήμερες ταυτότητες. Οι ισοπεδωτικές λογικές οδηγούν σε αδυναμία σχηματισμού ομογενών δομικών χαρακτηριστικών – κοινής γλώσσας αξιών, κοινής μνήμης, κοινής συνείδησης. Έτσι, οι κοινωνίες καθίστανται έρμαια κάθε μορφής χειραγώγησης, οικονομικο-πολιτικού ελέγχου και πάσης φύσεως εκμετάλλευσης.

    Στην έννοια της «διαφορετικότητας» που προάγεται από τον σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο «ορθοπολιτισμό», εκτός του ξεκάθαρα αντικοινωνικού χαρακτήρα, κυριαρχεί επιπλέον και μια σοβαρή αντίφαση: ενώ ο «σεβασμός» στις ατομικές διαφορές θεωρείται sine qua non conditio, ο σεβασμός αυτός δεν επεκτείνεται σε επίπεδο συλλογικών ιδιαιτεροτήτων. Η ατομική “ταυτότητα” γίνεται σχεδόν ιερή· η συλλογική ταυτότητα, ύποπτη.

    Για παράδειγμα, οι ξεχωριστές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες, η διαφορετική κουλτούρα που συναντάται σε ένα έθνος, τα διακριτά στοιχεία που καθιστούν έναν λαό μοναδικό – γλώσσα, θρησκεία, ιστορία, ήθη και έθιμα – απορρίπτονται ή υποβαθμίζονται, καθώς θεωρούνται εξ ορισμού “διαλυτικά στοιχεία” των σύγχρονων παγκοσμιοποιημένων κοινωνιών. Οτιδήποτε παραπέμπει σε ιστορική συνέχεια, σε εθνική κυριαρχία, σε πολιτισμική ιδιοπροσωπία, στιγματίζεται ως “εθνικισμός”, “αναχρονισμός”, “κίνδυνος”. Αντίθετα, κάθε ακραία ιδιορρυθμία, όταν παρουσιάζεται ως “δικαίωμα”, γίνεται αποδεκτή και συχνά επιδοκιμάζεται.

    Η αντίφαση αυτή καθιστά έωλη την έννοια της ανεκτικότητας που, υποτίθεται, πρεσβεύει η ατομική διαφορετικότητα, και ταυτόχρονα καταδεικνύει προδήλως την προθετικότητα της σύγχρονης παγκοσμιοποίησης, που δεν είναι άλλη από την ομογενοποίηση των πολιτιστικών στοιχείων. Για να εξαφανιστεί ο ιδιαίτερος πολιτισμός, πρέπει πρώτα να απαξιωθεί ως “αποκλειστικός”. Η πιο αποτελεσματική μέθοδος είναι να αντικατασταθεί από ένα μωσαϊκό ατομικών μικροταυτοτήτων, που δεν συγκροτούν ποτέ κοινό πολιτισμικό υπόστρωμα.

    Η κύρια αυτή προθετικότητα της ομογενοποίησης των πολιτισμικών διαφορών εξηγεί την υπερπροβολή των ατομικών ιδιαιτεροτήτων. Τα άτομα προγραμματίζονται – μέσω εκπαίδευσης, ΜΜΕ, ψηφιακής κουλτούρας – να αναπτύσσουν «άμυνες» απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και τα αξιακά συστήματα που αυτό πρεσβεύει. Εθίζονται να βλέπουν την παράδοση, τη συλλογική μνήμη, την κοινότητα ως “απειλές” για την αυτοπραγμάτωσή τους. Αρνούνται να ενσωματωθούν σ’ αυτές, θεωρώντας μάλιστα την άρνηση αυτή ως μορφή ελευθερίας.

    Με τον τρόπο αυτό, όμως, αδυνατούν να σχηματίσουν σταθερούς δεσμούς με τους συνανθρώπους τους, τους οποίους συχνά αντιμετωπίζουν ως ανταγωνιστές ή ως φορείς “καταπίεσης”. Αυτή η στάση δεν αποτελεί μονάχα στοιχείο κοινωνικής διάλυσης, αλλά στρέφεται και κατά πολλών άλλων συλλογικών εννοιών, όπως αυτή της σχολικής κοινότητας, της ακαδημαϊκής κοινότητας, της εργασιακής κοινότητας, των κοινών ιστορικών διαδρομών, της εθνικής ταυτότητας. Οπουδήποτε εμφανίζεται η λέξη “μαζί”, εμφανίζεται και η υποψία ότι κάτι περιορίζει την ατομική βούληση. Έτσι, δημιουργούμε χαλαρές κοινωνικές δομές όπου η απουσία συμπαγών αξιακών συστημάτων δεν επιτρέπει στις κοινότητες να διεκδικούν τα δίκαιά τους.

    Μοναδικό κοινό στοιχείο παραμένει ένα άναρχο περιβάλλον, αδόμητο, χαώδες, που αποκαλείται «πολυπολιτισμικό», αλλά δεν διαθέτει κανένα πραγματικό κοινό πολιτιστικό ή πολιτισμικό στοιχείο. Πρόκειται για μια ομαδοποίηση ανθρώπων χωρίς κοινά αξιακά συστήματα, χωρίς κοινές πεποιθήσεις, χωρίς κοινή ταυτότητα, χωρίς τίποτε να τους ενώνει ουσιαστικά, άρα χωρίς τίποτε να τους διευκολύνει στη διεκδίκηση κοινών αγαθών. Ο καθένας είναι “κάτι”, αλλά όλοι μαζί δεν είναι τίποτα. Σε μια τέτοια «δομή» μπορείς να είσαι σκλάβος, αλλά να νομίζεις ότι είσαι ελεύθερος, επειδή σου επιτρέπεται ένα όριο ατομικών επιλογών σε ελάχιστα και, πολλές φορές, επουσιώδη ζητήματα – τι θα καταναλώσεις, πώς θα αυτοπαρουσιαστείς, τι “ταυτότητα” θα δηλώσεις.

    Ως συμπέρασμα, οι λεγόμενες “ανοικτές” ή “πολυπολιτισμικές” κοινωνίες, έτσι όπως συγκροτούνται σήμερα, στην πραγματικότητα αντιστρατεύονται θεμελιώδη χαρακτηριστικά του ανθρώπινου “κοινωνείν”, όπως η συνεκτικότητα, η συνέργεια, η ύπαρξη οργανωμένων συλλογικών προτύπων στη βάση μιας διαρκούς αλληλεπίδρασης και αλληλοαναφορικότητας. Αντί για κοινότητα, έχουμε συναθροίσεις· αντί για λαό, έχουμε πληθυσμούς· αντί για πρόσωπα, έχουμε καταναλωτικές μονάδες. Είναι οι κοινωνίες στις οποίες «ο άνθρωπος για τον άνθρωπο είναι λύκος» – όχι πια μόνο με τη μορφή της ωμής βίας, αλλά με τη μορφή μιας θεσμοθετημένης αποσύνδεσης, όπου ο καθένας χάνεται μέσα σε πλήθος “διαφορετικοτήτων”, χωρίς ποτέ να βρίσκει τους αληθινούς του όμοιους.

    primenews.press

    Δεν υπάρχουν σχόλια:

    Δημοσίευση σχολίου