Της Whitney Webb
Μια έκθεση που δημοσιεύθηκε πέρυσι από το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και την Πρωτοβουλία Carnegie για την Πολιτική στον Κυβερνοχώρο, κάνει έκκληση συγχώνευσης των τραπεζών της Wall Street, των ρυθμιστικών αρχών και των υπηρεσιών πληροφοριών, για την αντιμετώπιση μιας υποτιθέμενης επικείμενης κυβερνοεπίθεσης που θα προκαλέσει την κατάρρευση του υπάρχοντος χρηματοοικονομικού συστήματος.
Τον Νοέμβριο του 2020, το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) και η Πρωτοβουλία Carnegie για την Πολιτική στον Κυβερνοχώρο συνέταξαν μια έκθεση η οποία προειδοποιεί ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι όλο και πιο ευάλωτο σε κυβερνοεπιθέσεις. Στους σύμβουλους της ομάδας που συνέταξε την έκθεση WEF-Carnegie συμπεριλαμβάνονται εκπρόσωποι της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, της Κεντρικής Τράπεζας της Αγγλίας, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, γίγαντες της Γουόλ Στριτ όπως η JP Morgan Chase και μεγαθήρια της Σίλικον Βάλλευ όπως η Amazon.
Πιο πρόσφατα,
την περασμένη Τρίτη, ο μεγαλύτερος
οργανισμός ανταλλαγής πληροφοριών του
χρηματοπιστωτικού κλάδου, στα γνωστά
μέλη του οποίου περιλαμβάνονται οι
Bank of America, Wells Fargo και CitiGroup, προειδοποίησε
και πάλι ότι κρατικοί
χάκερς και
εγκληματίες του κυβερνοχώρου είναι
έτοιμοι να συνεργαστούν για να επιτεθούν
στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα
εντός
του επόμενου χρονικού διαστήματος.
Ο διευθύνων σύμβουλος του εν λόγω
οργανισμού με
το όνομα Κέντρο
Ανταλλαγής και Ανάλυσης Πληροφοριών
για
Χρηματοοικονομικές
Υπηρεσίες
(Financial
Services Information Sharing and Analysis Center (FS-ISAC)),
συμπεριλαμβανόταν στους συμβούλους
της ομάδας που συνέταξε την έκθεση
WEF-Carnegie
η οποία εξέφρασε την ίδια προειδοποίηση.
Τέτοιες συντονισμένες προσομοιώσεις και προειδοποιήσεις από όσους κυριαρχούν στο υπάρχον, προβληματικό χρηματοπιστωτικό σύστημα είναι προφανώς ανησυχητικές· ιδιαίτερως επειδή το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ είναι γνωστό για την προσομοίωση Event 201 σχετικά με μια παγκόσμια πανδημία κορονοϊού, που έγινε λίγους μήνες πριν από την κρίση του COVID-19.
Η κρίση του COVID-19 αναφέρεται έκτοτε ως η κύρια δικαιολογία για την επιτάχυνση του «ψηφιακού μετασχηματισμού» του χρηματοοικονομικού και άλλων τομέων, που προωθείται από το φόρουμ και τους εταίρους του εδώ και χρόνια. Η τελευταία πρόβλεψή τους για ένα καταστροφικό συμβάν , μια επίθεση στον κυβερνοχώρο που θα σταματήσει το σημερινό χρηματοπιστωτικό σύστημα και θα προκαλέσει τη συστημική του κατάρρευση, θα αποτελέσει το τελευταίο αλλά απαραίτητο βήμα για την επιθυμητή από το Φόρουμ στροφή προς το ψηφιακό νόμισμα και την αύξηση της παγκόσμιας διακυβέρνησης της διεθνούς οικονομίας.
Δεδομένου
ότι οι εμπειρογνώμονες προειδοποιούν
από την τελευταία παγκόσμια χρηματοπιστωτική
κρίση ότι η κατάρρευση ολόκληρου του
συστήματος ήταν αναπόφευκτη λόγω της
κακοδιαχείρισης των κεντρικών τραπεζών
και της ανεξέλεγκτης διαφθοράς της Wall
Street, μια επίθεση στον κυβερνοχώρο θα
αποτελούσε επίσης το τέλειο σενάριο
για τη διάλυση του σημερινού αποτυχημένου
συστήματος, αφού θα
απάλλασσε τις κεντρικές τράπεζες και
τα διεφθαρμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα
από κάθε ευθύνη. Θα δικαιολογούσε
επίσης τις απίστευτα ανησυχητικές
πολιτικές που προωθεί η έκθεση
WEF-Carnegie, όπως η μεγαλύτερη συγχώνευση
των υπηρεσιών πληροφοριών και των
τραπεζών, για την καλύτερη «προστασία»
της κρίσιμης χρηματοοικονομικής
υποδομής.
Λαμβάνοντας υπόψη το ιστορικό των προηγούμενων προσομοιώσεων και εκθέσεων του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ σχετικά με την κρίση του COVID-19, αξίζει να εξετάσουμε τις προσομοιώσεις, τις προειδοποιήσεις και τις πολιτικές που προωθούν αυτές οι ισχυρές οργανώσεις. Το υπόλοιπο αυτού του άρθρου θα ασχοληθεί με την έκθεση WEF-Carnegie του Νοεμβρίου 2020, ενώ το επόμενο άρθρο που θα ακολουθήσει, θα ασχοληθεί μέ την πιο πρόσφατη έκθεση του FS-ISAC, η οποία δημοσιεύθηκε την περασμένη εβδομάδα. Η προσομοίωση Cyber Polygon 2020 του Παγκόσμιου οικονομικού Φόρουμ, καλύφθηκε λεπτομερώς από το Unlimited Hangout σε προηγούμενο άρθρο.
H Πρωτοβουλία του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ - Carnegie για την Πολιτική στον Κυβερνοχώρο
Η Χορηγία για την Διεθνή Ειρήνη Carnegie (Carnegie Endowment for International Peace ) είναι μία από τις πιο ισχυρές δεξαμενές σκέψεις για την εξωτερική πολιτική στις Ηνωμένες Πολιτείες, με στενούς και μόνιμους δεσμούς με το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ, με πρώην Προέδρους, με μεγάλες αμερικανικές επιχειρήσεις και ολιγάρχες όπως οι Pritzkers των ξενοδοχείων Hyatt. Οι τωρινοί διαχειριστές της χορηγίας περιλαμβάνουν στελέχη της Bank of America και της CitiGroup, καθώς και άλλων σημαντικών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων.
Το 2019, την ίδια χρονιά που έγινε το Event 201, η Χορηγία ξεκίνησε την Πρωτοβουλία για την Πολιτική στον Κυβερνοχώρο με στόχο την δημιουργία μιας «διεθνούς στρατηγικής για την κυβερνοασφάλεια και το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα για την περίοδο 2021-2024». Αυτή η στρατηγική κυκλοφόρησε πριν από λίγους μήνες τον Νοέμβριο του 2020 και σύμφωνα με τη Χορηγία Carnegie, συντάχθηκε από «κορυφαίους εμπειρογνώμονες των κυβερνήσεων, των κεντρικών τραπεζών, του κλάδου και της τεχνικής κοινότητας» προκειμένου να παρέχει μια «μακροπρόθεσμη διεθνή στρατηγική κυβερνοασφαλείας» συγκεκριμένα για το χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Η πρωτοβουλία αυτή αποτελεί απόρροια των προηγούμενων προσπαθειών του Carnegie Endowment για την προώθηση της συγχώνευσης των χρηματοπιστωτικών αρχών, του χρηματοπιστωτικού κλάδου, των υπηρεσιών επιβολής του νόμου και των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας- η προώθηση αυτής τη συγχώνευσης αποτελεί σημαντική σύσταση της έκθεσης του Νοεμβρίου 2020 και ήταν και το συμπέρασμα μιας «συνεδρίασης κορυφής» το 2019 μεταξύ του Carnegie Endowment, του ΔΝΤ και των διοικητών των κεντρικών τραπεζών. Το Carnegie Endowment έχει επίσης συνεργαστεί με το ΔΝΤ, το SWIFT, την Standard Chartered και το FS-ISAC για τη δημιουργία «εργαλείων για την ανάπτυξη ικανοτήτων ανθεκτικότητας στον κυβερνοχώρο» για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, το 2019. Την ίδια χρονιά, το Carnegie Endowment άρχισε επίσης να παρακολουθεί «την εξέλιξη του τοπίου των κυβερνοαπειλών και των περιστατικών που αφορούν χρηματοπιστωτικά ιδρύματα» σε συνεργασία με την BAE Systems, την μεγαλύτερη κατασκευάστρια όπλων του Ηνωμένου Βασιλείου. Σύμφωνα με το Carnegie Endowment, η συνεργασία αυτή συνεχίζεται έως σήμερα.
Τον Ιανουάριο του 2020, οι εκπρόσωποι του Carnegie Endowment παρουσίασαν την Πρωτοβουλία Carnegie για την Πολιτική στον Κυβερνοχώρο, στην ετήσια συνάντηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ. Μετά από αυτή την ετήσια συνάντηση, το Φόρουμ ξεκίνησε την επίσημη συνεργασία του με το Carnegie Endowment σχετικά με αυτή την Πρωτοβουλία.
Οι σύμβουλοι του κοινού πρότζεκτ μετάξυ του Φόρουμ και του Carnegie Endowment, περιλαμβάνουν εκπροσώπους κεντρικών τραπεζών όπως η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα · μερικές από τις πιο διαβόητες τράπεζες της Wall Street, όπως η Bank of America και η JP Morgan Chase · οργανισμούς επιβολής του νόμου όπως η INTERPOL και η Μυστική Υπηρεσία των ΗΠΑ · εταιρικούς γίγαντες όπως η Amazon και η Accenture · και παγκόσμια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα όπως το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και το SWIFT. Στους υπόλοιπους αξιοσημείωτους συμβούλους περιλαμβάνονται ο Jeremy Jurgens, διευθύνων σύμβουλος και επικεφαλής του Κέντρου Κυβερνοασφαλείας του Φόρουμ, ο οποίος ήταν επίσης βασικός παράγοντας της προσομοίωσης Cyber Polygon και ο Steve Silberstein, Διευθύνων Σύμβουλος του Κέντρου Ανταλλαγής και Ανάλυσης Πληροφοριών για τις Χρηματοοικονομικές Υπηρεσίες (FS-ISAC - Financial Services Information Sharing and Analysis Center).
«Όχι εάν, αλλά πότε »
Η έκθεση του Νοεμβρίου 2020 της Πρωτοβουλίας Κυβερνοασφάλειας έχει τίτλο «Διεθνής στρατηγική για την καλύτερη προστασία του χρηματοπιστωτικού συστήματος». Ξεκινά σημειώνοντας ότι το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, όπως και πολλά άλλα συστήματα, «διέρχεται έναν άνευ προηγουμένου ψηφιακό μετασχηματισμό, ο οποίος επιταχύνεται από την πανδημία του κορονοϊού».
Στη συνέχεια προειδοποιεί ότι:
«Κακόβουλοι παράγοντες εκμεταλλεύονται αυτόν τον ψηφιακό μετασχηματισμό και αποτελούν μια αυξανόμενη απειλή για το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τη χρηματοοικονομική σταθερότητα και την εμπιστοσύνη στην ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Οι κακόβουλοι παράγοντες χρησιμοποιούν ηλεκτρονικά μέσα για να κλέψουν, να διαταράξουν ή να απειλήσουν τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, τους επενδυτές και το κοινό. Σε αυτούς τους παράγοντες περιλαμβάνονται όχι μόνο όλο και πιο τολμηροί εγκληματίες, αλλά και κράτη και επιτιθέμενοι (χάκερς) χρηματοδοτούμενοι από κράτη ».
Μετά από αυτήν την προειδοποίηση για «κακόβουλος παράγοντες», η έκθεση σημειώνει ότι «όλο και περισσότερο ανήσυχοι, σημαντικοί άνθρωποι σημαίνουν συναγερμό». Σημειώνει ότι η Κριστίν Λαγκάρντ της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και πρώην διευθύντρια του ΔΝΤ προειδοποίησε τον Φεβρουάριο του 2020 ότι «μια κυβερνοεπίθεση θα μπορούσε να προκαλέσει σοβαρή οικονομική κρίση». Ένα χρόνο πριν, στην ετήσια συνάντηση του Φόρουμ, ο επικεφαλής της κεντρικής τράπεζας της Ιαπωνίας προέβλεψε ότι «η κυβερνοασφάλεια θα μπορούσε να γίνει ο πιο σοβαρός κίνδυνος του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο εγγύς μέλλον». Σημειώνει επίσης ότι το 2019, ο Jamie Dimon της JP Morgan Chase παρομοίως χαρακτήρισε τις κυβερνοεπιθέσεις ως μάλλον «τη μεγαλύτερη απειλή για το χρηματοοικονομικό σύστημα των ΗΠΑ».
Λίγο μετά την προειδοποίηση της Λαγκάρντ, τον Απρίλιο του 2020, το Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Σταθερότητας ισχυρίστηκε ότι «τα διδικτυακά συμβάντα αποτελούν απειλή για τη σταθερότητα του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος» και ότι «ένα μεγάλο διαδικτυακό συμβάν, εάν δεν περιοριστεί σωστά, θα μπορούσε να διαταράξει σοβαρά τα χρηματοπιστωτικά συστήματα, όπως και την κρίσιμη χρηματοοικονομική υποδομή, πράγμα που θα οδηγούσε σε ευρύτερες επιπτώσεις για την χρηματοπιστωτική σταθερότητα. »
Οι συντάκτες της έκθεσης WEF-Carnegie προσθέτουν σε αυτές τις ανησυχίες ότι «η εκμετάλλευση των διαδικτυακών/ηλεκτρονικών τρωτών σημείων θα μπορούσε να προκαλέσει απώλειες στους επενδυτές και στο ευρύ κοινό» και να ζημιώσει σημαντικά την εμπιστοσύνη του κοινού στο τρέχον χρηματοοικονομικό σύστημα. Σημειώνει επίσης, εκτός από το ότι θα επηρεάσει σημαντικά το ευρύ κοινό, η απειλή αυτή θα επηρεάσει τόσο τις χώρες υψηλού εισοδήματος όσο και τις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, πράγμα που σημαίνει ότι ο αντίκτυπός στις μάζες θα έχει παγκόσμια εμβέλεια.
Στη συνέχεια η έκθεση καταλήγει δυσοίωνα στο ότι «ένα πράγμα είναι σαφές: το ζήτημα δεν είναι εάν θα συμβεί ένα σημαντικό συμβάν, αλλά το πότε.»
Διασφαλίζοντας τον έλεγχο του αφηγήματος
Μια άλλη ενότητα της έκθεσης περιγράφει λεπτομερώς τις προτάσεις για τον έλεγχο του αφηγήματος σε περίπτωση που συμβεί μια τέτοια τρομερή κυβερνοεπίθεση. Η έκθεση προτείνει συγκεκριμένα ότι «οι χρηματοπιστωτικές αρχές και ο κλάδος πρέπει να διασφαλίσουν ότι είναι κατάλληλα προετοιμασμένοι για επιχειρήσεις επιρροής και υβριδικές επιθέσεις οι οποίες θα συνδυάζουν επιχειρήσεις επιρροής με κακόβουλες δραστηριότητες hacking» και ότι θα «εφαρμόσουν τα διδάγματα από τις επιχειρήσες επιρροής που στόχευαν τις εκλογικές διαδικασίες, σε πιθανές επιθέσεις στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα».
Στη συνέχεια συστήνει στις «μεγάλες επιχειρήσεις χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, τις κεντρικές τράπεζες και σε άλλες αρχές χρηματοπιστωτικής εποπτείας», εκπρόσωποι των οποίων ήταν σύμβουλοι της έκθεσης WEF-Carnegie, «να προσδιορίσουν ένα μοναδικό σημείο επαφής σε κάθε οργανισμό για την εμπλοκή των πλατφορμών κοινωνικής δικτύωσης για τη διαχείριση κρίσεων».
Οι συγγραφείς της έκθεσης υποστηρίζουν ότι «σε περίπτωση κρίσης», όπως μια καταστροφική κυβερνοεπίθεση στο παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα, «οι εταιρείες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης θα πρέπει να ενισχύσουν γρήγορα την επικοινωνία των κεντρικών τραπεζών» έτσι ώστε οι κεντρικές τράπεζες να μπορούν να «καταρρίψουν τις ψευδείς πληροφορίες» και να «ηρεμήσουν τις αγορές». Αναφέρει επίσης ότι «οι χρηματοπιστωτικές αρχές, οι εταιρείες χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών και οι εταιρείες τεχνολογίας (πιθανώς συμπεριλαμβανομένων και των εταιρειών των κοινωνικών μέσων δικτύωσης) θα πρέπει να αναπτύξουν ένα σαφές σχέδιο επικοινωνιών και ανταπόκρισης που θα εστιάζεται στη γρήγορη αντίδραση.» Ειδικότερα, τόσο το Facebook όσο και το Twitter αναφέρονται στο παράρτημα της έκθεσης ως «ενδιαφερόμενα μέρη του κλάδου - industry stakeholders » που έχουν «δεσμευτεί» στην πρωτοβουλία WEF-Carnegie.
Η έκθεση υποστηρίζει επίσης ότι πρέπει να πραγματοποιηθεί ένας προκαταρκτικός συντονισμός για μια τέτοια κρίση, μεταξύ των τραπεζών και των εταιρειών των κοινωνικών μέσων δικτύωσης, έτσι ώστε και τα δύο μέρη να «προσδιορίσουν τον βαθμό σοβαρότητας μιας κρίσης η οποία θα απαιτούσε ενισχυμένη επικοινωνία». Η έκθεση καλεί επίσης τις εταιρείες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης να συνεργαστούν με τις κεντρικές τράπεζες για να «αναπτύξουν διαδρομές κλιμάκωσης παρόμοιες με εκείνες που αναπτύχθηκαν μετά τις προηγούμενες εκλογικές παρεμβάσεις, όπως έγινε στις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ευρώπη».
Φυσικά, αυτές οι «διαδρομές κλιμάκωσης» περιλάμβαναν εκτεταμένη λογοκρισία στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης. Η έκθεση φαίνεται να το αναγνωρίζει αυτό, καθώς προσθέτει ότι «ο γρήγορος συντονισμός με τις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης είναι απαραίτητος για την οργάνωση της διαγραφής περιεχομένου». Συνεπώς, η έκθεση καλεί τις κεντρικές τράπεζες να συνεργαστούν με τις πλατφόρμες των κοινωνικών μέσων δικτύωσης για να σχεδιάσουν τις απόπειρες λογοκρισίας που θα εφαρμοστούν εάν συμβεί μια αρκετά σοβαρή κρίση στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Όσον αφορά τις «επιχειρήσεις επιρροής», η έκθεση τις χωρίζει σε δύο κατηγορίες· αυτές που στοχεύουν μεμονωμένες εταιρείες και εκείνες που στοχεύουν τις αγορές συνολικά. Όσον αφορά την πρώτη κατηγορία, η έκθεση αναφέρει ότι «οι οργανωμένοι παράγοντες θα διαδώσουν δόλιες φήμες για χειραγώγηση των τιμών των μετοχών και θα αποκομίσουν κέρδη βάσει της τεχνητής μεταβολής της τιμής της μετοχής». Στη συνέχεια προσθέτει ότι, σε αυτές τις επιχειρήσεις επιρροής, «οι εταιρείες και οι εκπρόσωποι διάφορων ομάδων συμφερόντων χρησιμοποιούν προωθητικές καμπάνιες astroturfing, οι οποίες δημιουργούν την ψευδή εντύπωση της λαϊκής υποστήριξης, για να αμαυρώσουν την αξία ενός ανταγωνιστικού εμπορικού σήματος ή προσπαθούν να επηρεάσουν τις αποφάσεις χάραξης πολιτικής με την κατάχρηση των εκκλήσεων για δημόσια σχόλια στο διαδίκτυο». Οι ομοιότητες μεταξύ αυτής της τελευταίας δήλωσης και του φαινομένου με την Wall Street Bets τον Ιανουάριο του 2021, είναι προφανείς.
Όσον αφορά τη δεύτερη κατηγορία «επιχειρήσεων επιρροής», η έκθεση ορίζει ότι αυτές οι επιχειρήσεις είναι «πιθανό να διεξαχθούν από παράγοντες με πολιτικά κίνητρα όπως μια τρομοκρατική ομάδα ή ακόμη και από ένα κράτος». Προσθέτει ότι «αυτό το είδος επιχειρήσεων επιρροής, μπορεί να στοχεύει άμεσα το χρηματοπιστωτικό σύστημα για χειραγώγηση των αγορών, για παράδειγμα διαδίδοντας φήμες για αποφάσεις των κεντρικών τραπεζών που μπορούν να ταρακουνήσουν την αγορα», καθώς και διαδίδοντας «ψευδείς πληροφορίες που δεν σχετίζονται άμεσα με τις χρηματοπιστωτικές αγορές αλλά προκαλούν την αντίδραση των χρηματοπιστωτικών αγορών. »
Δεδομένου ότι η έκθεση αναφέρει ότι η πρώτη κατηγορία των επιχειρήσεων επιρροής ενέχει μικρό συστημικό κίνδυνο, ενώ η δεύτερη «μπορεί να ενέχει συστημικό κίνδυνο», φαίνεται πιθανότερο ότι το γεγονός το οποίο προβλέπει η έκθεση WEF-Carnegie, θα έχει σχέση με τη δεύτερη κατηγορία και θα προκληθεί από μια «τρομοκρατική ομάδα» ή ενδεχομένως από ένα κράτος. Συγκεκριμένα, η έκθεση αναφέρει τη Βόρεια Κορέα ως πιθανό δράστη σε πολλές περιπτώσεις. Αναλύει επίσης την πιθανότητα τα συνθετικά πολυμέσα (synthetic media) ή τα «deepfakes» να χρησιμοποιηθούν σε αυτό το γεγονός που θα καταστρέψει το χρηματοοικονομικό σύστημα, στις αναπτυσσόμενες οικονομίες ή / και στις χώρες υψηλού εισοδήματος που αντιμετωπίζουν οικονομική κρίση.
Μια ξεχωριστή έκθεση του Ιουνίου 2020 από την Πρωτοβουλία WEF-Carnegie, δημοσιεύθηκε συγκεκριμένα για τα deepfakes και το χρηματοπιστωτικό σύστημα, σημειώνοντας ότι τέτοιες επιθέσεις πιθανότατα θα εμφανιστούν κατά τη διάρκεια μιας μεγαλύτερης χρηματοπιστωτικής κρίσης για να «ενισχύσουν» τα βλαπτικά αφηγήματα ή «να προσομοιώσουν την αντίδραση των καταναλωτών εναντίον ενός συγκεκριμένου εμπορικού σήματος.» Προσθέτει ότι «οι εταιρείες, τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα και οι κυβερνητικές ρυθμιστικές αρχές που αντιμετωπίζουν κρίση δημοσίων σχέσεων, είναι ιδιαίτερα ευάλωτες στα deepfakes και τα συνθετικά πολυμέσα».
Υπό το πρίσμα αυτών των δηλώσεων, αξίζει να επισημανθεί ότι οι κακοί παράγοντες του σημερινού συστήματος θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν αυτά τα σενάρια και τις θεωρίες, για να παρουσιάσουν μια πραγματική λαϊκή αντίδραση εναντίον μιας τράπεζας ή μιας εταιρείας, ως μια συνθετική «επιχείρηση επιρροής» που διαπράττεται από «εγκληματίες του κυβερνοχώρου» ή ένα άλλο κράτος. Λαμβάνοντας υπόψη ότι η έκθεση WEF-Carnegie αναφέρεται σε ένα σενάριο παρόμοιο με το περιστατικό της Wall Street Bets τον Ιανουάριο του 2021, δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μια προσπάθεια από την πλευρά των τραπεζιτών, να χαρακτηρίσουν ψευδώς μια μελλοντική λαϊκή αντίδραση ως συνθετική, και ως υπαίτιους μια «τρομοκρατική ομάδα» ή ένα άλλο κράτος.
«Μειώνοντας τον κατακερματισμό»: Συγχώνευση των τραπεζών με τους ρυθμιστικούς φορείς τους και τις μυστικές υπηρεσίες πληροφοριών
Δεδομένου ότι αυτό το καταστροφικό γεγονός που προβλέπουν οι συντάκτες της έκθεσης είναι αναπόφευκτο, είναι σημαντικό να επικεντρωθούμε στις λύσεις που προτείνονται στην έκθεση WEF-Carnegie, καθώς θα είναι άμεσα σχετικές εάν αυτό το γεγονός συμβεί, όπως προβλέπουν το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και το Carnegie Endowment.
Ορισμένες από τις προτεινόμενες λύσεις είναι αναμενόμενες από ένα έγγραφο πολιτικής που σχετίζεται με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, όπως οι εκκλήσεις για αυξημένη συνεργασία μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ο μεγαλύτερος συντονισμός μεταξύ των περιφερειακών και των διεθνών οργανισμών, καθώς και ο αυξημένος συντονισμός μεταξύ των εθνικών κυβερνήσεων.
Ωστόσο, η κύρια «λύση» στο επίκεντρο αυτής της έκθεσης, καθώς και στο επίκεντρο των άλλων εγχειρημάτων της Πρωτοβουλίας WEF-Carnegie, είναι η έκκληση για την συγχώνευση των τραπεζών, των χρηματοοικονομικών αρχών που ουσιαστικά τις εποπτεύουν, των εταιρειών τεχνολογίας και των υπηρεσιών εθνικής ασφάλειας.
Οι συντάκτες της έκθεσης υποστηρίζουν αρχικά ότι η κύρια ευπάθεια του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος επί του παρόντος, είναι «ο υπάρχων κατακερματισμός μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών (stakeholders) και των πρωτοβουλιών» και ότι η άμβλυνση αυτής της απειλής για το παγκόσμιο σύστημα έγκειται στη μείωση αυτού του «κατακερματισμού». Η έκθεση υποστηρίζει ότι ο τρόπος επίλυσης αυτού του ζητήματος απαιτεί μαζική αναδιοργάνωση όλων των «ενδιαφερομένων μερών» μέσω αυξημένου παγκόσμιου συντονισμού. Η έκθεση σημειώνει ότι η «έλλειψη σύνδεσης μεταξύ των κοινοτήτων στους τομείς των χρηματοοικονομικών, της εθνικής ασφαλείας και της διπλωματίας είναι ιδιαίτερα έντονη» και ζητά την πολύ στενότερη αλληλεπίδραση μεταξύ των τριών αυτών τομέων.
Στη συνέχεια δηλώνει ότι:
«Αυτό απαιτεί από τις χώρες όχι μόνο να οργανωθούν καλύτερα σε εσωτερικό επίπεδο αλλά και να ενισχύσουν τη διεθνή συνεργασία ώστε να αμυνθούν, να διερευνήσουν, να διώξουν και ιδανικά να αποτρέψουν μελλοντικές επιθέσεις. Αυτό συνεπάγεται ότι ο χρηματοπιστωτικός τομέας και οι χρηματοπιστωτικές αρχές πρέπει να αλληλεπιδρούν τακτικά με τις αρχές επιβολής του νόμου και άλλες εθνικές υπηρεσίες ασφαλείας με πρωτοφανείς τρόπους, τόσο σε εσωτερικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. »
Στις συστάσεις της έκθεσης περιλαμβάνονται ορισμένα παραδείγματα τέτοιων «πρωτοφανών αλληλεπιδράσεων» μεταξύ των τραπεζών και των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας. Για παράδειγμα, υποστηρίζεται ότι «οι κυβερνήσεις θα πρέπει να χρησιμοποιούν τις μοναδικές δυνατότητες των υπηρεσιών εθνικής ασφαλείας ώστε να βοηθήσουν στην προστασία των υποδομών των χρηματαγορών και των σημαντικών συστημάτων συναλλαγών». Η έκθεση ζητά επίσης «οι υπηρεσίες εθνικής ασφάλειας να συμβουλεύουν τους σημαντικούς παρόχους υπηρεσιών cloud (όπως η Amazon Web Services, η οποία συμμετέχει στην Πρωτοβουλία WEF-Carnegie) ώστε να καθορίζουν πώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η συλλογή πληροφοριών ως βοήθημα για τον εντοπισμό και την παρακολούθηση πιθανών σοβαρών απειλών και για να αναπτύξουν έναν μηχανισμό για την ανταλλαγή πληροφοριών σχετικά με τις επικείμενες απειλές» με τις εταιρείες τεχνολογίας.
Η έκθεση αναφέρει επιπλέον ότι «ο χρηματοπιστωτικός κλάδος πρέπει να στηρίξει τις προσπάθειές για την αποτελεσματικότερη καταπολέμηση του ηλεκτρονικού εγκλήματος, αυξάνοντας για παράδειγμα τη συμμετοχή του στις προσπάθειες επιβολής του νόμου».
Όσον αφορά αυτό το τελευταίο σημείο, υπάρχουν ενδείξεις ότι έχει ήδη ξεκινήσει. Για παράδειγμα, υπήρξαν αναφορές ότι η Bank of America, η δεύτερη μεγαλύτερη τράπεζα στις ΗΠΑ η οποία συμμετέχει στην Πρωτοβουλία WEF-Carnegie και τον FS-ISAC, είχε «ενεργά,αλλά κρυφά εμπλακεί» με τις υπηρεσίες επιβολής του νόμου των ΗΠΑ στην καταδίωξη «πολιτικών εξτρεμιστών», μετά τα γεγονότα της 6ης Ιανουαρίου στο Καπιτώλιο. Έτσι, η Bank of America κοινοποίησε ιδιωτικές πληροφορίες στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση, χωρίς τη γνώση ή τη συγκατάθεση των πελατών της, οδηγώντας τους επικριτές της να την κατηγορήσουν ότι «ενήργησε βασικά ως υπηρεσία πληροφοριών».
Ωστόσο, αναμφισβήτητα το πιο ανησυχητικό μέρος της έκθεσης είναι η έκκληση ένωσης πρώτα του μηχανισμού εθνικής ασφάλειας και του χρηματοοικονομικού κλάδου, η οποία στη συνέχεια θα χρησιμοποιηθεί ώς πρότυπο ώστε να γίνει το ίδιο με τους άλλους τομείς της οικονομίας. Η έκθεση αναφέρει ότι «η προστασία του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να αποτελέσει πρότυπο για άλλους τομείς», προσθέτοντας ότι «η εστίαση στον χρηματοπιστωτικό τομέα αποτελεί την αφετηρία και θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για την καλύτερη προστασία άλλων τομέων στο μέλλον».
Εάν όλοι οι τομείς της οικονομίας συγχωνευτούν και με τις κρατικές υπηρεσίες ασφαλείας, θα δημιουργηθεί αναπόφευκτα μια πραγματικότητα, όπου δεν θα υπάρχει μέρος της καθημερινής ανθρώπινης ζωής που τελικά δεν θα ελέγχεται από αυτές τις δύο πολύ ισχυρές οντότητες. Είναι μια ξεκάθαρη συνταγή για έναν τεχνολογικό φασισμό σε παγκόσμια κλίμακα. Όπως καταδεικνύει η έκθεση WEF-Carnegie, η στρατηγική για τη δημιουργία αυτού του εφιάλτη έχει ήδη χαραχθεί με συντονισμό από τα ίδια τα ιδρύματα, τις τράπεζες και τις κυβερνήσεις, που ελέγχουν επί του παρόντος το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Όχι μόνο αυτό, αλλά - όπως επισημαίνεται στο άρθρο του Unlimited Hangout για την Cyber Polygon - το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ και πολλοί από τους συνεργάτες του, έχουν συμφέρον από τη συστηματική κατάρρευση του τρέχοντος χρηματοπιστωτικού συστήματος. Επιπλέον, πολλές κεντρικές τράπεζες υποστήριξαν προσφάτως νέα συστήματα ψηφιακού νομίσματος, τα οποία μπορούν να υιοθετηθούν ταχέως και μαζικά μόνο εάν το υπάρχον σύστημα καταρρεύσει.
Δεδομένου ότι αυτά τα συστήματα πρόκειται να ενσωματωθούν στις βιομετρικές ψηφιακές ταυτότητες και τα λεγόμενα «διαβατήρια εμβολίων» μέσω της πρωτοβουλίας διαβατηρίων εμβολιασμού του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ και των μεγάλων τεχνολογικών εταιριών, αξίζει να εξεταστεί το χρονοδιάγραμμα της αναμενόμενης εφαρμογής τέτοιων συστημάτων για τον προσδιορισμό του χρονικού σημείου όπου είναι πιθανό να συμβεί αυτό το προβλεπόμενο και δήθεν αναπόφευκτο γεγονός.
Με το νέο χρηματοπιστωτικό σύστημα τόσο βαθιά συνδεδεμένο με αυτές τις προσπάθειες «ταυτοποίησης», μία κυβερνοεπίθεση εναντίον του χρηματοπιστωτικού κλάδου πιθανότατα θα συμβεί σε ένα χρονικό σημείο που θα διευκολύνει καλύτερα την υιοθέτηση του νέου οικονομικού συστήματος και την ενσωμάτωσή του στα συστήματα ταυτοποίησης που τώρα προωθούνται ως «διέξοδος» από τους περιορισμούς που σχετίζονται με τον COVID-19.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου