Οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας- Τουρκίας θα παραμείνουν «μια προσεκτική τρέχουσα ανταλλαγή απόψεων, χωρίς αποτέλεσμα»
Μετά από μήνες υψηλών εντάσεων η Τουρκία και η Ελλάδα δείχνουν έτοιμες να καθίσουν στο τραπέζι για να συζητήσουν τα θέματα που οδήγησαν σε αυτή τη μεγάλη στρατιωτική κλιμάκωση μεταξύ των δύο συμμάχων του ΝΑΤΟ.
Οι «διερευνητικές συνομιλίες», όπως λέγονται, ξεκίνησαν για πρώτη φορά το 2002 και σταμάτησαν τον Μάρτιο του 2016 για να επαναληφθούν σήμερα.
Ο Πρόεδρος Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν ανέστειλε τη διαδικασία όταν η Ελλάδα, επικαλούμενη νομικά ζητήματα, αρνήθηκε να παραδώσει μια μικρή ομάδα Τούρκων αξιωματικών που είχαν φύγει από την Τουρκία και προσγειώθηκαν στην Αλεξανδρούπολη με ελικόπτερο, μετά από το αποτυχημένο πραξικόπημα του Ιουλίου του 2016.
Οι προσδοκίες ήταν χαμηλές κατά τη σημερινή συνάντηση και αυτό έχει να κάνει με τη διαφορά μεταξύ της ατζέντας των θεμάτων προς συζήτηση των δύο πλευρών. Η Ελλάδα επιμένει ότι η οριοθέτηση αποκλειστικών θαλάσσιων οικονομικών ζωνών και η υφαλοκρηπίδα είναι το μόνο ζήτημα προς συζήτηση, την ώρα που η Τουρκία θέτει μια σειρά από ζητήματα όπως η αποστρατικοποίηση των ελληνικών νησιών, τα οποία αποκαλεί «γκρίζες ζώνες» στο Αιγαίο Πέλαγος, το εύρος του ΕΕΧ, έως και τα δικαιώματα της μουσουλμανικής μειονότητας της Ελλάδας στη Θράκη, την οποία η Τουρκία βαφτίζει τουρκική.
Αυτή η πρώτη συνάντηση των αντιπροσωπειών των δύο χωρών που πραγματοποιήθηκε μετά από 4 χρόνια και είναι σημαντική υπό την έννοια ότι κάθε πλευρά πιάνει τον παλμό της άλλης, γεγονός που θα σηματοδοτήσει τη μελλοντική πορεία των συνομιλιών.
Δεν θα είναι μια εύκολη διαδικασία, και η Άγκυρα και η Αθήνα το γνωρίζουν.
Για εμάς, οι πολιτικές εντάσεις με την Τουρκία κλιμακώθηκαν στις αρχές του 2019, όταν ο Ερντογάν ξεκίνησε το λεγόμενο δόγμα «Γαλάζια Πατρίδα», που σχεδιάστηκε από μια ομάδα υπερεθνικιστικών, πρώην στρατιωτικών αξιωματούχων.
Το δόγμα προβλέπει την επέκταση των περιοχών γεωγραφικού ελέγχου και επιρροής της Τουρκίας πέρα από τα σημερινά σύνορά της, ώστε να καταπατήσει εκείνες της Ελλάδας και της Κύπρου.
Από τις αρχές του 2019, οι στρατιωτικές εντάσεις έχουν ενταθεί σε μια μεγάλη ναυτική ζώνη που εκτείνεται μέχρι την Κύπρο από τη νοτιοδυτική πλευρά της Κρήτης, η οποία εμπεριέχει το Καστελόριζο, "ένα μικρό ελληνικό νησί ακριβώς έξω από τις νότιες ακτές της Τουρκίας", όπως το περιγράφουν οι Τούρκοι.
Η τουρκική συμφωνία με την κυβέρνηση της Λιβύης στην Τρίπολη για τον προσδιορισμό νέων θαλάσσιων συνόρων στη Μεσόγειο έχει αναστατώσει τις γεωγραφικές ισορροπίες, εξόργισε την Ελλάδα, αφού δεν έλαβε υπόψιν της τα νησιά της.
Καθώς η πολιτική αντιπαράθεση μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας κλιμακώθηκε, προκάλεσε ένα ντόμινο βημάτων και μέτρων εντός της ΕΕ και στην Ουάσιγκτον.
Πιθανές κυρώσεις και από την ΕΕ κρέμονται τώρα πάνω από την κυβέρνηση Ερντογάν.
Εν τω μεταξύ, οι ΗΠΑ εδραίωσαν την παρουσία τους στην Κρήτη και γύρω από την Αλεξανδρούπολη, εμποδίζοντας την Άγκυρα να εντείνει μια κρίση που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ανοιχτή στρατιωτική αντιπαράθεση.
Υπάρχουν κάποιες μικρές ελπίδες ότι οι διερευνητικές συνομιλίες θα μπορούσαν να μετατραπούν σε μια ουσιαστική διαδικασία. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Τουρκία έχουν ισχυρά τακτικά συμφέροντα για να τα συνεχίσουν.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στην Αθήνα, απογοητευμένη από αυτό που θεωρεί αδύναμη ή ανεπαρκή υποστήριξη από τους εταίρους της ΕΕ - ειδικά τη Γερμανία και την Ισπανία - και τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ, πρέπει τώρα να δείξει ότι είναι υπέρ ενός πολιτισμένου διαλόγου, μέχρι ο Μπάιντεν να αρχίσει να "αποκαθιστά το νόμο και την τάξη" στην περιοχή. Στοχεύει να κερδίσει χρόνο.
Υπάρχει βαθιά απογοήτευση μεταξύ του Μπάιντεν και της ομάδας του για τη συμπεριφορά της κυβέρνησης Ερντογάν. Αυτό δεν είναι μυστικό, ιδίως μετά την αγορά από την Τουρκία των ρωσικών πυραύλων S-400.
Ο Ερντογάν δεν έχει ούτε έναν πολιτικό υποστηρικτή στην Ουάσινγκτον μετά την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ. Επομένως, δεν είναι πλέον θέμα αν, αλλά το πότε οι Ηνωμένες Πολιτείες θα επιβάλλουν επιπλέον κυρώσεις στην Άγκυρα.
Οι πολιτικές ισορροπίες στην ΕΕ σχετικά με πιθανές κυρώσεις εναντίον της Τουρκίας, που πρόκειται να συζητηθούν τον Μάρτιο, παραμένουν ευαίσθητες.
Ενώ η Γαλλία και ακόμη και η Γερμανία, η οποία προσπάθησε να μεσολαβήσει μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας, τάσσονται υπέρ της διατήρησης κυρώσεων ως σοβαρής επιλογής, η Ισπανία, η Μάλτα και η Ιταλία αντιτίθενται σε αυτές.
Ο Ερντογάν, δεδομένης της τεράστιας οικονομικής κρίσης που αντιμετωπίζει η Τουρκία για την οποία είναι υπεύθυνος ο ίδιος, θα επιδιώξει να αποφύγει ή τουλάχιστον να καθυστερήσει όσο το δυνατόν περισσότερο οποιαδήποτε ανοιχτή αντιπαράθεση με την ΕΕ.
Ο Ερντογάν δεν έχει άλλη επιλογή από το να αποδεχτεί τις συστάσεις των στενών εμπιστευτικών του, όπως ο υπουργός Άμυνας Χουλούσι Ακάρ και ο κύριος σύμβουλος Ιμπραήμ Καλίν, ότι η Τουρκία πρέπει να δείξει ότι είναι πρόθυμη να διαπραγματευτεί.
Αλλά είναι διάλογος, τίποτα περισσότερο. Ενώ η τύχη των διαπραγματεύσεων θα εξαρτηθεί από την τακτική των δύο πλευρών, οι κύριες παράμετροι, τις οποίες μερικοί σημαντικοί παράγοντες στην ΕΕ δέχτηκαν κυνικά, παραμένουν αμετάβλητες.
Για τον Ερντογάν, μια επιθετική εξωτερική πολιτική είναι απαραίτητη για την πολιτική του επιβίωση και η ιστορία μας λέει ότι μόλις αρχίσει ένας ηγέτης σε ένα τέτοιο μονοπάτι, είναι σχεδόν αδύνατο να κάνει στροφή.
Οι διερευνητικές συνομιλίες Ελλάδας- Τουρκίας θα παραμείνουν ακριβώς αυτό, «μια προσεκτική τρέχουσα ανταλλαγή απόψεων, χωρίς αποτέλεσμα», ενώ ο πραγματικός όρος αλλαγής του παιχνιδιού, εάν υπάρχει, θα καθοριστεί από την κυβέρνηση Μπάιντεν και την πολιτική διαφόρων τρίτων παικτών, με προεξέχουσα βαρύτητα αυτή του Ισραήλ.
Για αυτό, θα πρέπει να περιμένουμε λίγο περισσότερο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου