Γράφει ο Κωνσταντίνος Ι. Βαθιώτης, Καθηγητής Ποινικού Δικαίου – Δικηγόρος Αθηνών
«Όταν λέμε φυλακή, το εννοούμε...!» (Γιώργος Φλωρίδης)
Μετά την ψήφιση του Ν. 5090/2024, με τον οποίο πραγματοποιήθηκαν, ως επί το πλείστον,
απαράδεκτες παρεμβάσεις στον Ποινικό Κώδικα και τον Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, στην εφημερίδα «Η Καθημερινή» (17.3.2024, σελ. 11) δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο «Γιώργος Φλωρίδης: Δεσμοφύλαξ ή θεματοφύλαξ;».Ο συντάκτης του Παύλος Παπαδόπουλος σημειώνει ότι ο νέος Ποινικός Κώδικας θεωρείται αυστηρότατος, η δε αντιπολίτευση κατηγόρησε τον υπουργό για «ποινικό λαϊκισμό», παραλείποντας, ωστόσο, να συμπληρώσει ότι την ίδια μομφή καταλόγισε σε βάρος του σύσσωμη σχεδόν η πανεπιστημιακή κοινότητα και ο δικηγορικός κόσμος της χώρας.
Χωρίς να αντιπαραθέτει κάποιον τεκμηριωμένο αντίλογο στην σοβαρή επιχειρηματολογία της αντίθετης θέσης, ο κ. Φλωρίδης αρκείται να «διαφωνεί με την επιστημονική άποψη πως ο σωφρονισμός όσων διαπράττουν αδικήματα μπορεί να επιτευχθεί με μετατροπή κακουργημάτων σε πλημμελήματα».
Στο ερώτημα αν τώρα θα πρέπει να χτίσουμε καινούργιες φυλακές, η υπουργική απάντηση είναι ότι «σίγουρα θα χρειαστούν μερικές νέες πτέρυγες (και ήδη προετοιμάζονται)», με την επισήμανση ότι:
«η Γερμανία είναι μία από τις χώρες με τους λιγότερους φυλακισμένους ανά 100.000 κατοίκους, γιατί διαθέτει έναν αυστηρότατο ποινικό κώδικα. Όταν ξέρεις ότι θα τιμωρηθείς, δεν διαπράττεις αδικήματα», υποστηρίζει ο κ. Φλωρίδης, ο οποίος «επιμένει στον αποτρεπτικό χαρακτήρα του νέου ποινικού κώδικα».
ΓΕΡΜΑΝΙΚΟΣ ΠΟΙΝΙΚΟΣ ΚΩΔΙΚΑΣ
Πέρα, όμως, από το γεγονός ότι είναι άλλο πράγμα αν ένας Ποινικός Κώδικας προβλέπει αυστηρές ποινές και άλλο αν αυτές επιβάλλονται και εκτελούνται από τον μηχανισμό απονομής της ποινικής δικαιοσύνης, είναι προδήλως ανακριβής ο ισχυρισμός ότι ο γερμανικός Ποινικός Κώδικας είναι αυστηρότατος.
Αρκεί μια ματιά π.χ. στον βιασμό που τελείται χωρίς την συναίνεση του θύματος για να διαπιστώσει ότι ο γερμανικός ΠΚ προβλέπει στο άρ. 177 παρ. 1 ποινή στερητική της ελευθερίας από 6 μήνες έως 5 έτη, ενώ ο ελληνικός προβλέπει στο άρ. 336 παρ. 4 κάθειρξη μέχρι 10 ετών!
Αλλά και η ανθρωποκτονία από αμέλεια τιμωρείται, σύμφωνα με το άρ. 222 γερμανικού Ποινικού Κώδικα, με στερητική της ελευθερίας ποινή από 1 μήνα έως 5 χρόνια, ενώ, σύμφωνα με το άρ. 302 παρ. 1 ελλΠΚ, όπως τροποποιήθηκε με το άρ. 46 Ν. 5090/2024, το κατώτατο όριο της προβλεπόμενης ποινής αυξήθηκε στα 2 έτη.
ΟΣΚΑΡ ΟΥΑΪΛΝΤ
Για να προβληματισθεί βαθιά ο σύγχρονος Νεοέλληνας, που τον ταΐζουν συνεχώς κουτόχορτο, σχετικά με τους ανομολόγητους σκοπούς της παρούσας αυταρχικής-μεταδημοκρατικής κυβέρνησης, η οποία, προκειμένου να καταπολεμήσει το έγκλημα, χορηγεί στους πολίτες της ενσυνείδητα ποινικό φαρμάκι αντί φαρμάκου, δεν υπάρχουν, ίσως, ωραιότερα λόγια από εκείνα που έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ στο δοκίμιό του «Η Ψυχή του Ανθρώπου στο Σοσιαλισμό» (μτφ.: Ολ. Καράγιωργα, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2008, σελ. 46).
«Καθώς κανείς διαβάζει ιστορία, όχι στη διαστρεβλωμένη και λογοκριμένη μορφή που κυκλοφορεί στις γνωστές […] εκδόσεις για παιδιά κι ερασιτέχνες σπουδαστές, αλλά στις πηγές τις αυθεντικές κάθε εποχής, αρρωσταίνει να βλέπει, όχι τα εγκλήματα που έκαναν οι κακοί, αλλά τις τιμωρίες που επέβαλαν οι καλοί· και μια κοινωνία οδηγείται απείρως πιο σταθερά στην αποκτήνωση από την παραδεκτή κι επίσημη άσκηση της τιμωρίας παρά από την κατά καιρούς εκτέλεση του εγκλήματος. Ακολουθεί φυσικά πως όσο πιο συχνή η τιμωρία τόσο πιο συχνό το έγκλημα, και το μεγαλύτερο μέρος της σύγχρονης νομοθεσίας, έχοντας κάνει αυτή τη σίγουρη διαπίστωση, έχει βάλει σα σκοπό τη μείωση της τιμωρίας στο βαθμό που πιστεύει πως μπορεί».
«Όπου κατάφερε να τη μειώσει, το αποτέλεσμα υπήρξε πάντοτε εξαιρετικά καλό. Λιγότερη τιμωρία, λιγότερο έγκλημα. Όταν η τιμωρία θα έχει σταματήσει εντελώς, το έγκλημα ή θα πάψει να υπάρχει ή, αν υπάρξει, θα αντιμετωπισθεί από γιατρούς σα μια πολύ σοβαρή περίπτωση ψυχικής διαταραχής, που θα πρέπει να θεραπευθεί με καλοσύνη και φροντίδα. Γιατί αυτοί που ονομάζονται εγκληματίες στις μέρες μας δεν είναι καθόλου εγκληματίες. Η στέρηση και η πείνα, κι όχι η αμαρτία είναι η πηγή του σύγχρονου εγκλήματος».
ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΑΝΩΛΕΔΑΚΗΣ
Η προσέγγιση του Ουάιλντ για τους πραγματικούς λόγους της εγκληματικότητας αλλά και για την ιδανική εξίσωση «λιγότερη τιμωρία, λιγότερο έγκλημα» συμπίπτει με μια σύντομη αλλά άκρως οξυδερκή ανάλυση που είχε κάνει πριν από πολλά χρόνια σε άρθρο του για την «ποινική καταστολή στην εποχή της παγκοσμιοποίησης» ο αείμνηστος Ιωάννης Μανωλεδάκης, καθηγητής Ποινικού Δικαίου στην Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (Κείμενα, Χορτιάτης 570, τ. 128, Μάρτης 2008, Θεσσαλονίκη 2012, σελ. 95 επ.).
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σημείωνε ο Μανωλεδάκης, είναι η «ολοένα και λιγότερη επέμβαση του κράτους στην παγκοσμιοποιημένη (και παγκοσμιοποιούμενη) οικονομική δραστηριότητα και στον ολοένα και λιγότερο έλεγχο του κράτους στην διευρυνόμενη οικονομική και κοινωνική ανισότητα». Έτσι, παγιώνεται το σύνθημα «λιγότερο κράτος», που στην πράξη σημαίνει «συνεχή συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους» με «αντίστοιχη ενίσχυση της ιδιωτικής (οικονομικής εξουσίας): ιδιωτική ασφάλιση, ιδιωτική εκπαίδευση (και σε πανεπιστημιακό επίπεδο), ιδιωτική ενέργεια, ιδιωτικές συγκοινωνίες, ιδιωτικά λιμάνια».
Ενώ, όμως, το κράτος γίνεται όλο και πιο «λιπόσαρκο» σε κοινωνικοοικονομικό πεδίο, την ίδια στιγμή γίνεται όλο και πιο «παχύσαρκο» στο πεδίο της ποινικής καταστολής. Η αντιθετική αυτή εικόνα του σύγχρονου κράτους σκιαγραφείται μαεστρικά από τον Μανωλεδάκη, ο οποίος σημειώνει:
«Είναι φανερό ότι σ’ αυτή την κατάσταση που ευνοεί και ενισχύει τις κοινωνικές ανισότητες, οι λαοί αντιστέκονται και προσπαθούν να αντιδράσουν. Για να ελεγχθεί η αντίδραση αυτή και να μην οδηγήσει σε ανατροπές της κατεστημένης “τάξης πραγμάτων”, η κρατική εξουσία αντιπαραθέτει τη δική της “νομιμοποιημένη” βία, με αιχμή του δόρατος την ποινική καταστολή. Έτσι, εμφανίζεται το αντιφατικό φαινόμενο της πολιτικής του νεοφιλελευθερισμού: Όσο λιγότερο κράτος στην οικονομία και την κοινωνία, τόσο περισσότερο κράτος (για την εντεινόμενη ποινική καταστολή) απέναντι στη λαϊκή αντίδραση στην ακολουθούμενη από αυτό πολιτική».
Μάλιστα, η διογκωμένη ποινική καταστολή δεν υλοποιείται μόνο με την βίαιη κατάπνιξη των κινητοποιήσεων του διαμαρτυρόμενου πληθυσμού (διά της χρήσεως αστυνομικής βίας και διά της ρίψεως δακρυγόνων, ακόμη και ληγμένων), αλλά και με την εγκληματοποίηση ή την ποινικοποίηση των οχληρών για τον καλπασμό της παγκοσμιοποίησης συμπεριφορών.
Όπως παρατηρεί ο Μανωλεδάκης:
«η αύξηση και η ένταση της ποινικής καταστολής εμπλέκει όλο και περισσότερους ανθρώπους στα “γρανάζια” του ποινικού μηχανισμού, διευρύνει τον κύκλο των “υπόπτων για τέλεση εγκλήματος” πολιτών και γενικεύει την αστυνομική επιτήρηση, όχι με φανερούς αλλά με μυστικούς τρόπους “επί δικαίων και αδίκων”».
Ούτως εχόντων των πραγμάτων, θα μπορούσε βάσιμα να υποστηριχθεί ότι εδώ έχει εφαρμογή η θυμόσοφη λαϊκή ρήση «με ένα σμπάρο, δυο τρυγόνια»: από την μια πλευρά, ωφελούνται τα μέλη της ελίτ, στις οποίες η κρατική εξουσία παραχωρεί, φυσικά όχι χωρίς ανταλλάγματα, την δύναμή της και, από την άλλη πλευρά, αποκτά οργουελικών διαστάσεων ελεγκτική δύναμη επί του πληθυσμού, ο οποίος, λόγω του φόβου του, καθίσταται ευένδοτος στην υποταγή.
«Όσο περισσότερος φόβος, τόσο περισσότερη και πιο γενικευμένη υποταγή στην εξουσία, τόσο λιγότερη αντίδραση στις επιλογές της», γράφει ο Μανωλεδάκης, ο οποίος εφιστά την προσοχή μας στην επικοινωνιακή παγίδα στην οποία συνηθίζει να πέφτει η συμπαγής πλειοψηφία του λαού:
«Η αύξηση και η ένταση της ποινικής καταστολής γενικά έχει τη συγκατάθεση και την επιδοκιμασία της (φιλήσυχης) “κοινής γνώμης”», που πιστεύει ότι έτσι προστατεύονται τα αγαθά μας από τους εγκληματίες.
Ωστόσο, λίγοι συνειδητοποιούν ότι η έλλειψη ασφάλειας δεν οφείλεται στην έλλειψη ισχυρής καταστολής, αλλά στη δραματικά αυξανόμενη κοινωνική ανισότητα, τόσο σε εσωτερικό, όσο και σε διεθνές επίπεδο.
Ακολούθως, ο συγγραφέας διατυπώνει σκέψεις που στην ουσία περιγράφουν το φαινόμενο του «ποινικού λαϊκισμού».
«Η αύξηση και η ένταση της ποινικής καταστολής αποτελεί για την εκάστοτε πολιτική εξουσία ένα καλό “άλλοθι”, προκειμένου να καλύψει την ανικανότητά της στην αντιμετώπιση των σοβαρών κοινωνικών προβλημάτων (ναρκωτικά, βία στα γήπεδα, βία στην οικογένεια, εμπορία ανθρώπων, πορνεία ανηλίκων κ.λπ.)».
Πρόκειται, όμως, όντως για ανικανότητα ή μήπως σκοπίμως αναβάλλεται συνεχώς η θεραπεία όλων αυτών των διαχρονικών κοινωνικών παθογενειών;
Ο Μανωλεδάκης καταλήγει σε ένα συμπέρασμα που από το 2008 μέχρι σήμερα ισχύει χωρίς την παραμικρή απόκλιση:
«Έτσι, βλέπουμε κάθε φορά που ανακύπτει ένα κοινωνικό πρόβλημα και προβάλλεται “φοβικά” από τα Μ.Μ.Ε. να βγαίνει ο εκάστοτε υπουργός δικαιοσύνης και να ανακοινώνει τη θέσπιση νέων ποινικών νόμων, αυστηρότερες ποινές και σκλήρυνση της καταστολής, στέλνοντας ανάλογα μηνύματα αυστηρότητας και προς τους δικαστές».
Αν, λοιπόν, οι Έλληνες διέθεταν μνήμη, δεν θα έπιανε τόπο ο προπαγανδιστικός λαϊκισμός του κ. Φλωρίδη!
Δυστυχώς, τον τελευταίο καιρό ο εν λόγω υπουργός Δικαιοσύνης επιδιώκει να βρίσκεται συνεχώς στο προσκήνιο, πότε με προπαγανδιστικές-ανάλγητες δηλώσεις, μέσω των οποίων προσβάλλει τους χαροκαμένους συγγενείς από την συμφορά των Τεμπών (βλ. το απαράδεκτο σλόγκαν του από το βήμα της Βουλής «όσοι μιλούν για μπαζώματα, είναι για τα μπάζα»1), και πότε με αυταρχικές-αλαζονικές-εκφοβιστικές δηλώσεις του τύπου «με το κράτος, όταν αυτό αποφασίζει να κάνει κάτι δεν μπορεί να τα βάλει κανένας, θα τον ισοπεδώσει»2 ή «όταν λέμε φυλακή, το εννοούμε»3.
Οι συχνές-πυκνές εμφανίσεις του κ. Φλωρίδη, διά των οποίων επιχειρεί να «εμβολιάσει» τους πολίτες με την τρομακτική ιδέα της πραγματικής έκτισης ακόμη και πλημμεληματικών ποινών (truth-in-sentencing legislation), αποτελούν στην πραγματικότητα ένα μέσο πολιτικής πειθούς που αποσκοπεί στην καλλιέργεια της ψευδαίσθησης της αλήθειας (illusion of truth). Έχει αποδειχθεί περίτρανα ότι, όταν κάτι που είναι ψευδές επαναλαμβάνεται σταθερά, ο εγκέφαλος το εισπράτει ως αληθές, σαν μια έγκυρη πληροφορία διασταυρωμένη από ανεξάρτητες πηγές.
Πρόκειται για το γνωστό φαινόμενο στο πεδίο της κοινωνικής ψυχολογίας «επίδραση της απλής έκθεσης στα εξωτερικά ερεθίσματα» (mere exposure effect): Η εξοικείωση γεννά την προτίμηση.
Το φαινόμενο αυτό υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι τείνουν να αναπτύσσουν μια προτίμηση για πράγματα στα οποία εκτίθενται επανειλημμένως. Όταν τα πολιτικά μηνύματα επαναλαμβάνονται με συνέπεια, γίνονται πιο οικεία στους αποδέκτες τους, γεγονός που μπορεί να οδηγήσει σε μια αίσθηση άνεσης και εμπιστοσύνης. Επιπλέον, η επανάληψη μπορεί να ενισχύσει την ευχέρεια των αποδεκτών-πολιτών να επεξεργάζονται τις διάφορες πληροφορίες, συμβάλλοντας με αυτόν τον τρόπο στην αποδοχή των επίμαχων μηνυμάτων αφ’ ενός χωρίς ιδιαίτερη γνωστική ΄προσπάθεια και αφ’ ετέρου υποσυνείδητα.
Επομένως, όσο πιο συχνά ακούνε οι πολίτες τον κ. Φλωρίδη να προσπαθεί να τους πείσει προπαγανδιστικά ότι η πραγματική έκτιση των βραχυχρόνιων ποινών για εγκλήματα ήσσονος απαξίας είναι η μόνη λύση (κατά το προπαγανδιστικό σλόγκαν: There Is No Alternative) για την κοινωνικώς επωφελή μείωση της εγκληματικότητας, θα φθάσουν στο τέλος να χάψουν αυτό το λαϊκiστικό παραμύθι.
ΜΠΑΖ ΝΤΡΑΪΣΙΝΓΚΕΡ
Εις επίρρωσιν όσων τεκμηριώθηκαν παραπάνω, με παραπομπή στα λεγόμενα των Όσκαρ Ουάιλντ και Ιωάννη Μανωλεδάκη4, για την αποδόμηση αυτού του φρικτού επιστημονικού ψέματος, που, δυστυχώς, έγινε νόμος του κράτους, αξίζει να δούμε τι γράφει η καθηγήτρια του John Jay College Μπαζ Ντράισινγκερ (Baz Dreisinger) στο βιβλίο της “Incarceration Nations: A Journey to Justice in Prisons Around the World” (2016, σελ. 19 επ.).
Αναφερόμενη στο σλόγκαν «κάνε το έγκλημα, έκτισε την ποινή σου» (do the crime, do the time), η συγγραφέας σχολιάζει ότι, μέσω αυτού, επιχειρείται να παρουσιασθεί η φυλακή ως μια φυσιολογική συνέπεια των διαπραχθέντων εγκλημάτων, όπως το να χάνει κάποιος την φωνή του είναι συνέπεια του γεγονότος ότι φωνάζει πολύ συχνά (prison is just a normal consequence of wrongdoing, like losing your voice if you yell too often).
Όπως, όμως, σημειώνει η ιδία, η φυλακή αποτελεί μια σχετικά νέα εφεύρεση. Φυλακές υπήρχαν εδώ και αιώνες, αλλά μέχρι τον 19ο αιώνα λειτουργούσαν ως κρατητήρια βραχείας διαρκείας για όσους ανέμεναν να δικασθούν ή για όσους αντιμετώπιζαν ήσσονος απαξίας κατηγορίες. Ο εγκλεισμός στην φυλακή ήταν, επομένως, το μονοπάτι για την δικαιοσύνη, όχι όμως και δικαιοσύνη καθ’ εαυτήν (incarceration was a path to justice as opposed to justice itself).
Προσθέτει δε η Ντράισινγκερ ότι η σύγχρονη φυλακή γεννήθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής κατά την δεκαετία του 1820, όταν ετέθησαν σε εφαρμογή δύο ανταγωνιστικά αμερικανικά μοντέλα. Από την μία πλευρά είχε κτισθεί η φυλακή Eastern State Penitentiary της Φιλαδέλφειας, που αντέγραφε το σύστημα του διαχωρισμού (separate system) του Πανοπτικού του Μπένθαμ, σύμφωνα με το οποίο οι κρατούμενοι βρίσκονταν σε διαρκή απομόνωση.
Από την άλλη πλευρά, λειτουργούσε η φυλακή Auburn της Νέας Υόρκης, η οποία ακολουθούσε το σύστημα της σιωπής (silent system· ονομάζεται και ωβούρνειο σύστημα). Εδώ οι κρατούμενοι εργάζονταν υπό συνθήκες οιονεί εργοστασίου, και, αν μιλούσαν, μαστιγώνονταν ακριβώς όπως οι σκλάβοι.
Από τις ΗΠΑ η φυλακή εξήχθη στην Ευρώπη. Οι διάσημοι, όμως, επισκέπτες των φυλακών, τόσο της Αμερικής όσο και της Ευρώπης, διαπίστωναν ιδίοις όμμασιν την φρίκη που βίωναν οι φυλακισμένοι. Όπως είχε πει χαρακτηριστικά ο Κάρολος Ντίκενς για έναν Αμερικανό κρατούμενο, τον έβλεπε:
«σαν έναν άνθρωπο θαμμένο-ζωντανό, που θα ξεθαφτεί με την πάροδο των ετών και στο μεταξύ θα είναι νεκρός για οτιδήποτε άλλο εκτός από βασανιστικές ανησυχίες και φρικτή απελπισία» (a man buried alive; to be dug out in the slow round of years; and in the mean time dead to everything but torturing anxieties and horrible despair).
Σημειωτέον ότι η μαζική φυλάκιση ξεκίνησε μόλις την δεκαετία του 1970, όταν κηρύχθηκε ο «πόλεμος κατά των ναρκωτικών»· μεταξύ 1990 και 2005, μια νέα φυλακή άνοιγε στις ΗΠΑ κάθε δέκα ημέρες!
Επιπλέον, η Ντράισιγκερ (ό.π., σελ. 24) σημειώνει ότι πολλοί είναι εκείνοι που αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η φυλακή αποδίδει.
Αντιθέτως, ο πληθυσμός των φυλακών στην Αμερική αυξάνεται σταθερά από το 1973 και μετά, χωρίς το στοιχείο αυτό να συσχετίζεται με τα ποσοστά εγκληματικότητας.
Μελέτες από το πεδίο της θεωρίας των πιθανοτήτων και της ψυχολογίας δείχνουν ότι, σε αντίθεση με ό,τι προπαγανδίζει ο κ. Γ. Φλωρίδης:
«η αποτροπή χάρη στην φυλακή είναι μια ψευδαίσθηση (deterrence is an illusion)».
Λίγοι άνθρωποι σταματούν να διαπράττουν εγκλήματα επειδή υπάρχει η φυλακή· η πραγματικότητα της ύπαρξής της δύσκολα υπεισέρχεται στη διαδικασία της σκέψης των εγκληματιών καθώς τελούν τις αξιόποινες πράξεις τους. Όσον αφορά το επιχείρημα της αδρανοποίησης, οι φυλακές λειτουργούν σαν σχολεία εγκλήματος (schools of crime)· παρότι κρατούν τους ανθρώπους κλειδωμένους μακριά από το ευρύ κοινό, τους επιστρέφουν τελικώς στην κοινότητα ως ενισχυμένους εγκληματίες ή/και βαθιά περιθωριοποιημένους, τόσο από κοινωνική όσο και από οικονομική άποψη (further criminalized and/or deeply marginalized, socially and economically).
Επικαλούμενη τις διαπιστώσεις του Αμερικανού καθηγητή Ποινικής Δικαιοσύνης Τοντ Κλίαρ (Todd Clear) που περιέχονται στο βιβλίο του “Imprisoning Communities: How Mass Incarceration Makes Disadvantaged Neighborhoods Worse” (2007), η συγγραφέας εφιστά την προσοχή μας στα εξής:
«Η φυλακή διέλυσε τις οικογένειες, αποδυνάμωσε την ικανότητα των γονέων να ασκούν κοινωνικό έλεγχο, διάβρωσε την δύναμη της οικονομίας, αποθράσυνε την στάση του ατόμου απέναντι στο κοινωνικό σύνολο και διαστρέβλωσε την πολιτική. Έχει αποδειχθεί ότι τα παιδιά ατόμων που βρίσκονται στη φυλακή είναι πιο πιθανό να πάνε και τα ίδια στη φυλακή».
Με αυτά τα δεδομένα, εγείρεται αμείλικτο το εξής ρητορικό ερώτημα:
Μπορούμε πράγματι να τρέφουμε την προσδοκία ότι η κατασκευή τέτοιων πολιτών που θα εκτίουν πραγματικά την ποινή τους ακόμη και για ήσσονος απαξίας εγκλήματα θα παραγάγει ασφαλέστερες κοινότητες; (Can we really expect the manufacturing of such citizens to produce safer communities?). Ή μήπως βρισκόμαστε αντιμέτωποι με μια απειλή βγαλμένη από τα σπλάχνα του Θαυμαστού Ανάποδου Κόσμου;
Σε έναν τέτοιο, σατανικό κόσμο, όποιος, με ψευτολάβαρο την πραγματική έκτιση των ποινών, υπόσχεται ελευθερία, ασφάλεια και δικαιοσύνη δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να ρίχνει στάχτη στα μάτια των πολιτών, οι οποίοι αδυνατούν να δουν την καταστρεπτική πορεία που ακολουθεί το πλοίο των τρελών, καθοδηγούμενο από το αυταρχικό πλήρωμα μιας κρυπτοδικτατορικής κυβέρνησης.
Με δεδομένο ότι σύμβουλος του Κυρ. Μητσοτακη είναι ο Stan Greenberg, ο πανάκριβος επικοινωνιολόγος των Μπιλ Κλίντον και Τόνι Μπλερ5, δεν απαιτείται ιδιαίτερος κόπος για να εξηγηθεί η φυλακολατρεία του κ. Γ. Φλωρίδη.
Stan Greenberg: Ο κοινός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, του Μπιλ Κλίντον και του Τόνι Μπλερ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου