Κυριακή 6 Απριλίου 2025

Ο δρόμος για τη σωτηρία της Ελλάδας είναι μόνο ένας.

 Πέρασαν 15 χρόνια από την αρχή της οικονομικής κρίσης και 13 από τις δίδυμες εκλογές του Μαΐου και Ιουνίου του 2012, μια περίοδος που υπήρξε καθοριστική για το πολιτικό σύστημα της χώρας, το οποίο διασπάστηκε και κατακερματίστηκε.

Ο δικομματισμός που διακυβέρνησε την Ελλάδα για δεκαετίες αντικαταστάθηκε από έναν έντονο πολυκομματισμό, ή μάλλον, έναν πολυκερματισμό, με πολλαπλές πολιτικές δυνάμεις να αναδύονται και να διεκδικούν ρόλο στην κυβερνητική σκηνή.

Θα περίμενε κανείς πως, με την οριστική έξοδο από την κρίση, η οποία σηματοδοτήθηκε και από την αναβάθμιση των ελληνικών ομολόγων στην κατηγορία ΒΒ από τον οίκο Moody’s (παρά την υποδεέστερη αξιολόγηση σε σχέση με πολλές βαλκανικές και πρώην ανατολικές χώρες που διαθέτουν ΑΑ), το πολιτικό σύστημα θα έβρισκε σταδιακά την ισορροπία του. Όμως, αυτό δεν συνέβη. Αντίθετα, ο ελληνικός δικομματισμός δεν επανήλθε όπως αναμενόταν.

Η αναλαμπή του 2019, όταν οι δύο μεγαλύτερες πολιτικές δυνάμεις, η Νέα Δημοκρατία και ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκέντρωσαν από κοινού το 72% των προτιμήσεων των Ελλήνων, αποδείχθηκε μια προσωρινή παρένθεση. Στις εκλογές του 2023, το ποσοστό αυτό μειώθηκε δραματικά στο 57%, αποδεικνύοντας ότι ο δικομματισμός βρισκόταν σε πλήρη κατάρρευση. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, με στρατηγικές που θύμιζαν την πολιτική κατάσταση του 1965, κατάφερε να δημιουργήσει μια “παράγκα” εντός του ΣΥΡΙΖΑ και, εκμεταλλευόμενος τη συνθηκολόγηση και την αδράνεια της ηγεσίας του, μεταμόρφωσε ουσιαστικά το κόμμα του Αλέξη Τσίπρα σε ένα «ιδιόκτητο» εργαλείο της Νέας Δημοκρατίας.

Τα πλήγματα στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, τα οποία προήλθαν από κορυφαία στελέχη του κόμματος κατά την προεκλογική περίοδο του 2023, ήταν εξίσου ισχυρά με τα δηλητηριώδη βέλη που εξαπέλυε η Νέα Δημοκρατία. Ο δημόσιος λόγος του Τσίπρα για τα ζητήματα του παράλληλου νομίσματος, της κατάρρευσης του φράχτη του Έβρου, της αύξησης των εισφορών των ασφαλισμένων και άλλων θεμάτων του σχεδίου «Δήμητρα» και των τηλεοπτικών αδειών, άνοιξε τον δρόμο για τον πρωθυπουργό να διεξάγει μια επιτυχημένη εκστρατεία με χαλαρότητα, ακόμη και από τις σεζλόνγκ των Χανίων.

Το δεύτερο κόμμα της χώρας, ο ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο είχε συγκεντρώσει το 32% των ψήφων το 2019, υπέστη δραματική πτώση στο 17% το 2023, εξαιτίας της «παράγκας» που δημιουργήθηκε στο εσωτερικό του, αλλά και λόγω της ανυπαρξίας στρατηγικής από την ηγεσία του, η οποία παρέμεινε σιωπηλή για κρίσιμα ζητήματα που αφορούσαν τη χώρα. Η απουσία δημόσιων τοποθετήσεων για σημαντικά θέματα, όπως η παράδοση βασικών τομέων της οικονομίας στους ολιγάρχες της διαπλοκής, ο πόλεμος στην Ουκρανία με την Ε.Ε. να ακολουθεί πιστά τις ΗΠΑ και οι αρνητικές εξελίξεις στο ζήτημα των Ελληνοτουρκικών σχέσεων, φαίνεται να αποδυνάμωσαν το κόμμα και να το οδήγησαν σε εκλογική αποτυχία.

Η στρατηγική του Κυριάκου Μητσοτάκη για το «πολίτευμα του ενάμισι κόμματος», όπως την έχει περιγράψει ο αναλυτής που συνδέεται με τον Σημίτη, φάνηκε να δικαιώνεται πανηγυρικά με τα χρόνια. Ουσιαστικά, αυτός ο σχεδιασμός οδήγησε στη δημιουργία ενός νέου τύπου πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα: ενός πολυκερματισμού, που αρχικά πλήγωνε την Αριστερά, αλλά στο τέλος έπληξε και τον ίδιο τον εμπνευστή του, τη Νέα Δημοκρατία και την Κεντροδεξιά γενικότερα.

Ο Μητσοτάκης, με την εξάλειψη της αντιπολίτευσης στο Κοινοβούλιο, απέκτησε αντίπαλο στους δρόμους και τις πλατείες, δηλαδή στην κοινωνία. Η κοινωνική αντιπολίτευση που αναδύθηκε απέναντι στην κυβερνητική στρατηγική αποτελεί μια από τις πιο επικίνδυνες πτυχές της πολιτικής κατάστασης, αφού ο πολυκερματισμός δεν αφορά μόνο τις κομματικές διαφορές, αλλά και τις βαθιές κοινωνικές ρήξεις, οι οποίες αποσταθεροποιούν την ενότητα του λαού.

Ο πολυκερματισμός θεωρείται εθνικά επιζήμιος, καθώς δημιουργεί συνθήκες διχασμού και επιτρέπει στους ξένους παράγοντες να ασκούν μεγαλύτερη επιρροή στην πολιτική ζωή της χώρας μέσω της πολιτικής του «διαίρει και βασίλευε». Αντί να έχουμε έναν ενιαίο πολιτικό χώρο που να εκπροσωπεί την πλειοψηφία των Ελλήνων, βλέπουμε τα κόμματα να αποσυντίθενται και να οδηγούν τη χώρα σε μια κατάσταση όπου η συνεννόηση και η εθνική συναίνεση γίνονται όλο και πιο δύσκολες.

Μάλιστα, αυτή η ρευστοποίηση του πολιτικού σκηνικού φαίνεται να οδηγεί στην πλήρη αδυναμία του δικομματισμού να αναστηθεί, παρά τα θετικά σημάδια που φαίνονταν αρχικά μετά την κρίση. Ο Μητσοτάκης έστησε έναν μηχανισμό εξουσίας που φαίνεται να αποδυναμώνει, καθώς πλέον οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται σε συνεχείς συγκρούσεις, ακόμα και όταν οι προκλήσεις που αντιμετωπίζει η χώρα είναι μεγάλες και επείγουσες.

Η σύγκρουση γύρω από ζητήματα όπως ο γάμος των ομόφυλων ζευγαριών και η πολιτική της κυβέρνησης απέναντι στην εξωτερική επιρροή —και ειδικά οι εντολές των ΗΠΑ— είναι μόνο ένα παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο η πολιτική σκηνή διασπάστηκε, ακόμη και στις πιο θεμελιώδεις αρχές της. Το γεγονός ότι κόμματα που θεωρούνταν παλαιότερα ενωτικά βρίσκονται σε τόσο έντονη αντιπαράθεση, υποδεικνύει την πλήρη αποσύνθεση του κοινοβουλευτικού συστήματος.

Προτίμησε να συμμορφωθεί στις υποδείξεις του διεφθαρμένου κατεστημένου των ΗΠΑ (που διέταξε τη νομοθέτηση όπως ομολόγησε δημοσίως ο ΥΠΕΞ Μπλίνκεν) και να αποκαλύψει τις πραγματικές κόκκινες γραμμές της. Μεταξύ Δημοκρατικών και Ελλήνων πολιτών, η αντιπολίτευση είπε: «Δημοκρατικοί». Αυτή η διαχωριστική γραμμή υπερβαίνει την τομή «σύστημα και αντισύστημα».

Έτσι, τα αξιακά μπλοκ που διαμορφώθηκαν με τις αποχρώσεις τους και τις αποκλίσεις τους ήταν: Τα 2/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ., το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Πλεύση Ελευθερίας και η Νέα Αριστερά, από τη μία, που ψήφισαν υπέρ του γάμου. Το 1/3 της Κοινοβουλευτικής Ομάδας της Ν.Δ., το ΚΚΕ, η Ελληνική Λύση, η ΝΙΚΗ, οι «Σπαρτιάτες» και μερικοί ανεξάρτητοι, από την άλλη. Ο νέος αυτός πολυκερματισμός, που συμπυκνώνεται στις δύο αυτές αντιλήψεις, υπάρχει και σήμερα. Αλλά το κοινοβουλευτικό σύστημα δεν λειτουργεί πλέον.

Η μοναδική λύση για τη χώρα είναι η ενοποίηση των διαφορετικών αντιλήψεων σε δύο μεγάλα πολιτικά μπλοκ. Όχι κόμματα, αλλά ευρύτερα ιδεολογικά σύνολα. Τα κόμματα, ως θεσμοί του κοινοβουλευτικού συστήματος, μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν και να λειτουργούν, αλλά θα πρέπει να δημιουργηθούν δύο ή το πολύ τρία βασικά μπλοκ γύρω από τους οποίους θα συσπειρώνεται ο λαός. Αυτά τα μπλοκ θα στηρίζονται σε δύο υποψήφιους Προέδρους σε ένα προεδρικό, και όχι προεδρευόμενο, κοινοβουλευτικό σύστημα, με τους πολίτες να καλούνται να επιλέξουν ανάμεσα στους υποψηφίους αυτών των δύο κύριων παρατάξεων στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.

Η χώρα δεν μπορεί να αντέξει παραπάνω από δύο βασικές παρατάξεις, οι οποίες θα αναπτύσσουν αντίθετες ιδεολογικές και πολιτικές θέσεις. Η μία παράταξη θα αποτελείται από τους «μεταρρυθμιστές», οι οποίοι θεωρούν τους αντιπάλους τους «εθνολαϊκιστές». Η άλλη παράταξη θα είναι οι «πατριώτες», που από την πλευρά τους χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους τους «εθνομηδενιστές». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η μία παράταξη θα περιλαμβάνει τους «ρεαλιστές», οι οποίοι ενδέχεται να αποκαλούν τους αντιπάλους τους «Ελληνάρες» ή «υπερπατριώτες», ενώ η άλλη παράταξη θα αποτελείται από τους «ρομαντικούς εθνικιστές», οι οποίοι θα χαρακτηρίζουν τους αντιπάλους τους «εθελόδουλους».

Σε αυτό το μοντέλο, ο μεσαίος χώρος ουσιαστικά δεν έχει θέση. Οι δύο κύριες πολιτικές ροές που έχουν διαμορφωθεί στη χώρα, οι «Μαυροκορδάτοι» και οι «Κοραήδες» από τη μία, και οι «Κολοτρώνηδες», «Καποδίστριες» και «Καραϊσκάκηδες» από την άλλη, θα ενδυναμώσουν τη χώρα και θα περιορίσουν την ισχύ των ηγετών μικρών πολιτικών ομάδων και κομμάτων που συχνά είναι εύκολα εξαγοράσιμα από τρίτες δυνάμεις, είτε επιχειρηματικές είτε πολιτικές. Ο σημερινός πολυκερματισμός, που συχνά οδηγεί σε καταστροφικές διασπάσεις, θα αδυνατίσει, επιτρέποντας στους δύο κύριους πόλους να εκπροσωπήσουν τις βασικές κατευθύνσεις της πολιτικής σκηνής.

Αυτή η συσπείρωση γύρω από δύο μεγάλες παρατάξεις θα επιτρέψει τη δημιουργία ενός ενιαίου εθνικού μετώπου που θα αφαιρέσει τη δυνατότητα από ξένους παράγοντες να επηρεάζουν και να διασπούν τη χώρα. Η πολιτική ενότητα θα επιταχύνει την επίτευξη σημαντικών αποφάσεων, οι οποίες, λόγω του πολυκερματισμού, καθυστερούσαν ως τώρα. Πρώτη και κύρια προτεραιότητα, αυτή τη στιγμή, είναι η αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία αποτελεί μια αναγκαία και επιτακτική μεταρρύθμιση για το μέλλον της χώρας. Έχει φτάσει η στιγμή να γίνει αυτό το βήμα.

primenews.press

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου