Στο τέλος του 2020 ολοκληρώνεται και επισήμως η μεταβατική φάση της εξόδου της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση με ή χωρίς συμφωνία. Από την 1η Ιανουαρίου του 2021 η Μεγάλη Βρετανία εισέρχεται σε μια νέα φάση, γυρίζει σελίδα, υψώνει εμπορικά τείχη με τον υπόλοιπο κόσμο και πορεύεται μόνη της σε ένα ευμετάβλητο γεωπολιτικό περιβάλλον με απότομες γεωοικονομικές ανατροπές, όπου οι περιφερειακές συνεργασίες αποτελούν πλέον ίσως το μοναδικό πλαίσιο ασφαλείας.
Ο πρωθυπουργός Μπόρις Τζόνσον έχει αλλάξει οπτική και στρατηγική πολλές φορές τον τελευταίο χρόνο. Ξεκίνησε από το σκληρό Brexit με πρόταγμα τη στρατηγική αυτονομία της χώρας, συνέχισε στο ήπιο Brexit και την αναζήτηση προνομιακών σχέσεων με την ΕΕ, που αποτελεί τον πιο σημαντικό γεωπολιτικό εταίρο της Μεγάλης Βρετανίας, και σήμερα βρίσκεται εγκλωβισμένος σε μια θολή κατάσταση, χωρίς σαφή διαπραγματευτική στάση.
Το βρετανικό Υπουργείο Οικονομικών έχει προβεί σε μια σειρά βασικών εκτιμήσεων για τις συνέπειες του Brexit στην εθνική οικονομία: Το πρώτο σενάριο προβλέπει μερική συμφωνία, με το κόστος να κυμαίνεται περίπου στο 4.9% του ΑΕΠ σε βάθος 15 ετών. Το δεύτερο σενάριο δεν προβλέπει καμία συμφωνία, με το κόστος να φτάνει στο 7.7% του ΑΕΠ για το ίδιο εύρος χρόνου.
Ωστόσο, είναι βέβαιο ότι το κόστος για την οικονομία συνολικά αυξάνεται κατά πολύ, όταν μπει στην εξίσωση του Brexit και το κόστος της πανδημίας. Ήδη από τις αρχές του έτους ο κορονοϊός έχει επιφέρει ζημιά στη βρετανική οικονομία που αγγίζει το 9.7% του ΑΕΠ, το οποίο θα καλυφθεί με τη λήψη μέτρων δημοσιονομικής προσαρμογής το επόμενο διάστημα. Το κόστος της πανδημίας είναι μακράν μεγαλύτερο από το κόστος μιας μη συμφωνίας, κάτι το οποίο δημιουργεί δυνητικά μια εκρηκτική κατάσταση για τη βρετανική οικονομία.
Παρόλα αυτά ο Τζόνσον επωφελείται μιας μάλλον ευνοϊκής μεταχείρισης από τα περισσότερα Μέσα ενημέρωσης, τα οποία αναδεικνύουν πρωτίστως τις επιφυλάξεις του ξενοφοβικού τμήματος της βρετανικής κοινωνίας και δεν ασχολούνται ιδιαίτερα με τις συνέπειες του Brexit. Για πολλούς επίσης Βρετανούς, το Brexit έχει φύγει από τη σφαίρα ενός μελλούμενου και δυνητικού γεγονότος και βρίσκεται πλέον σε πτυχές της καθημερινότητας. Ζητούμενο για το πολιτικό σύστημα, τον εμπορικό και βιομηχανικό κόσμο της χώρας, τους εργαζόμενους και τη νεολαία, όλες τις κοινωνικές ομάδες, είναι η προσαρμογή στη νέα πραγματικότητα, την οποία αναπόφευκτα πλέον επηρεάζει η πανδημία.
Το πολιτικό σκηνικό στη χώρα.
Κι ενώ η βρετανική κυβέρνηση δείχνει να μην προβληματίζεται για το αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων με την ΕΕ, το Εργατικό Κόμμα περνά μια ακόμα φάση ομφαλοσκόπησης και εσωτερικών αναζητήσεων, χάνοντας καθημερινά την επαφή με την κοινωνία. Οι Εργατικοί είναι αμήχανοι απέναντι στις εξελίξεις σε ό,τι αφορά το Brexit και την πανδημία, όπως επίσης είναι και φοβισμένοι γιατί εκτιμούν ότι δεν θα ξανακερδίσουν τα παραδοσιακά προπύργιά τους στον αγγλικό Βορρά. Την ίδια στιγμή το σκοτσέζικο Εθνικό Κόμμα ζητεί νέο δημοψήφισμα και απόσχιση από τη Μεγάλη Βρετανία για να παραμείνει η Σκοτία στην ΕΕ, ενώ το Σιν Φέιν συνεχίζει να έχει στην κορυφή της ατζέντας το ιρλανδικό ζήτημα και τη διασφάλιση των μέγιστων δυνατών προνομίων στα σύνορα Μεγάλης Βρετανίας-Ιρλανδίας.
Συνολικά οι προοδευτικές δυνάμεις στην πολιτική σκηνή της χώρας θα πρέπει να διαμορφώσουν μια καθαρή στρατηγική και σε εθνικό επίπεδο, αλλά και σε σχέση με την ΕΕ, διαφορετικά οι Τόρις και οι αντιδραστικές δυνάμεις του λαϊκισμού θα συνεχίζουν να πιάνουν το σφυγμό του εκλογικού σώματος και να επικρατούν στις εκλογικές αναμετρήσεις.
Για την ηγεσία των Συντηρητικών, τα πράγματα επίσης δεν εξελίσσονται όπως θα ήθελε ο Τζόνσον, χωρίς ωστόσο να απειλείται σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις. Η Μεγάλη Βρετανία δεν έχει καταφέρει μέχρι σήμερα να «πλασαριστεί» ανταγωνιστικά στην παγκόσμια αγορά, με το κενό που έχει δημιουργήσει η έξοδος από την ενιαία ευρωπαϊκή αγορά να μην έχει καλυφθεί επαρκώς.
Την ίδια στιγμή ο Τζόνσον, έχοντας εδώ και παραπάνω από ένα χρόνο υιοθετήσει ένα προφίλ τύπου Τραμπ, μιλά για την «αναγέννηση» της βρετανικής οικονομίας, υπογραμμίζοντας ότι ο κορονοϊός δεν θα «αναχαιτίσει» την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Τίποτα από αυτά δεν επαληθεύεται από τα οικονομικά στοιχεία, ενώ αντίθετα παρατηρούνται ρωγμές εντός του κυβερνητικού μηχανισμού. Ο Μάικλ Γκόουβ, σκληρός υποστηρικτής του Brexit, έχει αρχίσει να ενσωματώνει στο λόγο του στοιχεία από την κριτική της Αριστεράς προς το νεοφιλελευθερισμό, τονίζοντας πριν από λίγους μήνες ότι το οικονομικό μοντέλο που έχει υιοθετηθεί εδώ και δεκαετίες στη χώρα δεν λειτουργεί και έχει αποτύχει.
Μέσα σε αυτό το σύνθετο σκηνικό, γεννάται αναπόφευκτα το ερώτημα «ποιον τελικά συμφέρει το Brexit», με την απάντηση κάθε άλλο παρά εύκολη να είναι.
*Ο Δημήτρης Ραπίδης, είναι πολιτικός επιστήμονας, δημοσιογράφος και επικοινωνιολόγος – Η ανάλυση περιλαμβάνεται στο 35ο Δελτίο Ευρωπαϊκών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου