Δευτέρα 11 Μαρτίου 2019

Η λογική των μνημονίων.



Όλα συνηθίζονται από τον άνθρωπο, αρκεί η εξουσία να είναι σταθερή στις φασιστικές θέσεις της – να ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που κάνει, μοιράζοντας υποσχέσεις που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει και λέγοντας ψέματα, καθώς επίσης αντιπολιτευόμενη προσχηματικά τον ίδιο τον εαυτό της.
Ανάλυση
Οι Έλληνες κατηγορούνται συνεχώς από τους πολιτικούς για τα πάντα – χωρίς όμως κανένας τους να δίνει σημασία στο γεγονός ότι, οι ίδιοι δεν αποτελούν πρότυπο προς μίμηση ως οφείλουν αλλά, αντίθετα, πρότυπο προς αποφυγή. Εάν βέβαια οι Πολίτες αλλάξουν ριζικά αντιλήψεις, ασχολούμενοι περισσότερο με τη μόρφωση και με την καλλιέργεια τους, όλοι αυτοί οι πολιτικοί-κατήγοροι τους θα καταλήξουν εκεί που ανήκουν: στα σκουπίδια. Μεταξύ πολλών άλλων, απαιτούνται βασικές οικονομικές γνώσεις από τους Έλληνες – τις οποίες δεν έχουν επειδή δυστυχώς το σύστημα τους έχει αποκλείσει, για να μπορεί να τους χειρίζεται ευκολότερα. Στα πλαίσια αυτά τα εξής:
Το πραγματικό εισόδημα «προσδιορίζεται» απλουστευμένα από το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος (=για παράδειγμα οι μισθοί σε απόλυτο μέγεθος), το οποίο διατίθεται είτε για την κάλυψη των καταναλωτικών αναγκών, είτε για «ίδιες» επενδύσεις ή/και για αποταμίευση. Εάν λοιπόν το ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος, το οποίο διατίθεται για την κάλυψη των βασικών καταναλωτικών αναγκών μειώνεται, με την παράλληλη αύξηση αυτού που οδηγείται στην επί πλέον κατανάλωση, στις επενδύσεις και στις αποταμιεύσεις, τότε το πραγματικό εισόδημα βελτιώνεται.
Αντίθετα, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος, σαν αποτέλεσμα κυρίως της αύξησης των τιμών ή των φόρων όπως στην περίπτωση της Ελλάδας σήμερα, σημαίνει ότι, ένα μεγαλύτερο ποσοστό του ονομαστικού εισοδήματος διατίθεται για την αγορά βασικών καταναλωτικών αγαθών – οπότε, λιγότερα χρήματα κατευθύνονται στα μη βασικά καταναλωτικά αγαθά, στις αποταμιεύσεις και στις ίδιες επενδύσεις.
Για παράδειγμα, εάν από τα 1.000 € του μισθού μας διαθέτουμε σήμερα τα 200 € για την αγορά των βασικών αγαθών (καλάθι της νοικοκυράς), παραμένουν 800 € για τις υπόλοιπες ανάγκες ή τοποθετήσεις μας. Εάν όμως λίγους μήνες αργότερα υποχρεωθούμε να διαθέσουμε 300 €, με το μισθό μας σταθερό στα 1.000 €, το πραγματικό μας εισόδημα μειώνεται αυτόματα, κατά το ποσόν της αύξησης της δαπάνης (100 € ή 10%).
Παραδόξως, οι εργαζόμενοι αποδέχονται αδιαμαρτύρητα τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος τους, η οποία επιτυγχάνεται με τη βοήθεια της αύξησης των τιμών, του πληθωρισμού δηλαδή ή των φόρων. Όταν λοιπόν δίνονται ονομαστικές αυξήσεις, όπως ήταν πρόσφατα η άνοδος του κατώτατου μισθού αλλά, ταυτόχρονα, αυξάνονται οι φόροι, είτε με τη μετάβαση σε ανώτερη φορολογική κλίμακα, είτε με τη μείωση του αφορολόγητου ορίου, ο πραγματικός μισθός παραμένει αμετάβλητος εάν δεν μειώνεται – οπότε πρόκειται ουσιαστικά για μία παραπλάνηση και κοροϊδία των Πολιτών, επειδή οι κυβερνήσεις τους αντιμετωπίζουν ως ανόητους στα οικονομικά.
Οι επενδύσεις τώρα, αυτές δηλαδή που διενεργούνται από τους εκάστοτε επιχειρηματίες, στηρίζονται κυρίως στις αποταμιεύσεις – οι οποίες, μέσω των τραπεζών, οδηγούνται στις επιχειρήσεις, χωρίς βέβαια αυτό να σημαίνει ότι οι τράπεζες δανείζουν τις αποταμιεύσεις (αναλυτική ερμηνεία). Το εισόδημα λοιπόν, η κατανάλωση, οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις συνιστούν ένα αλληλοεξαρτώμενο σύνολο – το οποίο, σε τελική ανάλυση, δημιουργεί συνθήκες ύφεσης (φτώχειας) ή ανάπτυξης (πλούτου) σε μία οικονομία.
Στην περίπτωση βέβαια που ο περιορισμός του πραγματικού εισοδήματος οφείλεται, αφενός μεν στη μείωση του ονομαστικού μισθού (κάτι που ποτέ μέχρι πρόσφατα δεν είχε γίνει αποδεκτό από τους εργαζομένους), αφετέρου στην αύξηση των τιμών ή/και των φόρων, όπως συμβαίνει τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, με αποτέλεσμα να μειώνονται «γεωμετρικά» τόσο η κατανάλωση, όσο οι αποταμιεύσεις και οι επενδύσεις, η κατάσταση γίνεται εκρηκτική. Εάν δε προσθέσει κανείς εκείνο το επί πλέον μέρος του εισοδήματος που κατευθύνεται στην αποπληρωμή υφισταμένων ιδιωτικών χρεών, πυροδοτείται αναμφίβολα μία αλυσιδωτή αντίδραση – με αποτελέσματα που δεν είναι τόσο δύσκολο να προβλεφθούν (στασιμοπληθωρισμός, ανεργία, χρεοκοπίες τραπεζών, κοινωνικές αναταραχές κλπ).
Περαιτέρω, όταν ο πληθωρισμός είναι «δίδυμος», όταν δεν είναι δηλαδή μόνο το επακόλουθο της ανόδου των τιμών των πρώτων υλών (πετρέλαιο κλπ.) και των εμπορευμάτων (σιτηρά κλπ.) αλλά, επίσης, των άμεσων ή έμμεσων φόρων (στα πλαίσια της πολιτικής της Τρόικας στην περίπτωση της Ελλάδας), με στόχο την αντιμετώπιση της υπερχρέωσης του δημοσίου, τα αποτελέσματα είναι καταστροφικά – αφού τα εισοδήματα συμπιέζονται από πολλές διαφορετικές πλευρές, οπότε η ολοκληρωτική κατάρρευση, η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου δηλαδή, των περιουσιακών στοιχείων κλπ., είναι προδιαγεγραμμένη.
Το αποτέλεσμα είναι συνήθως η «επαναστατική κατάλυση» της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας – η οποία θα μπορούσε να αντικατασταθεί είτε από ένα απολυταρχικό καθεστώς (προϊόν κυρίως μίας ενδεχόμενης άρνησης αποπληρωμής των χρεών), είτε από την πραγματική Δημοκρατία (επακόλουθο ενός μηδενισμού ή μίας διαγραφής μεγάλου μέρους του χρέους, με τον παράλληλο, μακροπρόθεσμο διακανονισμό των υπολοίπων, με εφικτές δόσεις και με χαμηλά επιτόκια).
Η άλλη όψη του νομίσματος
Υπάρχουν βέβαια και άλλες εκδοχές, διαφορετικές υποθέσεις δηλαδή, οι οποίες οδηγούν είτε στην υποδούλωση μίας χώρας σε κάποια ισχυρή δύναμη, είτε στην υποταγή της στο Καρτέλ (=μεγάλες τράπεζες, πολυεθνικές κλπ.), όπως έχουμε ήδη αναφέρει, με τη συνδρομή φυσικά του τοκογλυφικού κεφαλαίου.
Αναλυτικότερα, θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς ότι, η μείωση του βιοτικού επιπέδου μίας ανεπτυγμένης, «δυτικής» κοινωνίας έχει αρκετά περιθώρια – συγκρινόμενη με αυτήν μίας αναπτυσσόμενης χώρας. Για παράδειγμα, το ποσοστό του εισοδήματος που καταναλώνεται για είδη βασικής διατροφής σε πολλά μέρη της Ασίας ξεπερνάει το 80% – όταν στη Γερμανία δεν είναι μεγαλύτερο του 10% (στη χώρα μας σήμερα μάλλον υπερβαίνει το 40%).
Επομένως, υπάρχει αρκετός «χώρος» επιβολής φόρων, με στόχο την εξοικονόμηση πόρων για την εξόφληση των δημοσίων χρεών – αρκεί φυσικά να το αποδεχθούν αδιαμαρτύρητα οι Πολίτες, χωρίς εξεγέρσεις και αντιδράσεις. Στα πλαίσια αυτά μπορεί να ισχυρίζονται αρκετοί στην Ελλάδα σήμερα ότι «η κατάσταση δεν πάει άλλο», αλλά κάνουν μεγάλο λάθος – κάτι που φυσικά γνωρίζουν πολύ καλά οι πιστωτές. Με απλά λόγια, έως ότου καταναλωθεί το 80% των εισοδημάτων των Ελλήνων για είδη πρώτης ανάγκης, όπως σε πολλές φτωχές χώρες, υπάρχει ακόμη περιθώριο για τους δανειστές – οπότε η οικονομία μας δεν έχει ακόμη φτάσει στον πυθμένα του βαρελιού.
Από την άλλη πλευρά, ο περιορισμός των δημοσίων χρεών είναι δυνατόν να επιταχυνθεί με τη βοήθεια της πώλησης περιουσιακών στοιχείων. Δηλαδή, ένα υπερχρεωμένο κράτος μπορεί να «εξυπηρετήσει» τους δανειστές του, πουλώντας πάγια στοιχεία του (ακίνητη περιουσία, δημόσιες επιχειρήσεις κλπ.), συνήθως σε εξευτελιστικές τιμές, καθώς επίσης υποχρεώνοντας τους Πολίτες του να μεταφέρουν ένα μέρος των δικών τους περιουσιακών στοιχείων στο ίδιο – με τη «βοήθεια» της αύξησης των φόρων, καθώς επίσης της μείωσης των κοινωνικών δαπανών, η οποία συνιστά ουσιαστικά μία καλυμμένη αύξηση των φόρων.
Για παράδειγμα, όσον αφορά τη δημόσια Υγεία, όταν δυσχεραίνεται η πρόσβαση των Πολιτών στους γιατρούς του ΙΚΑ ή στα κρατικά νοσοκομεία, πληρώνουν τόσο την ιατρική περίθαλψη, όσο και τα φάρμακα, από τα δικά τους χρήματα – οπότε έμμεσα μεταβιβάζουν «πόρους» στο δημόσιο. Το ίδιο φυσικά ισχύει με την Παιδεία, όπου τα έξοδα των Ελλήνων για φροντιστήρια, τα οποία οφείλουν την ύπαρξη τους στη συνεχή υποβάθμιση των δημοσίων σχολείων, σε συνδυασμό με τις εισαγωγικές εξετάσεις στα Πανεπιστήμια, ξεπερνούν τα 5 δις € ετησίως (περί το 2,5% του ΑΕΠ ή το 10% των μηνιαίων αποδοχών των εργαζομένων).
Κατά την άποψη μας, η μείωση του πραγματικού εισοδήματος των Πολιτών μόνο από τους δύο αυτούς τομείς (Παιδεία και Υγεία), είναι της τάξης τουλάχιστον του 20% – κάτι που δεν συμβαίνει σε σχεδόν καμία από τις ανεπτυγμένες κοινωνίες της Ευρώπης, ενώ δυστυχώς δεν υπολογίζεται στη φορολογική επιβάρυνση των Ελλήνων.
Συνεχίζοντας, εάν η κυβέρνηση ενός κράτους καταφέρει τελικά να πείσει τους «υπηκόους» της (τοποθετώντας τους σταδιακά προ τετελεσμένων γεγονότων  και κατηγορώντας τους «γκεμπελικά» για «κοινωνικό αμοραλισμό» – αυξημένη φοροδιαφυγή, ιδιοτελή εκλογική ψήφο, διαφθορά κλπ.) ότι, η υπερχρέωση του δημοσίου οφείλεται αφενός μεν σε αυτούς, αφετέρου στις προηγούμενες πολιτικές ηγεσίες (οι οποίες όμως παραμένουν ατιμώρητες στο «απυρόβλητο»), έχει σίγουρα εκπληρώσει το πρώτο μέρος της «αποστολής» της – αφού τους δημιουργεί συναισθήματα ενοχής, με αποτέλεσμα να θυματοποιούνται και να αυτομαστιγώνονται.
Πόσο μάλλον (το δεύτερο μέρος της «αποστολής» της) όταν παράλληλα επιτύχει να επιβάλλει το άνοιγμα όλων των κλειστών επαγγελμάτων, τις ιδιωτικοποιήσεις, την απελευθέρωση της αγοράς και όλα τα υπόλοιπα του νεοφιλελεύθερου δεκαλόγου – «βαφτίζοντας» τα αυθαίρετα διαρθρωτικές αλλαγές και προσφέροντας τα «βορά» στα θηρία του Καρτέλ, επιβραβεύοντας το για την αποκρατικοποίηση της εξουσίας (ανάλυση).
Για παράδειγμα, απελευθερώνοντας το «κλειστό επάγγελμα» των δικηγόρων, προσκαλούνται ουσιαστικά τα πανίσχυρα ξένα δικηγορικά γραφεία (πολλά από τα οποία απασχολούν περισσότερους από 1.000 νομικούς, ενώ είναι στην υπηρεσία των πολυεθνικών φοροφυγάδων), με τα οποία δεν μπορεί να ανταπεξέλθει ούτε το ίδιο το κράτος – όπως ήδη συμβαίνει σε άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων και η Γερμανία.
Περαιτέρω, απελευθερώνοντας το επάγγελμα των φαρμακοποιών, δημιουργούνται οι προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών φαρμακευτικών αλυσίδων – κάτι που ισχύει αντίστοιχα και για τις μεταφορές. Επίσης, απελευθερώνοντας την «κοινωφελή» αγορά ενέργειας (ΔΕΗ) ή ύδρευσης (ΕΥΔΑΠ), δημιουργούνται οι επόμενες προϋποθέσεις έλευσης των πολυεθνικών – οι οποίες τελικά εξαγοράζουν τα «υπολείμματα» των κοινωφελών επιχειρήσεων σε εξευτελιστικές τιμές, επιβάλλοντας τους δικούς τους κανόνες (αυξημένες τιμές κοκ.).
Αρκεί να αναφέρει κανείς εδώ, όσον αφορά τη λειτουργία των πολυεθνικών ότι, οι τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος από τις ιδιωτικοποιημένες εταιρείες της Γερμανίας είναι υπερδιπλάσιες, σε σχέση με αυτές που προσφέρει η ΔΕΗ στη χώρα μας – ενώ προωθείται πλέον, από ορισμένα γερμανικά κρατίδια, η «επανακρατικοποίηση» όλων αυτών των εταιρειών, οι οποίες πρόσφατα (1998) ιδιωτικοποιήθηκαν!
Οι ιδιωτικοποιήσεις αυτές γίνονται με την επίκληση του ισχυρισμού ότι, τα κράτη είναι ανίκανα να λειτουργήσουν σωστά τις επιχειρήσεις, ατελή δηλαδή – κάτι που ασφαλώς ισχύει, μόνο που δεν είναι μόνο τα κράτη ατελή αλλά, επίσης, οι αγορές, όπως φάνηκε ξεκάθαρα από την πρόσφατη χρηματοπιστωτική κρίση. Την τελευταία φορά πάντως που κάποια χώρα δοκίμασε την πλήρη απορρύθμιση (=απελευθέρωση) του τραπεζικού τομέα ήταν η Χιλή επί δικτατορίας Pinochet – με ολέθρια αποτελέσματα, αφού όπως συνέβη στις Η.Π.Α. η πιστωτική φούσκα της Χιλής έσκασε, το 30% των δανείων έπαψε να εξυπηρετείται και χρειάστηκε 25 χρόνια για να εξοφληθούν εκείνα τα χρέη που άφησε το αποτυχημένο πείραμα. Η αλήθεια λοιπόν, το σωστό καλύτερα, είναι κάπου στη μέση – όπου το δημόσιο κατέχει τις κοινωφελείς και τις στρατηγικές επιχειρήσεις, ενώ ο ιδιωτικός τομέας όλες τις υπόλοιπες.
Επανερχόμενοι στο θέμα μας, για να καταφέρει η εκάστοτε κυβέρνηση να εκπληρώσει τη διπλή «αποστολή» της, πρέπει να «διογκώνει» δημιουργικά τα πάσης φύσεως ελλείμματα (προϋπολογισμός, ΔΕΚΟ, νοσοκομεία κλπ), να έχει τη «σιωπηρή συμφωνία» της μείζονος αντιπολίτευσης, να τοποθετεί έντεχνα τη μία κοινωνική ομάδα απέναντι στην άλλη, να σβήνει τυχόν σκάνδαλα προβάλλοντας καινούργια (με τη βοήθεια στρατευμένων ΜΜΕ), να εκφοβίζει τους διαδηλωτές, ενδεχομένως μέσω κάποιων λυπηρών θανάτων ή βομβιστικών επιθέσεων, να προβάλλει τις τρομοκρατικές απειλές, να διατηρεί τους «παραδοσιακούς εχθρούς» της χώρας ετοιμοπόλεμους κλπ.
Στα παραπάνω «πλαίσια», εξειδικεύοντας στο παράδειγμα της Ελλάδας, λύσεις υπάρχουν, όπως ισχυρίζεται η κυβέρνηση που ελέγχεται από τη χώρα που μας έχει μετατρέψει σε αποικία της – αλλά και πολλές άλλες «διατεταγμένες» κυβερνήσεις στο παρελθόν. Αρκεί βέβαια να ενοχοποιηθούν και να θυματοποιηθούν οι Πολίτες, αναλαμβάνοντας όλες τις ευθύνες της χρεοκοπίας – καθώς επίσης να διαλυθεί η κοινωνική συνοχή, να αποδεχθούν
Επίλογος.
 οι Έλληνες τη λεηλασία του δημοσίου πλούτου τους αδιαμαρτύρητα, να «αφομοιώσουν» τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς των σπιτιών τους, να περιθωριοποιηθούν, να υποταχθούν στη μοίρα τους, να συμφιλιωθούν με την εξαθλίωση κλπ.
Άλλωστε, όλα συνηθίζονται από τον άνθρωπο, αρκεί η εξουσία να είναι σταθερή στις ολοκληρωτικές θέσεις της – να ισχυρίζεται τα εντελώς αντίθετα από αυτά που κάνει, μοιράζοντας υποσχέσεις που δεν έχει καμία πρόθεση να τηρήσει, καθώς επίσης να αφήνει αρκετό, «ικανό» καλύτερα χρόνο αφομοίωσης των «μονομερών» αποφάσεων της από τους  Πολίτες.
Στην περίπτωση αυτή λοιπόν πραγματικά δεν χρειάζεται καθόλου να εκδιωχθεί η Τρόικα ή να σταματήσουν τα μνημόνια, η διαπλοκή/διαφθορά μπορούν και πρέπει να συνεχίσουν ατιμώρητες, ενώ είναι δυνατόν να περιορισθούν τα χρέη που συσσωρεύτηκαν στο κράτος – χωρίς να υπάρχει κανένας λόγος να προβεί σε στάση πληρωμών, με στόχο τη διαγραφή μέρους των δανείων του. Βασικό όπλο των πιστωτών εν προκειμένω είναι ο φόβος της απώλειας του ευρώ – όπου όμως οι Έλληνες αδυνατούν να συνειδητοποιήσουν ότι, ο μοναδικός τρόπος για να το χάσουν είναι η συνέχιση των μνημονίων, καθώς επίσης της πολιτικής της υποτέλειας και των υποκλίσεων.
Άλλωστε ελάχιστοι αμφιβάλουν πως τα μνημόνια θα συνεχιστούν για πολλές δεκαετίες  – όπου, με κριτήριο την πεποίθηση του κ. Σόιμπλε πως η οικονομία μας δεν έχει άλλη δυνατότητα επανεκκίνησης εκτός από την υιοθέτηση της δραχμής, με υποτιμήσεις κοκ., η λογική υπαγορεύει πως εκεί θα οδηγηθεί σύντομα, για να ολοκληρωθεί η λεηλασία της με ακόμη φθηνότερες τιμές.

Έτσι ικανοποιούνται, εξυπηρετούνται καλύτερα όλοι, επιλέγοντας ήρεμα το επόμενο θύμα που θα κατασπαράξουν – έχοντας την άποψη πως η Ελλάδα έχει μοιραστεί ήδη στα γερμανικά και γαλλικά καρτέλ, δευτερευόντως στα ιταλικά, αφού η Γερμανία δεν είναι ακόμη σε θέση να υφαρπάζει τα πάντα, αναγκασμένη να τα μοιράζεται κυρίως με τον υπαρχηγό της αυτοκρατορίας της, με τη Γαλλία.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου