Γιαννάκης Ομήρου.
Κατά καιρούς, με αφορμή τις κλιμακούμενες προκλήσεις της Τουρκίας σε βάρος των κυριαρχικών δικαιωμάτων της Κύπρου και της Ελλάδας, επανέρχεται στην επικαιρότητα και τον δημόσιο διάλογο, το «πάλαι ποτέ» Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου.
Ας θυμηθούμε πώς προέκυψε και πώς σταδιακά εγκαταλείφθηκε. Και ας επιχειρήσουμε να πείσουμε γιατί η επανενεργοποίησή του συνιστά κορυφαία παράμετρο μιας αποτελεσματικής εθνικής στρατηγικής.
Το 1981, από του επίσημου βήματος της Βουλής των Ελλήνων, ο Πρωθυπουργός Ανδρέας Παπανδρέου διακήρυξε το περίφημο casus belli. Προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε επίθεση της Τουρκίας εναντίον της Κύπρου θα θεωρηθεί ως ισοδυναμούσα με επίθεση εναντίον της Κύπρου και θα οδηγήσει σε ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Το 1993 ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε μια κίνηση έμπρακτης υλοποίησης των εθνικών αλλά και συμβατικών υποχρεώσεων της Ελλάδας έναντι της Κύπρου, σε συμφωνία με την τότε Κυπριακή Κυβέρνηση εξήγγειλε το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου
Η σύλληψη του Δόγματος του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου από τον Ανδρέα Παπανδρέου ήταν απλή στην ουσία της, όπως απλό είναι καθετί το μεγάλο. Στηριζόταν στην ανάγκη μιας ενιαίας αντιμετώπισης του τουρκικού επεκτατισμού. Έτσι έγινε συνείδηση στο Έθνος ότι στην Κύπρο δίνεται η μάχη ολόκληρου του Ελληνισμού και πως αν η μάχη αυτή χαθεί, θα υπάρξει βαθύ ρήγμα και στην υπόλοιπη περίμετρο του Ελληνισμού.
Από την Ελλάδα ετέθη ως εθνική στρατιωτική στρατηγική η αμυντική επάρκεια, η ευέλικτη αντίδραση και η ικανότητα κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου. Για τις ανάγκες του Ενιαίου Αμυντικού Δόγματος πραγματοποιήθηκαν κοινές στρατιωτικές ασκήσεις στον αέρα, την ξηρά και τη θάλασσα, αναβαθμίστηκε ο επιχειρησιακός συντονισμός των δύο Επιτελείων και συμπληρώθηκε η αναγκαία εκείνη υποδομή που επιτρέπει στην Ελλάδα να βοηθήσει στρατιωτικά την Κύπρο. Η αεροπορική βάση «Ανδρέας Παπανδρέου» στην Πάφο κατέστη επιχειρησιακά έτοιμη.
Στο πλαίσιο της αμυντικής μας συμπόρευσης με την Ελλάδα είχαν τεθεί ως στόχοι των στρατηγικών επιλογών του Ελληνισμού η δημιουργία αισθήματος ασφάλειας του Κυπριακού Ελληνισμού, η ενίσχυση της διαπραγματευτικής ικανότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας και η ανακοπή των τουρκικών επεκτατικών βλέψεων σε βάρος της κυριαρχίας, της εδαφικής ακεραιότητας και της ανεξαρτησίας της Κύπρου.
Όσον αφορά τις ένοπλες δυνάμεις μας είχαν τεθεί ως προτεραιότητες η ενίσχυση της μαχητικής ικανότητας της Εθνικής Φρουράς με την αναβάθμισή της ως δύναμης αξιόπιστης αποτρεπτικής ισχύος. Επιδιώχθηκε να αξιοποιηθεί δυναμικά μια οργανωμένη και ευέλικτη εφεδρεία καθώς και λαϊκή πολιτοφυλακή.
Τη συμπόρευση της Ελλάδας και της Κύπρου σε θέματα στρατηγικής υπαγορεύουν δύο βασικά λόγοι, εκτός από τους λόγους εθνικής ταύτισης. Ο πρώτος είναι αμυντικός. Η ενιαία τουρκική επιβουλή όπως εκδηλώνεται εναντίον της Θράκης, του Αιγαίου και εναντίον της Κύπρου, επιβάλλουν όπως κοινή είναι η αντίδραση του Ελληνισμού προκειμένου να είναι αποτελεσματική. Στη Θράκη, ενώ δεν τίθεται θέμα συνόρων από πλευράς Τουρκίας, ανακινείται συχνά θέμα μουσουλμανικής μειονότητας ως αφορμή επέμβασης στα εσωτερικά της Ελλάδας. Στο Αιγαίο, οι τουρκικοί στόχοι είναι πιο σαφείς. Επιδιώκει ανατροπή του status quo και αμφισβητούνται ελληνικά νησιά, τα οποία θεωρεί γκρίζες ζώνες. Τις μονομερείς της διεκδικήσεις απέναντι στην Ελλάδα τις ονομάζει αυθαίρετα «διαφορές» και επιδιώκει διάλογο εφ’ όλης της ύλης μακριά από τους διεθνείς κανόνες και το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Παράλληλα έχει βλέψεις κατά του εναέριου χώρου της Ελλάδας, επιδιώκει επέκταση των ορίων του FIR και διεκδικεί συνεκμετάλλευση του υποθαλάσσιου πλούτου της ελληνικής υφαλοκρηπίδας. Η κατάφωρη, κατ’ εξακολούθησιν παραβίαση των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων με το Οruc–reis να έχει εγκατασταθεί στην Ελληνική ΑΟΖ αποτελεί σαφές δείγμα γραφής των τουρκικών προθέσεων.
Δυστυχώς, το Δόγμα του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου, χωρίς επισήμως να εγκαταλειφθεί, αφέθη να απονευρωθεί και να υποβαθμιστεί. Η ακύρωση της απόφασης για έλευση του ρωσικού πυραυλικού συστήματος το 1998 ακολουθήθηκε από τη σταδιακή ακύρωση των κοινών στρατιωτικών ασκήσεων Κύπρου – Ελλάδας. Υπήρξε ταυτόχρονα μια στασιμότητα στον τομέα των εξοπλισμών, η οποία καθηλώνει τις δυνατότητες ενίσχυσης της αμυντικής ισχύος της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτή η μονομερής απονεύρωση στον τομέα της Άμυνας ακολουθήθηκε χωρίς την παραμικρή ανταπόκριση από την τουρκική πλευρά. Αντίθετα, κλιμακώνει την επιθετικότητά της.
Πέραν τούτων είναι αυταπόδεικτο πως αν ο Ελληνισμός δεν επιθυμεί ένα καθεστώς αυτοπεριορισμού και διαρκούς ομηρίας υπό το καταθλιπτικό βάρος της συνεχώς αναβαθμιζόμενης τουρκικής προκλητικότητας, θα πρέπει να δηλώσει έργοις την παρουσία του στην Ανατολική Μεσόγειο και ιδιαίτερα στην Κύπρο, όπου απολύτως νομιμοποιείται να το πράξει, τόσο εξ επόψεως Διεθνούς Δικαίου όσο και ζωτικού ενδιαφέροντος. Η Συνθήκη Εγγυήσεως και συμμαχίας του 1960 ορίζει την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη, η οποία μαζί με τη Βρετανία και την Τουρκία επωμίζονται την ευθύνη για τη διατήρηση της ανεξαρτησίας, της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η τουρκική εισβολή του 1974 και η συνεχιζόμενη κατοχή νομιμοποιούν απολύτως την Ελλάδα να λαμβάνει όλα τα αναγκαία μέτρα, περιλαμβανομένων στρατιωτικών για την εξισορρόπηση της κραυγαλέας ανισορροπίας στρατιωτικών εξοπλισμών υπέρ των δυνάμεων κατοχής.
Ελλάδα και Κύπρος οφείλουν, παράλληλα με τις πολιτικές και διπλωματικές προσπάθειες και πρωτοβουλίες για λύση του Κυπριακού, να εργάζονται για την υλοποίηση μιας αποτελεσματικής αποτρεπτικής στρατηγικής, η οποία πρέπει να είναι συνεχής και αμείωτη με βασικά στοιχεία την αξιοπιστία, τη διακήρυξη της πρόθεσης μας ότι θα αντιδράσουμε και τη διασφάλιση της δυνατότητας ανταποδοτικού πλήγματος. Οι τριμερείς συνεργασίες που συνομολογήθηκαν τα τελευταία χρόνια, παρά την χρησιμότητά τους, είναι φανερό ότι δεν προσφέρουν αμυντική συνδρομή απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα.
Η εθνική στρατιωτική στρατηγική πρέπει να στηρίζεται στην «αμυντική επάρκεια», στην «ευέλικτη αντίδραση» και στην ικανότητα κάλυψης του Ενιαίου Αμυντικού Χώρου Ελλάδας – Κύπρου».
Κάθε άλλη επιλογή συνιστά συμπεριφορά εθνικής αφροσύνης. Όσο συντομότερα γίνει αυτό κατανοητό, τόσο θωρακίζονται οι εθνικές μας προοπτικές. Διαφορετικά, ζώντας με χίμαιρες και ευσεβοποθισμούς και υποβαθμίζοντας την τουρκική απειλή, θα είμαστε ένοχοι συναυτουργίας των επαπειλούμενων εθνικών δεινών.
Σημ: Σήμερα, 15 Νοεμβρίου 2020, η 37η θλιβερή επέτειος της ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Χρέος μας η αντίσταση σε κάθε ενέργεια και πράξη διαχωρισμού, διαίρεσης και μισαλλοδοξίας. Επαναβεβαίωση της θέλησης και της απόφασής μας για κατεδάφιση του τείχους που χωρίζει την πατρίδα μας.
*Πρώην Πρόεδρος Βουλής των Αντιπροσώπων, πρώην Υπουργός Άμυνας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου