του David Gardner.
Ο καβγάς του Τούρκου προέδρου Ερντογάν με τον πρόεδρο της Γαλλίας Μακρόν βρίσκεται στα πρωτοσέλιδα. Όμως, η μεγαλύτερη απειλή είναι η αντιπαλότητά του με τη Ρωσία. Τα «αντίποινα» της Μόσχας στη Συρία για το Ναγκόρνο-Καραμπάχ.
Ο πρόεδρος της Τουρκίας Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν δεν μπορεί να σταματήσει να καβγαδίζει. Αμφισβητεί τη νοητική κατάσταση του Εμανουέλ Μακρόν, προέδρου της Γαλλίας, μιας συμμάχου χώρας στο ΝΑΤΟ με την οποία έχει ήδη συγκρουστεί στην Ανατολική Μεσόγειο.
Ξεκινάει άνετα μια βεντέτα με τους Σουνίτες Άραβες ηγέτες στον Κόλπο, όπου προσπαθεί να αποκτήσει περιφερειακή υπεροχή. Και προκαλεί τον πρόεδρο των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ -που μέχρι τώρα προστάτευε την Τουρκία από τις αμερικανικές κυρώσεις για την παραβίαση του εμπάργκο στο Ιράν και την αγορά ρωσικών όπλων- να του επιβάλει όποιες κυρώσεις θέλει. Και, ως αποκορύφωμα, ο Ερντογάν και ο έτερος αυταρχικός ηγέτης, ο πρόεδρος Βλαντίμιρ Πούτιν, φυσούν πολύ δυνατά τα κάρβουνα του πολέμου, που παρά τρίχα απέφυγαν η Τουρκία με τη Ρωσία τον Φεβρουάριο στη βορειοδυτική Συρία. Οι φωτιές έχουν το κακό συνήθειο να εξαπλώνονται.
Η τελευταία φάση της εχθρότητας του κ. Ερντογάν προς τον κ. Μακρόν πυροδοτήθηκε από την ασυμβίβαστη αντίδραση του δεύτερου στον αποκεφαλισμό ενός Γάλλου δάσκαλου Ιστορίας από έναν νεαρό Τσετσένο ισλαμιστή. Πρόκειται για συνέχεια της τζιχαντιστικής επίθεσης στο περιοδικό Charlie Hebdo το 2015, για τη δημοσιοποίηση σατιρικών σκίτσων του προφήτη Μωάμεθ. Ο Σαμουέλ Πατί, ο δολοφονημένος δάσκαλος, είχε δείξει τα σκίτσα στους μαθητές του, και ο κ. Μακρόν το υπερασπίστηκε αυτό ως ελευθερία της έκφρασης σε μια δημοκρατία που πολιορκείται από τον ισλαμιστικό αυτονομισμό.
Ο κ. Ερντογάν το εξέλαβε αυτό ως επίθεση εναντίον όλων των μουσουλμάνων, στην οποία αυτός, ως ο υποθετικός τους ηγέτης, πρέπει να απαντήσει. Η απόφαση του Charlie Hebdo να σατιρίσει αυτόν προσωπικά, αναμφίβολα θα επιβεβαίωσε την αποφασιστικότητά του. Ωστόσο, είτε εκ πεποιθήσεως είτε λόγω οπορτουνισμού -ή ενός συνδυασμού και των δύο-, ο κ. Ερντογάν έχει διαλέξει ένα γερό ξύλο για να χτυπήσει τον κ. Μακρόν.
Είναι αδύνατον οι μουσουλμάνοι ηγέτες, όσο και αν απεχθάνονται τον Τούρκο πρόεδρο, να εμφανιστούν ως υπερασπιστές του Γάλλου, καθώς έρχονται αντιμέτωποι με τη λαϊκή οργή εναντίον της εκλαμβανόμενης προσβολής του Προφήτη.
Οι ηγέτες της Δύσης δεν μπορούν να στηρίξουν τον κ. Ερντογάν, και όχι μόνο επειδή ο πεισματάρικος τυχοδιωκτισμός του έρχεται διαρκώς σε σύγκρουση με τα συμφέροντά τους από το Αιγαίο μέχρι τη Μεσόγειο και από τη Βόρεια Αφρική μέχρι την Εγγύς Ανατολή. Η στήριξη που παρέχει και η εξάρτησή του από τους ισλαμιστές μαχητές στη βόρεια Συρία, στη Λιβύη και, σύμφωνα με αναφορές, στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ, θεωρείται ευρύτερα ως «φλερτ» του Ερντογάν με επικίνδυνους εξστρεμιστές, σε μια περίοδο που ο τζιχαντισμός θεωρείται ως η κορυφαία απειλή για την ασφάλεια παγκοσμίως.
Ωστόσο, ενώ ο καβγάς του Μακρόν απασχολεί τα πρωτοσέλιδα, η μεγαλύτερη απειλή είναι η ανανεωμένη αντιπαλότητα της Τουρκίας με τη Ρωσία στη βόρεια Συρία.
Οι πρόεδροι Ερντογάν και Πούτιν σε γενικές γραμμές μπόρεσαν να διαχειριστούν το γεγονός ότι βρίσκονται σε αντίπαλες πλευρές στους εμφύλιους πολέμους της Συρίας και της Λιβύης, για να μεγιστοποιήσουν τα αμοιβαία τους συμφέροντα. Η Ρωσία, ως η κυρίαρχη δύναμη στη Συρία πίσω από το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ, έβλεπε ευγενικά τις τουρκικές εισβολές στη βόρεια Συρία το 2016, 2018 και 2019, προκειμένου να απομακρυνθούν οι Κούρδοι αντάρτες από τα τουρκικά σύνορα και από τους Κούρδους αντάρτες της Τουρκίας. Ως αντάλλαγμα, η Τουρκία αγόρασε το ρωσικό σύστημα πυραυλικής άμυνας S-400, θέτοντας εν αμφιβόλω τη συνέχιση της παραμονής της ως μέλους του ΝΑΤΟ -που θα ήταν ένα «δωράκι» για τον κ. Πούτιν.
Αλλά η επιθυμία της Τουρκίας για στρατηγικό βάθος και η αποφασιστικότητα της Ρωσίας να ανακτήσει όλη τη Συρία για λογαριασμό του καθεστώτος Άσαντ, συγκρούστηκαν βίαια τον Φεβρουάριο, με βαριές απώλειες και για τις δυο πλευρές στην Ιντλίμπ, το τελευταίο οχυρό των ανταρτών στη βορειοδυτική Συρία, όπου η Άγκυρα είχε αναπτύξει τον στρατό της και τους Σύρους «αντιπροσώπους» της.
Αυτή την εβδομάδα, η πολεμική αεροπορία της Ρωσίας βομβάρδισε έναν από αυτούς τους αντιπροσώπους, σκοτώνοντας όπως υπολογίζεται 78 μαχητές, αν και ο τουρκικός στρατός είχε αποσυρθεί την περασμένη εβδομάδα από οκτώ φυλάκια στην επαρχία, προς θέσεις που μπορούσαν να υποστηριχθούν ευκολότερα.
Αλλά η επανάληψη των εχθροπραξιών στην Ιντλίμπ μοιάζει με ρωσικά αντίποινα για την επέμβαση της Τουρκίας για στήριξη του Αζερμπαϊτζάν στη σύγκρουσή του με την Αρμενία για τον αρμενικό θύλακα του Ναγκόρνο-Καραμπάχ. Ο κ. Πούτιν φαίνεται πως απέσυρε τη συγκατάθεσή του στη στρατιωτική παρουσία της Τουρκίας στη βόρεια Συρία.
Ήταν οπωσδήποτε θέμα χρόνου κάποιος να δοκιμάσει το μείγμα της υπερέκτασης και της ευαλωτότητας του κ. Ερντογάν. Ο πρώτος που το κάνει είναι ο ευκαιριακός του σύμμαχος, ο κ. Πούτιν. Ωστόσο, ενώ τα συμφέροντα της Τουρκίας ήταν πάντα δύσκολα να εναρμονιστούν με τα ρωσικά, στην πραγματικότητα δεν ευθυγραμμίζονται με κανέναν στη Μέση Ανατολή εκτός από το Κατάρ, το «ατίθασο» και πλούσιο σε αέριο εμιράτο στο οποίο έχουν επιβάλει εμπάργκο οι πάλαι ποτέ σύμμαχοί του στον Κόλπο από το 2017.
Εκείνη η συμμαχία -που πρόσφατα παρουσιάστηκε από τον υπουργό Άμυνας της Τουρκίας ως «μια καρδιά, μια γροθιά»- θα μπορούσε να εξατμιστεί καθώς οι ΗΠΑ εργάζονται εντατικά για να διορθώσουν το ρήγμα του Κατάρ με τη Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, των οποίων η έχθρα έναντι του κ. Ερντογάν είναι ακόμα μεγαλύτερη.
Επιπλέον, η Τουρκία αντιμετωπίζει μια οικονομία που αποδυναμώνεται και ένα νόμισμα του οποίου η αξία συρρικνώνεται. Οι εντάσεις αυξάνονται όχι μόνο με την Ευρώπη και τη Ρωσία, αλλά και με τις ΗΠΑ, μετά τη δοκιμή των ρωσικών πυραύλων ως πρελούδιο ανάπτυξής τους, κάτι που εάν ο κ. Τραμπ χάσει στις εκλογές από τον Δημοκρατικό Τζο Μπάιντεν, θα είναι ακόμα πιθανότερο να θεωρηθεί ως «κόκκινη γραμμή».
Είναι πολλά τα προειδοποιητικά λαμπάκια που έχουν ανάψει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου