
Στην εποχή όπου τα πάντα επιτρέπεται να επαναπροσδιορίζονται — το φύλο, η ταυτότητα, ακόμη και η ίδια η ανθρώπινη φύση — το αρχαίο λατινικό ερώτημα «Cui bono;» (ποιος ωφελείται;) επιστρέφει επιτακτικά.
Διότι πίσω από τη ρητορική της ελευθερίας, της προόδου και της «αυτοπραγμάτωσης», φαίνεται να κρύβεται μια βαθύτερη μετατόπιση: η σταδιακή αποδόμηση του ανθρώπου ως προσώπου, ως πνευματικής ύπαρξης, και η αντικατάστασή του από ένα τεχνητό, προγραμματιζόμενο υποκατάστατο — τον «άνθρωπο του μετανθρωπισμού».
Ο μετανθρωπισμός, ως ιδεολογία και τεχνολογικό όραμα, υπόσχεται τη «βελτίωση» του ανθρώπινου όντος μέσω της τεχνολογίας: τη νίκη επί της ασθένειας, της φθοράς, της θνητότητας. Μιλά για συγχώνευση του ανθρώπου με τη μηχανή, για υπέρβαση της βιολογίας, για ψηφιακή αθανασία.
Ωστόσο, πίσω από αυτές τις υποσχέσεις, διαγράφεται ένα επικίνδυνο ρεύμα σκέψης: η άρνηση του ανθρώπου ως θεοδημιούργητου όντος. Ο μετανθρωπισμός δεν βλέπει τον άνθρωπο ως εικόνα του Θεού, αλλά ως ατελές προϊόν της φύσης που πρέπει να «διορθωθεί» από την τεχνολογία. Έτσι, η ρίζα του δεν είναι η ταπείνωση της πίστης, αλλά η αλαζονεία του ανθρώπου που θέλει να γίνει Θεός χωρίς Θεό.
Η ρευστότητα των ταυτοτήτων — κοινωνικών, έμφυλων, ακόμη και ειδικών — αποτελεί το προοίμιο αυτής της μετάβασης. Όταν το άτομο συνηθίζει να θεωρεί την ταυτότητά του προϊόν επιλογής και όχι δώρο, τότε ανοίγει ο δρόμος για την πιο ριζική αλλοίωση: την τροποποίηση του ίδιου του ανθρώπινου είναι.
Η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί να «επαναπροσδιορίσει» τον εαυτό του πέρα από τη φύση του, εξοικειώνει την κοινωνία με τη σκέψη ότι και ο άνθρωπος ως είδος μπορεί να τροποποιηθεί, να μετατραπεί, να υπερβεί τον εαυτό του. Και έτσι, ο δρόμος προς τον μετανθρωπισμό στρώνεται με το χαμόγελο της “προόδου”.
Είναι όμως πράγματι πρόοδος; Ή μήπως μια νέα μορφή δουλείας;
Η απάντηση στο Cui bono δεν είναι απλή. Από τη μία, φαίνεται πως ο άνθρωπος κερδίζει ελευθερία — ελευθερία να αυτοπροσδιορίζεται, να εκφράζεται, να απορρίπτει τα στερεότυπα. Από την άλλη, όμως, αυτή η ελευθερία συνοδεύεται από μια άνευ προηγουμένου εξάρτηση: από τα συστήματα, τους αλγορίθμους, τα δίκτυα, τις εταιρείες που ρυθμίζουν, καταγράφουν και καθοδηγούν τη ζωή του.
Η ταυτότητα παύει να είναι ιερό μυστήριο και γίνεται εμπορικό δεδομένο. Η «αυτονομία» του πολίτη μετατρέπεται σε προφίλ χρήστη. Και κάθε πράξη αυτοπροσδιορισμού, κάθε ψηφιακή έκφραση, κάθε επιλογή, μεταφράζεται σε αριθμούς που τρέφουν την πανίσχυρη οικονομία των δεδομένων.
Η τεχνολογική εξουσία κερδίζει ό,τι ο άνθρωπος νομίζει ότι κερδίζει. Ο άνθρωπος νομίζει πως αποκτά ταυτότητα, μα στην πραγματικότητα του την παραχωρούν. Νομίζει πως εκφράζεται, μα οι λέξεις του περνούν μέσα από φίλτρα, πλατφόρμες, αλγόριθμους. Νομίζει πως είναι ελεύθερος, μα η ελευθερία του έχει προγραμματιστεί. Έτσι, το Cui bono αποκαλύπτει ότι ο πραγματικός ωφελούμενος δεν είναι το άτομο, αλλά το σύστημα που το διαμορφώνει.
Στο βαθύτερο επίπεδο, όμως, ο μετανθρωπισμός προσφέρει και μια νέα «φιλοσοφία» — μια ψευδομεταφυσική. Υπόσχεται νόημα εκεί όπου ο άνθρωπος έχει χάσει την πίστη του. Προσφέρει τεχνολογική «αθανασία» σε μια κοινωνία που αρνείται την αιωνιότητα. Δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος μπορεί να ξεπεράσει τα όρια της φύσης του χωρίς Θεό, χωρίς μετάνοια, χωρίς χάρη. Πρόκειται για την πιο εκλεπτυσμένη μορφή πειρασμού: την αντικατάσταση της σωτηρίας με την αναβάθμιση.
Ο άνθρωπος δεν είναι μηχανή προς βελτίωση, αλλά πρόσωπο προς αγιοσύνη. Η ελευθερία του δεν είναι η αυθαίρετη αυτοκατασκευή, αλλά η δυνατότητα να ζήσει εν αληθεία — να αγαπήσει, να δημιουργήσει, να μεταμορφωθεί εν Χριστώ. Ο άνθρωπος γίνεται πραγματικά ελεύθερος όχι όταν αποδεσμεύεται από τη φύση του, αλλά όταν αναγνωρίζει μέσα της τη θεία προέλευση και το κάλεσμά του.
Ο μετανθρωπισμός, πίσω από τα λαμπερά του συνθήματα, είναι η παλαιά πλάνη της Εδέμ με νέα μορφή. «Θα γίνετε ως θεοί» είπε τότε ο όφις. Και σήμερα, η τεχνολογία επαναλαμβάνει τον ίδιο ψίθυρο με γλώσσα ψηφιακή. Μόνο που η υπόσχεση αυτή, όπως τότε, οδηγεί όχι στην υπέρβαση, αλλά στην αλλοτρίωση. Όταν ο άνθρωπος επιχειρεί να δημιουργήσει τον εαυτό του χωρίς Θεό, χάνει και τον εαυτό του και τον Θεό μαζί.
Το ερώτημα Cui bono λοιπόν έχει απάντηση — και είναι πικρή γιατί στην πραγματικότητα ωφελείται εκείνος που θέλει τον άνθρωπο αποκομμένο από τις ρίζες του, ανώνυμο, εξαρτημένο, χειραγωγήσιμο, ωφελείται ο κόσμος της ύλης που δεν αντέχει το φως του Πνεύματος, ωφελείται η νέα αυτοκρατορία των δεδομένων, που υπόσχεται ελευθερία για να κερδίσει τον απόλυτο έλεγχο.
Ναι, το άτομο αποκτά ελευθερία, αλλά το σύστημα αποκτά δύναμη, ναι, οι άνθρωποι νιώθουν απελευθερωμένοι, αλλά γίνονται πιο ελέγξιμοι ναι, ο άνθρωπος αναπλάθει τον εαυτό του, αλλά ξεχνά Ποιος του τον χάρισε.
Η αληθινή ελευθερία δεν βρίσκεται στην αυθαίρετη αυτοκατασκευή, αλλά στη συνειδητοποίηση της προέλευσης. Ο άνθρωπος είναι δημιουργημένος «κατ’ εικόνα» — όχι κατ’ επιλογή και όσο θα το θυμάται αυτό, δεν θα παραδοθεί σε καμία τεχνητή ουτοπία, όσο αναγνωρίζει μέσα του το θείο αποτύπωμα, δεν θα επιτρέψει να μετατραπεί σε δεδομένο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου